«Πρέπει να χωρίσουμε. Όχι, δεν έχω βρει άλλον / άλλη. Όχι, δεν έχω κανένα παράπονο. Σ’ αγαπάω πάντα. Όμως αυτή η σχέση δε λειτουργεί πια. Πρέπει να χωρίσουμε. Όμως θα κατέχεις πάντα μία ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Άλλωστε μπορούμε να συνεχίσουμε να βλεπόμαστε, αλλά όχι ως ζευγάρι.»
Συνήθως αυτός είναι ο πρόλογος ενός κύκλου επεισοδίων που επαναλαμβάνονται με σταθερά προβλέψιμη αλληλουχία:
α) «Θέλω να χωρίσουμε» κλπ..
β) Κλάματα και οδυρμοί.
γ) Λόγοι παραμυθίας, αγκαλιές και χαδάκια.
δ) Σεξ.
ε) Προαιρετικά άλλος ένας γύρος κλάματα.
Μετά γυρίζουμε ο καθένας σπίτι του και συνεχίζουμε να διάγουμε τη ζωή των χωρισμένων. Ξαναβρισκόμαστε, και επαναλαμβάνουμε τον ίδιο κύκλο επεισοδίων. Σταδιακά, καθώς τον εμπεδώνουμε όλο και καλύτερα, αρχίζουμε να τον απλουστεύουμε. Τελικά απλώς πηδιόμαστε. Η διαφορά είναι ότι τώρα δεν είμαστε ζευγάρι.
Νέος άνδρας έχει πρόσφατα χωρίσει, και βρίσκεται σ’ αυτήν ακριβώς τη φάση. Εξακολουθούν κανονικά να πηδιούνται με την πρώην κοπέλα του, απλώς προσπαθούν να το αραιώσουν. Την πρώτη φορά αφήνουν να μεσολαβήσει μία μέρα, τη δεύτερη δύο μέρες κ.ο.κ.. Παράλληλα έχει γνωρίσει μία άλλη κοπέλα. Έχουν κάνει ένα-δύο αναγνωριστικά πηδήματα, αλλά ακόμη δεν έχουν αποφασίσει αν ενδιαφέρονται για κάτι πιο σταθερό.
Η δεύτερη κοπέλα πρόκειται να φύγει για ένα μεγάλο ταξίδι. Ο νέος άνδρας τής έχει υποσχεθεί ότι θα της γράψει κάτι κασέτες. Ως γνωστόν, μία κασέτα συχνά ισοδυναμεί με ερωτική επιστολή. Όμως έρχεται η παραμονή του ταξιδιού και ακόμη δεν έχουν συναντηθεί για να της τις δώσει. Δίνουν ραντεβού. Θα περάσει 7 το απόγευμα από το σπίτι της, να της... ευχηθεί καλό ταξίδι.
Πιο νωρίς ο νέος βρίσκεται στο σπίτι της πρώην κοπέλας του. Έχει περάσει για λίγο, όμως το λίγο γίνεται πολύ. Μπλέκει εκεί και δεν μπορεί να φύγει. Κλεφτά, από την τουαλέτα, καταφέρνει να στείλει στην άλλη μηνύματα: Άργησα, θα έρθω στις 8. Θα έρθω στις 9. Θα έρθω στις 10.
Τελικά κάποια στιγμή καταφέρνει να φύγει, τόσο βιαστικά που δεν προλαβαίνει ούτε να πλύνει την πασσαλειμμένη με κολπικά υγρά μούρη του. Φτάνει στης άλλης κατά τις 11:30, σκεπτόμενος: τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Πρωινό ξύπνημα αύριο για το ταξίδι, τι να γυρεύεις... Άσε που μυρίζω κιόλας!
Χτυπάει την πόρτα. Η κοπέλα τον υποδέχεται με τη νυχτικιά. Δεν ανάβει φώτα, δεν τον καλεί μέσα, και του μιλάει ψιθυριστά. Εκείνος διακρίνει κάποια αμηχανία.
–Ε, γεια... Σου έφερα τις κασέτες, λέει ο νέος (όπως άλλοτε ο κλεινός Γκουσγκούνης έλεγε «έφερα τα ψάρια!»).
–Ευχαριστώ. Συγγνώμη που δε σε βάζω μέσα, αλλά ε... κοιμάται ο Βαγγέλης.
Ωραία, σκέφτεται ο νέος. Κανένα ίχνος ζήλιας δεν του δαγκώνει την καρδιά. Αντίθετα, αισθάνεται ξαλαφρωμένος. Άργησε, την έστησε, αλλά δεν της προκάλεσε κανένα σοβαρό μπελά. Δε μένει παρά να αποχαιρετηθούνε για το ταξίδι. Όμως, υπάρχει ένα λεπτό σημείο: να τη φιλήσει; Δε γίνεται, με τέτοια μούρη. Να μην τη φιλήσει; Ούτε αυτό γίνεται. Από την άλλη, κι η κόρη δε δείχνει πολύ πρόθυμη να τον φιλήσει. Ο νέος εξακολουθεί να διακρίνει μία αμηχανία, αυξανόμενη πλέον ποικιλοχρόως. Το παίρνει απόφαση: θα τη φιλήσει.
–Ε, αυτά λοιπόν. Άειντε, καλό ταξίδι, λέει και την πλησιάζει. Η κόρη είναι πλέον σαν παντζάρι.
–Καλή αντάμωση. Συγγνώμη που δε σε φιλάω, αλλά... να, ε...μυρίζω!
Πέμπτη 5 Ιουλίου 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου