ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Γεια σας. Στα «Καρπάθικα Ημερολόγια», που πλέον γράφονται από την Αθήνα το Ηράκλειο, δημοσιεύω σκέψεις και ιδέες που με απασχολούν και που προέρχονται από οτιδήποτε μπορεί να είδα, άκουσα, έζησα.
Για να είμαστε σύμφωνοι με τους κανόνες του παιχνιδιού, θα διατηρήσουμε την ανωνυμία μας. Ο σκοπός βέβαια δεν είναι να κρυφτούμε πίσω από ένα ψευδώνυμο για να πούμε όσα δε θα τολμούσαμε να πούμε ενυπόγραφα, γι' αυτό και κάθε σχολιαστής είναι φυσικά ελεύθερος να υπογράφει όπως θέλει, επωνύμως ή ψευδωνύμως. Ωστόσο, θέλω να μείνουμε σταθεροί σ' αυτή την έστω και σχετική ανωνυμία, δηλαδή να μη δημοσιεύουμε το όνομα του άλλου αν το ξέρουμε.
Όταν απαγορευτεί η ανωνυμία, βλέπουμε...

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

ΠΕΡΙ ΑΜΕΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ 5

Σύνταγμα, μεταξύ 15 και 28-29 Ιουνίου 2011

Όπως έγραφα στο προηγούμενο, στις 15 είδα το μπάχαλο να προετοιμάζεται βήμα-βήμα και τελικά να αρχίζει, ενώ αντίθετα δεν το είδα στη φουλ εξέλιξή του και κυρίως δεν είδα την ειρηνική αντεπίθεση και ανακατάληψη της πλατείας, η οποία καθαρίστηκε από τα χημικά κι έγινε πάλι όμορφη και πολιτισμένη.
Στις μετέπειτα μέρες κατέβηκα όσες φορές μπορούσα, κυρίως βράδια, είτε για τη συνέλευση είτε για τα γλέντια. Επίσης παρακολούθησα πολλές φορές τη συνέλευση λάιβ από το σπίτι. Με είχε συνεπάρει η αγάπη γι' αυτή την ιστορία. Η πλατεία είναι ωραία. Ό,τι γίνεται δεν είναι κάθε στιγμή ωραίο, αλλά για να φτιάξουν και τα υπόλοιπα έχει ανάγκη τη στήριξη και την αγάπη μας.
Στη συνέλευση δεν έχω μιλήσει ποτέ. Απ' όσα έχω ακούσει, αυτά που δε μου αρέσουν συμποσούνται στα εξής:
α) Η άμεση δημοκρατία παραμένει απλώς ένα πλαίσιο, εντός του οποίου γίνονται όμορφες και πολιτισμένες διεργασίες. Λείπει όμως το περιεχόμενο. Είναι ωραία να έχουν όλοι δικαίωμα δημόσιου λόγου για ενάμιση λεπτό χωρίς διακοπή και αποδοκιμασία, αλλά να υπάρχει και λίγη εκ των προτέρων αυτοκριτική: έχω κάτι να πω; Πάρα πολλοί δεν είχαν.
β) Επίσης, η άμεση δημοκρατία παραμένει μια αβέβαιη έννοια αβέβαιης αποδοχής. Το Σύνταγμα δεν προβλέπει άμεση δημοκρατία. Συνεπώς το αίτημα για άμεση δημοκρατία προϋποθέτει ανατροπή του Συντάγματος. Αυτό έρχεται σε προφανή αντίφαση με τη διαρκή επίκληση του ακροτελεύτιου άρθρου 120 (η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων...), με τις καταγγελίες για μη τήρηση του Συντάγματος εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας κλπ. Προσπερνώντας αυτή την αντίφαση, διαπιστώνουμε ότι αν πρόκειται να ανατραπεί το πολίτευμα, αυτό δεν μπορεί προφανώς να γίνει παρά με επανάσταση. Επανάσταση σημαίνει ένοπλη σύγκρουση. Με σφαίρες, με θανάτους. Ο αντίπαλος δε θα είναι η αστυνομία αλλά ο στρατός. Οι χειροβομβίδες τους δε θα είναι κρότου-λάμψης. Θα σκοτωθεί κόσμος, ίσως εσύ, ίσως εγώ, ίσως οι αγαπημένοι μας. Θέλουμε κάτι τέτοιο; Και αν το θέλουμε, πρέπει ακόμη να διερωτηθούμε αφενός πόσοι άλλοι το θέλουν, και αφετέρου τι θα γίνει μετά. Εννοώ ότι απαιτείται πολύ συγκεκριμένο σχέδιο, δουλεμένο μέχρις εσχάτης λεπτομερείας, για το τι ακριβώς θα γίνει μετά, σε επίπεδο διοίκησης, οικονομίας, δικαιοσύνης, εκπαίδευσης και χίλια δυο άλλα. Σύμπασα η κοινωνία είναι αγανακτισμένη, αλλά δε νομίζω ότι σύμπασα η κοινωνία θέλει ένοπλη επανάσταση για άμεση δημοκρατία.
