ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Γεια σας. Στα «Καρπάθικα Ημερολόγια», που πλέον γράφονται από την Αθήνα το Ηράκλειο, δημοσιεύω σκέψεις και ιδέες που με απασχολούν και που προέρχονται από οτιδήποτε μπορεί να είδα, άκουσα, έζησα.
Για να είμαστε σύμφωνοι με τους κανόνες του παιχνιδιού, θα διατηρήσουμε την ανωνυμία μας. Ο σκοπός βέβαια δεν είναι να κρυφτούμε πίσω από ένα ψευδώνυμο για να πούμε όσα δε θα τολμούσαμε να πούμε ενυπόγραφα, γι' αυτό και κάθε σχολιαστής είναι φυσικά ελεύθερος να υπογράφει όπως θέλει, επωνύμως ή ψευδωνύμως. Ωστόσο, θέλω να μείνουμε σταθεροί σ' αυτή την έστω και σχετική ανωνυμία, δηλαδή να μη δημοσιεύουμε το όνομα του άλλου αν το ξέρουμε.
Όταν απαγορευτεί η ανωνυμία, βλέπουμε...

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

Για ποιο λόγο ο υποψήφιος βουλευτής κ. Κασιδιάρης της Χρυσής Αυγής μπουγέλωσε την κ. Δούρου του ΣΥΡΙΖΑ και έδειρε την κ. Κανέλλη του ΚΚΕ ζωντανά μπροστά στις κάμερες χτες 7/6/2012;

Κατά τη γνώμη μου υπάρχει μία και μοναδική απάντηση: γιατί μπορούσε.

Το ίδιο θα έκανε και πέρσι, και πριν δέκα ή είκοσι χρόνια, αν είχε την ευκαιρία. Αλλά η ευκαιρία με όλες της τις λεπτομέρειες, δηλαδή και να είναι υποψήφιος βουλευτής (και ταυτόχρονα πρώην βουλευτής) και να γίνουν αυτά σε ζωντανή εκπομπή, μόνο τώρα δόθηκε. Όλα τα προηγούμενα χρόνια γινόταν σταδιακά η προετοιμασία για να υπάρχει σήμερα αυτή η δυνατότητα.

Το να δέρνει κομμουνιστές και Συριζαίους ένα μέλος της Χρυσής Αυγής δεν προξενεί καμία κατάπληξη. Αν στο πάνελ υπήρχε κι ένας Πακιστανός, θα τις έτρωγε κι εκείνος. Γι' αυτό ακριβώς τους ψηφίσαμε: για να δέρνουν μετανάστες και αριστερούς, καθώς και πάσης φύσεως ανθέλληνες, μη έλληνες, μη επαρκώς έλληνες, και γενικά τους πάντες. Μπορεί να μην ξέραμε όλοι ότι ο βασικός πυρήνας της οργάνωσης αποτελείται από εγκληματίες του κοινού Ποινικού Δικαίου, άλλους υπόδικους ή φυγόδικους και άλλους με  καταδίκες και φυλακές στο παρελθόν τους, αλλά ότι δέρνουν το ξέραμε. Ποτέ δεν προσπάθησαν να μας το αποκρύψουν. Άλλωστε το περιστατικό επανέφερε στην επικαιρότητα κι ένα παλαιότερο περιστατικό με τον ίδιο τον αρχηγό της οργάνωσης να εκσφενδονίζει ...καρύδες κατά συνομιλητού του, πάλι ζωντανά σε τηλεοπτική εκπομπή, καθώς και  άλλο πιο πρόσφατο όπου ο ίδιος ο κ. Κασιδιάρης σχεδόν κλείνει ραντεβού για ξύλο με τον θεωρητικό του ελληνικού νεοναζισμού κ. Πλεύρη, πάντα σε ζωντανή εκπομπή (αν και εκεί η πρωτοβουλία ήταν του κ. Πλεύρη, που του πρότεινε «πάμε έξω να σε ξαπλώσω κάτω»).

