ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Γεια σας. Στα «Καρπάθικα Ημερολόγια», που πλέον γράφονται από την Αθήνα το Ηράκλειο, δημοσιεύω σκέψεις και ιδέες που με απασχολούν και που προέρχονται από οτιδήποτε μπορεί να είδα, άκουσα, έζησα.
Για να είμαστε σύμφωνοι με τους κανόνες του παιχνιδιού, θα διατηρήσουμε την ανωνυμία μας. Ο σκοπός βέβαια δεν είναι να κρυφτούμε πίσω από ένα ψευδώνυμο για να πούμε όσα δε θα τολμούσαμε να πούμε ενυπόγραφα, γι' αυτό και κάθε σχολιαστής είναι φυσικά ελεύθερος να υπογράφει όπως θέλει, επωνύμως ή ψευδωνύμως. Ωστόσο, θέλω να μείνουμε σταθεροί σ' αυτή την έστω και σχετική ανωνυμία, δηλαδή να μη δημοσιεύουμε το όνομα του άλλου αν το ξέρουμε.
Όταν απαγορευτεί η ανωνυμία, βλέπουμε...

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2007

ΕΝΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΦΑΛΜΑ

Τις προάλλες συνάντησα στο δρόμο τον Κωστή, πρώην μαθητή μου. Τον είχα τα τρία προηγούμενα χρόνια, σ’ όλο το Γυμνάσιο. Φέτος πάει πρώτη ΕΠΑΛ (Λυκείου).

Ο Κωστής ήταν μια ακραία περίπτωση μαθητή. Η μάνα του είναι επιβεβαιωμένα τρελή. Ο πατέρας του αλκοολικός, βίαιος, ανεύθυνος. Ένας πολύ μικρότερος αδελφός του θεωρείται (για αδιευκρίνιστους λόγους) το παιδί πρότυπο, καμάρι των γονιών του, όχι σαν τον άχρηστο τον Κωστή.

Ο ίδιος ο Κωστής έκανε την Α΄ Γυμνασίου τέσσερις (αριθμός 4) φορές. Την τέταρτη άλλαξε σχολείο και ήρθε στο δικό μας, την ίδια χρονιά που ήρθα κι εγώ. Δηλαδή τον γνώρισα στην τέταρτη Α΄ Γυμνασίου του, και τον είχα ακόμη στη Β΄ και τη Γ΄.

Ήταν μια κινούμενη δυστυχία. Ως μαθητής, απόλυτα ανεπίδεκτος. Στους συμμαθητές του αντιπαθής. Τον απέφευγαν, τον κορόιδευαν. Δεν πλενόταν, και τα παιδιά σιχαίνονταν να ακουμπήσουν οτιδήποτε είχε ακουμπήσει ο ίδιος, και δεν έκαναν καμία προσπάθεια να το κρύψουν. Για τους ελεεινούς του βαθμούς ο πατέρας του είτε τον βάραγε είτε του έλεγε: «Μα γιατί δεν μπορείς να είσαι σαν τον αδερφό σου;». Δεν είχε φίλους. Πόσο μάλλον δεν είχε γκόμενα. Οι παλιοί του καθηγητές, από το άλλο γυμνάσιο, του είχαν τσακίσει την όποια αυτοπεποίθηση. 17 ετών, δεν είχε γνωρίσει άλλο συναίσθημα από την περιφρόνηση. Ήταν ο απόλυτος πάτος. Όχι απλώς ο πάτος του σχολείου μας, ο πάτος της κοινωνίας. Πιο κάτω από τον τρελό του χωριού, που ίσως κάποιοι τον συμπαθούν. Πιο κάτω από τους εγκληματίες, που ίσως κάποιοι τους θαυμάζουν για το νταηλίκι τους ή τουλάχιστον τους φοβούνται, ή που μπορεί να έχουν κάνει λεφτά με την παρανομία. Ήταν ίσα με τα διωγμένα σκυλιά. Στου Κωστή τη ζωή, όσο είμαι σε θέση να την ξέρω, δεν υπήρχε τίποτε που να μην είναι ολόμαυρο.

Τα αντιμετώπιζε όλα αυτά με πραγματική υπομονή αγίου. Θα μπορούσε να είναι βίαιος, καβγατζής, αλλά δεν ήταν. Θα μπορούσε να διασαλεύει την τάξη και να εξεγείρεται κατά της δικής μας εξουσίας, αλλά δεν το έκανε. Στην τάξη και στο διάλειμμα ποτέ δεν έδινε την παραμικρή αφορμή. Το μόνο που έκανε ήταν ότι είχε κλείσει τα εισερχόμενα του μυαλού του. Είχε κατεβάσει τα στόρια. Το βρίσκω λογικό εκ μέρους του. Το αποτέλεσμα όμως ήταν ότι τουλάχιστον από τότε που τον ξέρω εγώ, οι σχολικές του γνώσεις δεν αυξήθηκαν ούτε κατά ένα γιώτα. Ούτε μία φορά δεν ήξερε μάθημα. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που έχω δει γράφει το όνομά του με λάθη. Τα γράμματά του ήταν σαν κάποιου που πιάνει πρώτη φορά μολύβι και δεν είναι σίγουρος πώς ακριβώς το κρατάνε. Έδειχνε σαν καθυστερημένος, ακόμα και στη φάτσα. Υπάρχει μέχρι και η φήμη ότι είχε πάθει εγκεφαλικές βλάβες από το ξύλο του πατέρα του. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε ο Κωστής είναι όχι απλώς λειτουργικά αναλφάβητος, είναι σχεδόν σκέτος αναλφάβητος.