Παρά τις σοβαρότατες αυτές επιφυλάξεις μου, συνέχισα να αγαπώ την πλατεία και να τη στηρίζω όπως μπορούσα.
Κι έφτασε η μεγάλη μέρα, 28 Ιουνίου. Κάλεσμα για αποκλεισμό της Βουλής και αποτροπή της ψήφισης του μεσοπρόθεσμου.

Τρίτη 28 Ιουνίου

Εδώ που τα λέμε, ποτέ δεν πίστεψα ότι θα αποκλείαμε τη Βουλή. Πώς διάολο; Οι μπάτσοι προφανώς θα απέκλειαν οι ίδιοι τους δρόμους από τους οποίους θα πέρναγαν οι αποκλειστές. Θα πηγαίναμε πιο νωρίς; Θα πήγαιναν κι εκείνοι ακόμη πιο νωρίς. Έτσι κι αλλιώς οι αποφάσεις της Συνέλευσης δεν είναι μυστικές.
Δε με πολυενδιέφερε να ξαναζήσω το ντοκιμαντέρ «πώς στήνεται ένα μπάχαλο». Το είχα δει στις 15. Δεν κατέβηκα πρωί πρωί, κατέβηκα κατά τις 12. Στη διαδρομή από Παγκράτι μέχρι Σύνταγμα λίγα πρόδιδαν ότι έχουμε γενική απεργία. Τα περισσότερα μαγαζιά δούλευαν κανονικά.
Οι αστυνομικές δυνάμεις που είδα μέχρι να φτάσω και αφού έφτασα ήταν απίστευτα πολλές. Στη Β. Κωνσταντίνου οι μηχανόβιοι (Δελτάδες; Δίες; Ποιος τους ξέρει...) είχαν σχηματίσει μια μακριά πυκνή αλυσίδα κι από τις δύο πλευρές. Ήταν τόσο πολλοί που σκέφτηκα ότι πρέπει να 'χουν φέρει και κομπάρσους. Στο σημείο που κοβόταν η κυκλοφορία τα φανάρια δε λειτουργούσαν (ίσως, αντίθετα προς τους καταστηματάρχες, απεργούσαν;). Κατά τα ειωθότα υπήρχε ένα μπατσικό με δυο τροχαίους που αγνάντευαν το τρελό κυκλοφοριακό κομφούζιο. Τους είπα «τα φανάρια δε δουλεύουν». Μου είπαν «το ξέρουμε». Τους ρώτησα αν πρόκειται να κάνουν κάτι και μου είπαν ότι ναι, πρόκειται.
Ο κόσμος ήταν λίγος σε σχέση με αυτό που περίμενα. Καμία σύγκριση με τις 15. Το ότι θα ξεσπούσαν πάλι μπάχαλα ήταν ολοφάνερο. Όταν άρχισαν, οι μπάχαλοι (δεν ξέρω αν ήταν επαγγελματίες προβοκάτορες ή απλοί φιλοπόλεμοι) δρούσαν απολύτως ανενόχλητοι. Περιφρούρηση μηδέν. Το σιντριβάνι στον τοίχο κάτω από την Καραγεώργη Σερβίας, απέναντι από τα ξενοδοχεία, ήταν σαν νταμάρι. Συνεργεία ολόκληρα πελεκούσαν με βαριοπούλες τα μάρμαρα για να ετοιμάσουν πολεμοφόδια. Αν ο τόπος συγκέντρωσης δεν ήταν το Σύνταγμα αλλά λ.χ. η Ακρόπολη;...