Πέραν αυτού, πλήθος αν όχι όλες οι τηλεοπτικές εμφανίσεις του κ. Κασιδιάρη καταλήγουν σε καβγά, όπου μπορεί να μην έτυχε να εκδηλωθεί σωματική βία αλλά η φραστική όχι απλώς είναι παρούσα αλλά αποτελεί το μοναδικό συστατικό της συζήτησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επιθέσεις του, είτε φραστικές είτε, αυτή την τελευταία φορά, και φυσικές, απευθύνονται αδιακρίτως σε κυρίες, σε άτομα της διπλής του ηλικίας, στους οικοδεσπότες του δημοσιογράφους, γενικά σε κατηγορίες ατόμων που το παραδοσιακό σαβουάρ βιβρ τούς αποδίδει κάπως αυξημένο σεβασμό. Σημειωτέον ότι ο κ. Κασιδιάρης, με την ιδιότητα του εκπροσώπου τύπου της οργάνωσης, προβάλλεται ως ο διαβασμένος, ο διαθέτων λόγο και επιχειρηματολογία, ο εκπολιτισμένος ούτως ειπείν της Χρυσής Αυγής, και όχι ως ένα κοινό ΚΔΟΑ (κτηνώδης δύναμη - ογκώδης άγνοια). Αυτό το προφίλ πολιτισμένου έρχεται σε κάποια φαινομενική αντίφαση με το ότι όλη την ώρα τραμπουκίζει, αλλά από την άλλη ας σοβαρευτούμε -δεν τους ψηφίσαμε για να φέρονται πολιτισμένα, για τραμπούκους τους ψηφίσαμε, οπότε πάλι καλά που κρατάνε μια συνέπεια: γιατί να δω τον Κασιδιάρη να μιλάει ευγενικά, να επιχειρηματολογεί, να συμμετέχει σε διαλόγους και όλα αυτά τα φλώρικα, αυτά τα έβλεπα και χωρίς Κασιδιάρη. Άλλη λαϊκή εντολή έλαβε η Χρυσή Αυγή, και ευτυχώς την τιμά. (Δυστυχώς δεν την τιμά, αυτό όμως θα το δούμε παρακάτω.)

Τα ερωτήματα που εγείρονται είναι δύο. Πρώτον, πώς φτάσαμε να ψηφίζουμε τραμπούκους για μόνο τον λόγο ότι είναι τραμπούκοι, χωρίς την επίφαση καμιάς άλλης αιτιολογίας. Δεύτερον, πώς ο τραμπουκισμός αυτός έφτασε από το δρόμο, που είναι ο πιο φυσικός του χώρος, μέχρι τα στούντιο των ζωντανών εκπομπών.

Η απάντηση για τα δύο είναι κοινή. Και τα δύο φαινόμενα (όπως και πλείστα άλλα των ημερών μας) φανερώνουν περίτρανα το έλλειμμα δημοκρατίας στην Ελλάδα, και άρα τα δύο ερωτήματα μπορούν να συνοψιστούν σε ένα: πού πήγε η Δημοκρατία;

Η δημοκρατία έχει μία και μόνη προϋπόθεση: τη δημοκρατική αγωγή. Άνθρωπος που να μην έχει βιωματική γνώση των δημοκρατικών του δικαιωμάτων, δεν πρόκειται ποτέ να τα διεκδικήσει. Αν δεν έχει βιωματική γνώση των δημοκρατικών διαδικασιών, δε θα μπορέσει να τις ακολουθήσει. Ακόμα κι αν στο μυαλό του είναι υπέρ αυτών των δικαιωμάτων και διαδικασιών.

Αν ξεφυλλίσει κανείς την αρχική έκδοση του Συντάγματος της Ελλάδας, του 1974, θα εντυπωσιαστεί από το πόσο δημοκρατικό και φιλελεύθερο (όχι με την οικονομική έννοια, με την κανονική) είναι. Ήταν προϊόν μιας εποχής όπου η βιωματική γνώση της δημοκρατίας, με τη μορφή ακριβώς της βάναυσης και απροκάλυπτης στέρησης αυτών των δικαιωμάτων, ήταν βαθιά. (Βέβαια το ίδιο Σύνταγμα έχουμε και τώρα, και δημοκρατία δεν έχουμε. Φταίνε οι αναθεωρήσεις του; οι ερμηνείες των μη αναθεωρημένων άρθρων; οι παραβιάσεις του; δεν είμαι σε θέση να το πω. Τα νομικά είναι πονηρή επιστήμη κι εγώ νομικές γνώσεις δεν έχω. Το Σύνταγμα όμως το έχω σπίτι μου.)

