ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Γεια σας. Στα «Καρπάθικα Ημερολόγια», που πλέον γράφονται από την Αθήνα το Ηράκλειο, δημοσιεύω σκέψεις και ιδέες που με απασχολούν και που προέρχονται από οτιδήποτε μπορεί να είδα, άκουσα, έζησα.
Για να είμαστε σύμφωνοι με τους κανόνες του παιχνιδιού, θα διατηρήσουμε την ανωνυμία μας. Ο σκοπός βέβαια δεν είναι να κρυφτούμε πίσω από ένα ψευδώνυμο για να πούμε όσα δε θα τολμούσαμε να πούμε ενυπόγραφα, γι' αυτό και κάθε σχολιαστής είναι φυσικά ελεύθερος να υπογράφει όπως θέλει, επωνύμως ή ψευδωνύμως. Ωστόσο, θέλω να μείνουμε σταθεροί σ' αυτή την έστω και σχετική ανωνυμία, δηλαδή να μη δημοσιεύουμε το όνομα του άλλου αν το ξέρουμε.
Όταν απαγορευτεί η ανωνυμία, βλέπουμε...

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΠΑΙΝΩΝ ΚΑΙ ΠΟΙΝΩΝ

Σήμερα έκανα κάτι που χρειαζόταν, που γενικότερα χρειάζεται να γίνεται πού και πού, και που μ’ έκανε να νιώσω πολύ ωραία.

Το φετεινό μου σχολείο σε γενικές γραμμές είναι χάλια. Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των μαθητών είναι βουτηγμένοι σε ένα βούρκο αδιαφορίας, θρασύτητας, αρπακτικότητας, αχαριστίας. Έχει τμήματα στα οποία ούτε μία φορά μέσα σε τρεις μήνες δεν έχω κάνει μάθημα −εννοώ μάθημα, αυτό που εκ παραδόσεως ξέρουμε όλοι ότι σημαίνει η λέξη. Στις καλύτερες μέρες κάνω κάτι που θυμίζει κάπως μάθημα, και στις υπόλοιπες κάνω τον μπάτσο, το δικαστή, το βρεφονηπιοκόμο. Και έχει και τμήματα όπου μπορώ μεν να κάνω μάθημα, αλλά και πάλι όχι καλό μάθημα. Καλό μάθημα δεν έχω κάνει ποτέ.

Αφού το κλίμα είναι αυτό, αντιλαμβάνεται κανείς ότι έχω συνέχεια μαθητές που προξενούν προβλήματα. Στην πραγματικότητα δεν είναι εύκολο να πεις ότι κάποιος ή κάποιοι μαθητές είναι αυτοί που δημιουργούν το πρόβλημα και οι άλλοι όχι, γιατί το πρόβλημα είναι διάχυτο. Αλλά οπωσδήποτε μέσα σ’ όλο το ενορχηστρωμένο μπάχαλο, ξεχωρίζουν κάποιοι σολίστ. Αυτοί τους οποίους αναγκάζομαι να πετάξω έξω ή να κατεβάσω στο γραφείο για τα περαιτέρω. Και μερικές φορές φωνάζω κάποιους να έρθουν μαζί μου στο γραφείο και αυτοί στο δρόμο διαρρέουν, οπότε το μόνο που μου μένει είναι να δώσω το όνομά τους στο Διευθυντή.

Γίνομαι έξαλλος όταν τα παιδιά με αναγκάζουν να υποδυθώ αυτό τον άσχημο ρόλο: όχι μόνο μπάτσος και δικαστής, αλλά και σχεδόν καταδότης. Αλλά κι απ’ την άλλη τι να κάνω; Κάπως πρέπει να εξασφαλιστεί η τήρηση των ορίων, όσο κουνημένα κι αν είναι αυτά. (Δε θέλω να ακούσω θεωρίες για άλλη, πιο φιλική αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Τις ξέρω καλύτερα από τον καθένα, και δεν πιάνουν. Ξέρετε γιατί; Γιατί δε θέλουν τα παιδιά.) Το αποτέλεσμα είναι ότι έχω στείλει αρκετό κόσμο για αποβολή.

Όμως μέσα σ’ όλο το χάλι, κάποια παιδιά ξεχωρίζουν. Από αρχές Οκτωβρίου έχω αναλάβει την ορχήστρα και τη χορωδία που θα έλεγαν τα τραγούδια στην 28η Οκτωβρίου και θα τα πουν και στη 17η Νοεμβρίου.

Για την πρώτη γιορτή, σας έχω γράψει πώς πήγαν τα πράγματα. Η δεύτερη είχε την επιπλέον δυσκολία ότι είχαμε στη διάθεσή μας μόνο δύο εβδομάδες για να την ετοιμάσουμε. Η 17 Νοέμβρη πέφτει Δευτέρα. Την προηγούμενη Παρασκευή (αύριο) θα πάμε για πρόβα τζενεράλε στο χώρο που μας παρέχει ο Δήμος για αυτές τις εκδηλώσεις, που βρίσκεται εκτός σχολείου. Σήμερα Πέμπτη ήταν η τελευταία πρόβα στο σχολείο. Κατόπιν ειδικής συνεννοήσεως με το διευθυντή, τόσο τα παιδιά όσο κι εγώ πήραμε για σήμερα απαλλαγή από κάθε άλλη υποχρέωση και κάναμε εφτά ώρες πρόβα.

Πήρα όμως την εξής πρωτοβουλία: έληξα την πρόβα στην έκτη ώρα, και έδιωξα όλα τα παιδιά εκτός από κάποια που είχα σταμπάρει. Μ’ αυτούς καθαρίσαμε και συγυρίσαμε το χώρο όπου επί δυο βδομάδες αφήναμε άδειους καφέδες, χαρτιά από σάντουιτς και λοιπά, και μετά τους είπα να με ακολουθήσουν.

−Πού;

−Θα δείτε.

−Ελάτε κύριε, πού;

−Δε σας λέω.

−Για τη φασίνα μας θέλατε;

−Όχι.

−Αλλά;

−Δε θα απαντήσω καμία ερώτηση.

Αφήνοντάς τους έτσι σε απορία, τους έφερα στο γραφείο του διευθυντή. Μόλις μας δέχτηκε, ζήτησα από τα παιδιά να πουν τα ονόματα και τα τμήματά τους, και μετά άρχισα:

−Με τα συγκεκριμένα παιδιά είχα εξαιρετική συνεργασία. Ποτέ δε χρειάστηκε να τους θυμίσω ποιος είναι ο καθηγητής εδώ μέσα. Ήταν όλοι πρόθυμοι να πάρουν αυτό που είχα να τους προσφέρω, να το εκτιμήσουν, και αντίστοιχα να προσφέρουν οι ίδιοι αυτό που είχαν. Πέρα από αυτό όμως: αυτός και αυτός έκατσαν κατ’ επανάληψη μετά το σχόλασμα να με βοηθήσουν με τα μικρόφωνα, τα κουβαλήματα και άλλα ζητήματα· εκείνος και εκείνη (κάποιοι που ξέρουν μουσική) έκατσαν και στην πρόβα αλλά και σε απογεύματα να δείξουν στους άλλους τα κομμάτια, κατά τρόπο συχνά πιο αποτελεσματικό από τον δικό μου· ο άλλος μας διέθεσε με δική του πρωτοβουλία όλο τον ηλεκτρονικό του εξοπλισμό, την (όποια) τεχνογνωσία του, τα αρχεία του με τραγούδια / κείμενα / βίντεο, και πολύ από τον χρόνο του· τέλος, εκείνη κι εκείνη αποτελούσαν ανεκτίμητο παράγοντα ηρεμίας στην ομάδα, και μπορούσαν να μαζεύουν τους υπόλοιπους ακόμη κι όταν εγώ έχανα τον έλεγχο. Και ήθελα ενώπιόν σας (λέω στο Διευθυντή) να τους συγχαρώ και να τους ευχαριστήσω.

Ο διευθυντής υπερθεμάτισε, και σημείωσε τα ονόματά τους στο βιβλίο Ποινών, που απ’ έξω γράφει Βιβλίο Επαίνων και Ποινών, αλλά σχεδόν κανείς δε θυμάται ότι είναι και για επαίνους.



Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

ΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΡΙΑ;

Πόσο κακός κουλουρτζής μπορεί να είναι κανείς;

Και όμως μπορεί. Θεωρώ μάλιστα ότι όλοι λίγο-πολύ οι κουλουρτζήδες που κυκλοφορούν σήμερα στην Αθήνα είναι ακριβώς εξίσου κακοί. Κάνουν τη δουλειά τους με τόση υποκρισία και με τόσο λίγο μεράκι, όσο δε φανταζόταν κανείς ότι χωράει σ’ ένα τέτοιο επάγγελμα. Και σε μία κοινωνία όπου η υποκρισία και η έλλειψη φαντασίας και στιλ έχει φτάσει μέχρι τους κουλουρτζήδες, μάλλον κάτι δεν πάει καλά γενικότερα.
Προσωπικά, προκειμένου να τσιμπήσω ένα σνακ στο δρόμο, συχνά προτιμώ το κουλούρι έναντι άλλων επιλογών. Όχι τόσο για την ανεπανάληπτη γεύση του −σιγά τ’ αβγά!− όσο γιατί συμπαθώ το θεσμό. Οι κουλουρτζήδες υπήρχαν στην πόλη μου (υποθέτω και σε άλλες) από τότε που τη θυμάμαι, και σίγουρα και πολύ πιο πριν. Και μαζί με τους λαχειοπώλες και τους καστανάδες, που το καλοκαίρι γίνονται καλαμποκάδες, αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία της φυσιογνωμίας της πόλης. Επίσης, οι τρεις αυτές κατηγορίες αποδεικνύουν ότι μπορεί κανείς ακόμη και σήμερα να κυκλοφορεί στους δρόμους, χωρίς μαγαζί, πουλώντας κάτι φτηνό, και να παραμένει απόλυτα αξιοπρεπής, αντίθετα προς άλλους γυρολόγους που στην ουσία είναι σαφώς επαίτες (π.χ. αυτοί με τα στυλό και τα χαρτομάντηλα στο λεωφορείο, οι κωφάλαλοι με τους γελοίους αναπτήρες κλπ.).
Αλλά τον τελευταίο καιρό αισθάνομαι να έχω όλο και λιγότερα κίνητρα να συμπαθώ το θεσμό.
Κατ’ αρχήν, τα κουλούρια είναι άθλια. Τι διάολο, πάντα προχτεσινά είναι; Πώς το καταφέρνουν; Θα απαιτεί πολύ καλό προγραμματισμό. Για να φάω ένα διπλό, κυριολεκτικά κουράζω τις μασέλες μου. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Δεν άπτεται ούτε του μερακιού ούτε της υποκρισίας.
Παλιά θυμάμαι τον κουλουρτζή, όπως άλλωστε και το λαχειοπώλη, να διαλαλάει την πραμάτεια του. Και είχα παρατηρήσει ότι ανέπτυσσαν διάφορες τεχνικές με τη φωνή τους, ώστε να ακούγονται δυνατά χωρίς να φωνάζουν και να χαλάν τα λαρύγγια τους. Έτσι ο καθένας είχε διαμορφώσει το προσωπικό του φώναγμα. Τους ξεχώριζες όπως ξεχωρίζεις τα κοκόρια, που όλα κικιρίκου λένε, αλλά το καθένα με ένα συγκεκριμένο τρόπο που δεν τον αλλάζει. Τώρα δε φωνάζουν. Άλλωστε δεν περπατούν κιόλας. Κάθονται σαν μπάστακες και σε περιμένουν. Δηλαδή έχουν υποβαθμίσει τον εαυτό τους σε ταμία ή ταμειακή μηχανή του ταμπλά με τα κουλούρια. Φαίνεται ότι, παρόλο που η πόλη μας είναι απίστευτα θορυβώδης και γίνεται όλο και χειρότερη, εντούτοις το να φωνάζεις τι πουλάς δεν είναι πολιτικά ορθό. Πλέον οι μόνοι που το κάνουν είναι οι γύφτοι με τα ντάτσουν: μανάβηδες, ανθοπώλες, παλιατζήδες κλπ.. Οι γύφτοι γενικά δε σκοτίζονται τόσο για πολιτικές ορθότητες· αλλά κι αυτοί, συχνά δε φωνάζουν αυτοπροσώπως αλλά βάζουν κασέτα.