Κάποια στιγμή ένας με την μπλούζα σαν κουκούλα βάλθηκε να σπάσει την τζαμαρία του Κινγκ Τζωρτζ μ' ένα λοστάρι. Επειδή η τζαμαρία ήταν προφανώς αλεξίσφαιρη, ο τύπος ταλαιπωρήθηκε πολλή ώρα. Δεν παρακολούθησα μέχρι τέλους την προσπάθειά του να φέρει άμεση δημοκρατία και να αποτρέψει την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου, κι έτσι δεν ξέρω αν κατάφερε να τη σπάσει, αν τα παράτησε ή αν τον μάζεψε κανείς. Πάντως όσο έβλεπα κανείς δεν καιγόταν ιδιαίτερα να τον εμποδίσει.
Δεν είχα ξαναβρεθεί ποτέ σε μπάχαλο. Εδώ που τα λέμε, σπανίως είχα βρεθεί ολωσδιόλου σε πορείες. Μέχρι το 2008 είχα κατέβει ελάχιστες φορές. Το Δεκέμβρη ένοιωσα ότι δεν είναι δυνατόν η Ιστορία να περνά από την πόλη μου κι εγώ, κάτοικος κέντρου, να μένω σπίτι. Αλλά ακόμη και τότε, είχα ένα βασικό πρόβλημα: όλοι έμοιαζαν να έχουν κατέβει ως κάτι -κόμματα, συνδικάτα, ομάδες γενικώς. Κατεβαίνοντας εγώ μόνος μου δεν μπορούσα να ταυτιστώ, έμενα απέξω, απλός παρατηρητής. Φέτος με το Σύνταγμα ήταν η πρώτη φορά που ένοιωσα το αντίθετο: η πλατεία ήταν δικιά μου, ο κόσμος ήταν ο κόσμος μου. Ήμουν ένας από μας.
Όσο η μάχη μαινόταν στους δρόμους γύρω από την πλατεία, μέσα στην πλατεία γινόταν το καλύτερο που θα ήταν ποτέ δυνατό. Οι τύποι με τις ντουντούκες προσέφεραν σημαντικότατη υπηρεσία, υπενθυμίζοντας όλη την ώρα: «Δεν τρέχουμε. Δεν πανικοβαλλόμαστε. Επιστρέφουμε στην πλατεία. Η πλατεία είναι δική μας. Δεν απαντάμε στις προκλήσεις. Δεν μπλοκάρουμε τα σκαλάκια και τους διαδρόμους.» Και πράγματι, το «δεν τρέχουμε» και το «επιστρέφουμε» λειτούργησαν. Αισθάνομαι μεγάλη ευγνωμοσύνη γι' αυτά τα παιδιά. Αντίστοιχα μεγάλη υπηρεσία πρόσφεραν και όσοι κυκλοφορούσαν με ψεκαστήρες με Μαλόξ, κρατώντας τις μάλιστα ψηλά για να τους εντοπίζει όποιος τους είχε ανάγκη -δηλαδή οι πάντες.
Δεν είχα ξαναφάει δακρυγόνο. Ανακάλυψα ότι σε γενικές γραμμές είναι κάτι που παλεύεται. Το «δε θα μας τρομάξουν λίγα χημικά» ισχύει. Βέβαια καλό είναι να μη σκάσει μες στη μούρη σου. Αν σκάσει παραπέρα και σε πάρουν τα αέρια, τσούζει και πνίγει, μπορεί να στραβωθείς για κανένα λεπτό, και περνάει. Την περισσότερη ώρα έβλεπα και ανάσαινα κανονικά, απλώς ήταν λίγο οδυνηρό. Όποτε δεν την πάλευα άλλο, αναζητούσα κάποιον να με ψεκάσει με Μαλόξ και ησύχαζα. Κάποιος μου έδωσε και μια ιατρική μάσκα.
