ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Γεια σας. Στα «Καρπάθικα Ημερολόγια», που πλέον γράφονται από την Αθήνα το Ηράκλειο, δημοσιεύω σκέψεις και ιδέες που με απασχολούν και που προέρχονται από οτιδήποτε μπορεί να είδα, άκουσα, έζησα.
Για να είμαστε σύμφωνοι με τους κανόνες του παιχνιδιού, θα διατηρήσουμε την ανωνυμία μας. Ο σκοπός βέβαια δεν είναι να κρυφτούμε πίσω από ένα ψευδώνυμο για να πούμε όσα δε θα τολμούσαμε να πούμε ενυπόγραφα, γι' αυτό και κάθε σχολιαστής είναι φυσικά ελεύθερος να υπογράφει όπως θέλει, επωνύμως ή ψευδωνύμως. Ωστόσο, θέλω να μείνουμε σταθεροί σ' αυτή την έστω και σχετική ανωνυμία, δηλαδή να μη δημοσιεύουμε το όνομα του άλλου αν το ξέρουμε.
Όταν απαγορευτεί η ανωνυμία, βλέπουμε...

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2007

ΕΝΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΦΑΛΜΑ

Τις προάλλες συνάντησα στο δρόμο τον Κωστή, πρώην μαθητή μου. Τον είχα τα τρία προηγούμενα χρόνια, σ’ όλο το Γυμνάσιο. Φέτος πάει πρώτη ΕΠΑΛ (Λυκείου).

Ο Κωστής ήταν μια ακραία περίπτωση μαθητή. Η μάνα του είναι επιβεβαιωμένα τρελή. Ο πατέρας του αλκοολικός, βίαιος, ανεύθυνος. Ένας πολύ μικρότερος αδελφός του θεωρείται (για αδιευκρίνιστους λόγους) το παιδί πρότυπο, καμάρι των γονιών του, όχι σαν τον άχρηστο τον Κωστή.

Ο ίδιος ο Κωστής έκανε την Α΄ Γυμνασίου τέσσερις (αριθμός 4) φορές. Την τέταρτη άλλαξε σχολείο και ήρθε στο δικό μας, την ίδια χρονιά που ήρθα κι εγώ. Δηλαδή τον γνώρισα στην τέταρτη Α΄ Γυμνασίου του, και τον είχα ακόμη στη Β΄ και τη Γ΄.

Ήταν μια κινούμενη δυστυχία. Ως μαθητής, απόλυτα ανεπίδεκτος. Στους συμμαθητές του αντιπαθής. Τον απέφευγαν, τον κορόιδευαν. Δεν πλενόταν, και τα παιδιά σιχαίνονταν να ακουμπήσουν οτιδήποτε είχε ακουμπήσει ο ίδιος, και δεν έκαναν καμία προσπάθεια να το κρύψουν. Για τους ελεεινούς του βαθμούς ο πατέρας του είτε τον βάραγε είτε του έλεγε: «Μα γιατί δεν μπορείς να είσαι σαν τον αδερφό σου;». Δεν είχε φίλους. Πόσο μάλλον δεν είχε γκόμενα. Οι παλιοί του καθηγητές, από το άλλο γυμνάσιο, του είχαν τσακίσει την όποια αυτοπεποίθηση. 17 ετών, δεν είχε γνωρίσει άλλο συναίσθημα από την περιφρόνηση. Ήταν ο απόλυτος πάτος. Όχι απλώς ο πάτος του σχολείου μας, ο πάτος της κοινωνίας. Πιο κάτω από τον τρελό του χωριού, που ίσως κάποιοι τον συμπαθούν. Πιο κάτω από τους εγκληματίες, που ίσως κάποιοι τους θαυμάζουν για το νταηλίκι τους ή τουλάχιστον τους φοβούνται, ή που μπορεί να έχουν κάνει λεφτά με την παρανομία. Ήταν ίσα με τα διωγμένα σκυλιά. Στου Κωστή τη ζωή, όσο είμαι σε θέση να την ξέρω, δεν υπήρχε τίποτε που να μην είναι ολόμαυρο.

Τα αντιμετώπιζε όλα αυτά με πραγματική υπομονή αγίου. Θα μπορούσε να είναι βίαιος, καβγατζής, αλλά δεν ήταν. Θα μπορούσε να διασαλεύει την τάξη και να εξεγείρεται κατά της δικής μας εξουσίας, αλλά δεν το έκανε. Στην τάξη και στο διάλειμμα ποτέ δεν έδινε την παραμικρή αφορμή. Το μόνο που έκανε ήταν ότι είχε κλείσει τα εισερχόμενα του μυαλού του. Είχε κατεβάσει τα στόρια. Το βρίσκω λογικό εκ μέρους του. Το αποτέλεσμα όμως ήταν ότι τουλάχιστον από τότε που τον ξέρω εγώ, οι σχολικές του γνώσεις δεν αυξήθηκαν ούτε κατά ένα γιώτα. Ούτε μία φορά δεν ήξερε μάθημα. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που έχω δει γράφει το όνομά του με λάθη. Τα γράμματά του ήταν σαν κάποιου που πιάνει πρώτη φορά μολύβι και δεν είναι σίγουρος πώς ακριβώς το κρατάνε. Έδειχνε σαν καθυστερημένος, ακόμα και στη φάτσα. Υπάρχει μέχρι και η φήμη ότι είχε πάθει εγκεφαλικές βλάβες από το ξύλο του πατέρα του. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε ο Κωστής είναι όχι απλώς λειτουργικά αναλφάβητος, είναι σχεδόν σκέτος αναλφάβητος.

Οι λόγοι που σ’ εμάς κάθε χρόνο προβιβαζόταν και τελικά πήρε απολυτήριο ήταν: αφενός, ότι σ’ εμάς γενικά όλοι περνάνε· αφετέρου, ότι καθώς είναι από φτωχή οικογένεια, το να έχει ένα απολυτήριο γυμνασίου ήταν η μόνη του ελπίδα να μπορέσει να βρει κάτι στη ζωή ώστε τουλάχιστον να επιβιώνει υλικά· και επιπλέον η άποψη που είχαν προβάλει ορισμένοι από εμάς, ότι όποια κι αν είναι τα σχολικά του αμαρτήματα, ο Κωστής τα έχει ήδη προπληρώσει, με τις τέσσερις χρονιές στην ίδια τάξη και τις ψυχολογικές τους συνέπειες.

Ήθελε να πάει κάπου να μάθει υδραυλικός. Τελικά μαθαίνει ότι η σχολή όπου στόχευε δεν είναι για αποφοίτους γυμνασίου, αλλά πρώτης ΕΠΑΛ. Πήγε λοιπόν και γράφτηκε στην πρώτη ΕΠΑΛ, προς απόγνωση των εκεί συναδέλφων (πώς το πήρε ο ίδιος, ούτε θέλω να σκέφτομαι).

Και μια μέρα, καθώς έλεγα στην αρχή, τον συναντώ στο δρόμο. Με συμπαθούσε πάντοτε, επειδή δεν του φερόμουν ούτε με αποστροφή ούτε με συγκατάβαση, αλλά όπως σε κάθε αξιοπρεπή άνθρωπο. Χάρηκε λοιπόν που με είδε, και μιλήσαμε λίγο. Μου είπε ότι είναι ξανά μαθητής. Και, μιας και με συνάντησε, ήθελε κάτι να μου ζητήσει: στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας είχαν ένα κείμενο που το είχαμε κάνει και μαζί στο Γυμνάσιο, το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού. Θυμόταν ότι εγώ τούς το είχα φέρει να το ακούσουν από μία ηχογράφηση, και το είπε στην καθηγήτριά του, και μήπως θα μπορούσα να του το δανείσω να το ακούσουν κι εκεί;

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΗΚΑ. Όταν το μάθημα είχε δημοτικά τραγούδια ήταν η καλύτερή μου, και έβαζα πάντοτε όλο το μεράκι και την έμπνευσή μου για να μεταδώσω στα παιδιά την ομορφιά των τραγουδιών. Και ιδού ο χειρότερος μαθητής όλων των εποχών, ο τελευταίος των τελευταίων, ο πανάχρηστος, ο αναλφάβητος, ο καθυστερημένος, το απροσάρμοστο, ο Κωστής, θυμόταν πώς είχα κάνει εκείνο το συγκεκριμένο μάθημα, και προφανώς τον είχε αγγίξει κιόλας, αλλιώς δε θα το θυμόταν! Δε νομίζω ότι ο ίδιος είναι σε θέση να αντιληφθεί τι ανεκτίμητο δώρο ήταν για μένα αυτή η κουβέντα του.

Του υποσχέθηκα ότι θα του το φέρω. Και δεν το ξέχασα. Αποφάσισα να του γράψω σε ένα σιντί όλες τις διαφορετικές εκτελέσεις που είχα από το τραγούδι, και να του το δώσω είτε για να το κρατήσει είτε για να το χαρίσει στην καθηγήτριά του είτε για να κάνει ό,τι νομίζει. Αλλά το αμέλησα. Τη μια μέρα δεν είχα χρόνο, την άλλη δεν είχα άδεια σιντί, την τρίτη δεν ήξερα πώς να τον συναντήσω, τελικά δεν το έκανα.

Μία βδομάδα αργότερα, σήμερα δηλαδή, τον ξαναπέτυχα στο δρόμο. Του είπα ότι δεν το έφερα, αλλά δεν το ξέχασα κιόλας, και τον ρώτησα αν το θέλει ακόμη. Όχι, μου είπε, έχουν περάσει σ’ άλλα κείμενα. Ευχαριστεί πολύ πάντως.

Πόσο ντράπηκα! Πόσο μετάνοιωσα! Αν είχα ασχοληθεί λίγο, ο Κωστής θα είχε ίσως μία μοναδική ευκαιρία να λάμψει στην τάξη, φέρνοντας κάτι που θα ζωντάνευε το κείμενο, που θα έδινε άλλο χαρακτήρα στο μάθημα και που κανένα άλλο παιδί και πιθανότατα ούτε η ίδια η καθηγήτρια δεν ήξερε ότι υπάρχει, ή κι αν το είχε ακουστά πάντως δε θα το έφερνε στην τάξη. Βέβαια, μπορεί και να μη συνέβαινε τίποτε απ’ όλα αυτά, μπορεί κανείς να μην έδινε σημασία και να μην έπαιζαν καν την ηχογράφηση· η πιθανότητα όμως, έστω και μικρή, να γίνονταν αυτά τα σπουδαία θα ήταν ασφαλώς η μοναδική στη μακρότατη μαθητική του καριέρα· και ίσως, ίσως-ίσως, μια στο εκατομμύριο, να έδινε την πρώτη ευκαιρία του Κωστή να βγει από την κόλαση όπου ζει: να έπαιρνε ένα δημόσιο μπράβο, ένα χαμόγελο, μια αναγνώριση επιτέλους από κάποιον ότι ο Κωστής κάτι αξίζει, δεν είναι άχρηστος όπως πιστεύουν όλοι και πρώτος απ’ όλους ο ίδιος.

Αλλά δεν ασχολήθηκα, όπως κανείς ποτέ δεν ασχολείται με τον Κωστή, κι έτσι η μοναδική ευκαιρία του πήγε στράφι.

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2007

[Το παρακάτω κείμενο το εκφώνησα στην εκκλησία του χωριού μας ανήμερα της 28ης, μετά τη δοξολογία. Διευκρινίζω ότι δεν επρόκειτο για σχολική εορτή -αυτή έγινε στις 26 και περιελάμβανε άλλα κείμενα.]
Στις 28 Οκτωβρίου 1940 οι Έλληνες αποφάσισαν, πρώτοι αυτοί από όλα τα έθνη, να αντισταθούν στον επεκτατισμό του ιταλογερμανικού Άξονα. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ιταλοελληνικού και του γερμανοελληνικού πολέμου και της Κατοχής επέδειξαν ηρωικό και ανυπότακτο πνεύμα, και δοξάσαν την πατρίδα μας παγκοσμίως.

Αυτή η παγκόσμια δόξα της Ελλάδας έχει έκτοτε παρερμηνευθεί πολύ από εμάς, τους σύγχρονους Έλληνες. Στηριζόμενοι σε πλήθος πασίγνωστα ιστορικά παραδείγματα, από τους Τριακοσίους του Λεωνίδα και τους Μαραθωνομάχους, διά μέσου όλης της Αρχαιότητας και του Βυζαντίου, μέχρι την Επανάσταση του ’21 και τελικά μέχρι το ’40, βγάλαμε το συμπέρασμα ότι οι Έλληνες είναι από τη φύση τους γενναίοι και ανυπότακτοι.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερος μύθος. Σήμερα, που είναι ημέρα μνήμης και τιμής για τους πεσόντες (αλλά και τους επιζήσαντες) του ’40, ας συνειδητοποιήσουμε επιτέλους πόσο τους έχουμε υποτιμήσει: οι άνθρωποι αυτοί δε γεννήθηκαν ήρωες, όπως κανείς ποτέ δε γεννήθηκε ήρωας. Δεν παρέλαβαν τον ηρωισμό και τη γενναιότητα, έτοιμη κληρονομιά από τους ένδοξους προγόνους τους. Τον βρήκαν μέσα στις δικές τους καρδιές και μόνο. Ούτε βέβαια οι άλλοι λαοί, που επέδειξαν μικρότερο ή και καθόλου ηρωισμό απέναντι στους ίδιους κατακτητές, είναι δειλοί και αντιήρωες. Το ότι οι Έλληνες αντέδρασαν έτσι ενώ οι Γάλλοι π.χ. αλλιώς ερμηνεύεται από τις ιστορικές συνθήκες, όπως προσπαθήσαμε να καταδείξουμε προχθές στη σχολική εορτή. Σήμερα δε θα χρειαστεί να κάνουμε το ίδιο: η Ιστορία δεν είναι άγνωστη, υπάρχει γραμμένη στα βιβλία και ο καθένας μπορεί να τη μελετήσει και να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Ας μείνουμε όμως στο θέμα του μύθου: γιατί υπάρχει, και γιατί επιμένουμε να τον συντηρούμε; Γιατί έχουμε οι Έλληνες αυτή τη συνήθεια, να αποδίδουμε τις δάφνες για το κάθε κατόρθωμα κάποιου κοντινού ή μακρινού προγόνου μας, όχι στον ίδιο, όπως του αξίζει, αλλά στο ανώνυμο και απροσδιόριστο γονίδιο του ελληνικού ηρωισμού;
Ο λόγος κατά τη γνώμη μου είναι απλός: το κάνουμε γιατί μάς κολακεύει. Μας χαϊδεύει τα αφτιά, και μας απαλλάσσει από τις δικές μας ευθύνες. Αν όλοι οι Έλληνες είναι γεννημένοι ήρωες, τότε είμαστε κι εμείς. Και δε χρειάζεται να το αποδείξουμε. Και ό,τι χρωστά η ανθρωπότητα στους Έλληνες του ’40, το χρωστά και σ’ εμάς. Όπως μας χρωστά τα φώτα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού που εξαπλώθηκε και καταύγασε όλο τον Δυτικό κόσμο, και όπως μας χρωστά τη δημοκρατία, τη φιλοσοφία, τις βάσεις των επιστημών, το ολυμπιακό ιδεώδες, το όνομα της Ευρώπης και χίλια δυο χρέη για τα οποία εμείς προσωπικά δεν κουνήσαμε το δαχτυλάκι μας.
Δεν είναι έτσι. Κανείς δε μας χρωστάει τίποτε. Εμείς είμαστε που χρωστάμε. Στους Έλληνες του ’40 χρωστάμε την ελεύθερη πατρίδα μας, χρωστάμε το χώμα που πατάμε και τον ανέφελο ουρανό που μας σκέπει, χρωστάμε ότι μας έδειξαν πώς λέει κανείς Όχι. Και επειδή η γενιά εκείνη φεύγει ή έχει ήδη φύγει, το χρέος οφείλουμε να το αποδώσουμε στα δικά μας παιδιά.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με κάτι απλό: να μάθουμε το μάθημα που μας δίδαξαν εκείνοι. Να λέμε κι εμείς Όχι όπου πρέπει, και όχι μόνο Ναί.
Όχι λοιπόν στους μύθους που μας κολακεύουν και μας εφησυχάζουν.

ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Καλησπέρα σας. Σήμερα γκρινιάζω.

Ξέρετε, υπάρχουν μερικά πράγματα που με ενοχλούν. Αρκετά ίσως. Ένα από αυτά είναι η καταστρατήγηση της γλώσσας. Δεν τραβάω κανένα κόλλημα με τη διατήρηση του ιερού γλωσσικού θησαυρού που μας κληροδότησαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Έτσι κι αλλιώς αυτός δεν απειλείται: ούτε στην αρχαιότητα ήσαν όλοι Όμηροι και Θουκυδίδηδες, ούτε σήμερα είναι ο καθένας υποχρεωμένος να είναι Όμηρος ή Θουκυδίδης ή έστω φιλόλογος. Μερικοί μπορεί να τους φτάνουν, και υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, που τα Ελληνικά τους είναι μουσική. Αν οι υπόλοιποι δεν ξέρουν καλή γραμματική και δεν έχουν πλούσιο λεξιλόγιο, δε χάθηκε ο κόσμος. Δεν το χρωστούσαν σε κανέναν.

Με ενοχλεί όμως να παραβιάζονται βασικές αρχές της επικοινωνίας, της αισθητικής και της κοινής λογικής, σε θέματα που δε χωράει η δικαιολογία ότι ο άλλος «δεν το ήξερε». Σας παραθέτω εδώ κάτω μία σειρά σκέψεων που έκανα τελευταία για τη χρήση της γλώσσας μας. Στην αρχική τους μορφή είχαν κυκλοφορήσει στο φόρουμ της «Άσπρης Λέξης», στη διεύθυνση http://www.asprilexi.gr/SnitzForum/default.asp.


1. Απεχθάνομαι τη φράση «φυσικός χυμός». Πρώτον, γιατί είναι παράλογη: θα ζήταγε κανείς ποτέ έναν αφύσικο χυμό; Και δεύτερον, γιατί είναι ψεύτικη, φτιαχτή. Αυτό που στα καφενεία ονομάζουμε φυσικό χυμό πορτοκάλι, στην υπόλοιπη ζωή μας το ονομάζουμε πορτοκαλάδα. Και επειδή στο καφενείο πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δε θέλουμε πορτοκαλάδα Φάντα, υπάρχουν οι απλοί και φυσικοί τρόποι να πούμε: «Φέρτε μου μία στιφτή πορτοκαλάδα», ή «Στίψτε μου μια πορτοκαλάδα».

Όχι. Ακόμα κι έτσι δεν είναι αποδεκτό. Ο σερβιτόρος επιμένει ν’ ακούσει αυτό που επιβάλλουν οι ειδικοί γλωσσικοί κανόνες του καταστήματος. «Δηλαδή ένα φυσικό χυμό;»

Εντάξει, κέρδισες. Φυσικό χυμό θέλω.

Εκεί απειλείται η γλώσσα μας, κύριοι. Όχι όταν κάνουμε γραμματικά λάθη, ούτε όταν χρησιμοποιούμε ξένες λέξεις. Πρόβλημα με τη γλώσσα υπάρχει όταν μία λέξη που όλοι ξέρουμε τι σημαίνει την απορρίπτουμε έναντι μιας τεχνητά επιβεβλημένης που δεν ανήκει στο φυσικό, αυθόρμητο λεξιλόγιο κανενός. Ο άκρως αφύσικος «φυσικός χυμός» μού φαίνεται σαν να μου λένε: μπορεί από βρέφος να έμαθες να περπατάς με τα πόδια, όμως εδώ στο μαγαζί μας θα πρέπει να περπατάς με τα χέρια. Μπορώ ενδεχομένως να το κάνω, με λίγη εξάσκηση, αλλά γιατί; Τι και ποιον εξυπηρετεί;


Χημικός χυμός

2. Βρήκα ένα καινούργιο, στο ίδιο στιλ αλλά ακόμη χειρότερο. Ξέρετε πώς ονομάζεται το μεγάλο ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο κομμάτι τυριού (ένταμ, γκούντα κλπ.), από το οποίο ο μπακάλης μάς κόβει φέτες για τοστ; Φραντζόλα!

Μα έλεος πια! Η ετικέτα το γράφει απερίφραστα: «Ένταμ φραντζόλα». Μια φραντζόλα τυρί. Τι άλλο θα ακολουθήσει; Κανένα καρβέλι νερό, ένα τσαμπί κιμά, ένα ματσάκι καφέ;

Αυτό σηκώνει επανάσταση. Στα όπλα σύντροφοι! Δεν μπορούν να μας το κάνουν αυτό, δεν μπορούν να μας κλαδεύουν σε τέτοιο βαθμό τη γλώσσα μας. Τη χρειαζόμαστε, για να μπορούμε να συνεννοούμαστε. Αν μας την πάρουν θα μείνουμε ανάπηροι, ανήμποροι και άχρηστοι. Χωρίς αρωγή μπορούμε να ζήσουμε, με λάθος τα τελικά μπορούμε να ζήσουμε, αλλά αν χάσουμε την ικανότητα να κατονομάζουμε τις τελείως στοιχειώδεις έννοιες όπως το ψωμί και το τυρί ΔΕΝ ΘΑ ΖΗΣΟΥΜΕ!!!