Οι λόγοι που σ’ εμάς κάθε χρόνο προβιβαζόταν και τελικά πήρε απολυτήριο ήταν: αφενός, ότι σ’ εμάς γενικά όλοι περνάνε· αφετέρου, ότι καθώς είναι από φτωχή οικογένεια, το να έχει ένα απολυτήριο γυμνασίου ήταν η μόνη του ελπίδα να μπορέσει να βρει κάτι στη ζωή ώστε τουλάχιστον να επιβιώνει υλικά· και επιπλέον η άποψη που είχαν προβάλει ορισμένοι από εμάς, ότι όποια κι αν είναι τα σχολικά του αμαρτήματα, ο Κωστής τα έχει ήδη προπληρώσει, με τις τέσσερις χρονιές στην ίδια τάξη και τις ψυχολογικές τους συνέπειες.

Ήθελε να πάει κάπου να μάθει υδραυλικός. Τελικά μαθαίνει ότι η σχολή όπου στόχευε δεν είναι για αποφοίτους γυμνασίου, αλλά πρώτης ΕΠΑΛ. Πήγε λοιπόν και γράφτηκε στην πρώτη ΕΠΑΛ, προς απόγνωση των εκεί συναδέλφων (πώς το πήρε ο ίδιος, ούτε θέλω να σκέφτομαι).

Και μια μέρα, καθώς έλεγα στην αρχή, τον συναντώ στο δρόμο. Με συμπαθούσε πάντοτε, επειδή δεν του φερόμουν ούτε με αποστροφή ούτε με συγκατάβαση, αλλά όπως σε κάθε αξιοπρεπή άνθρωπο. Χάρηκε λοιπόν που με είδε, και μιλήσαμε λίγο. Μου είπε ότι είναι ξανά μαθητής. Και, μιας και με συνάντησε, ήθελε κάτι να μου ζητήσει: στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας είχαν ένα κείμενο που το είχαμε κάνει και μαζί στο Γυμνάσιο, το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού. Θυμόταν ότι εγώ τούς το είχα φέρει να το ακούσουν από μία ηχογράφηση, και το είπε στην καθηγήτριά του, και μήπως θα μπορούσα να του το δανείσω να το ακούσουν κι εκεί;

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΗΚΑ. Όταν το μάθημα είχε δημοτικά τραγούδια ήταν η καλύτερή μου, και έβαζα πάντοτε όλο το μεράκι και την έμπνευσή μου για να μεταδώσω στα παιδιά την ομορφιά των τραγουδιών. Και ιδού ο χειρότερος μαθητής όλων των εποχών, ο τελευταίος των τελευταίων, ο πανάχρηστος, ο αναλφάβητος, ο καθυστερημένος, το απροσάρμοστο, ο Κωστής, θυμόταν πώς είχα κάνει εκείνο το συγκεκριμένο μάθημα, και προφανώς τον είχε αγγίξει κιόλας, αλλιώς δε θα το θυμόταν! Δε νομίζω ότι ο ίδιος είναι σε θέση να αντιληφθεί τι ανεκτίμητο δώρο ήταν για μένα αυτή η κουβέντα του.

Του υποσχέθηκα ότι θα του το φέρω. Και δεν το ξέχασα. Αποφάσισα να του γράψω σε ένα σιντί όλες τις διαφορετικές εκτελέσεις που είχα από το τραγούδι, και να του το δώσω είτε για να το κρατήσει είτε για να το χαρίσει στην καθηγήτριά του είτε για να κάνει ό,τι νομίζει. Αλλά το αμέλησα. Τη μια μέρα δεν είχα χρόνο, την άλλη δεν είχα άδεια σιντί, την τρίτη δεν ήξερα πώς να τον συναντήσω, τελικά δεν το έκανα.

Μία βδομάδα αργότερα, σήμερα δηλαδή, τον ξαναπέτυχα στο δρόμο. Του είπα ότι δεν το έφερα, αλλά δεν το ξέχασα κιόλας, και τον ρώτησα αν το θέλει ακόμη. Όχι, μου είπε, έχουν περάσει σ’ άλλα κείμενα. Ευχαριστεί πολύ πάντως.

Πόσο ντράπηκα! Πόσο μετάνοιωσα! Αν είχα ασχοληθεί λίγο, ο Κωστής θα είχε ίσως μία μοναδική ευκαιρία να λάμψει στην τάξη, φέρνοντας κάτι που θα ζωντάνευε το κείμενο, που θα έδινε άλλο χαρακτήρα στο μάθημα και που κανένα άλλο παιδί και πιθανότατα ούτε η ίδια η καθηγήτρια δεν ήξερε ότι υπάρχει, ή κι αν το είχε ακουστά πάντως δε θα το έφερνε στην τάξη. Βέβαια, μπορεί και να μη συνέβαινε τίποτε απ’ όλα αυτά, μπορεί κανείς να μην έδινε σημασία και να μην έπαιζαν καν την ηχογράφηση· η πιθανότητα όμως, έστω και μικρή, να γίνονταν αυτά τα σπουδαία θα ήταν ασφαλώς η μοναδική στη μακρότατη μαθητική του καριέρα· και ίσως, ίσως-ίσως, μια στο εκατομμύριο, να έδινε την πρώτη ευκαιρία του Κωστή να βγει από την κόλαση όπου ζει: να έπαιρνε ένα δημόσιο μπράβο, ένα χαμόγελο, μια αναγνώριση επιτέλους από κάποιον ότι ο Κωστής κάτι αξίζει, δεν είναι άχρηστος όπως πιστεύουν όλοι και πρώτος απ’ όλους ο ίδιος.

Αλλά δεν ασχολήθηκα, όπως κανείς ποτέ δεν ασχολείται με τον Κωστή, κι έτσι η μοναδική ευκαιρία του πήγε στράφι.