Έμαθα όψιμα ότι οι φωτιές που ανάβουν σε όλα τα επεισόδια δεν έχουν κανένα συμβολισμό, είναι κάτι καθαρά λειτουργικό: ο καπνός (από ξύλα, όχι από πλαστικά) σπάει το δακρυγόνο. Έτσι σε κάθε νέα ριπή, αφού τσεκάριζα τη φορά του ανέμου, προχωρούσα ήρεμα προς την πλησιέστερη φωτιά που υπήρχε στη σωστή κατεύθυνση. Κατάλαβα ότι δεν έχει νόημα να φεύγεις έτσι γενικώς: τρέξεις δεν τρέξεις, πιο γρήγορα από τον άνεμο δε θα πας. Απλώς θα εξαντλήσεις τη λιγοστή ανάσα σου. Βρίσκεις ένα σημείο, είτε με φωτιά είτε με καθαρό αέρα λόγω φοράς του ανέμου, και λες «εκεί θα πάω». Και πηγαίνεις, με ήρεμο βηματισμό. Αν φτάσεις και τα μάτια σου και τα πλεμόνια σου δεν καθαρίσουν αμέσως, του δίνεις άλλη μια ευκαιρία. Δε λες «ατύχησα, πάω παραπέρα». Αφού είσαι στο σωστό σημείο, απλώς περιμένεις. Αν χρειαστεί, ζητάς από κάποιον να σε ψεκάσει.
Μόνο μια φορά στραβώθηκα σχεδόν εντελώς για κάποιο διάστημα (δεν μπορώ να πω πόσο, μάλλον δευτερόλεπτα). Ανάσαινα όμως σχετικά κανονικά, και εξακολουθούσα να βαδίζω στα τυφλά μαζί με τους άλλους. Όταν λέμε στραβώθηκα, εννοούμε ότι δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου. Αν τα άνοιγα έβλεπα, αλλά έτσουζε τόσο που τα ξανάκλεινα ακαριαία. Παρ' ολίγο να πέσω μέσα σε μία φωτιά. Δεν έπεσα πάντως.
Υπήρχαν στιγμές που έβλεπα και ανέπνεα εντελώς άνετα, ενώ άλλοι κοντά μου υπέφεραν, και άλλες στιγμές που υπέφερα εγώ κι έβλεπα άλλους να είναι κουλ κι ωραίοι. Φαίνεται ότι δεν τους πιάνει όλους εξίσου.
Κάποια στιγμή ήρθε κατά πάνω μου μια κοπέλα, σαν τα κρύα τα νερά, παραπαίοντας. «Συγγνώμη, θέλω βοήθεια» είπε ξέπνοα. Την έπιασα από τη μασχάλη και την πήγαινα υποβασταζόμενη προς τα εκεί όπου ο καθαρός αέρας κάπως άνοιγε. Μετά από δύο βήματα δεν μπορούσε ούτε έτσι, οπότε την πήρα κουβαλητή. Ναι ωραία, έλα όμως που δεν ήξερα τι να την κάνω; Το καλό ήταν ότι, και μόνο που την κουβαλούσα, μας είδαν άλλοι που ήξεραν. Τη κάτσαμε -όχι ξαπλωτή- σ' ένα παγκάκι, την ψεκάσαμε με Μαλόξ και της δώσαμε να ρουφήξει το περιεχόμενο από ένα φακελάκι. Ήταν Ριοπάν, έμαθα μετά, ένα τζελ που ανακουφίζει το αναπνευστικό (αλλά και τα μάτια) από το δακρυγόνο. Όταν ρώτησα μου έδωσαν κι εμένα ένα. Όλα αυτά τα φάρμακα προφανώς κάποιος έδωσε λεφτά για να τα πάρει, αλλά τα μοίραζαν!
Εν πάση περιπτώσει η κοπέλα συνήφερε. «Εσύ μ' έσωσες!» μου είπε. «Ε, εσύ δε μ' έσωσες;». Με ευχαρίστησε... Εγώ έπρεπε να την ευχαριστήσω. Αν δεν ήμουν εγώ να την κουβαλήσω, θα ήταν σίγουρα κάποιος άλλος. Για μένα όμως δεν ίσχυε το αντίστροφο: δε θα έβρισκα οπουδήποτε έναν άνθρωπο να μου απευθυνθεί για βοήθεια, να μου προσφέρει τη δυνατότητα να του συμπαρασταθώ έστω και μ' αυτό τον στοιχειώδη τρόπο. Την ώρα που της έδιναν το Ριοπάν και συμβουλές, εγώ απλώς της κράταγα το χέρι και της χαμογελούσα μέσα από τη μάσκα. Ε λοιπόν, σας έχει συμβεί ποτέ να χαμογελάτε με στυλ «όλα θα πάνε καλά, μη φοβάσαι» σε κάποιον που είναι στα όρια της αναισθησίας από ασφυξία, και όντως όλα να πηγαίνουν καλά; Είναι ανεκτίμητη χαρά. Την ευχαριστώ, έστω σήμερα. Να 'σαι καλά, Ειρήνη.