3. Ένα ένα μου ’ρχονται. Λοιπόν, έχετε προσέξει ότι στις ζωντανές εκπομπές ραδιοφώνου και τηλεόρασης ισχύει ένας ειδικός κώδικας με τον οποίο χαιρετιούνται οι άνθρωποι, εντελώς άγνωστος σε κάθε άλλη περίσταση του καθ’ ημέραν βίου;

«Καλό μεσημέρι, Γιώργο Ταδόπουλε». Τι καλό μεσημέρι βρε όρνιο; Οι ευχές που χρησιμοποιούνται στα Ελληνικά ως χαιρετισμοί και έχουν σχέση με τη φάση της ημέρας όπου βρισκόμαστε είναι δύο: Καλημέρα και καλησπέρα. Καμία απολύτως άλλη. Η καληνύχτα και τα καινοφανή «καλό μεσημέρι», «καλό απόγευμα» κλπ. δεν είναι χαιρετισμοί, είναι αποχαιρετισμοί. Γιατί είναι αποχαιρετισμοί; Δεν ξέρω, αλλά ζω στην Ελλάδα, μιλώ αυτή τη γλώσσα όλη μου τη ζωή και ξέρω μετά βεβαιότητος ότι αυτές οι φράσεις λέγονται στο τέλος μιας συνάντησης ή συνδιάλεξης, όχι στην αρχή.

Δηλαδή, εμφανίζεται ο καλεσμένος ή ο από τηλεφώνου ανταποκριτής ή ο συμπαρουσιαστής μιας εκπομπής, και, πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα του, ο παρουσιαστής τον ξαποστέλνει. Αν καταδεχτούμε να επιστρέψουμε στις πραγματικές σημασίες των λέξεων και των εκφράσεων, αυτές που προκύπτουν όχι από τεχνοκρατικούς ψευτοσυλλογισμούς του τύπου «καλό + μεσημέρι = καλό μεσημέρι, ήτοι μία ευχή, άρα μία ευγενική κουβέντα» αλλά από την απλή, ταπεινή καθημερινή εμπειρία της πραγματικής ζωής που όλοι έχουμε, θα συνειδητοποιήσουμε ότι στο «Καλό μεσημέρι Γιώργο Ταδόπουλε» η μόνη λογική και εντός θέματος απάντηση είναι «Ευχαριστώ, επίσης» και να κλείσει το τηλέφωνο ή να φύγει από το στούντιο. Δηλαδή αν τον υποδέχονταν λέγοντάς του «Καληνύχτα, Γιώργο Ταδόπουλε» ή «Αντίο, Γιώργο Ταδόπουλε», τι θα όφειλε να κάνει; Αυτό δεν το είδαμε ακόμη να συμβαίνει, αλλά γιατί να το αποκλείσουμε; Η λογική δεν το απαγορεύει: «καληνύχτα» είναι μία όμορφη ευγενική ευχή για όταν είναι νύχτα, και «αντίο» σημαίνει στην ένδοξη γλώσσα του Δάντου «[πήγαινε] στο Θεό», ή λίγο πιο ελεύθερα «ο Θεός μαζί σου». Προσφυέστατο λοιπόν.

«Έχε γεια, Γιώργο Ταδόπουλε»!

Έγραφα πιο πάνω ότι το να χάσουμε την ικανότητα να εκφράζουμε στοιχειώδεις έννοιες όπως το ψωμί και το τυρί είναι επικίνδυνο. Ε, ιδού λοιπόν άλλη μία έννοια που καταστρατηγείται: ο χαιρετισμός. Και πρόκειται για τόσο βασική και στοιχειώδη έννοια, ώστε είναι πάντοτε από τις πρώτες λέξεις που μαθαίνει κανείς σε μία ξένη γλώσσα. Οι περισσότεροι άνθρωποι ξέρουν να λένε «Γεια σου» ή «Καλημέρα» σε αρκετές γλώσσες στις οποίες κατά τα άλλα δεν ξέρουν ούτε μία λέξη. Και έχουμε τώρα δημοσιογράφους, δηλαδή ανθρώπους που ο λόγος είναι η δουλειά τους και που επιπλέον βρίσκονται σε τέτοια θέση ώστε να επηρεάζουν την κοινωνία, οι οποίοι ξαφνικά ή δεν ξέρουν να χαιρετήσουν έναν άνθρωπο στη μητρική τους γλώσσα ή μας λένε εμμέσως ότι εμείς δεν ξέρουμε να το κάνουμε.

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2007

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Αν κάποιος κάνει παιδί με την αδελφή του, το παιδί του θα είναι συνάμα και ανήψι του, έτσι; Και αν το κάνει με τη μάνα του, το παιδί του θα είναι και αδέλφι του. Και αν το κάνει με την κόρη του, το παιδί του θα είναι και εγγόνι του.

Μπορείτε να το προχωρήσετε μόνοι σας και να δείτε τι θα βγει αν κάποιος κάνει παιδί με τη γιαγιά του κλπ..

Ας πιάσουμε όμως μερικές πιο ειδικές περιπτώσεις. Έστω ότι κάποιος είναι φανατικός και αμετανόητος αιμομίκτης. Κάνει με τη μάνα του μία κόρη (που είναι και αδελφή του), και ακολούθως, μόλις αυτή έλθει εις ηλικίαν, κάνει και μαζί της ένα παιδί. Τι θα του είναι; Από τον ίδιο, παιδί του. Από τη μάνα του παιδιού, αφενός εγγόνι του, αφού η μάνα του παιδιού είναι κόρη του μπαμπά, και αφετέρου ανήψι του, αφού η μάνα του παιδιού είναι συνάμα και αδελφή του μπαμπά.

Με παρακολουθείτε μέχρι εδώ; Έξοχα. Ας δούμε τώρα τις συγγένειες αυτού του παιδιού με τη μάνα του μπαμπά. Η μάνα του μπαμπά είναι προφανώς γιαγιά του παιδιού του μπαμπά, συμβαίνει όμως να είναι ταυτόχρονα και η δεύτερη γιαγιά του, αφού είναι μάνα και της μάνας του παιδιού. Επειδή όμως ο μπαμπάς είναι και παππούς του παιδιού, η διπλή γιαγιά είναι εν ταυτώ και προγιαγιά. Είναι δε, τέλος, και μεγάλη θεία του, ως μητέρα του θείου του (γιατί ο μπαμπάς είναι και θείος).

Πάμε τώρα στη μάνα του παιδιού: αυτή είναι επίσης και θεία του, ως αδελφή του μπαμπά του. Είναι ακόμη και αδελφή του, αφού ο πατέρας τους είναι ο ίδιος. Βέβαια αυτό προσδίδει στη μάνα της μάνας την πρόσθετη ιδιότητα της μεγάλης θείας του παιδιού (μάνα της θείας του). Νομίζω ότι αυτά είναι όλα.

Μια μέρα λοιπόν αυτό το παιδάκι γράφει στο σχολείο μια έκθεση με θέμα «Η οικογένειά μου». Και γράφει μέσα:

Η οικογένειά μου αποτελείται από τον μπαμπά μου, τη μαμά μου, τον παππού μου, τις δύο γιαγιάδες μου, την προγιαγιά μου, το θείο μου, τη θεία μου, δυο μεγάλες θείες μου, την αδελφή μου και εμένα. Ζούμε όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι αλλά δεν έχουμε πρόβλημα χώρου, είμαστε μόνο τέσσερα άτομα.



Όπως έμαθα πολύ αργότερα,
το ζήτημα έχει απασχολήσει κι άλλους.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2007

ΕΝΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΕΙΡΑΜΑ

Με την Τρίτη Γυμνασίου φέτος έχουμε πρόβλημα. Ψιλοείχαμε από τις προηγούμενες χρονιές μ’ αυτή την τάξη: δεν ήταν ιδιαίτερα σαματατζήδες, αλλά ως σύνολο ήσαν παντάπασιν αδιάφοροι μαθητές. Συχνά μου έδιναν την αίσθηση ότι μπαίνω σε μια άδεια αίθουσα και μιλώ στους τοίχους. Μερικά παιδιά που είναι από πάστα καλού μαθητή, σύντομα βαρέθηκαν να προσπαθούν για κάτι που δεν έχει καμία κοινωνική αναγνώριση. Θα έπαιρναν βέβαια τον καλό βαθμό, θα έπαιρναν ένα μπράβο από εμάς, αλλά κανείς από τους συμμαθητές τους δε θα έπαιζε ένα βλέφαρο μπροστά σ’ αυτό το κατόρθωμα. Έτσι κι αυτοί σιγά σιγά βούλιαξαν.

Φέτος που πάνε Τρίτη, ή, για την ακρίβεια, από τα μισά της Δευτέρας, είχαμε και κάτι επιπλέον: προστέθηκε στη σύνθεση της τάξης ένα παιδί που προερχόταν από αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος. Δε θα κάτσω να περιγράψω λεπτομερώς την περίπτωσή του, γιατί υπάρχει φόβος να τον αδικήσω. Η κεντρική ιδέα είναι ότι χαλάει την τάξη. Δημιουργεί μία διαρκή ανόητη θυμηδία, στην οποία παρασύρονται και οι επιρρεπέστεροι από τους υπόλοιπους. Το αποτέλεσμα είναι ότι στην τάξη επικρατούν τέτοιες συνθήκες ώστε η όποια προσπάθεια για ένα καλό μάθημα, εκ μέρους είτε του δασκάλου είτε των άλλων παιδιών, φαίνεται ακόμη πιο άπελπις και πιο μάταιη.

Χρειάζονται δραστικά μέτρα. Είναι μία τάξη που μπορεί εύκολα να σε εκνευρίσει και ν’ αρχίσεις να φωνάζεις ή να μοιράζεις τιμωρίες, και όλοι ξέρουμε ότι αυτό δε θα βοηθήσει σε τίποτε.
Είχα σκεφτεί ότι αυτά τα παιδιά πάσχουν από έλλειψη κινήτρου. Για ορισμένους από αυτούς το σχολείο είναι απλώς ένα βάρβαρο πρωινό ξύπνημα και ένα χασομέρι μέχρι το μεσημέρι που γυρνάνε σπίτι τους. Πιθανώς για τους μεγαλύτερους να είναι και κάτι σαν καταδίκη, που θα περάσει μεν ούτως ή άλλως όταν έρθει η ώρα της, αλλά μέχρι τότε καλύτερα να τη διασκεδάσουμε κάπως. Με αυτό το τελευταίο αναφέρομαι σε παιδιά που για τον ένα ή τον άλλο λόγο έχουν χάσει κάποιες χρονιές: άλλος είναι αλλοδαπός και μέχρι να προσαρμοστεί στο νέο γλωσσικό περιβάλλον καθυστέρησε μερικά χρόνια, άλλος έτρωγε όλη την ώρα αποβολές και έμεινε από απουσίες, κλπ.. Φυσικά, αυτοί που μας δυσκολεύουν περισσότερο είναι ακριβώς αυτοί οι τελευταίοι.
Πιστεύω γενικά (και δε διεκδικώ βέβαια την πατρότητα αυτής της εξυπνάδας) ότι το παιδί που δημιουργεί όλη την ώρα προβλήματα επιζητεί την προσοχή μας. Και όταν έχει πειστεί ότι δεν μπορεί να ελπίζει στην καλή προσοχή, το μπράβο, την αναγνώριση, καταφεύγει στο να διεκδικεί την κακή προσοχή, το μάλλωμα, ακόμη και την τιμωρία. Αν λοιπόν εγώ βρω ένα τρόπο να τον υποβοηθήσω να αποσπάσει ένα μπράβο, είναι πιθανόν να τον έχω ικανοποιημένο και να παρατήσει τις χαζομάρες. Ακόμη και με στοιχειώδεις τρόπους, όπως να ζητήσω ειδικά από αυτόν να μοιράσει τις φωτοτυπίες ή να πάει να φέρει κιμωλίες, του δείχνω ότι δεν ξεχνώ την παρουσία του, κι εκείνος αυτό είναι που θέλει. Έτσι, σιγά σιγά, πείθεται ότι η προσοχή που γυρεύει δε χρειάζεται να είναι αποκλειστικά η κακή, ότι η καλή προσοχή δεν είναι κάτι άπιαστο για κείνον, κι έτσι σταδιακά μπορεί ν’ αρχίσει να ανορθώνει την τραυματισμένη του αυτοπεποίθηση.
Πολύ όμορφη θεωρία, έτσι; Το πονηρό σημείο της είναι η λέξη «Σταδιακά». Με το να τον στείλω μια φορά για κιμωλίες δεν πρόκειται να ξεριζωθούν άξαφνα όλες οι αιτίες που τον οδηγούν σ’ αυτή τη συμπεριφορά. Ούτε και μπορώ να τον στέλνω δέκα φορές την ώρα για κιμωλίες. Θέλει υπομονή, επιμονή, ευελιξία, ευρηματικότητα, σωστό συγκερασμό επιείκειας και αυστηρότητας, κι εγώ δεν είμαι ούτε σοφός ούτε άγιος, είμαι απλώς ένας σχετικά καινούργιος δάσκαλος που ακόμη εξερευνώ τη δύσκολη και γοητευτική μας τέχνη.
Και έχουμε και άλλα παιδιά που δε μοιάζουν να επιζητούν κανενός είδους προσοχή, αλλά μοιάζουν ότι μάλλον θέλουν να την αποφύγουν. Βαριούνται που ζουν, βαριούνται που έρχονται στο σχολείο, βαριούνται που βλέπουν τη μάπα μου, και εύχονται ενδόμυχα να περιορίσουν τις επαφές μαζί μου στο ελάχιστο. Μοιάζουν να σκέφτονται: «Δε μας παρατάς; Εντάξει, ήρθα. Δε σου φτάνει; Κάνω και ησυχία, ούτε τώρα είσαι ικανοποιημένος; Άντε, την άλλη φορά θα σου φέρω και μισή άσκηση, κι ελπίζω πια να σκάσεις. Τι, τη γνώμη μου; Δεν έχω γνώμη (κι αν είχα, σιγά μη σ’ την έλεγα), δε με νοιάζει, αφήστε με ήσυχο.»
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *

Σε ένα από τα πρώτα μαθήματα φέτος, μπαίνω στην εν λόγω τάξη να κάνουμε Κείμενα. Μετά τα εισαγωγικά, φτάνω στο σημείο «Το πρώτο μας κείμενο θα είναι...» και πριν ολοκληρώσω, ακούω: Αχ, κύριε, όχι πάλι δημοτικό τραγούδι!
Από τα διάφορα κείμενα που ανθολογούνται στα σχολικά βιβλία, τα δημοτικά τραγούδια συγκαταλέγονται στις αγαπημένες μου κατηγορίες. Και αφού η επιλογή των κειμένων είναι στη διακριτική μου ευχέρεια, θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να εμμένουμε λίγο περισσότερο σ’ αυτά που μου αρέσουν, γιατί είναι πιο πιθανό να κερδίσουν οι μαθητές κάτι από το κείμενο που βλέπουν ότι παθιάζει τον άλλο παρά από ένα που ακόμη κι ο δάσκαλος το βαριέται − ή, εν πάση περιπτώσει, το αντιμετωπίζει με αμηχανία και αναγκάζεται να καταφύγει σε φιλολογίστικους σχολαστικισμούς για να αποδείξει την αξία του. Ιδού λοιπόν, διαπιστώνω ότι το πάθος που είχα εκδηλώσει στις προηγούμενες χρονιές δεν υπήρξε ιδιαίτερα μεταδοτικό. Εννοείται πως, αν με είχαν αφήσει να ολοκληρώσω τη φράση μου, θα έλεγα «Το πρώτο μας κείμενο θα είναι ένα δημοτικό τραγούδι, το Γιοφύρι της Άρτας.» Έφαγα την ψιλοψυχρολουσία μου, αλλά πάντως αφού αυτό το μάθημα είχα ετοιμάσει, αυτό θα κάναμε, πάει και τελείωσε.
Παρατήρησα όμως ότι, εν μέσω των φωνών που διαμαρτύρονταν, ακούστηκε και μία που έλεγε: «...εκτός αν μας το φέρετε να το ακούσουμε». Αχά! Να λοιπόν κάτι που τους ξυπνά. Εδώ θα πιαστώ. Πράγματι, τις προηγούμενες χρονιές, όποτε κάναμε κάποιο δημοτικό τραγούδι (ή και άλλο ποίημα που να υπάρχει σε μελοποιημένη εκδοχή, π.χ. Καββαδία) τους έφερνα να ακούσουν την ηχογράφηση, και φαίνεται πως αυτό τους άρεσε. Να αναφέρω εν παρενθέσει ότι έχω αγανακτήσει με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι φιλόλογοι γενικώς τα δημοτικά τραγούδια: μοιάζουν να τα θεωρούν ποιήματα απολύτως ανάλογα και συγκρίσιμα με τα κυρίως ποιήματα, αυτά που γράφονται και διαβάζονται, και λησμονούν τελείως ότι το τραγούδι είναι άλλου είδους πράγμα. [Έχω ξανααναφερθεί, εκτενέστερα, σ’ αυτό το ζήτημα στο κείμενο για το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού. Ρίξτε μια ματιά ύστερα.] Οπότε, το να τους το βάλω να το ακούσουν είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω.
Αμ’ έλα που από το καλοκαίρι, που άδειασα το σπίτι μου εδώ για να μείνει η σπιτονοικοκυρά, δεν έχω ακόμη ανοίξει όλες μου τις κούτες; Έχω σιντί με σχεδόν οποιοδήποτε δημοτικό τραγούδι σε παραλλαγές από διάφορες περιοχές, αλλά αυτές τις μέρες αυτά τα σιντί ήταν αποθηκευμένα γύρευε πού.
Μιαν άλλη φορά, που είχαμε Ερωτόκριτο στο μάθημα, είχα ετοιμάσει, με τη συνεργασία ενός φίλου μου που έχει ωραία φωνή και ωραία κρητική προφορά, μία δική μας ηχογράφηση του συγκεκριμένου αποσπάσματος. Θα μπορούσα και τώρα να κάνω κάτι ανάλογο.
Μετά, σκέφτηκα κάτι καλύτερο: αν είναι να το ακούσουν από μένα, γιατί να το ηχογραφήσω; Μπορώ να φέρω κάποιο όργανο στην τάξη και να τους το παίξω λάιβ. Αλλά είναι κάπως τολμηρό να μετατρέψει κανείς το μάθημα σε συναυλία, ιδίως ενώπιον ενός κοινού με αμφίβολες αντιδράσεις.
Το βρήκα! Θα τους βάλω να το παίξουμε όλοι μαζί. Θα τους δείξω τρόπους και μέσα να παίξουν μουσική ανεξαρτήτως του αν ξέρουν ή όχι, και θα κάνουμε όλοι μαζί μία ενορχήστρωση - εκτέλεση του τραγουδιού.
Πήγα στο σχολείο κουβαλώντας σε μία τσάντα τρία βάζα με φακές, κουκιά και ρύζι, που παίζονται σαν μαράκες. Τους είπα την ιδέα μου. Μου είπαν: μα εγώ δεν ξέρω μουσική! Το είχα προβλέψει, και είχα έτοιμη την ατάκα που σκοτώνει: Όλοι οι άνθρωποι ξέρουν μουσική, θα δεις. (Υπολόγιζα ότι θα προκαλούσα αίσθηση με κάτι τέτοια.) Πρώτα τους έδειξα τη μελωδία. Ανάμεσα στις διάφορες τοπικές εκδοχές, είχα διαλέξει μία που τραγουδιέται εύκολα, σχετικά γρήγορα, και −το κυριότερο− που είναι αντιφωνική. Αντιφωνική σημαίνει ότι δε χρειάζεται να ξέρεις ή να διαβάζεις τα λόγια, αρκεί να τα ξέρω εγώ· εγώ λέω και οι άλλοι επαναλαμβάνουν. Αφού κάναμε πρόβα δυο - τρεις στροφές και το πιάσανε, προχώρησα στη μουσική υπόκρουση. Εσείς, στο τάδε σημείο θα χτυπάτε το πόδι κάτω, εσείς στο άλλο σημείο θα χτυπάτε τα χέρια, εσείς σε ένα τρίτο σημείο θα κάνετε στράκα με τα δάχτυλα, και θέλω και τρεις εθελοντές που να τα ψιλοκαταφέρνουν με το ρυθμό. Παίξαμε για λίγο αυτό το ρυθμικό σχήμα, μέχρι να το καταλάβουν. Μετά μοίρασα στους τρεις εθελοντές τα βάζα με τα όσπρια, και τους έδειξα σε ποιο σημείο τα χτυπάνε.
Όπως βλέπετε, ακολουθούσα ένα σχέδιο κλιμακούμενης επίθεσης: υποτίθεται ότι θα ξεκινάγαμε από το στάδιο «Μα τι μας βάζει να κάνουμε, μωρά είμαστε και θα βαράμε χέρια - πόδια;», και πριν το πάρουν χαμπάρι θα έπαιζαν μουσική και θα έλεγαν «Μπρε! Παίζω μουσική!».
Κάναμε δυο - τρεις στίχους πρόβα μαζί με τα χειροποδοκροτήματα και τις οσπριομαράκες. Μετά ζήτησα άλλον έναν εθελοντή. Τον πήρα κατ’ ιδίαν, και του λέω: Βγες, πήγαινε στο τάδε σημείο, βρες το αυτοκίνητό μου, είναι ξεκλείδωτο, φέρε μου το λαούτο. Α, κύριε, θα παίξετε και λαούτο; Όχι, του λέω, εσύ θα παίξεις. Ξαφνιάστηκε κάπως, αλλά πήγε και το έφερε.
Το λαούτο το είχα εκ των προτέρων κουρδίσει με ένα τρόπο ώστε να βγάζει μία συγκεκριμένη συγχορδία χωρίς να χρειάζεται να κάνεις κανένα δακτυλισμό. Απλώς έδειξα στο παιδί πώς κρατάμε την πένα, πώς βαράμε τις χορδές και σε ποιο σημείο του ρυθμού τις βαράμε, και εντάχθηκε κι αυτός στην ορχήστρα.
Είμαστε πλέον έτοιμοι να ξεκινήσουμε: ξεκινάμε πρώτα με σκέτο ρυθμό· ένα, δύο, τρία, τέσσερα, μπουμ, κλαπ, μπουμ, κλαπ, τσαφ (όσπρια), γκραν (λαούτο). Για λόγους ολίγον αστείους και ολίγον σοβαρούς, βαστάω και μια μπαγκέτα και διευθύνω. Μόλις έχουν πιάσει όλοι σχετικά καλά το ρυθμό, τραγουδώ τον πρώτο στίχο. Επαναλαμβάνουν. Δεύτερος στίχος. Τους ενθαρρύνω να τραγουδούν πιο ζωηρά, τους επαναφέρω στο ρυθμό όποτε τον χάνουν, τους λέω δεν πειράζει όταν κάνουν λάθη, και συνεχίζουμε. Τρίτος στίχος.
Μετά από μερικούς στίχους, όταν πλέον το πράγμα είναι αρκετά στρωμένο, βγάζω τον τελευταίο άσο από το μανίκι μου: την οκαρίνα. Είναι ένα πάρα πολύ μικρό όργανο, σαν καρύδι, με γλυκειά φωνή, σαν φλογέρας, στον ίδιο τόνο όπου έχω από πριν κουρδίσει και το λαούτο. Στα σημεία όπου εκείνοι επαναλαμβάνουν τα λόγια ή σε κάποια ενδιάμεσα χωρίς λόγια, παίζω οκαρίνα. Από το τίποτα έχουμε φτιάξει μια πλήρη ορχήστρα με πνευστά, έγχορδα, πολλά και ποικίλα κρουστά, και μικτή χορωδία. Δεν είναι μαγεία; Δεν είμαι ο σούπερ δάσκαλος, που μέσα από το παιχνίδι και την άρνηση της σοβαροφάνειας αποκαλύπτει στα παιδιά ανεξερεύνητους συναρπαστικούς κόσμους δημιουργικότητας και απολαυστικής γνώσης;
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *

Όχι βέβαια. Τίποτε απ’ όλα αυτά. Οι καλοί μαθητές τραγουδούσαν καλά, οι κακοί τραγουδούσαν κακά, και εκείνοι που στο μάθημα χαζογελάνε χαζογελούσαν και τώρα. Και κανείς, μέσα σε όλη αυτή τη σύνθετη προσπάθεια, δεν παρακολουθούσε τι λένε οι στίχοι − που υποτίθεται πως είναι ο βασικός σκοπός μας.

Από κάποια στιγμή και μετά περνούσα ακριβώς τόσο καλά όσο και όταν κάνω συμβατικό μάθημα με τη συγκεκριμένη τάξη, δηλαδή όχι μεν πολύ άσχημα αλλά όχι και όπως όταν παίζω μουσική με μουσικούς. Είχα την αφέλεια να πιστεύω ότι όλη αυτή η διαδικασία θα λειτουργούσε σαν μαγικό ραβδάκι, που αιφνιδίως θα άλλαζε όλη την παράδοση χαβαλέ και αδιαφορίας που τόσο καιρό με υπομονή έχουν χτίσει τα παιδιά. Δε γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα, από τη μια στιγμή στην άλλη.

Βέβαια δεν το μετάνοιωσα. Αυτό δε σημαίνει ότι η προσπάθεια πήγε χαμένη. Ίσως, επειδή δεν τους έχει ξανατύχει να τους ζητάει ο φιλόλογος να κοπανάνε τα πόδια τους, να μην ήξεραν πώς να αντιδράσουν και να κατέφυγαν στις γνωστές και σίγουρες αντιδράσεις (χαζόγελα κλπ.). Υπάρχει πάντα μία ισχυρή πιθανότητα να έλαβαν ένα ερέθισμα με αποτελέσματα βραδυφλεγή, όχι άμεσα. Το θεωρώ εντελώς απίθανο να μην τους άρεσε ΚΑΘΟΛΟΥ η μουσική, να μην τους έκανε καν λίγη εντύπωση. Απλώς, θέλει υπομονή. Σε λίγο καιρό θα το ξανακάνουμε, ή θα κάνουμε κάτι άλλο (ίσως με θέατρο, με ζωγραφική, θα δούμε). Στο μεταξύ θα συνεχίσω να τους στέλνω για κιμωλίες, θα προσπαθήσω να μην ορύομαι πολύ συχνά, θα τιμωρώ και λίγο όπου κρίνω ότι χρειάζεται (γιατί κι αυτό είναι κάτι που το θέλουν: οι μαθητές δεν αγαπούν την ασυδοσία. Ναι μεν κοιτάνε να κάνουν αυτό που απαγορεύεται, αλλά εν μέρει το κάνουν επειδή ακριβώς απαγορεύεται. Αν επιτραπούν όλα η ζωή γίνεται μια νερόβραστη σούπα.), και βλέπουμε. Ντουμ σπίρο σπέρο.
Το πιο άμεσα ενθαρρυντικό σημείο αυτής της ιστορίας ήταν ότι όλες οι άλλες τάξεις ζήλεψαν, και ήθελαν κι εκείνες.

Καλή χρονιά.

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2007

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα της Ανατολής ζούσε μία πεντάμορφη βασίλισσα. Ο άντρας της ήταν ο βασιλιάς της χώρας. Εργαζόταν σκληρά στη διακυβέρνηση του κράτους του και ήταν πολύ πλούσιος. Της είχε χτίσει ένα θαυμαστό παλάτι, με μαρμάρινες κολώνες και μεγάλες χρυσές σάλες, στρωμένες με πολύτιμα χαλιά. Η πεντάμορφη βασίλισσα ζούσε εκεί μέσα, και ο άντρας της ο βασιλιάς φρόντιζε να μην της λείψει ποτέ τίποτα, κανένα λούσο, καμία περιποίηση ή διασκέδαση. Μέχρι και του πουλιού το γάλα έβρισκες μέσα στο παλάτι.
Όμως η πεντάμορφη βασίλισσα έπληττε. Μέρα με τη μέρα έχανε το χαμόγελό της και το ροδοκόκκινο χρώμα της. Επιτέλους κάποια μέρα ο βασιλιάς το πρόσεξε. Τη ρώτησε:
−Τι έχεις, πεντάμορφη κυρά, και κλαις κι αναστενάζεις;
−Αφέντη βασιλιά, αποκρίθηκε εκείνη, βαρέθηκα. Πλήττω εδώ μέσα, στο ολόχρυσο παλάτι. Θέλω να βγω έξω, να δω τον απέραντο κόσμο. Πήγαινέ με ένα ταξίδι!*
Ο βασιλιάς, αφού σκέφτηκε πολύ, της αποκρίθηκε:
−Θα γίνει το θέλημά σου, πεντάμορφη κυρά. Θα σε στείλω ταξίδι σ’ ένα εξωτικό νησί σε μια μακρινή χώρα, κατά κει που πέφτει ο ήλιος, να δεις όλα τα θαυμαστά του κόσμου. Όμως εγώ δεν μπορώ να έρθω μαζί σου. Είμαι πολύ απασχολημένος στη διακυβέρνηση του κράτους. Θα πας με τη συνοδεία σου, και έννοια σου: εγώ θα φροντίσω τίποτα να μη σου λείψει.
Η πεντάμορφη βασίλισσα χάρηκε για το ταξίδι. Όσο για το βασιλιά που δε θα τη συνόδευε, έτσι κι αλλιώς είχε συνηθίσει να μη τον πολυβλέπει. Ξεκίνησε λοιπόν να ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι. Στο μεταξύ ο βασιλιάς αρμάτωσε μια ολόχρυση φεργάδα, που ’χε πανιά μεταξωτά, κι αντένες ασημένιες. Έβαλε ναύτες τα πιο διαλεχτά παλικάρια της χώρας, και καπετάνιο τον πιο ψημένο θαλασσόλυκο. Όταν οι ετοιμασίες ολοκληρώθηκαν, η βασίλισσα ανέβηκε στην ολόχρυση φεργάδα μαζί με τη βασιλική της συνοδεία. Σήκωσαν την άγκυρα και ξεκίνησαν.
Ταξίδεψαν και ταξίδεψαν μέσα στα σαράντα κύματα. Πέρασαν θάλασσες και πέλαγα, άφησαν πίσω τους νησιά και νησακούλια, ώσπου μια μέρα φτάσαν εκεί που πέφτει ο ήλιος, στο μεγάλο, εξωτικό νησί της μακρινής χώρας που της είχε πει ο βασιλιάς. Μόλις έφτασαν στο λιμάνι, τους υποδέχτηκαν οι απεσταλμένοι από τους άρχοντες της περιοχής. Καλωσόρισαν την πεντάμορφη βασίλισσα. Την έβαλαν σε μία άμαξα με οχτώ κάτασπρα άλογα, που τρέχαν σαν τον άνεμο, να την οδηγήσουν εκεί που θα ’μενε. Σ’ όλο το δρόμο κάλπαζαν πίσω, μπροστά και γύρω από την άμαξα αρματωμένοι καβαλάρηδες με φτερά στις περικεφαλαίες τους, που τη φύλαγαν μην της τύχει κανένα κακό.
Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, καμιά φορά η άμαξα με τα οχτώ κάτασπρα άλογα σταμάτησε. Ανοίγει η πόρτα, και η βασίλισσα βλέπει έναν άνθρωπο με αρχοντικά ρούχα να της κάνει βαθύ τεμενά και να της λέει:
−Πολυχρονεμένη μου βασίλισσα, πεντάμορφη κυρά της Ανατολής, καλοσώρισες στα μέρη μας. Κόπιασε να σου δείξω πού θα μένεις. Εγώ είμαι ο οικοδεσπότης σου, κι είμαι στις διαταγές σου. Έχω εντολή από τον άντρα σου, τον πολυχρονεμένο βασιλιά, να φροντίσω να μη σου λείψει τίποτα.
Κατεβαίνει η πεντάμορφη βασίλισσα από την άμαξα, ξοπίσω της κι η βασιλική της συνοδεία, γύρω τους κι οι αρματωμένοι καβαλάρηδες με τα φτερά στις περικεφαλαίες. Κοιτάζει η πεντάμορφη, τι να δει! Έναν απέραντο κήπο, με όλα τα δέντρα και τα λουλούδια της γης κι όλα τα πουλιά του ουρανού, και μέσα ένα παλάτι, εκατό φορές μεγαλύτερο από το δικό της! Ψηλοί οντάδες με μαρμάρινες σκάλες κι αλαβάστρινες κολώνες, με δρύινα πατώματα και ιστορημένα ταβάνια, και γύρω χίλια δυο άλλα χτίρια: τι μαγεριά, με τους καλύτερους μαγείρους του κόσμου, με τους άσπρους τους σκούφους, που ετοίμαζαν τα πιο σπάνια και εκλεκτά φαγιά για τους καλεσμένους, τι λουτρά με ζεστά και κρύα νερά και με σκλάβους που περιποιούνταν όσους παίρναν το λουτρό τους και τους αλείφανε με ακριβά μυρωδικά, τι σάλες του χορού πλατιές και ψηλοτάβανες, τι τραπεζαρίες λουσάτες, τι μαγαζιά με πολύτιμες πραμάτειες! Γύρω γύρω, από τις τρεις μεριές του απέραντου κήπου, ήταν ένας ψηλός καστρότοιχος με πολεμίστρες, που τις εφύλαγαν στρατιώτες αρματωμένοι σαν τους αστακούς. Και στην τέταρτη τη μεριά απλωνότανε η γαλάζια θάλασσα, με τα κύματά της και με τα ψάρια της και μ’ όλα της τα καράβια.
Η πεντάμορφη βασίλισσα έμεινε εκεί κάμποσες μέρες. Είχε κι άλλους καλεσμένους εκεί, άρχοντες και πλούσιους απ’ όλης της γης τα μέρη. Κανείς άλλος όμως δεν ήταν από βασιλική γενιά. Τη μέρα κολυμπούσανε στη θάλασσα, πλένονταν στα μαρμαρένια λουτρά, ή ψωνίζανε στα μαγαζιά με τις ακριβές πραμάτειες, και τα βράδια διασκεδάζανε στις λουσάτες τραπεζαρίες και στις σάλες του χορού, τις πλατιές και ψηλοτάβανες.
Όμως η πεντάμορφη βασίλισσα πάλι έπληττε. Είχε βαρεθεί τις πολυτέλειες, ήθελε να δει τον απέραντο κόσμο κι όχι να πάει και να κλειστεί σ’ άλλο ένα ολόχρυσο παλάτι, ας ήταν κι εκατό φορές μεγαλύτερο από αυτό που είχε στη χώρα της. Είχε μια καμαριέρα που είχε γίνει της εμπιστοσύνης της και λέγαν όλα τους τα μυστικά. Τη ρωτάει λοιπόν μια μέρα:
−Πες μου, καλή μου καμαριέρα, πώς είναι το υπόλοιπο νησί σας, έξω από τον καστρότοιχο με τις πολεμίστρες;
−Κυρά μου και βασίλισσα, της λέει η καμαριέρα, έξω από τον καστρότοιχο, εκεί που τελειώνουν τα σύνορα του παλατιού, είναι άλλα τέτοια παλάτια σαν το δικό μας, μόνο λίγο μικρότερα, με απέραντους κήπους, κι εκεί έχει άλλους καλεσμένους, πλούσιους κι αρχόντους, μα όχι τόσο σπουδαίους όσο είναι οι δικοί μας. Ύστερα έχει κι άλλα τέτοια σπίτια, μα δεν είναι πια παλάτια, που μένουν οι απλοί καλεσμένοι. Και πιο πέρα, όσο να πάει η ακρογιαλιά, είναι μικρά χάνια για τους φτωχούς καλεσμένους από τις χώρες του Βορρά, που δεν κολυμπάνε ποτέ, μόνο πίνουν όλη τη νύχτα και κοιμούνται όλη τη μέρα.
−Μα μόνο καλεσμένους έχει σ’ αυτή τη χώρα; Κι όταν φύγουν αυτοί και πάνε στις δικές τους τις χώρες, κανείς δε μένει εδώ; ρώτησε η πεντάμορφη βασίλισσα της Ανατολής.
−Κυρά μου πολυχρονεμένη, της αποκρίνεται η καμαριέρα, πώς δε μένει κανείς! Είναι όλοι αυτοί που περιποιούνται τους καλεσμένους, οι καραβοκύρηδες και οι αμαξάδες που τους πάνε και τους φέρνουν, οι ταβερναραίοι κι οι χανιτζήδες, κι οι έμποροι που τους πουλούν ακριβά ακριβά τις πραμάτειες τους.
−Όλοι δηλαδή σ’ αυτή τη χώρα, μόνο με τους καλεσμένους έχουν να κάνουν; ρώτησε η βασίλισσα.
−Όχι, κυρά μου πεντάμορφη. Όχι όλοι. Μόνο όσοι ζούνε στην ακροθαλασσιά. Μέσα στα βουνά είναι άλλοι άνθρωποι, μεροκαματιάρηδες. Αυτοί πάνε τη μέρα στα ζώα και στα χωράφια, και το βράδυ στους καφενέδες. Πίνουν τη ρακή, κι αν καμιά βραδιά έρθουν σε κέφι, βγάζουν τη λύρα και τραγουδούν και χορεύουν. Αυτοί δεν έχουν πάρε-δώσε με τους καλεσμένους. Αν ποτέ ξεπέσει κανείς ξένος στα μέρη τους, δεν του πουλούν τίποτα, μόνο τον κερνάνε. Μα και να του πουλήσουν, δεν κοιτάνε να τον κοροϊδέψουν. Μα είναι φτωχοί ανθρώποι, τα ρούχα τους είναι λερωμένα, τα χέρια τους τραχιά και τα σπίτια τους χαμηλοτάβανα. Τι σε νοιάζει εσένα γι’ αυτούς, κυρά μου της Ανατολής;
Μα της βασίλισσας της έκαμαν εντύπωση τα λόγια της καμαριέρας. Όλη τη νύχτα, μέσα στα μεταξωτά της σεντόνια και τα πουπουλένια παπλώματα, άλλο δε σκεφτόταν, μόνο όσα της είπε για τα βουνά και τους βουνίσιους, που ήταν άνθρωποι φτωχοί και λεβέντες. Και το πρωί με την αυγή, σαν έστειλε ο θεός τον αφέντη τον Ήλιο να δώσει την ημέρα στους ανθρώπους και στ’ άλλα του τα πλάσματα, έκαμε την απόφασή της. Εμάζεψε όλη της τη βασιλική συνοδεία, και τους ορμήνεψε να ντυθούν όλοι απλά· οι κόρες έβγαλαν τις ακριβές τους φορεσιές και τα χρυσά λιλιά τους, κι εβάλαν ταπεινά φορέματα· τα παλικάρια άφησαν τ’ άρματά τους· κι η ίδια η πεντάμορφη βασίλισσα έβγαλε τη χρυσή κορώνα από το κεφάλι της, έβγαλε κι απ’ τους ώμους της τη γούνα την ερμίνα, κι έμεινε μ’ ένα φορεματάκι φτωχικό, μα καθαρό και καλοσιδερωμένο. Ε τότες πια, σαν έβγαλε τα χρυσά της που λάμπανε, έλαμψε η δική της νιότη, και φάνηκε πια για τα καλά πως είναι πεντάμορφη. Μέχρι κι ο αφέντης ο Ήλιος, που βλέπει όλο τον κόσμο, σαν είδε αυτή την ομορφιά κοντοχαμήλωσε για να της κάνει ένα τεμενά. Μα ας είναι· παίρνει λοιπόν η πεντάμορφη βασίλισσα τη συνοδεία της, κι έτσι, αγνώριστοι όπως ήτανε, παίρνουνε δυο αμάξια ξύλινα −όχι πια χρυσά−, με δυο ψαρήδες το καθένα, και κινάνε να πάνε στα βουνά. Την είχε ορμηνέψει η καμαριέρα της και της είχε πει για ένα χωριό, πάνω στα βουνά στα βράχια, που είναι τα σπίτια χαμηλά μα φρεσκοασβεστωμένα, κι οι ανθρώποι είναι εκεί φτωχοί μα όλο νοικοκυραίοι, κι έχει στη μέση μια μικρή πλατεία, και στη μέση της πλατείας ένα βαθύσκιωτο πλατάνι, και στη ρίζα του πλάτανου μια βρύση με κρουσταλλένιο νερό που τρέχει μέρα-νύχτα, κι ότι είναι στον ήσκιο του πλατάνου ένα καπηλειό που κάνουν τα καλύτερα φαγιά −όχι τίποτα σπάνια πράγματα και ακριβά, μα είναι όλα παστρικά και νόστιμα. Εκεί λοιπόν ερέχτη να πάει η βασίλισσα με τη συνοδεία της, και για κει κινήσανε.
Εφτάσανε στο χωριό ψηλά στα βουνά, στα βράχια, και τα βρήκαν όλα όπως τα είχε πει στην πεντάμορφη βασίλισσα η καμαριέρα της. Εκεί ήταν η πλατεία, εκεί κι ο πλάτανος, εκεί κι η βρύση με το κρουσταλλένιο το νερό, εκεί και το καπηλειό. Και καθώς είχε πια βραδιάσει (το παραμύθι λέγεται γρήγορα, μα το ταξίδι δε γίνεται γρήγορα), το καπηλειό κι όλη η πλατεία ήταν όλο κόσμο, που είχαν γυρίσει από τις δουλειές τους κι εβγήκαν να ξεσκάσουν, άλλος να πάει βόλτα κι άλλος να πιει τη ρακή του. Σαν είδαν τους ξένους με τα ταπεινά τα φορέματα, δεν τους εγνώρισαν βέβαια πως είναι η βασίλισσα από την Ανατολή με τη συνοδεία της. Εσάστισαν όμως με την ομορφιά της. Είδαν κιόλας που οι άνθρωποι αυτοί είχαν μιαν αρχοντιά στους τρόπους τους, που φαίνονταν ότι δεν ήταν όποιοι κι όποιοι. Δώσ’ του λοιπόν κουβέντες και σούσουρο, βρε ποιοι να ’ναι αυτοί οι ξένοι, βρε ποια να ’ναι αυτή η πεντάμορφη, κάπου ευρέθη κανένας να ερχόταν από της ακροθαλασσιάς τα μέρη και να ξέρει το μυστικό, τελικά την εγνωρίσανε. Και σαν την εγνωρίσανε που ’τανε βασίλισσα, ακόμα πιο πολύ την εθαμάξανε, που κανενούς δεν έδινε διαταγές, μήτε αρματωμένους έσερνε ξοπίσω της μήτε τίποτα, μόνο μιλούσε σ’ όλους με το χαμόγελο και με τον καλό τον τρόπο.
Στο μεταξύ η βασίλισσα με τη συνοδεία της εκάτσανε σ’ ένα τραπάζι στο καπηλειό και τους φέρνανε φαγιά και τρώγανε. Ας τους αφήσουμε λοιπόν να τρώνε, κι ας δούμε σ’ ένα άλλο τραπέζι δίπλα τι γινότανε.
Εκεί καθόντανε μια άλλη παρέα και τρώγανε και πίνανε κι είχαν γιορτή μεγάλη, γιατί είχαν έρθει φίλοι τους από τα ξένα κι είχαν καιρούς και ζαμάνια να τους δουν, κι εσμίξανε ίσα ίσα εκεί στο καπηλειό, στο διπλανό τραπέζι από τη βασίλισσα. Ήταν ο Γιώργης απ’ τ’ Ανάπλι με τ’ όνομα, με τους φίλους του από το χωριό εκεί ψηλά στα βουνά στα βράχια, και με το γιο του και τη θυγατέρα του που ’χαν έρθει από τα ξένα, και μ’ ένα φίλο του γιου του. Κι είχαν χαρά μεγάλη για το αντάμωμά τους, και δώσ’ του τσούγκριζαν τις κούπες, εβίβα ο ένας, καλώς μας ήρθατε, εβίβα ο άλλος, καλώς σας ηύραμε.
Σαν είδαν να καταφτάνει η πεντάμορφη η βασίλισσα με τη συνοδεία της, εσάστισαν κι αυτοί με την ομορφάδα της και με την αρχοντιά της. Και σαν είδαν που ήρθε κι έκατσε δίπλα τους, ακόμη πιο πολύ τα ’χασαν. Και σαν εμάθαν και το μυστικό, ποια είναι η πεντάμορφη, εκεί πια εξεσπάστηκαν για τα καλά. Κι όλο αφορμές γυρεύαν να σηκώνονται και να ξανακάθονται σ’ άλλη θέση, ίσαμε που να τη δουν όλοι τους καλά και να χορτάσουν την ομορφιά της. Αμ’ χορταίνεται τέτοια ομορφιά; Και δώσ’ του να τσουγκρίζουν τις κούπες και να λένε στην υγειά της πεντάμορφης, σιγά σιγά μην τους ακούσει. Και δώσ’ του ο Γιώργης απ’ τ’ Ανάπλι, με τ’ όνομα, να λέει μια στον ένα και μια στον άλλο, «την είδα εγώ, εσένα ξανοίγει, φαίνεται θα της άρεσες», και να τους φουσκώνει τα μυαλά. Μην τα πολυλογούμε, εξεχάσαν ό,τι είχαν να πούνε και μόνο με την πεντάμορφη είχαν πια να κάνουν.
Στο μεταξύ, με το πολύ εβίβα και εβίβα και να τσουγκρίζουν τις κούπες και να τις πίνουν στο κατόπι, ήρθανε και στο κέφι κι ήθελαν να τραγουδήσουν. Και λέει ο Γιώργης απ’ τ’ Ανάπλι, με τ’ όνομα: ε, δεν πιάνετε δα και τα όργανα; Γιατί ήταν στην παρέα και παιχνιδιατόροι, ένας με το λαούτο κι άλλος με την ασκομαντούρα. Κι αυτοί, όχι που δεν είχαν όρεξη και κέφι, αμ’ έλα που εντρέπονταν; Σου λέει, ν’ αρχίσουμε τώρα εμείς τη φασαρία με την ασκομαντούρα, να τρομάξει η πεντάμορφη να φύγει και να τη χάσουμε; Λέει ο Γιώργης απ’ τ’ Ανάπλι, με τ’ όνομα, όχι, λέει, θα της αρέσει και θα ’ρθει και πιο κοντά. Λέει, όχι, δεν παίζω. Εγώ ντρέπουμαι. Βρε τι να κάνουμε, τι να κάνουμε, που κι η παρέα είχε κεφίσει, λέει, τη βρήκα τη λύση: να φωνάξουμε το Μανολιό με τη λύρα, να παίξει αυτός να βγάλει το φίδι από την τρύπα, που είναι γλυκό το όργανο και δεν τρομάζουν οι όμορφες. Στέλνουν, τον φωνάζουν, έρχεται το Μανωλιό με τη λύρα.
Στο μεταξύ η βασίλισσα με τη συνοδεία της έφαγαν κι απόφαγαν, επλήρωσαν το λογαριασμό, άφησαν κι ένα γερό μπαχτσίσι στην ταβερναριά για τα ωραία της τα φαγιά, κι ήταν για να φύγουν. Με το που ακούει η πεντάμορφη τη λύρα και το λαγούτο, ετσίτωσε τ’ αυτί της. Σιμώνει τους, μπρε, λέει, ίντα όργανο είναι τούτο; Γλυκειά φωνή που την έχει! Εκείνοι πια, σαν την είδαν κι έρχεται σιμά και τους μιλεί, εκατάπιαν τη γλώσσα τους από τη σαστιμάρα τους. Με τα πολλά της λέει ο ένας, που ’παιζε το λαούτο, κόπιασε, της λέει, κι από κοντά να τ’ ακούσεις, κι έννοια σου, δεν τις τρώμε εμείς τις όμορφες. (Εμένα μου λες, που την έτρωε όλο το βράδυ με τα μάτια, μα ας είναι.) Και πιάνει καρέκλα η πεντάμορφη, κι από κει που ’τανε για να φύγει, ξανακαθίζει δίπλα τους ακριβώς, κι άκουγε τη λύρα και γουστάριζε. Τα όργανα πια, να τους έχει πιάσει ζάλη και ταραχή! Μα δεν είναι και κάθα μέρα αυτό, να παίζεις τη λύρα στη βασίλισσα, και σε τέτοια βασίλισσα μάλιστα! Σου λέει, μας ήκουσε, μας εμίλησε, τώρα κάθισε και κοντά μας, μετά τι;
Μετά τίποτα. Έκατσεν η πεντάμορφη, άκουσε ένα τραγούδι, δυο, μετά είχε και ταξίδι να γυρίσει, σηκώνεται. Μα πριν να φύγει, έπιασε και τους εχαιρέτησεν όλους έναν έναν και τους έδωσε το χέρι. Κατόπι πια επήρε τη συνοδεία της και μην την είδατε...