Ενώ όμως το 1974 μια αναγεννώμενη χώρα κάνει ένα τόσο ωραίο και δημοκρατικό ξεκίνημα, κάπου στην πορεία χάνεται το πράγμα. Και ένα πολύ σημαντικό μερίδιο ευθύνης πέφτει, κατά τη γνώμη μου, στους φορείς του δημόσιου λόγου. Μεταξύ των σημαντικότερων φορέων δημόσιου λόγου είναι οι πολιτικοί και τα ΜΜΕ.

Οι πολιτικοί είχαν κατά παράδοση ένα τρόπο να εκφράζονται, ο οποίος μπορεί κατά περίπτωση να ήταν λαϊκίστικος, απατεωνίστικος κλπ., αλλά πάντως τηρούσε κάποια εξωτερικά γνωρίσματα. Κάποια στοιχεία κοσμιότητας. Το πρώτο ρήγμα στην εξωτερική επιφάνεια του δημόσιου πολιτικού λόγου που θυμάμαι ήρθε με τον Βαγγέλη Γιαννόπουλο του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος είχε γίνει διάσημος για την απρέπεια των εκφράσεών του. Αυτή η απρέπεια είχε προβληθεί ως παρρησία. Χαρακτηρισμοί όπως «σαπιοκοιλιάδες» παρουσιάζονταν ως τολμηρός λόγος κάποιου που δε χαρίζεται, δεν υποκρίνεται.

Στην πορεία αυτή η σύγχυση μεταξύ αντισυμβατικής τόλμης και κοινού θράσους καλλιεργήθηκε κι από άλλους ρήτορες. Ακόμη και ο Χριστόδουλος, κάνοντας το τρομερό άλμα να ξεφύγει από την ένρινη και στρόγγυλη παραδοσιακή καθαρεύουσα του ιερατείου και να αρχίσει να λέει «σας πάω», να διηγείται ανέκδοτα κλπ., σ' αυτή την κατεύθυνση εργάστηκε. Από το σημερινό πολιτικό καστ, έχουμε και Πάγκαλο, έχουμε και Ψαριανό, έχουμε ακόμη και την ίδια την κ. Κανέλη σε κάποιο βαθμό, διερωτώμαι δε μήπως θα έπρεπε να βάλω στην ίδια χορεία ακόμη και τον Απόστολο Γκλέτσο. Δημόσια πρόσωπα που έχουν νομιμοποιήσει τον κοινό νεοελληνικό τσαμπουκά του δρόμου. Δε θα ισχυριστώ ότι κανείς απ' όσους ανέφερα δεν έχει κάτι να πει, και ότι εξαντλούνται στο περίβλημα. Ούτε ότι αυτοί είναι οι μόνοι ή οι χειρότεροι -είναι απλώς αυτοί που μου 'ρχονται προχείρως στο μυαλό. Το ζήτημα είναι ότι είτε έχεις κάτι να πεις είτε όχι, η νομιμοποίηση του τσαμπουκά και η ηθελημένη σύγχυση μεταξύ του «βρίζω και ωρύομαι» και του «δεν χαϊδεύω αφτιά» υποσκάπτει και τελικά τείνει να καταργήσει ολωσδιόλου το αίτημα να μπορείς να υποστηρίξεις αυτό που τυχόν έχεις να πεις. Πιο απλά: όσο αντισυμβατικότερος είναι ο ομιλητής, τόσο ειλικρινή και τίμιο τον θεωρούμε. 