Αλλά δεν έζησα μόνο ανεκτίμητες χαρές. Όταν η ντουντούκα φώναζε «δεν απαντάμε στις προκλήσεις της αστυνομίας» και «η πλατεία είναι δική μας», ασφαλώς και απαντούσαμε στις προκλήσεις πετώντας κομμάτια μάρμαρο (απαντούσαΜΕ; ποιοι, εμείς; Όχι βέβαια. Κάποιοι για τους οποίους δεν μπορώ να πω «εμείς», δεν αισθάνομαι τίποτε να με ενώνει μαζί τους, αλλά πάντως σίγουρα δεν ήταν οι άλλοι...), όσο για τη «δικά μας» πλατεία ήταν βαριά τραυματισμένη από τις βαριοπούλες. Αυτό με πλήγωσε πολύ. Ευτυχώς όμως δεν αποθάρρυνε τον ντουντουκιέρη.
Είχα κάτσει ώρες μες στην πλατεία, η οποία είναι γούβα και δεν μπορούσα να ξέρω τι γίνεται γύρω γύρω. Κάποια στιγμή ανέβηκα στην Αμαλίας. Προχώρησα προς την κατεύυνση των Στύλων. Ούτε ξέρω πώς, βρέθηκα μαζί με κάμποσους άλλους να είμαστε αποκομμένοι από το κυρίως πλήθος, από το οποίο μας χώριζε μια διμοιρία. Δεν υπήρχε δίοδος επιστροφής στην πλατεία. Ναι, αλλά εγώ ήθελα να είμαι στην πλατεία, όχι να κάτσω να με διώξουν. Έπιασα ένα στενό και κατέβηκα στον κάτω δρόμο, τη Φιλελλήνων. Πάλι βρέθηκα πίσω από μια διμοιρία που έκοβε την πρόσβαση. Εκεί συνάντησα μια παρέα γνωστών που προσπαθούσαν κι εκείνοι να ξαναμπούν στην πλατεία. Ανταλλάξαμε ειδήσεις για όσα είχε δει ο καθένας, αλλά ακολουθήσαμε χώρια πορείες. Ευχηθήκαμε καλή τύχη και χωρίσαμε. Ξανανέβηκα στην Αμαλίας. Αφού έκανα δυο-τρεις φορές αυτή τη δουλειά πάνω κάτω, τελικά κάπου άνοιξε ένα πέρασμα και μπήκα στην πλατεία.
Κατάλαβα ότι αυτό ήταν το σχέδιο: ένας-ένας, λίγοι-λίγοι, να αποκόπτονται από την πλατεία, οπότε τι θα έκαναν, θα έφευγαν. Οι μπάτσοι κινούνται βάσει στρατηγικού σχεδίου, που το διαμορφώνει κάποιος που ξέρει τι γίνεται σε κάθε σημείο ανά πάσα στιγμή, εκμεταλλεύονται και τη φορά του ανέμου σε σχέση με τα δακρυγόνα, κλπ.* Εμείς δεν ξέραμε τι γίνεται δέκα μέτρα μακριά μας. Στα σκαλάκια από Αμαλίας προς πλατεία ένας με ντουντούκα φώναζε διάφορες συμβουλές και ηρεμούσε τα πλήθη. Του είπα να καλέσει όσους ήταν στην Αμαλίας πίσω από τους μπάτσους να προσπαθήσουν να ξαναγυρίσουν. Ο άνθρωπος μου ομολόγησε ότι δεν είχε ιδέα για τι πράγμα μιλάω, και ανέβηκε μαζί μου να του δείξω.
Ήταν λοιπόν μια εντελώς άνιση μάχη. Ο εχθρός πέρα από την προφανή υπεροπλία είχε και το πλεονέκτημα της στρατηγικής και του συντονισμού, όπου εμείς υστερούσαμε πολύ. Βέβαια πανικόβλητοι δεν ήμασταν, να 'ναι καλά οι ντουντουκιέρηδες, οι τύποι με τα Μαλόξ και οι μουσικοί. Αλλά δεν είχαμε εποπτεία της κατάστασης. Αποφάσισα ότι αν το βράδυ γινόταν συνέλευση, είχε έρθει η ώρα να ζητήσω το λόγο και, αν τον έπαιρνα, να προτείνω κατά πόσο θα ήταν εφικτό να μπουν σε μερικά καίρια σημεία κάμερες που να δείχνουν την εξέλιξη της μάχης και να προβάλλουν σε καμιά οθόνη στην πλατεία ή έστω να βλέπει κάποιος σ' ένα λάπτοπ και να συντονίζει μέσω κινητού ή οτιδήποτε τους ντουντουκιέρηδες... Εν πάση περιπτώσει το βράδυ δεν έγινε συνέλευση.