**********************************************************

Περνάνε καμιά δεκαριά μέρες, και μια λαμπρή, μια κυριακή, μιαν ακριβήν ημέρα, βγαίνει αυτή περίπου η ιστορία στην εφημερίδα. Κι αν εγώ σας τα ’γραψα να μοιάζουν με παραμύθι, είναι όμως αληθινά, γιατί ήμουν εκεί και τα έζησα πρώτο χέρι (τουλάχιστον από το σημείο που φτάνουν στο χωριό· τα πιο πριν τα φαντάστηκα). Αυτό που έγραφε η εφημερίδα απείχε αρκετά από τα γεγονότα. Περιέγραφε ούτε λίγο ούτε πολύ ένα γλέντι με τη βασίλισσα, με λύρες, ασκομαντούρες, λαούτα, με τους κτηνοτρόφους του χωριού πάνω στα βουνά, στα βράχια (δεν είμαστε κτηνοτρόφοι! Δε θα ντρεπόμασταν να είμαστε, αλλά πάντως δεν είμαστε!) να της τραγουδάνε μαντινάδες τη μία πίσω από την άλλη, ενώ κάποιοι από την παρέα τής τις μετέφραζαν στα Αγγλικά και τα Γαλλικά (δεν έφτανε μόνο στη μία γλώσσα, χρειαζόταν και δεύτερη για πιο σίγουρα). Η αλήθεια είναι ότι το γλέντι έγινε, αλλά αφού είχε φύγει η βασίλισσα. Κι επειδή ένα γλέντι μόνο με... κτηνοτρόφους δεν είναι θέμα για εφημερίδα, ο δημοσιογράφος παρέτεινε την παραμονή της βασίλισσας λίγο παραπάνω, ώστε να παραστεί κι εκείνη στο γλέντι κι έτσι να γεμίσει το κεντρικό σαλόνι της εφημερίδας, μιας κι ήταν καλοκαίρι και δεν υπήρχαν ειδήσεις (αυτά ήταν πριν τις πυρκαϊές).
Μεταξύ άλλων φωτογραφιών, που ήταν σκοτεινές και μέτριες γιατί είχαν τραβηχτεί λαθραία, η μόνη καθαρή και ευκρινής ήταν μία, τυπωμένη σε τεράστιο μέγεθος, που έδειχνε την πεντάμορφη βασίλισσα μαζί με έναν από την παρέα, έναν γραφικό ντόπιο, ασπρομάλλη με αφάνα και μουστάκα, δυο κεφάλια πιο κοντό από εκείνην, σαν να είναι η Χιονάτη με έναν από τους Εφτά Νάνους. Η ίδια φωτογραφία υπήρχε, σε μικρότερο μέγεθος, και στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας. Το όνομα του ανθρώπου μνημονευόταν και στο κείμενο, μαζί με κάποιες μαντινάδες που υποτίθεται ότι είχε πει στη βασίλισσα. Αναφερόταν και το όνομα ενός άλλου ντόπιου, πάλι από την παρέα, πάλι με τις μαντινάδες του, αλλά χωρίς φωτογραφία. Από κάποια αβλεψία όμως, ανάμεσα στη σωρεία ανακριβειών που προσπαθούσαν να βγάλουν είδηση εκ του μη όντος, είχε αποδοθεί και μία μαντινάδα του μη εικονιζόμενου στον εικονιζόμενο. (Αφού κανείς δεν είχε πει καμία μαντινάδα δεν κατάλαβα πώς έγινε αυτό το λάθος, αλλά πάντως όλοι στο χωριό δέχονταν ότι έγινε).
Την ίδια μέρα με την κυκλοφορία της εφημερίδας, στο χωριό ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Εκείνος που δεν είχε βγει φωτογραφία και που του είχαν αφαιρέσει την πατρότητα της μαντινάδας, φέρεται (δεν ξέρω αν είναι αλήθεια) να έκανε δριμύτατη φραστική επίθεση στον άλλον, που είχε γίνει σταρ των πρωτοσέλιδων και των κεντρικών σαλονιών. Στη συνέχεια ο καθένας μάζεψε το λαό του και όλοι μαζί έκοψαν την καλημέρα στο λαό του αλλουνού. Ο ανιψιός του αδικημένου, για παράδειγμα, που έχει ένα καφενείο όπου αράζαμε μέρα παρά μέρα και κάναμε παρέα, ξαφνικά δε μας μίλαγε πια, θεωρώντας ότι ανήκουμε στο λαό του αδικήσαντος. Ο ίδιος ο αδικήσας αφιέρωσε όλη την ημέρα στο να ανεβοκατεβαίνει την κεντρική περαντζάδα του χωριού, περιμένοντας ποιος θα του πει «σε είδα στην εφημερίδα με τη βασίλισσα». Όταν του το έλεγαν φούσκωνε σαν το παγώνι, όταν δεν του το έλεγαν έπαιρνε ένα ύφος «ε, πες το λοιπόν!» και δε μιλούσε, περίμενε. Σε κάθε ευκαιρία παραπονιόταν για την άδικη επίθεση που υπέστη από τον άλλο. Όλο το χωριό, ή −για να μην υπερβάλλουμε− όλοι οι καφενόβιοι του χωριού, είχαν εμπλακεί στον εμφύλιο εντασσόμενοι είτε στη μία παράταξη είτε στην άλλη. Εννοείται πως η ταβερναριά και η οικογένειά της τήρησαν ουδετερότητα, αφού είχαν λάβει τζάμπα εξαιρετική διαφήμιση από το άρθρο.

Και σκέφτομαι: οι άμεσα εμπλεκόμενοι ξέρουν πολύ καλά ότι το άρθρο γράφει αρλούμπες. Επίσης ξέρουν ότι δεν το έγραψε κανείς από τους δυο τους, ώστε να έχει λόγο να μειώσει τον άλλον. Και όμως τσιμπάνε! Θεωρούν ότι θίγονται, ή ότι ανεβαίνουν (ή ότι ανεβαίνει ο άλλος εις βάρος τους). Είναι βέβαια λογικό, δεδομένου ότι ούτε κάθε μέρα βλέπουν βασίλισσες, ούτε κάθε μέρα βλέπουν το χωριό τους στο κεντρικό άρθρο κυριακάτικης εφημερίδας πανελλήνιας κυκλοφορίας, πόσο μάλλον το όνομά τους, και μάλιστα τις μαντινάδες τους, και, η κορωνίδα όλων, τη φωτογραφία τους (ο ένας δηλαδή) μαζί με τη βασίλισσα, ΚΑΙ στο πρωτοσέλιδο! Εντάξει, ο καθένας θα ζαλιζόταν λίγο μ’ όλα αυτά. Το δημοσίευμα τάραξε τα νερά της ήσυχης καθημερινότητας του χωριού, έδωσε τροφή στις συζητήσεις και δουλειά στα καφενεία για μια βδομάδα (και στην ταβέρνα της πλατείας πολύ περισσότερη δουλειά: έλληνες και ξένοι τουρίστες συνέρρεαν σωρηδόν, και μετά από μερικές μέρες είχαμε και επίσκεψη του προέδρου της Μολδαυΐας −στο λόγο μου, δεν κάνω πλάκα!!! Αλλά αυτόν δεν πήγαμε να τον δούμε, ούτε μαντινάδες του μεταφράσαμε σε τρεις γλώσσες. Μετά την πεντάμορφη βασίλισσα τίποτε πια δε μας συγκινούσε.)

Και σκέφτομαι: ώστε έτσι δουλεύει ο Τύπος. Αν υπάρχει τόση σάλτσα και ανακρίβεια σ’ ένα τόσο απολύτως ασήμαντο άρθρο, και παρά ταύτα όσοι ξέρουν τα πραγματικά γεγονότα τσιμπούν, ενώ οι υπόλοιποι επίσης συγκινούνται από το θέμα μέχρι σημείου να εμπλακούν στη διχόνοια που προκλήθηκε, τι γίνεται όταν γράφουν για σημαντικά γεγονότα, εθνικής ή παγκόσμιας σημασίας, που συγκινούν (και πολύ περισσότερο) όλο τον κόσμο, όχι μόνο ένα μικρό χωριό, και που κανείς δεν τα ξέρει στις αυθεντικές τους διαστάσεις;
Μου ’ρθε ζάλη. Όχι πως δεν το ’χα ακουστά, ότι ο Τύπος ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις, αλλά ήταν η πρώτη φορά που είδα από κοντά πώς ακριβώς το κάνει.

* Ποιητική άδεια. Στην πραγματικότητα η Βασίλισσα δεν είναι καθόλου έξω από τον κόσμο, σαν κάτι συναδέλφους της.

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2007

ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΑΝΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ

Ο Νταλάρας τραγουδάει στο Ηρώδειο ρεμπέτικα τραγούδια σχετικά με το χασίσι και τα ναρκωτικά. Ποιοι θα πάνε; 

Όχι βέβαια οι καθαρόαιμοι ρεμπέτες. Αυτοί δε γουστάρουν Νταλάρα, είναι ένας εμπορικός τραγουδιστής της οκάς. Ούτε Ηρώδειο γουστάρουν, είναι για τους μικροαστούς, τους νεόπλουτους και τα ψώνια. 

Οι καθαρόαιμοι θαμώνες του Ηρωδείου επίσης δε θα πάνε. Καλό είναι το Ηρώδειο, ανεβαίνουν μερικές παραστάσεις της προκοπής –μία όαση, εδώ που τα λέμε–, αλλά τελευταία το έχουν εκχυδαΐσει τελείως. Ακούς, παίζουν χασικλήδικα! 

Επίσης, δε θα πάω εγώ. Και πολλοί άλλοι. Πάντως σίγουρα κάποιοι θα πάνε. Υποθέτω ότι χοντρά - χοντρά θα πάνε οι εξής δύο τύποι ακροατηρίου: 

1ος τύπος: τα ρεμπέτικα δεν είναι η αγαπημένη μου μουσική, αλλά τα ακούω ευχάριστα. Δεν τραβάω κανένα ζόρι με τα χασικλήδικα, επιτέλους δε ζούμε ούτε στο Μεσαίωνα ούτε επί Μεταξά. Άρα, αν είναι να πάω μια φορά σε ρεμπέτικα, ας είναι με την εγγύηση του Νταλάρα και του Ηρωδείου. 

2ος τύπος: το Ηρώδειο δεν είναι η καλύτερή μου, αλλά δεν είμαι και ιδεολογικά αντίθετος. Δεν έχω πάει και ποτέ (ή: δεν πάω συχνά), αλλά δεν ξέρεις, ίσως και να μου αρέσει. Αν είναι να πάω μια πρώτη φορά, ας είναι στα ρεμπέτικα που είναι και πιο εύπεπτα από την τραγωδία. Και στο κάτω κάτω ο Νταλάρας είναι εγγύηση. 

Άρα, θα είναι ένα άνοιγμα προς όσους ακούν πολύ λίγο ρεμπέτικα και προς όσους πάνε πολύ λίγο στο Ηρώδειο. 

Αυτό το άνοιγμα λέγεται αλλιώς εκλαΐκευση. Δηλαδή, η εκλαΐκευση του ρεμπέτικου περνάει από το Ηρώδειο. 

Δεν είναι λίγο ανάποδο;

ΜΙΚΡΗ ΕΡΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

«Πρέπει να χωρίσουμε. Όχι, δεν έχω βρει άλλον / άλλη. Όχι, δεν έχω κανένα παράπονο. Σ’ αγαπάω πάντα. Όμως αυτή η σχέση δε λειτουργεί πια. Πρέπει να χωρίσουμε. Όμως θα κατέχεις πάντα μία ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Άλλωστε μπορούμε να συνεχίσουμε να βλεπόμαστε, αλλά όχι ως ζευγάρι.»
Συνήθως αυτός είναι ο πρόλογος ενός κύκλου επεισοδίων που επαναλαμβάνονται με σταθερά προβλέψιμη αλληλουχία:
α) «Θέλω να χωρίσουμε» κλπ..
β) Κλάματα και οδυρμοί.
γ) Λόγοι παραμυθίας, αγκαλιές και χαδάκια.
δ) Σεξ.
ε) Προαιρετικά άλλος ένας γύρος κλάματα.
Μετά γυρίζουμε ο καθένας σπίτι του και συνεχίζουμε να διάγουμε τη ζωή των χωρισμένων. Ξαναβρισκόμαστε, και επαναλαμβάνουμε τον ίδιο κύκλο επεισοδίων. Σταδιακά, καθώς τον εμπεδώνουμε όλο και καλύτερα, αρχίζουμε να τον απλουστεύουμε. Τελικά απλώς πηδιόμαστε. Η διαφορά είναι ότι τώρα δεν είμαστε ζευγάρι.