Ο κόσμος επηρεάζεται πάρα πολύ από αυτά. Το πόσο πολλοί συμπολίτες μας θαυμάζουν τον ρήτορα που φωνάζει δυνατότερα από τους άλλους, τον πιο «αμάσητο», φαίνεται π.χ. στα σχόλια κάτω από τέτοια βιντεάκια. Πρόκειται ουσιαστικά για πολίτες που κολακεύονται βλέποντας ότι ο αγοραίος τρόπος με τον οποίο οι ίδιοι βρίζουν και απειλούν τους πάντες μόλις π.χ. πιάσουν ένα τιμόνι (ακόμη και αν βρίζουν κάποιον που στ' αλήθεια τους αδίκησε) είναι ο ίδιος που χρησιμοποιούν και οι μεγάλοι στα μεγάλα ζητήματα. Για πολίτες που δε θα διστάσουν να ταυτίσουν την τήρηση βασικών κανόνων κοινωνικής συνύπαρξης, όπως η στοιχειώδης ευπρέπεια, με την υποκρισία.

Ένα το κρατούμενο.

Πάμε στους δημοσιογράφους. Το βράδυ των τελευταίων εκλογών προσπάθησα να παρακολουθήσω τις εκπομπές που μετέδιδαν τα αποτελέσματα και όλες τις σχετικές συζητήσεις. Ήταν ένα δράμα. Γυρνώντας από κανάλι σε κανάλι, το μόνο που ακουγόταν ήταν μια μόνιμη διάχυτη βαβούρα από 5-6 φωνές που φώναζαν ταυτόχρονα -αλλά όχι συντονισμένα- «αφήστε με να ολοκληρώσω» και «μη με διακόπτετε». Αν ο κάθε καλεσμένος είχε κι ένα κλάξον μαζί του, θα το είχε μόνιμα πατημένο. Ήμασταν καμιά δεκαριά άτομα παρέα, με πίτσες και μπίρες, ο καθένας με την άποψή του και την ανάλυσή του,  συν διάφορες εξωεκλογικές συζητήσεις που ανεφύοντο κάθε τόσο, σπάγαμε όλη την ώρα σε επιμέρους πηγαδάκια, και όμως, τόση φασαρία δεν κάναμε! Και ήμασταν σε ιδιωτικό χώρο, έτσι; δε μας τράβαγε κάμερα ώστε να έχουμε κανένα εξωτερικό κίνητρο να μετριάσουμε λίγο την ορμή μας.

Αυτός είναι ο μόνιμος τρόπος με τον οποίο διεξάγονται οι τηλεοπτικές συζητήσεις. Ο ένας προσπαθεί να καπακώσει τον άλλο, και το «μη με διακόπτεις», μακριά από κάθε έννοια δεοντολογίας,  ότι και καλά δεν είναι σωστό κανείς να διακόπτει τον άλλο, έχει περιοριστεί στο «μη με διακόπτεις εμένα -ξέρεις ποιος είμαι εγώ;».

Χωρίς ειδική έρευνα, μόνο από ό,τι μπορώ να θυμηθώ, μου φαίνεται ότι αυτό το στυλ είναι ελάχιστα νεότερο από την ιδιωτική τηλεόραση. Όσο υπήρχαν τα δύο κρατικά κανάλια οι συζητήσεις διεξάγονταν με άλλους όρους. Μόλις ιδρύθηκαν τα πρώτα ιδιωτικά, αρχικά ακολούθησαν την πεπατημένη. Οι πρώτες εκπομπές με ξεκατινιάσματα, κραυγές, και όλο αυτό το γελοίο μπάχαλο όπου η κόντρα δεν είναι πια στο τι θα πει ο καθένας αλλά στο ποιος θα μιλήσει, θεωρούνταν τότε trash tv. Δεν ήταν ούτε πολιτικές ούτε ενημερωτικές, ήταν κάτι καλτ καρναβάλια όπου μαζευόταν ο κάθε τελευταίος και γίνονταν γατοκαβγάδες. Α, και προβάλλονταν αργά τη νύχτα!