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ενέδωσα στον πειρασμό ενός τέτοιου τύπου κινδύνου. Ο κίνδυνος ήταν γλυκός. Το να φεύγεις μισοτυφλωμένος βήχοντας σε κάθε ριπή, και να παραφυλάς πότε θα ξανακαθαρίσει ο αέρας για να γυρίσεις εκεί που βαρούσαν οι λύρες και τα τύμπανα και να παίξεις ρυθμικά παλαμάκια, είναι ωραίο. Δε φοβήθηκα. Η πλατεία ήταν όντως δικιά μας, και δεν ήθελα να την αφήσω. Δεν είμαι βίαιος άνθρωπος, δεν έχω καμία έφεση να πολεμώ και να προκαλώ σωματικές βλάβες. Εδώ ζούσαμε έναν πόλεμο, αλλά χωρίς να πολεμάμε εμείς, μόνο ο εχθρός. Ήταν λοιπόν μοναδική ευκαιρία να ζήσω τη χαρά του πολέμου, να καταλάβω γιατί ο πόλεμος μπορεί να είναι γιορτή, αλλά ταυτόχρονα η συμμετοχή μου να είναι εντελώς ειρηνική.
Παρά ταύτα έφυγα κάποια στιγμή. Το σκέφτηκα ψύχραιμα: Από το να κάτσω να ρουφήξω κι άλλη χημεία, καλύτερα να πάω σπίτι, να πλυθώ με το σκαρπέλο, να φάω ένα αψέκαστο φαί, να στανιάρω λίγο και να ξαναγυρίσω το βραδάκι. Υπολόγιζα ότι κάποια στιγμή το απόγευμα θα κόπαζε η μάχη και θα γινόταν, όπως την προηγούμενη φορά, η αντεπίθεση ειρήνης (που όπως είπαμε την είχα χάσει). Θα ερχόμουν λοιπόν, ανανεωμένος, φρέσκος και δυνατός, και θα έφερνα και κανένα όργανο που πάντα είναι χρήσιμο και που τώρα δεν είχα φέρει για να είμαι πιο ευκίνητος.
Έτσι κι έπραξα. Έλειψα περίπου 4-7 μμ. Όταν γύρισα, τα επεισόδια δεν είχαν σταματήσει, ήταν όμως κάπως πιο ήρεμη η κατάσταση. Η αντεπίθεση ειρήνης πράγματι είχε ξεκινήσει, με αλυσίδες κουβαλήματος νερού, ξέπλυμα της πλατείας κλπ. Αλλά ο αέρας εξακολουθούσε να είναι βαριά φορτωμένος με δακρυγόνο που κάθε τόσο ανανεωνόταν.
Επρόκειτο να γίνουν διάφορα λάιβ. Έπιασα πόστο κάπου εκεί για να είμαι πρώτο τραπέζι πίστα. Ετοίμαζαν τον ήχο, αλλά είχαν πολύ μέλλον ακόμα. Βαρέθηκα να περιμένω. Έκανα μια βόλτα να βρω τίποτε γνωστούς (τι ωραίο πράγμα! η πλατεία του χωριού! είναι όλοι εκεί!), και πράγματι βρήκα. Κάτσαμε κύκλο σ' ένα παρτέρι, ανάμεσα στις σκηνές -που διαπίστωσα ότι είχαν αραιώσει σε σχέση με πριν μερικές μέρες-, με τις μπιρίτσες μας και την κουβέντα μας. Σιγά σιγά βγάλαμε τα τσαμπουνοτούμπακα και αρχίσαμε το δικό μας λάιβ, μέχρι να αρχίσει το επίσημο.
