ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Γεια σας. Στα «Καρπάθικα Ημερολόγια», που πλέον γράφονται από την Αθήνα το Ηράκλειο, δημοσιεύω σκέψεις και ιδέες που με απασχολούν και που προέρχονται από οτιδήποτε μπορεί να είδα, άκουσα, έζησα.
Για να είμαστε σύμφωνοι με τους κανόνες του παιχνιδιού, θα διατηρήσουμε την ανωνυμία μας. Ο σκοπός βέβαια δεν είναι να κρυφτούμε πίσω από ένα ψευδώνυμο για να πούμε όσα δε θα τολμούσαμε να πούμε ενυπόγραφα, γι' αυτό και κάθε σχολιαστής είναι φυσικά ελεύθερος να υπογράφει όπως θέλει, επωνύμως ή ψευδωνύμως. Ωστόσο, θέλω να μείνουμε σταθεροί σ' αυτή την έστω και σχετική ανωνυμία, δηλαδή να μη δημοσιεύουμε το όνομα του άλλου αν το ξέρουμε.
Όταν απαγορευτεί η ανωνυμία, βλέπουμε...

Σάββατο 1 Μαρτίου 2008

ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ

Πάνε πολλά χρόνια, και δεν το καλοθυμούμαι με όλες του τις λεπτομέρειες. Ωστόσο ήταν μία εμπειρία που μου άφησε τόσο ισχυρές εντυπώσεις, ώστε αυτά που συγκρατώ ακόμη δεν είναι και λίγα.
Το καρναβάλι της Βασιλείας, το Φάσναχτ (Fasnacht), δεν είναι παγκοσμίως τόσο γνωστό όσο του Ρίου ή της Βενετίας. Κατά τη γνώμη μου όμως είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντικό. Είναι ένα ολοκληρωμένο έθιμο, τόσο παραδοσιακό και αρχαιοπινές όσο και σύγχρονο, το οποίο, για τις μέρες που διαρκεί, κυριαρχεί απόλυτα στη ζωή της πόλης.
Η Βασιλεία είναι μια πόλη με μερικές δεκάδες χιλιάδες κατοίκους, στην Ελβετία, πολύ κοντά στο τριεθνές με Γαλλία και Γερμανία. Αποτελεί μόνη της καντόνι. Αυτό σημαίνει ότι είναι ημιαυτόνομο (ομόσπονδο) κρατίδιο. Όσο κατάλαβα από τις πληροφορίες των Ελβετών φίλων που μας φιλοξενούσαν, στην Ελβετία εφαρμόζεται ένα πολίτευμα που προσεγγίζει αρκετά την άμεση δημοκρατία: ορισμένα ζητήματα ρυθμίζονται με νόμους που ισχύουν σε όλο το κράτος, και άλλα με νόμους του κάθε καντονιού. Τους νόμους των καντονιών μπορεί να τους προτείνει οποιοσδήποτε πολίτης, με μόνη προϋπόθεση να έχει μαζέψει κάποιο αριθμό υπογραφών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εξής:
Οι Ελβετοί έχουν πολύ ανεπτυγμένη οικολογική συνείδηση. Κάποιος λοιπόν σκέφτηκε ότι τα αυτοκίνητα που είναι σταματημένα στα φανάρια παράγουν τζάμπα ρύπους. Μάζεψε τις απαιτούμενες υπογραφές, και πρότεινε ένα νομοσχέδιο βάσει του οποίου οι οδηγοί υποχρεούνται να σβήνουν τη μηχανή όταν δεν κινούνται. Το νομοσχέδιο τέθηκε σε ψήφιση από το αρμόδιο όργανο του καντονιού (δε θυμάμαι αν έχουν βουλή ή γίνεται δημοψήφισμα), εγκρίθηκε, και άρχισε να εφαρμόζεται. Ύστερα όμως διαπιστώθηκε ότι το άναψε-σβήσε όλη την ώρα τη μηχανή επιβαρύνει και το αυτοκίνητο και το περιβάλλον. Με την ίδια λοιπόν διαδικασία προτάθηκε και εγκρίθηκε η κατάργηση αυτού του νόμου, και ο Κ.Ο.Κ. του καντονιού επανήλθε στην προηγούμενη κατάσταση.