Σιγά σιγά αυτό το στυλ πέρασε και σε εκπομπές με θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος, και σε ώρες υψηλότερης (και απαιτητικότερης) τηλεθέασης, και φυσικά και στα κρατικά κανάλια. Η εικόνα μου γι' αυτή την εξέλιξη είναι πολύ αποσπασματική, γιατί τα μόνα χρόνια της ζωής μου που έχω ζήσει σε σπίτι με τηλεόραση ήταν τα 2-3 πρώτα αφότου ξεκίνησε η ιδιωτική τηλεόραση. Συνεπώς τηλεόραση βλέπω μια φορά στα τόσα, και επί πολλά χρόνια κάθε φορά που τύχαινε αυτή η μια στα τόσα, σοκαριζόμουν: κάθε φορά ήταν τόσο πιο χάλια από την προηγούμενη, ώστε ποτέ δε θα περίμενα να υπάρχει τόσο χαμηλό επίπεδο. Φυσικά δεν εννοώ μόνο το να μιλάνε όλοι ταυτόχρονα. Είναι και οι συζητήσεις χωρίς κανένα απολύτως θέμα, είναι και τα αστεία χωρίς χιούμορ, είναι και η απουσία κάθε αίσθησης γελοίου και ακαλαίσθητου, και η μανία να προβληθεί η γκάφα ή η κακή στιγμή του αλλουνού, υπήρξε η κάντιντ κάμερα, υπήρξε ο μπιγκ μπράδερ, υπήρξε ο αδύνατος κρίκος, το άλλο το πώς το λέγανε με το τεστ αλήθειας, διάφορα ριάλιτι με ταλέντα τα οποία πάνε οικειοθελώς να υποστούν τον εξευτελισμό κάποιας επιτροπής, γενικά μια αχαλίνωτη πορεία προς το τίποτα -τίποτα εκτός από την κακία. Και φυσικά, μέσα στη γενικότερη αυτή πορεία, υπήρξε και η σταδιακή αποδόμηση των κανόνων συζήτησης. Σήμερα πια, ακόμη και σε μία επιστημονική συζήτηση μεταξύ προσώπων που δεν έχουν κάποια επίσημη αντιπαλότητα, ούτε τους χωρίζουν αντίθετα συμφέροντα, το ρεφρέν «αφήστε με να ολοκληρώσω» θα τραγουδηθεί μια δυο φορές ανά μισάωρο.

Όταν λοιπόν ο άνευ όρων σεβασμός στον συνομιλητή σταδιακά καταργείται, όταν το να υψώσεις τον τόνο της φωνής, να διακόψεις, να προσβάλεις, να τσαμπουκαλευτείς, πλέον δεν ξενίζουν, και από περιθωριακές δακτυλοδεικτούμενες εξαιρέσεις γίνονται κανόνας, το να πέσει και ξύλο σε ζωντανή εκπομπή ήταν το φυσικό επόμενο βήμα. Η λογική συνέχεια είναι ότι σύντομα θα πέφτει πλέον ξύλο σε κάθε τηλεοπτική συζήτηση, και το πρώτο λάιβ μαχαίρωμα θα προκαλέσει κάποια αίσθηση. Μετά θα συνηθίσουμε και τα μαχαιρώματα, οπότε για να σε προσέξουν θα πρέπει πλέον να ρίξεις χειροβομβίδα στο στούντιο, και ούτω καθεξής. Υπερβολή; Για θυμηθείτε την αρχαία Ρώμη...

Αυτός όμως ο άνευ όρων σεβασμός στον συνομιλητή είναι ένα από τα θεμέλια της δημοκρατικής αγωγής. Τώρα πάει πια, ανήκει στο παρελθόν. Θα πρέπει να είναι κανείς πολύ εκκεντρικός για να σιωπά την ώρα που μιλάει κάποιος άλλος.

Να λοιπόν γατί ένας χρυσαυγίτης, ενώ πάντα θα έδερνε έναν αριστερό, ωστόσο μόνο τώρα μπορεί να το κάνει στην τηλεόραση και υπό την ιδιότητα του βουλευτή (έστω του πρώην βουλευτή): γιατί παλιότερα οι μεν χρυσαυγίτες δεν ήταν βουλευτές, οι δε βουλευτές και όσοι άλλοι έβγαιναν στην τηλεόραση δεν έδερναν. Τώρα είναι αλλιώς.