Νέος άνδρας έχει πρόσφατα χωρίσει, και βρίσκεται σ’ αυτήν ακριβώς τη φάση. Εξακολουθούν κανονικά να πηδιούνται με την πρώην κοπέλα του, απλώς προσπαθούν να το αραιώσουν. Την πρώτη φορά αφήνουν να μεσολαβήσει μία μέρα, τη δεύτερη δύο μέρες κ.ο.κ.. Παράλληλα έχει γνωρίσει μία άλλη κοπέλα. Έχουν κάνει ένα-δύο αναγνωριστικά πηδήματα, αλλά ακόμη δεν έχουν αποφασίσει αν ενδιαφέρονται για κάτι πιο σταθερό.
Η δεύτερη κοπέλα πρόκειται να φύγει για ένα μεγάλο ταξίδι. Ο νέος άνδρας τής έχει υποσχεθεί ότι θα της γράψει κάτι κασέτες. Ως γνωστόν, μία κασέτα συχνά ισοδυναμεί με ερωτική επιστολή. Όμως έρχεται η παραμονή του ταξιδιού και ακόμη δεν έχουν συναντηθεί για να της τις δώσει. Δίνουν ραντεβού. Θα περάσει 7 το απόγευμα από το σπίτι της, να της... ευχηθεί καλό ταξίδι.
Πιο νωρίς ο νέος βρίσκεται στο σπίτι της πρώην κοπέλας του. Έχει περάσει για λίγο, όμως το λίγο γίνεται πολύ. Μπλέκει εκεί και δεν μπορεί να φύγει. Κλεφτά, από την τουαλέτα, καταφέρνει να στείλει στην άλλη μηνύματα: Άργησα, θα έρθω στις 8. Θα έρθω στις 9. Θα έρθω στις 10.
Τελικά κάποια στιγμή καταφέρνει να φύγει, τόσο βιαστικά που δεν προλαβαίνει ούτε να πλύνει την πασσαλειμμένη με κολπικά υγρά μούρη του. Φτάνει στης άλλης κατά τις 11:30, σκεπτόμενος: τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Πρωινό ξύπνημα αύριο για το ταξίδι, τι να γυρεύεις... Άσε που μυρίζω κιόλας!
Χτυπάει την πόρτα. Η κοπέλα τον υποδέχεται με τη νυχτικιά. Δεν ανάβει φώτα, δεν τον καλεί μέσα, και του μιλάει ψιθυριστά. Εκείνος διακρίνει κάποια αμηχανία.
–Ε, γεια... Σου έφερα τις κασέτες, λέει ο νέος (όπως άλλοτε ο κλεινός Γκουσγκούνης έλεγε «έφερα τα ψάρια!»).
–Ευχαριστώ. Συγγνώμη που δε σε βάζω μέσα, αλλά ε... κοιμάται ο Βαγγέλης.
Ωραία, σκέφτεται ο νέος. Κανένα ίχνος ζήλιας δεν του δαγκώνει την καρδιά. Αντίθετα, αισθάνεται ξαλαφρωμένος. Άργησε, την έστησε, αλλά δεν της προκάλεσε κανένα σοβαρό μπελά. Δε μένει παρά να αποχαιρετηθούνε για το ταξίδι. Όμως, υπάρχει ένα λεπτό σημείο: να τη φιλήσει; Δε γίνεται, με τέτοια μούρη. Να μην τη φιλήσει; Ούτε αυτό γίνεται. Από την άλλη, κι η κόρη δε δείχνει πολύ πρόθυμη να τον φιλήσει. Ο νέος εξακολουθεί να διακρίνει μία αμηχανία, αυξανόμενη πλέον ποικιλοχρόως. Το παίρνει απόφαση: θα τη φιλήσει.
–Ε, αυτά λοιπόν. Άειντε, καλό ταξίδι, λέει και την πλησιάζει. Η κόρη είναι πλέον σαν παντζάρι.
–Καλή αντάμωση. Συγγνώμη που δε σε φιλάω, αλλά... να, ε...μυρίζω!

Τρίτη 26 Ιουνίου 2007

ΟΙ ΦΩΤΙΕΣ ΤΟΥ ΑΗ ΓΙΑΝΝΙΟΥ


Γεια σας από την Αθήνα!
Οι φωτιές του Άη Γιαννιού είναι ένα αρχαίο έθιμο, όχι μόνο ελληνικό. Γίνονται με το θερινό ηλιοστάσιο, τη μικρότερη νύχτα του χρόνου, η οποία σηματοδοτεί το κλείσιμο ενός κύκλου στο χρόνο και την έναρξη του επόμενου. Το νόημά τους είναι διπλό: αφενός, πρακτικά, καίμε τα χόρτα από τους κήπους μας, που τέτοια εποχή είναι κατάξεροι, προσπαθώντας να εξαφανίσουμε κάθε σπόρο ζιζανίου ώστε η γη να είναι καθαρή για την επόμενη χρονιά. Αφετέρου, συμβολικά, καθαριζόμαστε και οι ίδιοι. Γι’ αυτό πηδάμε μέσα από τη φωτιά, φωνάζοντας «Όξω ψύλλοι και κοριοί!». Γι’ αυτό επίσης καίμε διάφορα πράγματα που μας συνδέουν με τον προηγούμενο κύκλο: το στεφάνι του Μάη, το βραχιόλι του Μάρτη κ.ά..
Το έθιμο τελούνταν σε όλη την Ελλάδα, ακόμη και μέσα στις μεγάλες πόλεις, μέχρι σχετικά πρόσφατα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η αρχή της εγκατάλειψής του ήταν η ασφαλτόστρωση του δρόμου. Όπου οι δρόμοι είναι χωμάτινοι, σε γενικές γραμμές εξακολουθεί να τελείται.
Η συγκεκριμένη φωτιά όπου πήγαμε ανάβει στην Καισαριανή. Εκεί μέχρι πρόσφατα ήταν μια λαϊκή γειτονιά με χαμηλά σπιτάκια και με συμπαγή, σε αρκετά μεγάλο βαθμό, πληθυσμό. Αλλά ακόμη και σήμερα, που τα σπιτάκια ολοένα γκρεμίζονται για να χτιστούν πολυκατοικίες, και που έχουν εισρεύσει πολλοί νεήλυδες (οι «νεόπλουτοι / νεοκαισαριανιώτες», όπως τους αποκαλούν με... συγκρατημένη συμπάθεια οι παλιοί), είναι ακόμη γειτονιά. Από το σπίτι του μέχρι την ΕΒΓΑ λέει κανείς καμιά δεκαριά καλημέρες!
Για τον παλιό λοιπόν πληθυσμό της Καισαριανής, οι φωτιές του Άη Γιαννιού είναι κάτι οικείο, που ανήκει σε αναμνήσεις όχι πολύ παλιές. Όταν λοιπόν ένας άνθρωπος αποφάσισε να ξανανάψει τη φωτιά, πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια νομίζω, βρήκε πρόθυμη συμπαράσταση από όλη τη γειτονιά. Μετά, χρόνο με το χρόνο, το πράγμα άρχισε να παίρνει διαστάσεις. Μαζεύονταν άνθρωποι από άλλες γειτονιές, κάθονταν μέχρι αργά, τρωγοπίναν και χόρευαν. Πλέον η μάζωξη μοιάζει περισσότερο με μουσικό χάπενινγκ. Επιμένω όμως στο μοιάζει, γιατί όση μουσική κι αν υπάρχει, η φωτιά είναι πάντοτε η καρδιά της βραδιάς.
Η φωτιά ανάβει σε ένα σταυροδρόμι, μέσα στην πόλη, ανάμεσα στις πολυκατοικίες και στα τελευταία εναπομείναντα σπιτάκια. Η αρχική πρώτη ύλη της φωτιάς είναι ένα αξιοσημείωτο πλήθος από μαγιοστέφανα, που τα φέρνουν όλοι οι γειτόνοι. Έρχονται και οι ίδιοι, πηδούν τη φωτιά και εύχονται και του χρόνου. Για τη μαρίδα της Καισαριανής είναι το σούπερ γεγονός. Όλο τον Ιούνιο ρωτούν πότε θα ανάψει η φωτιά, και όταν έρθει η μέρα μαζεύονται με τα ποδήλατα και τα σκέιτ ή πεζοί, και μετράν πόσες φορές πήδηξε ο καθένας.
Η φωτιά άναψε κατά τις έντεκα. Μέχρι τότε το πράγμα έμοιαζε άτονο, άνευρο. Άνθρωποι κάθονταν γύρω γύρω με ένα ποτό στο χέρι, λέγοντας «τι ζέστη!» ή άλλες κοινοτοπίες. Η φωτιά όμως ξύπνησε τους πρώτους. Πήδηξε πρώτος ο οικοδεσπότης, μετά η πιτσιρικαρία, σιγά σιγά και οι υπόλοιποι. Οπωσδήποτε είχε και αρκετούς που δεν πηδούσαν, τους αρκούσε να βλέπουν να πηδάν οι άλλοι.
Η φωτιά έχει μαγική δύναμη, αυτό το έχει νοιώσει πολύς κόσμος. Αλλά βέβαια ο σημερινός άνθρωπος έχει καταπιεί τόσα φάρμακα και χημικά στη ζωή του που η μαγεία είναι δύσκολο πια να τον πιάσει. Εμάς τουλάχιστον· οι πιτσιρικάδες δε μου φάνηκε να δυσκολεύονται τόσο. Για μας λοιπόν, εκτός από το καθαρτήριο πυρ, υπάρχουν και κάποια άλλα ενισχυτικά. Το κυριότερο είναι ο χορός.



Τέτοιος χορός δε γίνεται με βιολιά και με λαούτα, με μπουζούκια και με κιθάρες, με φλογέρες και ούτια. Θέλει βίαιους, επιθετικούς ήχους, που μπαίνουν από το αυτί σου στη ραχοκοκκαλιά σου και σου λένε, ή κουνήσου ή θα σε κουνήσω. Θέλει βαρύ πυροβολικό: γκάιντα, ζουρνά, τσαμπούνα, και κυρίως τύμπανα.
Φέτος είχαμε τέσσερις τσαμπούνες, μία γκάιντα, ένα ζουρνά και βέβαια, όπως κάθε χρόνο, πολλά και ποικίλα τύμπανα. Το ότι κάπου στο περιθώριο είχε και λύρες, λαούτα, κιθάρες, δεν το κρίνω μεγάλης σημασίας.
Λίγο μετά την αφή της φωτιάς, όταν το πήδημα είχε αρχίσει να γενικεύεται, ακούστηκε η πρώτη πιαυλέα. Έγινε για λίγο ο πρώτος χορός. Γύρω από την πυρά. Διάλειμμα. Αργότερα έγινε ο δεύτερος. Διάλειμμα. Ε, με τούτα και με κείνα φτάσαμε στο σημείο όπου δεν είχε πλέον διαλείμματα, όπου οι χοροί διαδέχονταν αλλήλους ασταμάτητα και τα όργανα δεν ξεκουράζονταν. Η φωτιά καταβρόχθιζε παλέτες, καλεκλοπόδαρα, κούτσουρα. Μερικοί πηδούσαν μόνοι τους, άλλοι δυο δυο χεράκι χεράκι, άλλοι αγκαλιά με το όργανό τους συνεχίζοντας τη μουσική. Μερικοί, λόγω κακής συνεννόησης, ξεκινούσαν από αντίθετα σημεία, πηδούσαν, συγκρούονταν στον αέρα πάνω από τη φωτιά και έσκαγαν μέσα. Και τα νταούλια κρουν...



Μετά από μερικές ώρες, με μερικούς άρχισε να δουλεύει. Κάποιοι όντως πέταξαν στη φωτιά τους ψύλλους τους, το πουκάμισό τους και τον εαυτό τους, και έγιναν η Φωτιά, έγιναν ο Χορός. Κάποιον φαίνεται ότι ανήμερα τ’ Άη Γιαννιού τον «έπιασε» ο Άγιος Κωσταντίνος, κι έγινε αναστενάρης.
Εν τω μεταξύ είχε γίνει και ο Κλήδονας. Κατά τις τέσσερις το πρωί σταματήσαμε τη μουσική και το χορό, και ανοίξαμε τον Κλήδονα. Εκείνη ακριβώς την ώρα, δηλαδή τη λιγότερο θορυβώδη στιγμή όλης της βραδιάς, να σου και τα παιδιά από το κράτος. Ρώτησαν ποιος είναι υπεύθυνος εδώ. Ήρθε ο «υπεύθυνος», και του είπαν: ή σταμάτα τους, ή έλα μαζί μας στην Ασφάλεια (στα κεντρικά, παρακαλώ, όχι στο τμήμα!). Έρχομαι, τους είπε, έτσι κι αλλιώς δεν τίθεται θέμα να τους σταματήσω. Τότε κάποιος φώναξε ότι θα έρθουμε όλοι μαζί στην Ασφάλεια. Οι μπάτσοι, αφού εκτίμησαν πρόχειρα το πλήθος που θα ερχόταν, βρήκαν ότι δε συμφέρει, και έφυγαν.
Περισσότερα παρατράγουδα δεν είχαμε. Όμως μας χάλασαν όσο να ’ναι το κέφι. Έτσι, μετά το τέλος του Κλήδονα, ξανάρχισαν μεν τα τραγούδια και τα όργανα –σε πιο ήπιους τόνους, όπως είναι το φυσικό, όχι πλέον με νταούλια–, αλλά χωρίς κεντρικό παλμό. Τρία-τέσσερα πηγαδάκια έπιαναν το καθένα το τραγούδι του, ταυτόχρονα. Η παρέα είχε σπάσει.

Η εκτίμησή μου είναι ότι οι μπάτσοι δε φταίνε, μια δουλειά κάνουν. (Βέβαια, δουλειά είναι αυτή; Αλλά αφού υπάρχουν, υπάρχουν, τι να κάνουμε...). Αν δεν τους καλούσαν οι νεήλυδες γειτόνοι δε θα έρχονταν, όπως δεν είχαν έρθει τόσα χρόνια. Οι νεήλυδες πάλι, συμφωνώ ότι δεν είναι υποχρεωμένοι να ακούν τα νταούλια όλη νύχτα. Το θέμα είναι ότι σ’ αυτή τη ζωή δεν υπάρχουν μόνο υποχρεώσεις, νόμοι και κανόνες. Εντάξει άνθρωπε, δεν είσαι υποχρεωμένος να μας ακούς, αλλά δεν μπορείς να κάνεις μια παραχώρηση; Για σένα ο αποψινός ύπνος δεν είναι κάτι ξεχωριστό. Κοιμάσαι κάθε βράδυ. Για μας αυτό είναι μία φορά. Αν δεν το κάνουμε απόψε, δε θα το κάνουμε ποτέ. Οι νόμοι είναι για όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να βγάλουν άκρη μεταξύ τους. Η ύπαρξη νόμων, διαιτητών, αστυνομίας και δικαστηρίων, είναι ένδειξη μιας ανώριμης κοινωνίας. Τα μικρά παιδιά λένε «θα το πω στον μπαμπά μου», αλλά μεγαλώνοντας μαθαίνουν να μην το λένε.

Du reste: η βραδιά ήταν όσο καλύτερη θα μπορούσε να είναι. Το ότι πέντε δέκα άνθρωποι από όλους αυτούς έχασαν τον εαυτό τους και ήρθαν σε έκσταση είναι τρομερά σπουδαίο. Δυστυχώς δεν ήμουν ένας από αυτούς. Αλλά η έκσταση δεν ολοκληρώθηκε: κι αυτοί οι πέντε δέκα, πόσο μάλλον όλοι εμείς μαζί, κι αν ξέφυγαν, κι αν εξαϋλώθηκαν, κι αν έγιναν φωτιά και χορός, δεν έγιναν Ένα. Παρέμειναν μονάδες.
Ίσως του χρόνου. Αλλά αυτό, αν γίνει, δε γίνεται κατόπιν συνειδητής προσπάθειας, παρά γίνεται από μόνο του.
Όσοι, όπως εγώ, δεν μπόρεσαν έστω και το πρώτο στάδιο, να αποδυθούν τον εαυτό τους, έχουν πρόβλημα οι ίδιοι. Ελπίζεται ότι κάποια φορά θα το ξεπεράσουν. Αν το πετύχουμε έστω μία φορά στη ζωή μας, είναι ήδη πάρα πολύ. Οι πιο πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν χωρίς να δοκιμάσουν αυτή την εμπειρία.
Για μένα φταίω εγώ, δε μου φταίει κανείς άλλος. Ωστόσο, δεν μπορώ να μην το πω: αυτοί που ήρθαν για να κρατάνε ένα ποτό στο χέρι, μακριά από τη φωτιά, γιατί ήρθαν; Δε βοήθησαν. Έχω δει πανηγύρια, χορούς, τα Αναστενάρια, και κατάλαβα ότι με το να τα βλέπω, εγώ και όσοι άλλοι αμέτοχοι, δυσκολεύουμε τα πράγματα για τους μετέχοντες. Μην το κάνετε ποτέ αυτό. Ξέρω ότι είναι δύσκολο, είναι πειρασμός να πας να δεις τι γίνεται εκεί, αλλά άμα κοιτάς δε γίνεται! ΟΧΙ ΣΤΟΥΣ ΘΕΑΤΕΣ, λοιπόν. Άμα σε καλούν να πηδήξεις, μην πας για να κοιτάς τους άλλους να πηδάν. Εσύ πόσο καλά πηδάς όταν σε βλέπουν;

Και του χρόνου.
Όξω ψύλλοι και κοριοί!

Τρίτη 22 Μαΐου 2007

¡PASARÁN!