Πάμε λοιπόν στο καρναβάλι. Αργότερα θα επανέλθουμε στο θέμα της άμεσης δημοκρατίας.
Το καρναβάλι το κάνουν οι λεγόμενες «κλίκες». Οι κλίκες είναι ομάδες, όμιλοι, που σήμερα έχουν ως κύριο σκοπό ακριβώς αυτό, το να ετοιμάσουν την εμφάνιση που θα κάνουν στο Φάσναχτ. Η προέλευση όμως του θεσμού των κλικών ανάγεται στις μεσαιωνικές επαγγελματικές συντεχνίες. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν μερικές κλίκες που αποτελούν άμεση συνέχεια κάποιου τέτοιου σιναφιού. Άλλες πάλι, νεότερες, δε συνδέονται με συγκεκριμένο επάγγελμα. Ορισμένες κλίκες έχουν εξαιρετικά αυστηρούς όρους για το ποιοι γίνονται δεκτοί ως μέλη: μόνο άνδρες, ή μόνο παιδιά μελών της κλίκας, ή μόνο γηγενείς Βασιλειώτες από μάνα και πατέρα. Αλλά οι περισσότερες είναι ανοιχτές στον καθένα. Πάντως ο κάθε Βασιλειώτης ή ανήκει σε μία κλίκα, ή σε άλλη, ή σε καμία. Δεν είναι κάτι που το κάνεις μόνο για μια χρονιά, για ένα καρναβάλι.
Η ετοιμασία διαρκεί σχεδόν από το τέλος του προηγούμενου καρναβαλιού. Επί έναν ολόκληρο χρόνο ράβουν στολές, κάνουν πρόβες, στολίζουν άρματα. Αλλά με μυστικότητα: τίποτε δεν πρέπει να αποκαλυφθεί πριν την επίσημη πρεμιέρα.
Το Φάσναχτ διαρκεί τέσσερις ημέρες. Η έναρξη τοποθετείται σε πολύ συγκεκριμένη στιγμή και τόπο: τέσσερις η ώρα το πρωί, στην πλατεία του Δημαρχείου. Ας σημειώσουμε ότι η Βασιλεία είναι μία υπέροχη πόλη, με υποδειγματική αρχιτεκτονική και ρυμοτομία. Προφανώς έχει ζήσει αιώνες ειρήνης, δεν έχει καεί ή βομβαρδιστεί, και έτσι διατηρούνται πλήθος ωραιότατα κτίρια ηλικίας αρκετών αιώνων, πλήρως ανακαινισμένα και λειτουργικά, ενώ και τα καινούργια δεν υπολείπονται αισθητικής. Όπως όλη η πόλη λοιπόν, έτσι και η πλατεία του Δημαρχείου είναι ένα κόσμημα.