Με όλα τα παραπάνω δεν ισχυρίζομαι ότι φταίει η τηλεόραση που ένα ακροδεξιό κόμμα, μέχρι πρόσφατα περιθωριακό, πλέον μπήκε στη Βουλή. Φταίει βέβαια κι αυτή, γιατί έχει εργαστεί με συνέπεια στην υπόθεση του αποδημοκρατισμού του Έλληνα (αν και σαφώς όχι μόνη της), αλλά φυσικά φταίνε και οι συνθήκες φτώχειας, ανασφάλειας κλπ., μέσα στις οποίες ευδοκιμούν οι φασιστικές, ρατσιστικές και κάθε είδους ιδεολογίες του μίσους. Κυρίως όμως ήθελα να δείξω πώς βλέπω την πορεία που έφερε ένα κόμμα τραμπούκων στη Βουλή. Τραμπούκοι θα μπορούσαν να είναι και άλλοι εκτός από τους ακροδεξιούς. Ακόμα κι ένα μετριοπαθές κεντρώο κόμμα θα μπορούσε να είναι τραμπούκικο -άλλο η ιδεολογία και άλλο η μέθοδος. Η έμφασή μου λοιπόν είναι στη μέθοδο.

_________________________________________
Να πιάσω και μερικές ακόμη λεπτομέρειες του περιστατικού που μου έκαναν εντύπωση. Μία είναι ότι στα τελευταία δευτερόλεπτα πριν τις καρπαζιές, η κ. Κανέλη είπε τον κ. Κασιδιάρη και το κόμμα του «φασισταριά», κι εκείνος τής το ανταπέδωσε αποκαλώντας την «παλιοκουμούνι». Δηλαδή τι της ανταπέδωσε, προσπάθησε να της το ανταποδώσει. Είναι βλακώδες να αποκαλείς τον κομμουνιστή κομμουνιστή προσπαθώντας να τον μειώσεις: ε ναι ρε μάγκα, φυσικά και είμαι κουμούνι, τι νομίζεις ότι ανακάλυψες τώρα; Ενώ το να αποκαλείς τον χρυσαυγίτη φασίστα έχει κάποιο νόημα, γιατί πρόκειται για μια ιδιότητα που επισήμως απαρνούνται και προσπαθούν να τη συγκαλύψουν, τουλάχιστον μέχρι να φτάσει κι αυτή να γίνει αποδεκτή (ήδη βροντοφωνάζουν τον όρο «εθνικιστές», που μέχρι πριν μερικά χρόνια ήταν βρισιά). Το «φασίστας» θεωρείται ακόμη βρισιά, ενώ το «κομμουνιστής» ποτέ δεν ήταν -κι αν είναι για κάποιους, σίγουρα όχι για τους ίδιους τους κομμουνιστές!

Παρά ταύτα, «παλιοκουμούνι» είναι ένας βίαιος χαρακτηρισμός που ποτέ μέχρι τώρα -όσο έχω αντιληφθεί- δεν είχε ακουστεί δημόσια, ούτε είχε εκτοξευθεί από μέλος του πολιτικού σκηνικού σε άλλο μέλος. Παρ' ότι οι κομμουνιστές εν γένει και το ΚΚΕ ειδικά βρίσκονται σε μόνιμη πολιτική αντιπαλότητα με τους πάντες. Πώς γίνεται να τη σπάνε σ' όλο τον κόσμο και κανείς μέχρι τώρα να μην τους έχει βρίσει;