Ἐγὼ εἶμαι δάσκαλος. Ἐσεῖς ἴσως νὰ μὴν εἶστε. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση, πιθανότατα ἀγνοεῖτε κάποια ἀπὸ τὰ ἑφτασφράγιστα μυστικὰ τοῦ λειτουργήματός μας. Μπορεῖ πάλι καὶ νὰ τὰ ξέρετε· ἴσως νὰ εἶναι παγκοίνως γνωστά, νὰ τά ’χει ὁ κόσμος τούμπανο κι ἐμεῖς κρυφὸ καμάρι...
Τὰ παιδιὰ πηγαίνουν στὸ σχολεῖο γιὰ νὰ μάθουν ἕνα σωρὸ πράγματα. Τὰ «γράμματα» εἶναι μόνο ἑνα ἀπὸ αὐτά. Καλοῦνται ἀκόμη νὰ μάθουν τὴ διαδικασία τῆς κοινωνικοποίησης, καὶ νὰ μυηθοῦν σὲ μία σειρὰ ἀπὸ ἰδανικὰ ποὺ θὰ τὰ κάνουν «σωστοὺς ἀνθρώπους» στὴν κοινωνία. Σὰν κι ἐμᾶς, καλή μας ὥρα –ὅπου κι ἂν εἴμαστε.
Μέσα στὸν ροῦ τῆς ἱστορίας οἱ δασκάλοι μετῆλθαν πολλὲς καὶ διάφορες μεθόδους γιὰ νὰ τὰ πετύχουν ὅλα αὐτά. Οἱ παλιὲς μέθοδοι (ξύλο, φοβέρα...) ἔχουν ξεπεραστεῖ, εὐτυχῶς. Οἱ ἄνθρωποι τότε ἦσαν βάρβαροι καὶ ζῶα, καὶ δὲν ἔδιναν δεκάρα γιὰ τὴν εὐαίσθητη ψυχὴ τοῦ μαθητῆ. Ἀκούγοντας ἱστορίες τῶν παλιῶν γιὰ τοὺς δασκάλους τους, ποὺ τοὺς βασάνιζαν σωματικὰ καὶ ψυχικά, πάντα ἀποροῦσα: κι ὅταν, μετὰ ἀπὸ χρόνια, συναντήσει κανεὶς τὸν παλιό του δάσκαλο, μὲ τί αἰσθήματα καὶ μὲ τί ματιὰ χαιρετιοῦνται; Εὐτυχῶς στὴ δική μου γενιὰ επῆλθε ὁ ἐκπολιτισμὸς καὶ ἡ φώτιση. Ἔτσι πλέον ἡ Ε.Ψ.Μ. (Εὐαίσθητη Ψυχὴ τοῦ Μαθητῆ) βρίσκεται σὲ καλὰ χέρια.
Ὦ ναί! Ἐμεῖς μποροῦμε σήμερα, καὶ θὰ μποροῦμε καὶ αὔριο, νὰ ἀτενίσουμε τὸν μαθητή μας ἴσια στὰ μάτια, ξέροντας ὅτι ποτὲ δὲν ἐπράξαμε παρὰ συνείδησιν· καὶ ξέρουμε ὅτι κι ἐκεῖνος τίποτε ἄλλο δὲ σκέφτεται γιὰ μᾶς, παρὰ μόνον: «Γειά σου Δάσκαλε! (μὲ πολὺ κεφαλαῖο Δέλτα). Σὺ μ’ ἔκανες ἄνθρωπο, σὺ μοῦ ’μαθες νὰ ἀγωνίζομαι γιὰ κάθε τι τὸ ὡραῖο καὶ δίκαιο, σὺ μὲ δίδαξες νὰ σέβομαι τὸν ἑαυτό μου καὶ τοὺς ἄλλους, σὺ μοῦ ἀποκάλυψες τὶς μεγάλες ἀξίες καὶ τὰ ἰδεώδη τῆς Ζωής!»
Πῶς τὰ καταφέρνουμε ὅλα αὐτά; Ὁ δρόμος τῆς Ἀρετῆς εἶναι στενὸς καὶ δύσβατος, καὶ τὰ μυστικά του δὲ μεταβιβάζονται. Ἀλλά, μιᾶς καὶ μὲ πιάσατε μπόσικο, θὰ σᾶς ψιθυρίσω κάποια μικρὰ tips:
Σύμφωνα μὲ ἀνεπιβεβαίωτες φῆμες, ὑπάρχουν κάποιες διαταγὲς ἢ ὁδηγίες γιὰ τοὺς ἐκπαιδευτικοὺς Γυμνασίου καὶ Λυκείου ποὺ μᾶς ἀποτρέπουν ἀπὸ τοῦ νὰ προξενήσουμε ὄχι ἁπλῶς δυσεπούλωτα τραύματα, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὴν παραμικρὴ σκιὰ δυσαρέσκειας στὴν Ε.Ψ.Μ.. Ἔτσι ὁ μαθητὴς πρέπει πάντοτε νὰ περνάει τὴν τάξη, ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἀναλφάβητος (οἱ πολὺ ἀναλφάβητοι μποροῦν ἐνδεχομένως νὰ μένουν μετεξεταστέοι, ἀλλὰ σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση θὰ πρέπει τὸ Σεπτέμβρη νὰ προβιβαστοῦν ὁπωσδήποτε)· ἀκόμη κι ἂν ἔχει ὑπερβολικὰ πολλὲς ἀπουσίες (ὅσοι δὲν ἔχουν πατήσει ποτέ, παραπέμπονται στὶς ἐξετάσεις Σεπτεμβρίου καὶ μετὰ ἀκολουθεῖται ἡ προηγούμενη περίπτωση)· ἀκόμη κι ἂν συνδυάζουν τὰ ἀνωτέρω προσόντα· ἀκόμη κι ἂν δείχνουν πὼς θέλουν νὰ μείνουν (διότι, φέρ’ εἰπεῖν, θέλουν ἔτσι νὰ περάσουν ἕνα μήνυμα στοὺς γονεῖς τους ἢ σὲ κάποιον ἄλλο)· ἀκόμη κι ἂν τοῦς χρειάζεται νὰ ἐπαναλάβουν τὴν τάξη, γιὰ ὁποιονδήποτε πιθανὸ λόγο. Ὄχι, κύριε μαθητά. Ποὺ νὰ χτυπιέσαι, δὲ θὰ σὲ ἀφήσουμε. Θὰ φανοῦμε ἀταλάντευτα πιστοὶ στὶς ὑποχρεώσεις μας, τὶς ὁποῖες μᾶς ὑπαγορεύουν διαταγὲς ποὺ προσωπικὰ δὲν τὶς ἔχω δεῖ μὲ τὰ μάτια μου.
Ὅμως, ὑπάρχουν περιπτώσεις ὅπου τὰ ἀριθμητικὰ δεδομένα (βαθμοὶ καὶ ἀπουσίες) τοῦ μαθητῆ μοιάζουν νὰ μᾶς ὠθοῦν σὲ ἀπείθεια πρὸς τὶς διαταγές. Λέω «μοιάζουν», γιατὶ φυσικὰ στὴν πραγματικότητα ἁπλῶς ὁ θεὸς δοκιμάζει τὴν πίστη μας. Ὁ καλὸς ἐκπαιδευτικὸς θὰ βρεῖ πάντα τρόπο νὰ συμβιβάσει τὰ ἀσυμβίβαστα (π.χ. τὸ βαθμὸ κάτω ἀπὸ τὴ βάση μὲ τὸν προβιβασμό), κι ἂν δὲν τὸ καταφέρει μόνος του, θὰ τὸ καταφέρει ὁ Σύλλογος.
Τρόποι ὑπάρχουν. Μία ἁπλῆ καβάντζα εἶναι οἱ ἐξετάσεις τοῦ Σεπτεμβρίου: προβλέπεται ὁ μαθητὴς νὰ ἐξεταστεῖ καὶ γραπτὰ καὶ προφορικά, πράγμα ποὺ δὲν ἰσχύει γιὰ τὶς κανονικὲς ἐξετάσεις τοῦ Ἰουνίου. Ὁπότε, ἀκόμη κι ἂν σοῦ δώσει λευκὴ κόλλα (ποὺ πιάνει γιὰ 02), στὰ προφορικὰ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐλέγξει ὅτι δὲ σοῦ εἶπε γιὰ 17, ποὺ τοῦ ἔβαλες, κι ἔτσι ἔβγαλε μέσο ὅρο 9,5 = 10 καὶ πέρασε. Συνεπῶς ἡ προφορικὴ ἐξέταση δὲ χρειάζεται κὰν νὰ γίνει· γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ δὲ γίνεται. Ἁπλῶς ὑπολογίζουμε πόσο θέλει γιὰ νὰ περάσει, τοῦ τὸ βάζουμε, καὶ περνάει. Aussi simple que ça!
Στὴν περίπτωση κάποιων Ε.Ψ.Μ. γιὰ τὶς ὁποῖες ἀκόμη καὶ ἡ λύση τοῦ Σεπτέμβρη ἀντενδείκνυται, μποροῦν νὰ τροποποιηθοῦν ἐκ τῶν ὑστέρων οἱ βαθμοὶ τῶν περασμένων τριμήνων. Γιατί ὄχι; Ἂν δὲν εἶναι ὅσο ψηλοί πρέπει, τότε προφανῶς θέλουν ψήλωμα. Σοφία θέλει;
Ἀντίστοιχα ἰσχύουν καὶ γιὰ τὶς ἀπουσίες. Ὅμως ἐδῶ ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ἀναφέρω συγκεκριμένα παραδείγματα. Τὸ ἕνα εἶναι πολὺ πρόσφατο, αὐτῶν τῶν ἡμερῶν, καὶ εἶναι ἴσα - ἴσα αὐτὸ ποὺ μοῦ ἐνέπνευσε τὴν παροῦσα ἐπιστολή, καὶ τὸ ἄλλο εἶναι παλιότερο καὶ τὸ θυμήθηκα συνειρμικά. Τὰ ὀνόματα εἶναι φυσικὰ παραλλαγμένα. Καὶ οἱ δύο ἱστορίες, ὅπως καὶ τὰ ὑπόλοιπα παραδείγματα τοῦ κειμένου, στηρίζονται σὲ πραγματικὰ περιστατικὰ ποὺ ἔλαβαν χώρα σὲ διάφορα σχολεῖα ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα, καὶ ποὺ τὰ ξέρω εἴτε ἀπὸ ἄμεση εἴτε ἀπὸ ἔμμεση ἐμπειρία.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΡΩΤΟ: Ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἄννα εἶναι συμμαθήτριες στὴ Γ΄ Γυμνασίου καὶ πρῶτες ἐξαδέλφες. Περὶ τὰ μέσα Δεκεμβρίου οἱ μητέρες τους, ποὺ εἶναι ἀδελφές, τὶς παίρνουν ταξίδι νὰ δοῦν τὸν παπποῦ καὶ τὴ γιαγιά, ποὺ ζοῦν στὸ ἐξωτερικό. Τὸ ταξίδι κρατάει ἕνα μῆνα καὶ κάτι. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ διάστημα πέφτουν οἱ διακοπὲς τῶν Χριστουγέννων, ὅπου φυσικὰ δὲν μπαίνουν ἀπουσίες. Ὅμως πέφτουν καὶ δύο ἢ τρεῖς ἐργάσιμες ἑβδομάδες, ὅπου μπαίνουν. Κατὰ τὸ ὑπόλοιπο διάστημα τῆς χρονιᾶς οἱ δύο μαθήτριες κάνουν κι ἄλλες ἀπουσίες: μιὰ ἄρρωστες, μιὰ ἀποβολή, ὅ,τι εἶναι πιθανόν νὰ συμβεῖ στὸν ὁποιονδήποτε. Λίγο πρὶν τὸ τέλος τῆς χρονιᾶς γίνεται ἡ καταμέτρηση, καὶ διαπιστώνεται ὅτι οἱ δύο κόρες μένουν. Τὸ πρῶτο μέτρο ποὺ ἐφαρμόζεται πάντοτε εἶναι νὰ σβηστοῦν οἱ μονόωρες ἀπουσίες. Ἀνοίγω μία παρένθεση γιὰ νὰ τὸ ἐξηγήσω αὐτό:
Ἡ μονόωρη ἀπουσία συνήθως ὀφείλεται σὲ ὡριαία ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν τάξη. Εἶναι δηλαδὴ ποινή. Γιὰ νὰ ἔχει ὅμως ἐπίσημη ἰσχὺ μία ποινή, πρέπει νἀ εἶναι περασμένη σ’ ἕνα εἰδικὸ βιβλίο, τὸ Ποινολόγιο. Κατόπιν τούτου ἔχει ληφθεῖ μέριμνα ὥστε τὸ Ποινολόγιο νὰ παραμένει ἀσυμπλήρωτο ἀπὸ πρόπερσι, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἀντιμετωπίζονται τέτοιες ἔκτακτες περιπτώσεις. Ἔτσι, σβήνονται ὅλες οἱ μονόωρες ἀπουσίες ἀπὸ ἀποβολή, (καὶ ἐπειδὴ εἶναι λίγο μανούρα νὰ ψάχνεις ποιά εἶναι ἀπὸ ἀποβολὴ καὶ ποιά εἶναι κανονικὴ ἀπουσία, σβήνονται ὅλες οἱ μονόωρες γενικῶς) καθὼς καὶ τὶς τυχὸν ὁλοήμερες ἀποβολές –ποὺ γενικὰ σπανίζουν, λόγῳ Ε.Ψ.Μ..
Ἐπανέρχομαι στὴν ἱστορία μου. Τὸ πρῶτο αὐτὸ μέτρο ἔφερε κάποια πρόοδο, ἀλλὰ ὄχι τὴν ἐπιθυμητή: πλέον τὸ σύνολο τῶν ἀπουσιῶν τῶν δύο κοριτσιῶν δὲν ξεπερνᾶ τὸ ὅριο· ὅμως ἔχουν πολλὲς ἀδικαιολόγητες. Πάλι μένουν! Οἱ ἀπουσίες δικαιολογοῦνται μὲ χαρτὶ γιατροῦ ἤ, ὑπὸ κάποιους ὅρους, μὲ χαρτὶ ἀπὸ τὸν κηδεμόνα, μέσα σὲ δέκα μέρες ἀπὀ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ γίνουν. Βέβαια, ποιός κοιτάει προθεσμίες... Στὴν πράξη τὸ δικαιολογητικὸ γίνεται ὅποτε ἀναφανεῖ ὁ κίνδυνος, καὶ φυσικὰ μπορεῖ νὰ ἔχει καὶ παλιότερη ἡμερομηνία –σὲ περιπτώσεις ἀμφιβολίας μᾶς τὸ φέρνουν καὶ χωρὶς καθόλου ἡμερομηνία, καὶ τὴ συμπληρώνουμε ἐμεῖς!
Ἐνημερώνουμε σχετικὰ τὴ Ζωὴ καὶ τὴν Ἄννα. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ἡ Ἄννα μᾶς φέρνει μία συλλογὴ δικαιολογητικῶν ἀπὸ ὅλους σχεδὸν τοὺς γιατροὺς τῆς περιοχῆς: ἀπὸ τόσο μέχρι τόσο τοῦ μηνὸς εἶχε γρίππη, ὕστερα ὠτίτιδα, ὕστερα ἰλαρά, AIDS, σφράγισμα στὰ δόντια καὶ πᾶσα νόσο καὶ μαλακία. Ὁ συνάδελφος ποὺ ἦταν ὑπεύθυνος γιὰ τὶς ἀπουσίες τοῦ τμήματος, ἐλαφρῶς ἔκπληκτος, ἀρχικὰ ἀρνήθηκε νὰ τὰ λάβει ὑπ’ ὄψιν: σοῦ λέει, τὸ νὰ παραβλέψουμε τὴν προθεσμία κάπως τρώγεται, ἂς ποῦμε πὠς εἶναι μία διευκόλυνση πρὸς τὸ παιδὶ ὄχι πολὺ παράτυπη· ὅταν ὅμως πρόκειται γιὰ κανονικὴ πλαστογραφία, δὲ θὰ ἤθελα νὰ εἶμαι ἐγὼ αὐτὸς ποὺ θὰ τὸ διδάξει στοὺς μαθητές. [Ἴσως πλαστογραφία νὰ μὴν εἶναι ὁ ἀκριβὴς ὅρος: τὰ δικαιολογητικὰ ἦταν γνήσια, ἁπλῶς ἔλεγαν ψέματα.] Ἀναγκάστηκε ὅμως νὰ συναινέσει τελικά, διότι: οἱ μητέρες τών δύο κοριτσιῶν εἶχαν ἔρθει, ἤδη πρὶν ἀπὸ τὸ ταξίδι, σὲ συνεννόηση μὲ κάποιους ἀπὸ ἐμᾶς, καὶ μᾶς εἶπαν, «ἔτσι κι ἔτσι, ἐμεῖς θὰ πᾶμε αὐτὸ τὸ ταξίδι, τί θὰ γίνει μὲ τὶς ἀπουσίες;», κι ἐμεῖς τοῦς εἴπαμε «βρεῖτε ἕνα ὁποιοδήποτε δικαιολογητικό, κι ἐμεῖς ἔννοια σας», ὁπότε τώρα εἴμαστε δεσμευμένοι ἀπέναντί τους καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἐκτεθοῦμε –στὸ κάτω κάτω γιὰ τί ζοῦμε; γιὰ ἕνα φιλότιμο! Ἔ, τώρα, κι ἂν τὸ ἄργησαν λίγο τὸ δικαιολογητικό, τί σημασία ἔχει;
Κι ἔτσι η Ἄννα πέρασε, και ἡ Ε.Ψ.Μ. της σώθηκε. Ἀμ’ ἡ Ζωή; Τέλος -τέλος τῆς χρονιᾶς διαπιστώνεται ὅτι ἐκείνη χρωστάει ἀκόμη τὀ δικαιολογητικό, καὶ δὲν ἔχει κανένα περιθώριο νὰ τὸ φέρει. Τί νὰ τὴν κάνω αὐτήν; λέει ὁ καθηγητὴς τοῦ τμήματος. Προσπαθοῦμε νὰ τοὺ δικαιολογηθοῦμε: ἒ νά, μᾶς εἶχε ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ ἔφερνε τὸ δικαιολογητικό, τώρα ποιός ξέρει γιατί τὸ καθυστέρησε τόσο...
Καὶ ὁ συνάδελφος ἀναγκάστηκε νὰ ὑποπέσει σὲ μία παρατυπία: δικαιολόγησε τὶς ἀπουσίες χωρὶς νὰ ἔχει δικαιολογητικό.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ὁ Λευτέρης εἶναι 20 χρονῶν καὶ πάει δευτέρα Γυμνασίου. Ὅταν ἦταν στὰ κανονικά του χρόνια εἶχε παρατήσει τὸ σχολεῖο. Ἔκτοτε ἀλήτεψε, δούλεψε, πῆγε φαντάρος, καὶ τώρα στὰ γεράματα μάθε γέρο γράμματα. Ἀποφάσισε νὰ ξαναγραφτεῖ στὴν τάξη ποὺ εἶχε σταματήσει, γιὰ νὰ πάρει τὸ χαρτί. Ἡ ἐγγραφὴ δὲν ἔγινε Σεπτέμβριο, ἀλλὰ μερικοὺς μῆνες ἀργότερα. Δὲν ξέρω μέχρι ποιά ἐποχὴ μπορεῖ κανεὶς νὰ γραφτεῖ, τὸ βέβαιο ὅμως εἶναι ὅτι πρὶν γραφτεῖ ἕνας μαθητὴς δὲν παίρνει ἀπουσίες. Λογικό: ἀφοῦ δὲν εἶσαι γραμμένος, δὲν μπορεῖς νὰ θεωρηθεῖς ἀπών. Ἄλλο ἂν δὲν εἶσαι οὔτε παρών.
Ὁ Λευτέρης λοιπὸν ἄρχισε νὰ ἔρχεται στὸ σχολεῖο, ἀλλὰ ἡ παρουσία του ὡς μαθητῆ ἦταν μηδαμινή: δὲ διάβαζε ποτὲ τίποτε, δὲν ἤξερε ποτὲ τίποτε, δὲν εἶχε τσάντα γιὰ νὰ παίρνει τὰ βιβλία κι ἔτσι τὰ ἄφηνε μονίμως στὸ σχολεῖο. Ὡστόσο δὲν προκαλοῦσε προβλήματα (ὅπως φοβοῦνταν οἱ παλιοὶ συνάδελφοι, ποὺ τὸν εἶχαν καὶ παλιὰ μαθητή, ὅταν εἶχε τὰ μυαλὰ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του), ἦταν εὐγενικός, φερόταν μὲ σεβασμὸ σ’ ἐμᾶς καὶ μὲ κατανόηση στοὺς πιτσιρικάδες συμμαθητές του, κι ἐπιπλέον ἔδειχνε ὅτι δὲν ἦταν ρεμάλι, εἶχε καὶ μυαλὸ καὶ εὐαισθησίες. Συζητήσαμε μιὰ φορὰ τὴν περίπτωσή του στὸ Σύλλογο.
Ἕνας εἶπε: τί θὰ γίνει ρὲ παιδιὰ μ’ αὐτόν; εἶναι ἔξυπνος, ἀλλὰ δὲν κάνει τίποτε. Καταλαβαίνω ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔχει ἤδη κάνει, νὰ ρίξει τὰ μοῦτρα του καὶ νὰ γυρίσει στὰ θρανία πλάι πλάι μὲ τοὺς δεκατριάχρονους, ἀπαιτεῖ μεγάλα κότσια, ἀλλὰ ἀφ’ ἧς εἶδα τὶς δυνατότητές του θέλω κάτι παραπάνω ἀπὸ αὐτόν. Ἂς μὴ διαπρέψει, τουλάχιστον ὅμως ἂς δείξει μία προσπάθεια.
Ἄλλος εἶπε: δὲ συμφωνῶ. Δὲν ξέρεις τὴ ζωή του, δὲν ξέρεις πραγματικὰ πόσο δύσκολο εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει. Ἐγὼ δὲ ζητάω τίποτε παραπάνω ἀπὸ αὐτόν· καὶ μόνο γιὰ τὸ ὅτι ἔρχεται καὶ δὲν προκαλεῖ προβλήματα, καὶ μόνο ποὺ δὲν καπνίζει στὸ προαύλιο ἐνῶ εἶναι ἐνήλικος, γιὰ νὰ μὴν τὸν δοῦν οἱ μικροί, ἐγὼ τοῦ εἶχα καλὸ βαθμὸ καὶ θὰ τοῦ τὸν ἀνεβάσω κι ἄλλο.
Αὐτὴ ἡ δημηγορία συγκίνησε καὶ ἔπεισε ὅσους συναδέλφους ἦταν ἀρχικὰ τῆς ἀντίθετης γνώμης. Σὲ ὁρισμένους ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ εἶχαν ἤδη κάνει αὐτὴ τὴν κουβέντα μὲ τὸν ἴδιο τὸ Λευτέρη, ἐκεῖνος εἶχε ἐξηγήσει: ἔχετε δίκιο, θέλω πολὺ νὰ προσπαθήσω, ἀλλὰ δουλεύω κιόλας, καταλαβαίνετε... Ὁπότε τὸ ζήτημα ἔκλεισε: ὁ Λευτέρης μᾶς ἀρκεῖ νὰ ἔρχεται.
Τὸ ζήτημα ξανάνοιξε ὅταν διαπιστώθηκε ὅτι ὁ Λευτέρης κι αὐτὸ πήγαινε νὰ τὸ κόψει: ἀπὸ κάθε μέρα ἄρχισε νὰ μὴν ἔρχεται τὴ μία στὶς τρεῖς, μετὰ ἐρχόταν μέρα παρὰ μέρα, μετὰ μία μέσα δέκα ἔξω, καὶ στὸ τἐλος τὸν χάσαμε γιὰ τὰ καλά. Στὶς ἀρχὲς τοῦ τρίτου τριμήνου βγῆκε φερμάνι νὰ μὴν τὸν γράφουμε πιὰ στὸ ἀπουσιολόγιο. Θεωρήθηκε ὅτι ὁ Λευτέρης διέκοψε.
Ὅμως κλείνοντας τὴ χρονιὰ τὸν ξαναθυμηθήκαμε: τί θὰ γίνει μὲ τὸ Λευτέρη; Ὁρισμένοι ἀπὸ ἐμᾶς αἰφνιδιάστηκαν ἀπὸ τὴν ἐρώτηση, γιατὶ δὲν πίστευαν ὅτι ὑπῆρχε κάτι νὰ γίνει μ’ αὐτόν. Ἀφοῦ διέκοψε! Ἄλλοι πάλι δὲν αἰφνιδιάστηκαν ποσῶς. Πάντως τὸ δίλημμα ἦταν πολὺ συγκεκριμένο: ὁ Σύλλογος ἀποφασίζει ἂν θέλει νὰ τὸν ἀφήσει στὸν τόπο (δηλαδὴ νὰ ἐπαναλάβει τὴν τάξη ἄνευ ἑτέρου) ἢ νὰ τὸν παραπέμψει γιὰ ἐξετάσεις σὲ ὅλα τὰ μαθήματα τὸ Σεπτέμβρη. Οἴκοθεν νοεῖται ὅτι ἂν πάει Σεπτέμβρη θὰ περάσει, ἔστω καὶ γιὰ μόνο τὸ λόγο ὅτι ἀποκλείεται νὰ γράψει. Ἀκούστηκαν οἱ ἑξῆς ἀπόψεις:
–Σεπτέμβρη, γιατὶ δὲν ξέρεις τί περνάει αὐτὸ τὸ παιδί· ἡ φοίτηση μέχρι καὶ τὸ Γυμνάσιο εἶναι ὑποχρεωτική· τοῦ ἀξίζει μιὰ δεύτερη εὐκαιρία· πρέπει νὰ τὸν βοηθήσουμε· ἀντικειμενικὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἔρχεται στὸ σχολεῖο καὶ ταυτόχρονα νὰ δουλεύει, ἄλλωστε ἡ περιοχὴ δὲν ἔχει νυχτερινὸ σχολεῖο.
–Στὸν τόπο, γιατὶ ὅ,τι κι ἂν περνάει αὐτὸ τὸ παιδὶ δὲν εἶναι ἀπὸ δικό μας φταίξιμο· ἡ ζωὴ εἶναι δύσκολη, δὲν τὴν κάνουμε ἐμεῖς δύσκολη· γιατὶ εἶχε ἤδη μία δεύτερη εὐκαιρία, τὸ Σεπτέμβρη ἢ τοῦ χρόνου θὰ εἶναι ἡ τρίτη, καὶ κανεὶς δὲν θὰ τοῦ ἀρνηθεῖ μία τέταρτη ἢ πέμπτη· γιατὶ τὸν ἔχουμε ἤδη βοηθήσει, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ βοηθᾶμε μόνοι μας, διάβολε, ἂς κάνει κάτι κι ὁ ἴδιος· γιατὶ ἀνοίγουμε κακὸ προηγούμενο: ἂν δὲν κόψουμε αὐτὸν τώρα, δὲ θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ κόψουμε κανέναν (λὲς καὶ τίθεται τέτοιο ζήτημα!)· γιατὶ θὰ δείξουμε ὅτι ὅσοι πᾶνε σχολεῖο εἶναι μαλάκες, δὲν ἔχουν παρὰ νὰ διακόψουν, καὶ μετά, στὰ εἴκοσί τους, νὰ ἔρθουν νὰ κάνουν μία ἐγγραφή· γιατὶ ἂν τοῦ χρόνου ἔρθει πάλι νὰ κάτσει μὲ τοὺς συμμαθητές του θὰ μᾶς κρεμάσουν κουδούνια· γιατὶ θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ ἔρχεται στὸ σχολεῖο, νὰ μὴν πηγαίνει στὴ δουλειά, καὶ ἁπλῶς νὰ πληρώνεται (–Τώρα συνάδελφε γίνεσαι παράλογος: αὐτὸ δὲ γίνεται. –Ἂν μπορεῖ νὰ μὴν ἔρχεται στὸ σχολεῖο χωρὶς νὰ θεωρεῖται ἀπὼν μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται, τότε δὲ νομίζω ὅτι γίνομαι παράλογος)· γιατὶ ὁ ἄνθρωπος μέχρι στιγμῆς δείχνει νὰ μᾶς σέβεται, καὶ ἂν τοῦ στήσουμε κῶλο θὰ χάσει δικαίως τὸ σεβασμό του γιὰ μᾶς.
–Σεπτέμβρη, γιατὶ συμφωνῶ μὲν μὲ ὅλα αὐτά. ἀλλὰ καὶ τί νὰ τὸν κάνουμε;
Ψηφίσαμε καὶ ἀποφασίσαμε Σεπτέμβρη. Καὶ τότε σκάει ἡ παραμύθα: παρόλο ποὺ ὁ Λευτέρης δὲν ἔχει σχεδὸν καθόλου ἀπουσίες στὸ πρῶτο τρίμηνο, ἀφοῦ κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος του δὲν ἦταν γραμμένος, οὔτε καὶ στὸ τρίτο ποὺ δὲν πάτησε οὔτε μία φορὰ γιὰ καλημέρα, γιατὶ δὲν τοῦ τὶς γράφαμε (καὶ λογικὰ μᾶλλον γι’ αὐτὸ ἔπαψε νὰ ἔρχεται), ἐντούτοις καὶ μόνο τοῦ δεύτερου τριμήνου οἱ ἀπουσίες του εἶναι τόσες ὥστε νομικῶς δὲν καλυπτόμεθα νὰ μὴν τὸν ἀφήσουμε στὸν τόπο. Τί θὰ κάνουμε;
Ἡ συνολικὴ κατάσταση ἀπουσιῶν εἶναι ἕνα βιβλίο στὸ ὁποῖο ἀπαγορεύεται νὰ βάλουμε μπλάνκο. Ἀφοῦ ἀπαγορεύεται, ἐννοεῖται πὼς δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὸ κάνουμε. Τί εἴμαστε, τίποτε παράνομοι; Θεός φυλάξοι!
Ἔλα ὅμως ποὺ μᾶς περισσεύουν ἀπουσίες! Ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, σχίσαμε τἠ σελίδα καὶ τὴν ξαναγράψαμε. Στὴν ἴδια συνεδρίαση ἀποφασίσαμε καὶ κάτι ἄλλο: στὴν τάξη ὅπου φοιτᾶ ἡ ἀνεψιὰ τοῦ καθηγητῆ τῶν μαθηματικῶν, τὰ θέματα τῶν ἐξετάσεων θὰ τὰ βγάλει ὁ ἄλλος καθηγητὴς μαθηματικῶν, γιὰ νὰ μὴ δημιουργηθοῦν ὑπόνοιες ὅτι ὁ θεῖος τὰ σφύριξε στὴν ἀνεψιά του. Διότι, ἐδῶ εἴμαστε ἀδιάβλητοι. Δὲ θέλουμε νὰ δίνουμε ἀφορμὲς νὰ μᾶς πιάνει ὁ κόσμος στὸ στόμα του!