Εκεί συγκεντρώνονται από λίγο πριν την ώρα έναρξης όλοι σχεδόν οι κάτοικοι. Το κέντρο της πόλης είναι αποκλεισμένο για τα τροχοφόρα. Η κάθε κλίκα έχει έρθει με μία συγκεκριμένη μεταμφίεση. Είναι δε πλήρως μεταμφιεσμένοι, από κορυφής μέχρις ονύχων, με μάσκες και στολές. Απολύτως αγνώριστοι: ο Λούκας, ο φίλος που μας φιλοξενούσε, μας εξήγησε ότι αν συναντήσει τη γυναίκα του, που ανήκει σε κλίκα (ενώ ο ίδιος όχι), αποκλείεται να τη γνωρίσει. Παρ' ότι συχνά βλέπουμε μάσκες σε μέγεθος ολόσωμο, που τα χέρια να βγαίνουν από τα αφτιά και τα πόδια από το λαιμό (φανταστείτε τι εξωπραγματική εικόνα δίνει ένας ολόκληρος στρατός από τέτοια κεφαλόποδα!), όλες έχουν ένα άνοιγμα εκεί όπου βρίσκεται το πραγματικό στόμα του ανθρώπου. Επικρατούν τα φανταχτερά χρώματα και το μη ρεαλιστικό στοιχείο: κανείς δεν ντύνεται π.χ. Ζορό ή Μαρία Αντουανέτα κατά τρόπον ώστε να τον περάσεις για αληθινό Ζορό ή Μαρία Αντουανέτα, ενώ είναι πιθανόν να δεις τερατόμορφες καρικατούρες του Ζορό ή της Μαρίας Αντουανέτας. Τερατόμορφες, αλλά όχι τρομαχτικές. Το όλο θέαμα μετέχει μεν του γκροτέσκου, αλλά η αισθητική θυμίζει κυρίως παραμύθι, καρτούν ή όνειρο, σε καμία περίπτωση εφιάλτη.
Οι μη ανήκοντες σε κλίκα είναι ντυμένοι κανονικά, όχι αποκριάτικα. Σε όλη τη Βασιλεία δε θα δεις ούτε έναν που να είναι μεν κατά βάση αμασκάρευτος, αλλά να έχει βάλει και μια περούκα ή μια πλαστική μάσκα έτσι για το χαβαλέ, όπως το κάνουμε στην Αθήνα. Το Φάσναχτ δεν είναι για χαβαλέ.
Όλο λοιπόν το συγκεντρωμένο πλήθος στέκει και παρακολουθεί το μεγάλο ρολόι του Δημαρχείου. Μόλις η ώρα πάει ακριβώς 4:00΄00΄΄, αρχίζει η μουσική.
Η μουσική αποτελείται από δύο μόνο όργανα: τύμπανα και πίφερα. Το πίφερο είναι ένα μικρό φλάουτο, με πολύ οξύ ήχο. Τα παίζουν οι ίδιες οι κλίκες. Πρέπει να πω ότι εντυπωσιάστηκα από το απίστευτα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων σ' αυτή την πόλη που παίζουν όργανα. Έτσι λοιπόν, έχει κλίκες που όλοι παίζουν τύμπανα και πίφερα, άλλες που κάποιοι παίζουν και κάποιοι όχι, και βέβαια και κάποιες χωρίς όργανα. Η ορχήστρα της κάθε κλίκας μπορεί να έχει από τέσσερα - πέντε μέχρι και καμιά τριανταριά μέλη. Και κάθε ορχήστρα έχει προετοιμάσει συγκεκριμένα κομμάτια (υποθέτω πως είναι σκοποί κάποιου τοπικού παραδοσιακού αποκριάτικου ρεπερτορίου).
Και, μία συγκεκριμένη στιγμή, στις τέσσερις ακριβώς, όλες οι ορχήστρες όλων των κλικών αρχίζουν να παίζουν ταυτόχρονα, η καθεμία το κομμάτι της (εδώ φαίνεται ο ρόλος του ανοίγματος στο στόμα: οι μασκοφόροι παίζουν πίφερα, μπορεί όμως το στόμα του ανθρώπου να βρίσκεται στο ύψος της μύτης ή του κούτελλου της μάσκας!). Ο θόρυβος που δημιουργείται είναι κάτι το απερίγραπτο. Πανζουρλισμός είναι το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς. Ίσως όποιος έχει βρεθεί στον Άη Συμιό, όπου πλήθος ζυγιές από εκκωφαντικούς ζουρνάδες και νταούλια παίζουν ταυτόχρονα διαφορετικά πράγματα, να μπορεί κάπως να το φανταστεί. Εγώ δεν έχω πάει στον Άη Συμιό, οπότε το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ο ήχος βρίσκεται πολύ πέρα από τα όρια της μουσικής, πέρα και από τα όρια της παραφωνίας: από πάνω ένας συμπαγής συριγμός από εκατοντάδες πίφερα, όπου δεν ξεχωρίζουν νότες, και από κάτω ένας εξίσου συμπαγής ορυμαγδός τυμπάνων, όπου δεν ξεχωρίζει ρυθμός. Και όλο αυτό μπαίνει στο κεφάλι σου και σε μεθάει, σε δαιμονίζει, σε τρελαίνει. Και ο πιο ξενέρωτος, μετά από λίγα λεπτά έκθεσης σ' αυτό το απόκοσμο άκουσμα, θα αρχίσει να περιέρχεται σε έκσταση.