Γνώμη μου: γιατί οι κομμουνιστές, σε γενικές γραμμές, έχουν δημοκρατική αγωγή. Δημοκράτες δεν είναι -τουλάχιστον την κοινοβουλευτική δημοκρατία στην παρούσα της μορφή δεν τη δέχονται και δεν την επιθυμούν, αυτό είναι δηλωμένο. Τη σέβονται όμως. Η Δημοκρατία λοιπόν έχει χώρο και γι' αυτούς, που την αμφισβητούν μεν αλλά που εφόσον αυτή υπάρχει δέχονται τους όρους λειτουργίας της: δεν είναι ανταμοιβή, είναι φυσική συνέπεια. Γι' αυτό και έχουν κερδίσει το σεβασμό κάθε πολιτικού τους αντιπάλου, που μπορεί να τους μισεί, να τους παλεύει, να τους θεωρεί ενόχους για κι εγώ δεν ξέρω τι, ή να τους έχει γραμμένους και να τους βλέπει σαν γραφικά απολιθώματα, αλλά ποτέ δε διανοήθηκε να θίξει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους, όπως οι ίδιοι δεν έθιξαν κανενός την αξιοπρέπεια. Κάτι που δε συμβαίνει με τους χρυσαυγίτες, οι οποίοι προσβάλλουν αξιοπρέπειες όπως αναπνέουν. Ούτε οι χρυσαυγίτες είναι δημοκράτες. Όμως αφενός αυτό δεν το έχουν ακόμα δηλώσει πλήρως, απερίφραστα και επίσημα, αφετέρου αποτελούν μια απροσάρμοστη οντότητα μέσα στη δημοκρατία που αυτή τη στιγμή, έστω και βαθύτατα τραυματισμένη, επισήμως υπάρχει ακόμα στη χώρα μας. Έτσι, το πολυεπαναλαμβανόμενο σοφιστικό  ερώτημα «πόση ελευθερία απόψεων χωράει στη δημοκρατία; δεν είναι φασισμός ο αποκλεισμός των φασιστών;» νομίζω ότι μπορεί να λάβει μια συγκεκριμένη και ουδόλως σοφιστική απάντηση.

____________________________
Είχαμε αφήσει νωρίτερα μια εκκρεμότητα, σχετικά με το ότι η Χρυσή Αυγή δεν τιμά τη λαϊκή εντολή. Μια άλλη διαπίστωση λοιπόν που κάνω είναι ότι τα δύο τηλεοπτικώς κεντρικότερα πρόσωπα της Χρυσής Αυγής, ο αρχηγός και ο κ. Κασιδιάρης, διαψεύδουν συνέχεια το προφίλ που προσπαθούν να καλλιεργήσουν, ότι και καλά μπορεί ως κόμμα να μη διαθέτουμε έναρθρο λόγο αλλά διαθέτουμε τσαμπουκά. Και ο τσαμπουκάς τους ακόμα είναι φτωχής ποιότητας. Δες τους με το κριτήριο που θα ήθελαν οι ίδιοι να τους βλέπεις, και πες μου αν δεν απογοητεύεσαι οικτρά. 

Από τη μια, ωρύονται και παραφέρονται όποτε ο συνομιλητής τους θελήσει να τους φέρει σ' αυτή την κατάσταση. Ιδιαίτερα το παλιό βιντεάκι με τον κ. Μιχαλολιάκο και τον  Κολλάτο στη «Ζούγκλα» του κ. Τριανταφυλλόπουλου, είναι εναργέστατο: ο Κολλάτος από την αρχή έχει αποφασίσει ότι, αντί να μας αποδείξει πως οι ηγετικές ικανότητες του συνομιλητή του δε φτάνουν ούτε για να επιβληθεί στον εαυτό του, θα βάλει τον ίδιο να το αποδείξει μόνος του. Διατηρώντας λοιπόν κάθε ψυχραιμία, τον διακόπτει ανά δευτερόλεπτο, καταντώντας εκνευριστικός σαν κουνούπι. Αρχικά ο άλλος δεν τσιμπάει, οπότε τελικά ο Κολλάτος καταφεύγει στο έσχατο μέσο: απαιτεί να μην τον λέει ο άλλος Δημήτρη! Η παγίδα είναι απελπιστικά προφανής. Ο κ. Μιχαλολιάκος θα μπορούσε να του απαντήσει χίλια δυο, όπως «μα Δημήτρη σε λένε», ή «αν εννοείς τον ενικό, κι εσύ στον ενικό μου μιλάς», ή οτιδήποτε, μα οτιδήποτε δηλαδή - κι όμως πέφτει στην παγίδα! Του πετάει μια καρύδα (ως γνήσιος απόγονος των αρχαίων ημών προγόνων -όχι των Ελλήνων, πιο πίσω), που βρίσκει το ποτήρι που έχει μπροστά του ο Κολλάτος κάνοντας ένα θεαματικό εφέ, και φυσικά ο άλλος έχει την ατάκα έτοιμη: «Να ποιοι είστε!».  Στημένο να το είχανε με κασκαντέρ, ο σκηνοθέτης Κολλάτος δε θα μπορούσε να εικονογραφήσει τόσο γλαφυρά αυτό που ήθελε. Και με τον κ. Κασιδιάρη στο χτεσινό, πάλι το ίδιο έγινε. Όποτε ο αντίπαλος θέλει να κάνει μια επίδειξη του χαμηλού επιπέδου της Χρυσής Αυγής, η Χρυσή Αυγή συνεργάζεται με δουλική προθυμία.