Παρασκευή 27 Απριλίου 2007

ΣΥΒΑΡΙΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΤΟΥ ΜΠΟΝΕΝΤΗ

Δρίλλα!

Τσουρέκι με δρίλλα.

Αυγά (κατά προτίμηση από κοτέτσι και της ημέρας) τηγανητά με δρίλλα.

Φράουλες με δρίλλα: ψιλοκομμένες, με μαύρη ζάχαρη.

Δρίλλα με πετουμέζι (θυμίζει λίγο κρεμ καραμελέ).

Ψιλοκούλλουρα με δρίλλα και μέλι κηρήθρας.

Ψωμί ολυμπίτικο, ζυμωμένο με σχινόκαρπα, με δρίλλα και μέλι κηρήθρας. Τα σχινόκαρπα έχουν άρωμα μαστίχας.

Αααχ!

Κυριακή 15 Απριλίου 2007

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ

Καλησπέρα σας και Χριστός ανέστη.

Ως μαθητής, και μετέπειτα φοιτητής Φιλολογίας, είχα διδαχθεί μερικά πράγματα για το Δημοτικό τραγούδι ως λογοτεχνικό είδος. Επίσης είχα κάποια απόμακρα ακούσματα δημοτικού τραγουδιού: ήξερα λ.χ. ότι το Πάσχα ορισμένοι Έλληνες βάζουν κασέτες με κλαρίνα. Η παιδεία μου χρειάστηκε να περάσει από χίλιες δυο στροφές και κορδέλες, μέχρι να συνειδητοποιήσω τη σχέση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο πράγματα. Για ένα φιλόλογο δεν είναι σπάνιο να έχει μεγαλώσει σε ένα κόσμο όπου οι μόνες πληροφορίες για το δημοτικό τραγούδι είναι αυτές οι δύο: αφενός λίγες δεκάδες τυπωμένα ποιήματα υψηλής λογοτεχνικής αξίας, προορισμένα να διαβάζονται (είτε για απόλαυση είτε για μελέτη και ανάλυση), και αφετέρου μία μάλλον άσχημη μουσική που την ακούν κάποιοι άλλοι άνθρωποι, μάλλον υπανάπτυκτοι αν κρίνουμε από τα γούστα τους, ενώ εμείς την ακούμε μόνο κατά τύχη και με κάποιον αποτροπιασμό, και που πάντως ούτε τα λόγια της προδίδουν οποιαδήποτε λογοτεχνική αξία ούτε άλλως παρέχουν την παραμικρή ένδειξη κάποιας ποιότητας. Θα συμφωνήσετε πως αν ξεκινάει κανείς με αυτά τα δεδομένα είναι πράγματι δύσκολο να αντιληφθεί ότι εκείνα τα λίγα σπουδαία ποιήματα και αυτά τα λίγα ελεεινά τραγούδια είναι εκφάνσεις του ίδιου φαινομένου. Θα μου πεις, αφού και τα μεν και τα δε ονομάζονται Δημοτικά, αυτό δε σε υποψίασε; Όχι, δε με υποψίασε. Υπάρχει και Δημοτικό σχολείο, και Δημοτικά συμβούλια, και Δημοτική γλώσσα. Οι λέξεις δεν είναι μονοσήμαντες.

Μετά, κάποια στιγμή, ανέπτυξα ενδιαφέρον για τη δημοτική μουσική (παραδοσιακή τη λέγαμε τότε), και σιγά σιγά έμαθα όλα αυτά που ξέρω τώρα και που λίγο-πολύ ξέρουμε όλοι μας. Άκουγα μουσική, και μεταξύ των πολλών τραγουδιών άρχισα που και που να πέφτω πάνω σε μερικά που συνέπιπταν με εκείνα τα «αριστουργήματα» ποίησης. Τότε κατάλαβα ποία η σχέσις, και γιατί και αυτά και εκείνα είχαν το ίδιο όνομα. Επίσης, τότε απέκτησα για πρώτη φορά προσωπικό κίνητρο να κατανοήσω (όπως και κατενόησα, τελικά) γιατί τα ονομάζαμε αριστουργήματα.

Τα δημοτικά ποιήματα που συνήθως μελετώνται στα φιλολογικά μαθήματα σχολείων και πανεπιστημίων είναι κυρίως Ακριτικά και Παραλογές, και σε κάπως μικρότερη κλίμακα Ιστορικά, Κλέφτικα, της Αγάπης, της Ξενιτιάς και του Θανάτου. Όχι κάλαντα, όχι του γάμου, ασφαλώς όχι αποκριάτικα, πού και πού ίσως μοιρολόγια και νανουρίσματα, και πάντως όχι δίστιχα, όλο μακροσκελή τραγούδια. Με άλλα λόγια, κυρίως όσα είναι λιγότερο πιθανό να ακούσει κανείς να τραγουδιούνται. Αποδείχθηκε παρά ταύτα ότι κάτι τέτοιο δεν είναι και τελείως απίθανο. Υπάρχουν στη Θράκη, στον Πόντο, στην Ήπειρο, στα Δωδεκάνησα –λίγο πολύ παντού– τοπικές παραλλαγές από το Γιοφύρι της Άρτας, το Γυρισμό του Ξενιτεμένου, το Θάνατο του Διγενή, το Κάστρο της Ωριάς κλπ., που δεν έχουν ξεχαστεί ακόμη. Όποτε πετύχαινα κάποιο από αυτά σε ηχογράφηση ή σε συναυλία, πάντοτε με συγκινούσε ιδιαίτερα. Πόσο μάλλον να το ακούσω ζωντανά, από κάποιον που το έμαθε προφορικά.

Σε γενικές γραμμές αυτά τα «σημαντικά» τραγούδια είναι πανελλήνιας διάδοσης. Φυσικά από κάπου προέρχονται, δε φύτρωσαν ταυτόχρονα σε όλη την Ελλάδα. Όμως αυτό συνέβη πολύ παλιά. Έκτοτε διεσπάρησαν ανά τον ελληνικό κόσμο (εννοώ Ελλάδα, Κύπρο, Μ. Ασία και Πόντο, και τις διάφορες περιοχές με γηγενείς Ελληνόφωνους που είναι εκτός των σημερινών συνόρων), και σε κάθε τόπο ενσωματώθηκαν, προσαρμόστηκαν στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα και στην τοπική μουσική, και γενικώς ακολούθησαν μία πορεία σαν της αμοιβάδας: κάθε αμοιβάδα προέρχεται από τη διάσπαση μιας άλλης αμοιβάδας στα δύο, όμως από τη στιγμή της διάσπασης και μετά ο βίος και η πολιτεία της καινούργιας αμοιβάδας σχετίζεται μόνο με το δικό της περιβάλλον, όχι με το τι κάνουν τα αδελφάκια της και τα ξαδερφάκια της. Κάθε παραλλαγή του κάθε τραγουδιού αλλού ρίζωσε, αλλού όχι, αλλού δεν έφτασε καν ποτέ. Κι εκεί που ρίζωσε, αλλού διατηρήθηκε σε μορφή κοντινή προς την αρχική, αλλού άλλαξε, στο ένα μέρος ξεχάστηκε η μέση και το τέλος, στο άλλο μέρος το μισό τραγούδι συμφύρθηκε με με το μισό από ένα άλλο τραγούδι, πιο πέρα διανθίστηκε με πρωτότυπους τοπικούς στίχους, αλλού δυο στίχοι αποσπάστηκαν και έμειναν ως αυτόνομο δίστιχο ή και ως παροιμία, κλπ. κλπ.. Επίσης, υπήρξαν περιοχές των οποίων η παράδοση υπήρξε συνολικά φιλική προς το συγκεκριμένο είδος τραγουδιών, και άλλες όπου αυτά μαράζωσαν και χάθηκαν.

Το αποτέλεσμα από όλες αυτές τις διεργασίες είναι ότι σήμερα, αν πιάσουμε λ.χ. το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού, και αναζητήσουμε όλες τις γνωστές τοπικές παραλλαγές του, θα βρούμε ότι υπάρχουν μέρη όπου το τραγουδούσαν, όλο ή την αρχή, σε μία μελωδία που σώζεται ακόμη, άλλα όπου η μελωδία έχει λησμονηθεί αλλά κάποιος πρόλαβε να καταγράψει τους στίχους, και φυσικά πάρα πολλά μέρη όπου δε σώζεται κανένα ίχνος και άρα δεν μπορούμε να ξέρουμε αν το τραγούδι πέρασε ποτέ ολωσδιόλου από εκεί. Αν όμως βρούμε και κάποιο χωριό όπου στ’ αλήθεια το τραγουδούν οι σημερινοί άνθρωποι, τότε για τα δικά μου τουλάχιστον γούστα έχουμε χτυπήσει διαμάντι. Γιατί οι σημερινοί άνθρωποι το έμαθαν από τους χτεσινούς, κι εκείνοι από τους προχθεσινούς, και έτσι βρίσκουμε μία ψηφίδα συλλογικής μνήμης που η αλυσίδα της μετάδοσής της μάς οδηγεί πάρα πολύ πίσω, σε εποχές από τις οποίες πολύ λίγα πράγματα είναι ακόμη ζωντανά. Πιο σαφές είναι το παράδειγμα των ιστορικών τραγουδιών: έστω ότι η φιλολογική μελέτη αποδείξει ότι το Χ τραγούδι, που μιλάει για μία μάχη χωρίς πολλές ιστορικές λεπτομέρειες, στην πραγματικότητα αναφέρεται στη Μάχη του Τάδε, που έλαβε χώρα στο Ναύπλιο (λέω μία τυχαία πόλη) τον Ψ αιώνα μ.Χ.. Λογικά το τραγούδι συνετέθη σχεδόν αμέσως μετά τη μάχη, πιθανότατα από τους ίδιους τους συντελεστές της ή τις γυναίκες τους ή τους περιοίκους ή πάντως κάποιον εμμέσως ή αμέσως εμπλεκόμενο. Και το άκουσαν από αυτούς κι άλλοι, και το μετέδωσαν παραπέρα. Και ο χρόνος ξέπλυνε τις λεπτομέρειες, αλλά όχι το ίδιο το τραγούδι. Λοιπόν, το να συναντήσεις σήμερα κάποιον που το έμαθε προφορικά, και που ακολουθώντας νοερά την αλυσίδα «από στόμα σε αυτί» με αντίστροφη πορεία σε οδηγεί στους ίδιους τους μάρτυρες ή τους πρωταγωνιστές του θρυλούμενου γεγονότος, είναι μία πολύ ξεχωριστή εμπειρία. Είναι ένα παράθυρο στο παρελθόν, έστω και με θαμπωμένο τζάμι.

Η Κάρπαθος είναι από τα μέρη όπου αυτές οι ψηφίδες βρίσκονται ακόμη σε αρκετό πλήθος. Ζώντας εδώ τρία χρόνια και έχοντας και μία προηγούμενη εμπειρία μερικών καλοκαιριών, έχω ακούσει να τραγουδιούνται αρκετά από τα παμπάλαια ακριτικά τραγούδια, τις παραλογές και τα άλλα συναφή. Κάποια μάλιστα, όπως το Κάστρο της Ωριάς, είναι και σουξέ. Όμως όλα όσα έχω ακούσει, μαζί με τα υπόλοιπα τραγούδια άλλων κατηγοριών που έχω ακούσει να τραγουδιούνται στο νησί, είναι μία σταγόνα εν συγκρίσει προς τον ωκεανό καρπάθικων τραγουδιών που έχω βρει σε έντυπες συλλογές, καταρτισμένες πριν από μερικές δεκαετίες. Μέσα σ’ αυτά τα βιβλία υπάρχουν τοπικές παραλλαγές από όλα τα «σημαντικά» πανελλήνια τραγούδια, και ακόμη ένα πλήθος από άλλα τραγούδια που μπορεί να μην είναι πανελλήνια αλλά ορισμένα δεν υπολείπονται σε ποιητική αξία. Πού βρίσκονται σήμερα αυτά τα τραγούδια; Τα τραγουδούν ακόμη, στα γλέντια όπου δεν έτυχε να παρευρίσκομαι, ή μήπως ο συλλογέας τα πήρε προ δεκαετιών από το στόμα του τελευταίου υπέργηρου που τα θυμόταν από τα νιάτα του;

Μία από τις πρώτες χρονιές που είχα έρθει ως παραθεριστής στην Κάρπαθο, βρέθηκα σε ένα οιονεί γλέντι με Ολυμπίτες και τουρίστες. Τραγουδούσε και έπαιζε λύρα ένας ντόπιος, πενηντάρης, που σύντομα φάνηκε ότι ξέρει πολλά. Μετά από αρκετή ώρα μουσικής, κάποια τουρίστρια, προφανώς κι αυτή όχι ανίδεη, τον ρωτάει:
–Του Νεκρού Αδερφού, το λέτε εδώ;
–Ποιο είναι αυτό; τη ρωτάει εκείνος.
–Μάνα με τους εννιά σου γιους...
–Α ναι, πώς δεν το λέμε!
Και αρχίζει. Ρε, λέω μέσα μου με θαυμασμό, κοίτα πού πέσαμε! Όμως ο Ολυμπίτης δεν το ήξερε καλά. Κάθε τόσο σκόνταφτε. Η κοπέλα, που ήξερε απέξω το ποίημα από τη συλλογή του Πολίτη (δηλαδή την υποτιθέμενη «αρχική», υπερτοπική εκδοχή), τον έσπρωχνε λίγο, και έτσι το τραγούδι κάπως τσούλαγε. Στο τέλος ο λυράρης τα παράτησε, με την εξής συγκλονιστική ομολογία:
–Δεν το θυμάμαι πια... Μου το έλεγε η γιαγιά μου!

Επί χρόνια θυμόμουν αυτό το περιστατικό ως ένα από τα πιο ξεχωριστά μέσα στην πορεία της γνωριμίας μου με τη δημοτική παράδοση. Δεν άκουσα μεν το τραγούδι, γνώρισα όμως κάποιον που η γιαγιά του το ήξερε, χωρίς φυσικά να έχει ακούσει ποτέ το παραμικρό περί Νικολάου Πολίτη (υποθέτω πως η γιαγιά ούτε γράμματα δε θα ήξερε). Έτσι, κι αν δεν κοίταξα μέσα από το θαμπό παράθυρο προς το παρελθόν, όμως το ότι είδα τα χαλάσματα του τοίχου όπου κάποτε έστεκε το παράθυρο δεν το θεωρούσα ολίγου άξιον.

Και χτες άκουσα να το τραγουδούν! Είχα μόλις επιστρέψει στο νησί μετά τις διακοπές του Πάσχα, και ήμουν σ’ ένα γάμο. Τα διάφορα στάδια του καρπάθικου γάμου έχουν φυσικά, τα περισσότερα, μουσική. Όμως περιέργως στην Κάρπαθο δεν υπάρχουν ειδικά γαμήλια τραγούδια ως ξεχωριστή κατηγορία: υπάρχουν αφενός γαμήλιες μαντινάδες, τις οποίες ο καθένας αυτοσχεδιάζει εκείνη τη στιγμή για να εκφράσει τις ευχές του ή ό,τι άλλο έχει να πει, αλλά αυτές είναι έπεα πτερόεντα: λέγονται άπαξ, δεν επαναλαμβάνονται ποτέ και δεν αποτελούν κυρίως ειπείν ρεπερτόριο. Και αφετέρου υπάρχουν και τα «στερεότυπα» τραγούδια, δηλαδή τα πολύστιχα και όχι αυτοσχέδια. Από αυτά στους γάμους μπορεί να ακουστεί οποιοδήποτε που να είναι κάπως σχετικό με αγάπες ή με γαμήλια θέματα, ακόμη κι αν καταλήγει σε στεναχώριες, χωρισμούς, θανάτους, χυλόπιτες ή απιστίες. (Ορισμένοι λένε ότι ο σωστός μερακλής ξέρει να διαλέγει εκείνα τα τραγούδια που η κάθε λέξη τους ταιριάζει με το πνεύμα της περίστασης όπου αυτός τα τραγουδάει, αλλά φαίνεται ότι αυτή την ειδική τέχνη δεν την κατέχουν πλέον πολλοί.)