Ο κόσμος, κλίκες και πολίτες, αρχίζει να διαλύεται από την πλατεία και να σκορπίζει σ' όλη την πόλη. Σ' όποια κατεύθυνση κι αν πας, γύρω σου θα είναι η ονειρώδης πολυχρωμία των μασκοφόρων, που κυκλοφορούν πάντα ανά κλίκες, ομοιόμορφοι σαν χορός αρχαίας κωμωδίας, και ο διαπεραστικός ήχος των φλάουτων και των ταμπούρλων. Καθώς όμως οι ορχήστρες αρχίζουν να απομακρύνονται η μία από την άλλη, μπορεί κανείς να ακούσει πιο καθαρά πλέον τη μουσική της καθεμιάς. Εκεί θα παρατηρήσει πως πρόκειται για ορχήστρες πραγματικά επαγγελματικού επιπέδου, με άψογο συντονισμό που προδίδει άπειρες ώρες πρόβας. Δε φαλτσάρουν, δε βαράνε στο γάμο του Καραγκιόζη, δεν παίζουν ό,τι να 'ναι έτσι για το κέφι της στιγμής, αλλά και δεν έχουν ούτε ίχνος στείρας δεξιοτεχνίας. Η αίσθηση ότι στις οδούς και τα στενορρύμια της Βασιλείας ο ίδιος ο Παν παίζει τον αυλό του δε σε εγκαταλείπει στιγμή.
Από εδώ και πέρα, η οργιαστική αυτή γιορτή δε διακόπτεται καθόλου, επί τρεισήμισι εικοσιτετράωρα. Κάποιοι, πιο ανθεκτικοί, θα συνεχίσουν να κυκλοφορούν παίζοντας στους δρόμους μέχρι αργά το άλλο πρωί. Κάποιοι πάλι θα πάνε νωρίς για ύπνο, ώστε πριν διαλυθεί τελείως το καρναβάλι της πρώτης νύχτας να έχουν ξυπνήσει και ετοιμαστεί για τη δεύτερη μέρα.
Εμείς, συγκεκριμένα, κυκλοφορήσαμε πάνω κάτω για καμιά δυο τρεις ώρες και στο τέλος, αποκαμωμένοι, μπήκαμε σε μία μπιραρία. Νομίζω ότι θα ταίριαζε πιο πολύ η λέξη καπηλειό. Ήταν ένα μεσαιωνικό κτίριο, με μια τεράστια ψηλοτάβανη αίθουσα με τοιχογραφίες και ζωγραφιστά ταβάνια. Είχε μεγάλες τάβλες με πάγκους των είκοσι τόσων ατόμων, που θύμιζαν μοναστήρι, όπου καθόσουν μαζί με τις άλλες παρέες. Μπορούσες να φας και να πιεις διάφορα πράγματα, αλλά προτιμήσαμε την ειδική πατροπαράδοτη σπεσιαλιτέ της ημέρας, ένα είδος κρεμμυδόσουπας με τυρί. Αρκετοί από τους θαμώνες ήταν μεταμφιεσμένοι, αλλά χωρίς μάσκες, φυσικά. Όταν βγήκαμε είδαμε το παράδοξο θέαμα μιας σειράς από υπερφυσικά κεφάλια ακουμπισμένα στο δρόμο, στον τοίχο του καπηλειού.