Ύστερα: τελευταία οι κουλουρτζήδες, για να σου δώσουν το κουλούρι, βάζουν εκείνο το αντιπαθέστατο πλαστικό γάντι, για να μην το πιάσουν με το χέρι τους, μην τυχόν κι έχουν ξύσει προηγουμένως τις αιμορροΐδες τους. Ήμαρτον! Λες και ξέρω εγώ αν τις έχουν ξύσει και με το γάντι! Το κουλούρι που εκτίθεται χύμα στους ρυπαρούς και μολυσμένους δρόμους της Αθήνας είναι ένα προϊόν που εξ ορισμού δεν απευθύνεται σε υποχόνδριους. Δεν είναι αυτονόητο; Υπάρχει κανείς που σιχαίνεται το γυμνό χέρι του κουλουρτζή, ενώ δε σιχαίνεται τίποτε άλλο απ’ όσα είναι δυνατόν να έχουν έρθει σ’ επαφή με το κουλούρι; Και στο κάτω κάτω, αν είναι να τηρούμε τα προσχήματα, υπάρχει και η τσιμπίδα που είναι λιγότερο αντιαισθητική.
Εμένα μ’ ενοχλεί και η ποικιλία που έξαφνα έχει κατακλύσει τους ταμπλάδες. Πρώτα ήταν μόνο κουλούρια. Μετά ήταν σκέτα και διπλά κουλούρια. Τα διπλά ήταν είτε απλώς μεγαλύτερα, είτε δύο κουλούρια στριμμένα μαζί. Καλά μέχρις εδώ. Άλλος πεινάει περισσότερο, άλλος λιγότερο. Άλλος θέλει την τραγανάδα του λεπτού κι άλλος την αφρατοσύνη του διπλού (λέμε τώρα, γιατί στην πράξη όλα κινούνται μεταξύ πέτρας και λάστιχου). Αλλά τώρα που βγάλανε και με σοκολάτα, και με τυρί και δεν ξέρω τι άλλο, ποιο το νόημα; Άμα είναι, κάν’ το μια και καλή τυροπιττάδικο. Αν δε σε προτιμάει η πελατεία, δε σου πέρασε από το νου μήπως φταίει η ποιότητα και όχι η ποικιλία; Ναι, εκσυγχρονίσου! Βάλε και χυμούς, βάλε και κανα καφέ, βάλε και ερκοντίσιον. Μόνο που τότε θα το κάνεις ένα Γρηγόρη, και ο κανονικός Γρηγόρης θα είναι πάντα καλύτερος. Αφεντικό, εμένα μου φτάνει που στο σουπερμάρκετ θέλω μισή ώρα για να βρω ένα σαμπουάν που να μην είναι ούτε για έντονο φιλάρισμα, ούτε για βαμμένα και ταλαιπωρημένα μαλλιά, ούτε για μοναδικό όγκο, να είναι απλώς για λούσιμο, και άλλη μισή ώρα για να διαλέξω τυρί για τοστ, και για να παραγγείλω ένα καφέ χρειάζομαι λεξικό (φραπουτσίνο, φρεντοτσίνο, μοκατσίνο, στρέτο, λούνγκο, κον λάτε, αλέγκρο μα νον τρόπο... Όπως έλεγε και ο κόκορας του Αρκά, τι γίνεται στην περίπτωση που θες απλώς να γαμήσεις;). Δεν είναι η ποικιλία επιλογών αυτό που λείπει από την καταναλωτική μου ζωή. Πούλα ένα πράμα, ή έστω δυο τρία, και να ’ναι καλά, και να έχεις και το στιλ σου, και κανείς δε θα διαμαρτυρηθεί αν δεν έχεις με σοκολάτα, ούτε αν δε φοράς γάντι.
Άειντε μπράβο!