Από την άλλη, ο τσαμπουκάς τους συνδυάζεται πάντοτε με δειλία. Ο τσαμπουκάς βέβαια εκ φύσεως συνιστά θρασυδειλία ούτως ή άλλως, αλλά εδώ μιλάμε για κάτι παραπάνω. Δέρνει ο κ. Κασιδιάρης την κ. Κανέλη, και ποια είναι η επίσημη απάντηση του αρχηγού; «Κύριε η Λιάνα άρχισε πρώτη, του πέταξε κάτι χαρτιά!!» Έλεος ρε φίλε, κι εμείς στο δημοτικό λέγαμε κάτι τέτοια αλλά μετά η δασκάλα μάς εξήγησε ότι αυτό είναι αναξιοπρεπές, γιατί ό,τι κι αν μας πέταξε η Λιάνα, την επιλογή αν θα την βαρέσουμε ή όχι την κάναμε μόνοι μας, οπότε μην τη φορτώνουμε τώρα στη Λιάνα! Στον δε κορυφαίο διάλογο μεταξύ των κυρίων Πλεύρη και Κασιδιάρη, ο άλλος πύργος της Δημοκρατίας και αγλάισμα του πολιτικού μας κόσμου εξηγεί ότι ένας από τους λόγους που δεν συντάσσεται -όπως θα αναμενόταν- με τη Χρυσή Αυγή είναι επειδή αυτοί βαράνε είκοσι μαζί έναν φουκαρά Πακιστανό, και κάτι τέτοιο δεν αρμόζει στο δικό του αγωνιστικό ήθος -δηλαδή τους λέει κότες-, και ο κ. Κασιδιάρης αντεπιχειρηματολογεί πάνω σ' αυτή τη θέση χωρίς να αρνηθεί το γεγονός. Μα πόση κατάντια! Ρε φίλε, δε σου ζητάμε πολλά: ένα σού ζητάμε, αυτό το μόνο ένα που μας έταξες, λίγο γνήσιο νταηλίκι! Ας μην είσαι καλός στο ρόλο του μορφωμένου της παρέας, δεν τρέχει τίποτα. Μια σφαλιάρα που θα ρίξεις, μπορείς να την υποστηρίξεις με τη στάση σου;

Εξώφυλλο βιβλίου του επικεφαλής στο ψηφοδέλτιο
Επικρατείας του ΛάΟΣ, στις κοινοβουλευτικές εκλογές


Μέσα από όλες αυτές τις διαπιστώσεις, καταλήγω ότι δεν είναι η Χρυσή Αυγή που απειλεί τα δημοκρατικά μας ήθη. Τα μεν δημοκρατικά μας ήθη ήταν ήδη προ καιρού διάτρητα, η δε Χρυσή Αυγή ούτε τον ίσκιο της δεν μπορεί να απειλήσει.


Εντωμεταξύ οι δημοκρατικοί θεσμοί δουλεύουν άγρυπνα.