Πήγαμε για ύπνο. Στο δρόμο μέχρι το σπίτι, βλέπαμε τον κόσμο να έχει μεν αραιώσει αλλά κατά βάση να συνεχίζει. Κάποιες κλίκες εξακολουθούσαν ακόμη να πηγαίνουν σύσσωμες, παίζοντας ή όχι, ενώ άλλες είχαν σκορπίσει και τα μέλη τους πήγαιναν συνδυό - συντρείς. Ακόμη και μεμονωμένοι μασκαράδες δε θεωρούσαν απαραίτητο να σταματήσουν τη μουσική. Οι δρόμοι ήταν στρωμένοι από παχιές στιβάδες χαρτοπόλεμου (που τουλάχιστον πέντε χρόνια αργότερα εξακολουθούσα να βρίσκω στις τσέπες του παλτού μου).
Από κει και πέρα οι αναμνήσεις μου είναι πιο συγκεχυμένες. Θυμάμαι ότι υπήρχε κάποια μέρα των παιδιών και κάποια μέρα των αρμάτων. Θυμάμαι ακόμη ότι κάθε διαφορετική ημέρα οι κλίκες εμφανίζονταν με διαφορετική μεταμφίεση. Επίσης, άλλαζε και η μουσική: τα πίφερα δεν ξαναεμφανίστηκαν, τώρα είχε μπάντες χάλκινων, στρατιωτικού τύπου. Εκεί κι αν έμεινα έκθαμβος με τη μουσική παιδεία των Βασιλειωτών: άντε και οι μισοί εκεί πέρα παίζουν πίφερο και τύμπανο, ας δεχτούμε ότι είναι τα παραδοσιακά τους όργανα και τα αγαπάνε πολύ. Αλλά το να βλέπεις εκατοντάδες, χωρίς υπερβολή, άτομα που με αμείωτα άψογο συντονισμό παίζουν τρομπέτα, τρομπόνι, τούμπα κλπ., ξέροντας μάλιστα ότι είναι όλοι τους ερασιτέχνες, είναι άκρως εντυπωσιακό.
Τι άλλο θυμάμαι; Κυκλοφορούσαν φεϊγβολάν με διάφορα ποιηματάκια, γραμμένα στην τοπική διάλεκτο -την οποία οι Βασιλειώτες διατηρούν υπερηφάνως. Δεν ξέρω γερμανικά (κι αν ήξερα, είναι αμφίβολο αν θα καταλάβαινα αυτά τα διαλεκτικά κείμενα), συνεπώς δεν ξέρω τι έλεγαν τα ποιήματα. Θυμάμαι μόνο την εικόνα της γλώσσας, που διέφερε πολύ από εκείνην της κοινής Γερμανικής, με χαρακτηριστικό τα πολλά διπλά φωνήεντα (ii, oo, yy, ee, ää, öö) και τις συχνές καταλήξεις σε -i.
Καθώς στη Βασιλεία είναι ένθερμοι προτεστάντες, σε πολλές μασκαράτες κυριαρχούσε το θέμα της σάτιρας της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Άλλωστε και οι ημερομηνίες του καρναβαλιού είναι σκοπίμως διαλεγμένες έτσι ώστε ποτέ να μη συμπίπτουν με το καθολικό καρναβάλι.
Μέσα σ' όλη αυτή την οργιώδη φρενίτιδα, οι άνθρωποι προφανώς έπιναν κιόλας: δεν περιμένει κανείς ότι θα αρκούνταν στη μεταμφίεση και τη μουσική για να έρθουν σε έκσταση. Πολλοί μάλιστα κουβαλούσαν φλασκιά και μεταλλικά κύπελλα, με αλυσιδίτσα, προσαρμοσμένα ως στοιχείο της στολής τους. Και όμως, πουθενά δεν είδαμε έστω και έναν που να είναι εκτός μάχης από το μεθύσι, να ξερνάει ή να είναι τάβλα στο πεζοδρόμιο. Ούτε είδαμε κανέναν να ασχημονεί καθ' οιονδήποτε τρόπο.
Το πρωί μετά την τελευταία νύχτα, ήταν σαν να μην έχει συμβεί τίποτε από όλα αυτά. Οι δρόμοι ήταν καθαρισμένοι και από το τελευταίο κομματάκι σερπαντίνας και χαρτοπόλεμου. Οι μάσκες, οι φορεσιές και η αποκριάτικη διακόσμηση είχαν εξαφανιστεί. Οι άνθρωποι πλέον, όταν συναντούσαν τη γυναίκα τους, την αναγνώριζαν. Η κυκλοφορία των οχημάτων ξανάρχισε κανονικά, και ο κόσμος ξανάπιασε τις δουλειές του -τις οποίες θα συνέχιζε, με το κεφάλι κάτω και με την περίφημη ελβετική οργάνωση και αποτελεσματικότητα, όπως μας είπε χαρακτηριστικά ο Λούκας, για όλο το χρόνο, μέχρι το επόμενο Φάσναχτ.
****************************************************
Μάθαμε ότι αυτή η γιορτή είναι σχετικά πρόσφατος θεσμός: όχι πάνω από εκατό χρόνων. Ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να πιστέψω κάτι τέτοιο. Ίσως πριν εκατό χρόνια να καθιερώθηκε επίσημα, αλλά αποκλείεται να μη γιόρταζαν το καρναβάλι από πολύ παλιότερα -υποψιάζομαι δε, τουλάχιστον από τους ρωμαϊκούς χρόνους- έστω και κατά τρόπο πιο ιδιωτικό. Αυτό που είδα εγώ, και συγχωρέστε με αν βλέπω παντού πομπώδεις συσχετισμούς, με παρέπεμψε πολύ έντονα στα Διονύσια της αρχαίας Αθήνας. Έχουμε μία γιορτή που κύριο στοιχείο της είναι η έκσταση. Έχουμε τη μουσική αφενός, και μάλιστα τη μουσική αυλών και τυμπώνων, και το προσωπείο και τη μεταμφίεση αφετέρου, ως βασικούς παράγοντες που οδηγούν σ' αυτή την έκσταση. Έχουμε πάνδημη συμμετοχή: εδώ κηρύσσεται τετραήμερη αργία για να μπορέσουν όλοι να συμμετάσχουν στο καρναβάλι, εκεί είχαμε το κράτος να πληρώνει θεωρικά για να μπορέσουν όλοι να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις των δραμάτων. Έχουμε προετοιμασία όλο το χρόνο για τη γιορτή. Και όλα αυτά τα έχουμε μέσα σε μία πόλη κράτος, που κυβερνάται αν όχι με άμεση δημοκρατία, πάντως με ό,τι πιο παραπλήσιο μπορεί να βρεθεί στο σημερινό κόσμο (ας σημειωθεί ότι, ενώ το ίδιο πολιτειακό καθεστώς ισχύει σε όλα τα καντόνια της Ελβετίας, τα περισσότερα έχουν έκταση και πληθυσμό πολύ μεγαλύτερο από της Βασιλείας. Ειδικά η Βασιλεία όμως είναι μία σχετικά μικρή πόλη, όπου οι περισσότεροι γνωρίζονται έστω και λίγο, οπότε η άμεση δημοκρατία γίνεται ακόμη αμεσότερη).
*****************************************************************
Μπορεί πάλι και να μην είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Μπορεί να σας έχω γράψει του κόσμου τις ανακρίβειες. Όπως είπαμε, δεν τα καλοθυμάμαι. Σας μεταφέρω τις εντυπώσεις μου όπως θα σας διηγούμουν ένα όνειρο. Άλλωστε, τόσο στη διάρκεια του Φάσναχτ όσο και σ' όλο τον καιρό, από την επόμενη κιόλας μέρα μέχρι και τώρα, δεν ήμουν καθόλου βέβαιος αν στ' αλήθεια δεν τα ονειρεύτηκα.
Άειντε, καλή Αποκριά.