Και καθώς λοιπόν εκτυλίσσονταν ταυτόχρονα διάφορα μικρά γλεντάκια, άλλο έξω από την εκκλησία την ώρα της στέψης, άλλο σε ένα τραπέζι στην αίθουσα του δείπνου κλπ., μετά από τα δύο μεγάλα καθιστά γλέντια στο πατρικό της νύφης και στο πατρικό του γαμπρού και πριν από το τρίτο καθιστό γλέντι στο σπίτι του ζευγαριού, και πριν, επίσης, από τον μεγάλο γαμήλιο χορό στο Μέγαρο, έτυχα σε μία παρέα όπου κάποιος τραγουδούσε ακριβώς αυτό το τραγούδι, το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού, την παμπάλαιη και χιλιομελετημένη παραλογή για το προξενιό της Αρετής πολύ μακριά στα ξένα, εκπληρώνοντας όλες μου τις φαντασιώσεις! Μόλις το αναγνώρισα, άρχισα να ψάχνω με το βλέμμα μου γύρω γύρω για να βρω κάποιον που θα μπορούσε να συμμεριστεί αυτή την εμπειρία από την ίδια οπτική με μένα. Ο μόνος που βρήκα ήταν ένας μαθητής μου της πρώτης γυμνασίου, που τον φώναξα και του είπα να προσέξει πάρα πολύ καλά τα λόγια, αλλά φυσικά το άκουσε από τη μέση μέχρι τη μέση και δεν κατάλαβε τίποτε. Θα του εξηγήσω κάποια μέρα, αλλά προς το παρόν το ελάχιστο που μπορούσα να κάνω ήταν να αφιερώσω δυο ώρες από τη σχόλη μου στη σύνταξη του κειμένου που μόλις τελείωσα.

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2007

ΕΘΝΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ

Την 25η Μαρτίου στα Πηγάδια, πρωτεύουσα της Καρπάθου, γίνεται μεγάλος εορτασμός. Είναι μάλλον η μεγαλύτερη γιορτή του χρόνου για την πόλη. Αφενός, έχουμε την εθνική επέτειο, που τιμάται με παρέλαση όλων σχεδόν των σχολείων του νησιού, ήτοι: δύο Γυμνασίων, δύο Λυκείων και τουλάχιστον 6-7 Δημοτικών και άλλων τόσων Νηπιαγωγείων, από όσα χωριά είναι σε σχετικά κοντινή απόσταση. Αφετέρου έχουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, στον οποίον είναι αφιερωμένη η κεντρική εκκλησία των Πηγαδιών, συνεπώς τελείται πανηγύρι.
Δεν πήγα, για μία σειρά λόγων: ένας ήταν ότι μένω τρία χωριά πιο πέρα, και ήταν Κυριακή πρωί. Ένας άλλος ήταν ο συνωστισμός. Το πρόγραμμα της ημέρας περιλαμβάνει: κάθοδο των μαθητών, δασκάλων και πολλών γονέων από όλα αυτά τα σχολεία, και πιθανώς και άλλων από τα χωριά που κατεβαίνοιυν για τη γιορτή χωρίς να έχουν προσωπική σχέση με την παρέλαση· μεγάλη λειτουργία στην Ευαγγελίστρια, όπου φυσικά γίνεται το αδιαχώρητο· παρέλαση, όπου δεν ξέρω αν εκτός από τα σχολεία συμμετέχουν και οι άλλες δυνάμεις του νησιού: στρατός, αστυνομία, πυροσβεστική κλπ.. Σίγουρα εκφωνούνται κάποιοι λόγοι και παρευρίσκονται όλες οι αρχές (δημοτικές, εκκλησιαστικές κλπ.) και όλος αυτός ο κόσμος, περίπου η μισή Κάρπαθος. Μετά την παρέλαση όλοι προσπαθούν να πάνε κάπου για καφέ, αλλά είναι περισσότεροι από όσους χωράνε σε όλες αθροιστικά τις καφετέριες και τα καφενεία της πόλης, με αποτέλεσμα να υπάρχουν όρθιοι, ουρές που περιμένουν, και γενικά μία έλλειψη άνεσης. Καθώς μεσημεριάζει, αρχίζει το πανηγυρικό γεύμα στο Μέγαρο (μεγάλη αίθουση συνεστιάσεων που ανήκει στην εκκλησία). Τα ψάρια για το συγκεκριμένο πανηγύρι είχαν αρχίσει να τα ετοιμάζουν από τη Δευτέρα! Για να μπορέσουν να εξυπηρετηθούν τόσοι άνθρωποι, η μόνη λύση είναι οι στρώσεις: γίνεται η πρώτη στρώση, τρώει ο κόσμος, φεύγουν, έρχονται να φάνε οι επόμενοι και πάει λέγοντας. Όσο η μία στρώση είναι μέσα, απαγορεύεται η είσοδος σε καινούργιους. Εννοείται ότι ο καθένας οφείλει να φάει και να την κάνει το συντομότερο, γιατί περιμένουν κι άλλοι. Υπάρχουν άνθρωποι επιφορτισμένοι με το άχαρο και δύσκολο καθήκον να προτρέπουν όσους είναι μέσα σε επίσπευση των διαδικασιών, και να ελέγχουν πόσοι καινούργιοι μπαίνουν κάθε φορά. Όσο οι προηγούμενοι τρώνε, οι επόμενοι περιμένουν στριμωγμένοι έξω από την είσοδο, εκνευρίζονται από την αναμονή, τσακώνονται και τα βάζουν με τους άμοιρους τους ταξιθέτες. Στην τελευταία στρώση, που πλέον δεν υπάρχει βία, βγαίνουν και τα όργανα. Αν υπάρχει παρέα και κέφι, γίνεται καθιστό γλέντι το οποίο τραβάει μέχρι το βράδυ, και κάποια στιγμή καταλήγει σε χορό. Αν το καθιστό δεν πετύχει, πάνε όλοι σπίτια τους και ξανάρχονται κατευθείαν για το χορό. Βέβαια ο χορός γίνεται με όρους περίπου λαϊκού κέντρου διασκέδασης· ήτοι, τα όργανα παίζουν από καθέδρας με τα μικρόφωνα, και αυτοί που χορεύουν είναι απλώς όσοι έχουν όρεξη, όχι όσοι έχουν κάτι να εκφράσουν με αυτό το χορό –π.χ. την οικογενειακή ή κοινοτική τους ενότητα, το να τιμήσουν την εορτάζουσα Παναγία ή κάτι άλλο.
Ο τρίτος λόγος που δεν πήγα ήταν ότι δεν είχα όρεξη να δω τον εορτασμό της εθνικής επετείου. Δεν τον έχω δει και ποτέ, αλλά έχω δει την 28η Οκτωβρίου και η εμπειρία μου δεν ήταν διόλου ενθαρρυντική. Αν λοιπόν ληφθεί υπόψιν ότι η 28η Οκτωβρίου είναι μικρότερη γιορτή, υπέθεσα ότι τώρα θα ήταν ακόμη χειρότερα.
Στην 28η Οκτωβρίου το κάθε χωριό γιορτάζει χώρια. Τη μεν παραμονή το κάθε σχολείο κάνει εσωτερικά τη γιορτή του και ακολουθεί δοξολογία στην εκκλησία και παρέλαση, ανήμερα δε της επετείου γίνεται μόνο στα Πηγάδια μία τελετή με κατάθεση στεφάνων, παρουσία πάλι των Αρχών και των σχολείων της πόλης (δύο Νηπιαγωγεία, δύο Δημοτικά, ένα Γυμνάσιο, ένα Λύκειο, και για αδιευκρίνιστους λόγους και ένα Λύκειο Ελληνίδων). Άρα δεν κατεβαίνει τόσος κόσμος από τα χωριά, ο πληθυσμός είναι όσος και κάθε μέρα.
Και όμως, όταν παρέστην μια φορά σ’ αυτή τη συγκριτικά σεμνή γιορτή, μου ήρθε σύγκρυο από αυτά που είδα!
Ο χώρος συγκέντρωσης είναι μία πλατεία όπου υπάρχει Ηρώο. Έχουν στηθεί μεγάφωνα, και μέχρι να συγκεντρωθούν όλοι και να αρχίσει η τελετή, τα μεγάφωνα παιανίζουν εμβατήρια σε εκκωφαντικές εντάσεις, λες κι είμαστε στη Χούντα. Τα διάφορα σχολεία προσέρχονται εν παρατάξει και παίρνουν τις θέσεις τους. Προσέρχονται και οι δημάρχοι, επάρχοι, ένστολοι, δεσποτάδες και λοιποί, και παίρνουν κι αυτοί τις δικές τους. Οι θεατές είναι γύρω γύρω. Όταν έρθει η στιγμή, παύουν τα εμβατήρια και έρχεται ο χειριστής του μικροφώνου, ο Μέγας Τελετάρχης, ένας άνθρωπος που με απαράμιλλο πάθος και στόμφο, λες και είναι ερωτευμένος με τη φωνή του, δίνει τα παραγγέλματα: «Κατάθεση στεφάνου από το πρώτο Νηπιαγωγείο Καρπάθου!!! Από το δεύτερο νηπιαγωγείο Καρπάθου!!!» κ.ο.κ..
Η σειρά είναι από τα μικρά σχολεία προς τα μεγάλα. Ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι από το κάθε σχολείο παίρνουν το στεφάνι τους και το καταθέτουν στο Ηρώο. Τα παιδιά αυτά είναι μασκαρεμένα ποικιλοτρόπως: άλλα τσολιαδάκια και αμαλίες, άλλα με καρπάθικες φορεσιές, άλλα σαν φαντάροι με παραλλαγές. Αφού καταθέσουν το στεφάνι, λένε το ποίημά τους. Προσωπικά δε γνώριζα ότι ο απάνθρωπος θεσμός του ποιήματος υπάρχει ακόμη. Άλλοι λένε απλά πατριωτικά ποιηματάκια του τύπου «Είμαι εγώ μια Ελληνοπούλα που σα μια Σουλιωτοπούλα αγαπώ με την καρδιά μου την πατρίδα τη γλυκειά μου», και άλλοι δοκιμάζουν τις ικανότητες απαγγελίας τους με αποσπάσματα Παλαμά, Σολωμού και άλλων ποιητών. Φυσικά το ύφος της απαγγελίας δεν προσπαθεί να κρύψει ότι τα παιδάκια δεν καταλαβαίνουν γρυ από ό,τι λένε. Ούτε τα βάσανα και τα κλάματα που χρειάστηκαν μέχρι να το μάθουν κρύβονται. Όταν μάλιστα το ποίημα είναι και κάπως εκτενές, συχνά ξεκινάνε ξεφωνίζοντας με φόρα και καταλήγουν να μουρμουρίζουν ξέπνοα και άνευρα τους τελευταίους στίχους, όπου συνήθως η πατριωτική έξαρση κορυφώνεται με μία κορώνα του τύπου «...και θα βρωντοφωνάξω ΟΧΙ!», που μόλις ακούγεται.
Οι γονείς και το υπόλοιπο κοινό, αισθανόμενοι την εθνική τους υπερηφάνεια να διεγείρεται από αυτή τη σκηνή λιτού μεγαλείου, ξασπάνε σε καταρρακτώδη χειροκροτήματα. Τα παιδάκια επιστρέφουν στην παράταξή τους (όπου οι συμμαθητές τους είναι ντυμένοι με στολή παρέλασης, μπλε-άσπρο). Ο Μέγας Τελετάρχης ανακοινώνει με αδιάπτωτο στόμφο την κατάθεση από το επόμενο σχολείο.
Στα μεγαλύτερα σχολεία η κατάσταση είναι πιο αξιοπρεπής. Οι μαθητές δε φορούν ούτε στολή παρέλασης ούτε φουστανέλα-τσαρούχ’-φουνταφές, απλώς είναι σχετικά καλοντυμένοι –όχι με σχισμένα–, και αντί ποιήματος λένε μία λογική φράση του στυλ «Από το τάδε σχολείο με ευγνωμοσύνη».
Τη χρονιά που τα παρακολούθησα αυτά, το επόμενο στάδιο ήταν μία αναμέτρηση δυνάμεων μεταξύ των δύο Δημοτικών. Στο ένα είχαν ετοιμάσει ποιήματα, στο άλλο τραγούδια. Μιά ομάδα επίλεκτων μαθητών από το ένα έκαναν ουρά μπροστά στο μικρόφωνο και απήγγειλαν με τη σειρά μερικές στροφές ο καθένας από κάποιο μακρύ ποίημα, με την ίδια ερμηνευτική δεινότητα όπως και προηγουμένως. Το κοινό παραληρούσε, ο Μέγας Τελετάρχης έσκαγε από καμάρι –αλλά κανείς δεν καμάρωνε όσο η υπεύθυνη δασκάλα. Όμως το δεύτερο σχολείο απάντησε με κάτι ακόμη δυναμικότερο: η χορωδία του δεν αποτελούνταν από επίλεκτη ομάδα αλλά από όλους τους μαθητές! Μία μεγαλοπρέπεια άνευ προηγουμένου! Κάποια δασκάλα είχε κρίνει ότι θα είναι ωραίο και ταιριαστό, αντί να περιοριστούμε σε ποιήματα των οποίων δεν καταλαβαίνουμε τα λόγια, να επεκτείνουμε τη σφαίρα των επιδόσεών μας και σε τραγούδια των οποίων δεν καταλαβαίνουμε τη μουσική. Χωρίς να ξέρει προφανώς η ίδια από μουσική, ώστε να μεταδώσει στα παιδιά αν μη τι άλλο το πώς ταιριάζουμε όλοι τις φωνές μας σε ένα τόνο και ένα ρυθμό, απλώς τους είπε ότι το πατριωτικό περιεχόμενο των τραγουδιών υποδεικνύει μία ζωηρή ερμηνεία, όχι σερνάμενη. Τα έρμα τα παιδιά γκαρίξαν λες και βρίσκονταν στο γήπεδο. Νέο κύμα εθνικού οργασμού συγκλόνισε το κοινό.
Μετά το πέρας της τελετής τα μεγάφωνα παιάνισαν για λίγο αόμη τα εμβατήρια (τα ίδια με πριν βέβαια: πού να βρεθεί ολόκληρη συλλογή από κασέτες!) και μετά σκορπίσαμε.
Η εντύπωση που αποκόμισα ήταν η ίδια όπως σε ένα τσίρκο. Όπως εκεί βλέπουμε άλογα, ελέφαντες και σκυλάκια να εκτελούν άθλους που για μας είναι θεαματικοί (π.χ. να κάνουν ποδήλατο) αλλά για τα ίδια τα ζώα και για όποιον άλλο μπορεί να πλησιάσει τη στέρεη λογική τους είναι απολύτως μάταια (τι με εξυπηρετεί το να ξέρει ποδήλατο ένας ελέφαντας; γιατί να το θαυμάσω;) και εξευτελιστικά, και επιπλέον αποτελούν το προϊόν γύρευε πόσων βασανιστηρίων, και συνοδεύονται από στολίδια, φτερά, μουσικές και έναν πομπώδη τελετάρχη με μικρόφωνο, έτσι ακριβώς ήταν και αυτό που είδαμε στην εθνική εορτή. Ξέρετε πώς μαθαίνει η αρκούδα να χορεύει; Αν δεν ξέρετε, τη βάζουν να σταθεί σε μια λαμαρίνα που από κάτω έχει αναμμένα κάρβουνα, και της παίζουν ντέφι. Αυτή φυσικά χοροπηδάει γιατί καίγεται, και σιγά σιγά συνηθίζει να χοροπηδάει όποτε ακούει ντέφι. Χρόνια πριν τον Παυλώφ, οι Έλληνες και λοιποί Βαλκάνιοι αρκουδιάρηδες είχαν μάθει να προκαλούν στα δύστυχα αυτά ζώα την αίσθηση της πυρωμένης λαμαρίνας χωρίς να υπάρχει η ίδια η πυρωμένη λαμαρίνα.
Με την ίδια μέθοδο, παιδιά του νηπιαγωγείου που δεν ξέρουν ανάγνωση αποστηθίζουν ποιήματα (που αν ο ποιητής τους μπορούσε να προβλέψει τη μοίρα των έργων του, μάλλον θα γινόταν ζωγράφος) και στολίζονται με φτερά για να τα απαγγείλουν. Το να μάθουν μερικά τραγούδια είναι μάλλον λιγότερο βασανιστικό ως διαδικασία, αλλά ακόμη εξευτελιστικότερο ως παράσταση, αφού μία κακή απαγγελία μπορεί να είναι στη χειρότερη περίπτωση «μη επιτυχημένη», ενώ το φάλτσο και κακόφωνο ομαδικό τραγούδι είναι κάτι παραπάνω, είναι γνησίως δυσάρεστο και οικτρό.
Η 28η Οκτωβρίου είναι η επέτειος του ΟΧΙ. Την ημέρα αυτή τιμάμε την επιλογή μιας μικρής και ανίσχυρης χώρας να ακολουθήσει τα δικά της ιδανικά και όχι τις ξένες επιταγές, τις απειλές και την υπεροπλία. Εν ολίγοις τιμάμε την ελεύθερη βούληση. Και την τιμάμε εξασκώντας τα παιδιά εξ απαλών ονύχων να παπαγαλίζουν ποιήματα και να μασκαρεύονται όπως τους πούμε, όποτε τους πούμε. Μη χειρότερα Θεέ μου...
Από συζητήσεις με συναδέλφους κατέληξα στο απροσδόκητο συμπέρασμα ότι μόνον εγώ δεν είχα ξαναδεί τέτοια γιορτή. Για όλο τον υπόλοιπο κόσμο ήταν κάτι δεδομένο. Να επαναλάβω ότι όλο αυτό το πανηγύρι δεν ήταν η σχολική εορτή, στην οποία ας δεχτούμε (αν και γιατί να το δεχτούμε;...) ότι οι απαγγελίες ποιημάτων και οι μεταμφιέσεις έχουν μια κάποια θέση, ήταν η εορτή της πόλης! Μέσα στα σχολεία είχε ήδη γίνει από την προηγούμενη ημέρα ό,τι ήταν να γίνει.
Οι εορταστικές εκδηλώσεις, όπως και στην 25η Μαρτίου και στη 17η Νοέμβρη, έτσι και στην 28η Οκτωβρίου ολοκληρώνονται με ένα φινάλε που και πάλι δεν ξέρω αν αποτελεί καρπάθικη πρωτοτυπία ή έχει ευρύτερη διάδοση: είναι καθιερωμένο αυτές τις ημέρες κάποιο από τα τμήματα της Β΄ ή της Γ΄ ενός από τα δύο Λύκεια του νησιού να οργανώνει πάρτυ σε μαγαζί. Αυτά τα πάρτυ έχουν ως κύριο σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων, συνήθως για τις πενταήμερες. Γίνονται σε νυχτερινά μαγαζιά, αλλά σε ημερήσιες ώρες: συνήθως έχουν έναρξη γύρω στη 1:30΄ το μεσημέρι, και προσέρχονται κυρίως οι υπόλοιποι μαθητές από τα Γυμνάσια και τα Λύκεια. Μια φορά που είχα πάει κι εγώ, ήταν υπέροχα. Δεν είναι μόνο ότι μερικά δεκατριάχρονα έως δεκαεξάχρονα κάπνιζαν και μεθοκοπούσαν, ενώ οι υπόλοιποι μαθητές πλήττουν μη έχοντες τι να κάνοντες, ακούγοντας σκυλάδικα από κακά ηχεία που θα παραμόρφωναν και ευγενέστερες μουσικές: ήταν κυρίως το ντεκόρ. Το συγκεκριμένο μαγαζί έχει γύρω γύρω τζαμαρίες. Κανονικά δουλεύει μόνο νύχτα. Για να μπορέσουν λοιπόν να δημιουργήσουν νυχτερινή ατμόσφαιρα μέρα μεσημέρι, είχαν κάνει συσκότιση κολλώντας με μονωτική μαύρες σακκούλες σκουπιδιών πάνω στα τζάμια.
Βασισμένος λοιπόν σε αυτές τις τρεις ξεχωριστές εμπειριίες μου, μία από το πανηγύρι του Ευαγγελισμού, μία από την τελευταία 28η Οκτωβρίου και μία από ένα σχολικό πάρτυ, θεώρησα καλό φέτος να κάτσω στο χωριό στην 25η Μαρτίου. Οι μαθητές μου παραπονέθηκαν λίγο που δεν ήρθα να τους καμαρώσω, αλλά ομολόγησαν ότι από την παρέλαση δεν έχασα πολλά πράγματα: επειδή, λέει, τα κορίτσια (με αφορμή τη μοναδική μέρα που βάζουν φούστα) ντύνονται όχι για παρέλαση αλλά για πασαρέλα, και δεν μπορούν να κάνουν βήμα με τα τακούνια, προσπαθούν να κρατήσουν την ισορροπία τους με σπασμωδικές κινήσεις των χεριών και τους φεύγουν τα τσαντάκια... Δεν πειράζει, αυτό το έχω δει κι άλλη φορά. Κι η ίδια η παρέλαση δεν καταλαβαίνω τι νόημα έχει, αν είναι να γίνεται έτσι γελοία. Βέβαια, θα αντιτείνει κανείς ότι δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώς, αφού οι μαθητές δεν είναι φαντάροι για να έχουν εκπαιδευθεί στο βήμα. Αυτό πάλι ανοίγει ένα άλλο μεγάλο θέμα: ακόμη και οι φαντάροι, τι δουλειά έχουν να εκπαιδεύονται στο βήμα; Δεν έχουν τίποτε πιο χρήσιμο να μάθουν σχετικά με την εθνική μας άμυνα;
Όμως κάποια στιγμή αυτό το κείμενο πρέπει να κλείσει. και το κλείνω
ακριβώς
εδώ.