Το «επίσημο» τελικά ήταν πολύ ανεπίσημο. Είχα ακούσει κάτι για Βασίλη Παπακωνσταντίνου, και δε μου 'χε καλοφανεί πολύ. Ο επαγγελματίας επαναστάτης; Τι δουλειά έχει εδώ; Τελικά δεν ήταν καθόλου αυτό που περίμενα. Ο τύπος μάλλον απλώς είχε έρθει ως ένας απ' όλους μας, ούτε την κιθάρα του δεν είχε. Του ζήτησαν να πει μερικά τραγούδια στο μικρόφωνο της συνέλευσης, χωρίς ούτε εξέδρα ούτε τίποτα, με συνοδεία από όσους άλλους μουσικούς έτυχε να βρίσκονται εκεί. Ορισμένοι από αυτούς έχει τύχει να βρίσκονται ανελλιπώς κάθε μέρα, και μάλλον αυτοί μοιάζουν να καρπώνονται την ευκαιρία του Συντάγματος παρά ο Παπακωνσταντίνου -ίσως, όταν ολοκληρωθεί η επανάσταση, να βολευτούν Υπουργοί Πολιτισμού- τέλος πάντων...
Τραγούδησε ο Παπακωσταντίνου, και τον είδα για πρώτη φορά από τόσο κοντά. Είναι αλήθεια όσα λέει ο Ζουγανέλης για τη μύτη του. Επίσης είδα από κοντά τον Αλκίνοο. Δεν εκπλήρωσα το παιδιόθεν όνειρό μου να δω και τον αγαπημένο μου Γιοκαρίνη, γιατί την ώρα που έπαιξε ήμουν δε θυμάμαι πού, κάπου παραπέρα. Και είδα και τους Τάιγκερ Λίλις, που είχα ακούσει ότι θα έβγαιναν αλλά δεν το 'χα καλοκαταλάβει -έλεγα κιόλας, δε θες να υπάρχει κάνα ελληνικό συγκρότημα με το ίδιο όνομα; Ήταν όμως οι αληθινοί. Επειδή είχα φύγει και ξανάρθα, και στο μεταξύ με τους Τάιγκερ Λίλις μαζεύτηκε πάρα πολύς κόσμος, ήταν αρκετά δύσκολο να βρω σημείο να βλέπω. Βρήκα τελικά, αλλά έπρεπε να κάνω τον ακροβάτη. Έτσι δεν άντεξα πάνω από δέκα λεπτά, θα πάθαινα εξάρθρωση σβέρκου. Έστω και για τόσο λίγο όμως άξιζε τον κόπο. Πολύ δυνατοί σόουμεν. Και ταπεινοί αθρώποι, ένα μ' εμάς ήταν: άσπρη μούρη εμείς (απ' το Μαλόξ), άσπρη μούρη κι εκείνοι.

...Ήταν πολύ φορτωμένη και πλούσια μέρα, κι έχω φτάσει στο σημείο που δεν τα θυμάμαι πια όλα. Πάντως κάποια δόση ήμουνα σε μια φωτιά κάτω από τα σκαλάκια κι έπαιζα τσαμπούνα, είχε κόσμο γύρω από τη φωτιά, έπεφταν δακρυγόνα, κι ένας έκανε συνέχεια το γύρο και μας ψέκαζε με Μαλόξ ανά πεντάλεπτο. Μπορεί να 'ταν και πριν το λάιβ, δεν είμαι σίγουρος.
Κάποια στιγμή είπα να φύγω. Πήρα τη Σταδίου, αλλά πέτυχα παρέα κι έκατσα εκεί. Εκεί που τα λέγαμε και πίναμε και ρακές κι ακούγαμε τον αχό από τα μπαλωτίδια πέρα, σκάει ξαφνικά μια τρομαχτική ομοβροντία, η μεγαλύτερη εκείνης της μέρας, 12 δακρυγόνα μεμιάς πρέπει να ήταν. Ξαναγυρίσαμε λοιπόν στην πλατεία, μην την αφήσουμε μόνη, οπότε άντε πάλι καινούργιος γύρος, πέτυχα κι άλλες παρέες, τα λάιβ συνεχίζονταν, ξαναέπαιξε ο Παπακωσταντίνου, έπαιξαν και μερικοί απλοί παρευρισκόμενοι, ο υπουργός πολιτισμού σταθερός στο πόστο του, και τελικά έφυγα κατά τις τρεις.


Δεν έχω προλάβει ακόμη να γράψω λέξη για τη δεύτερη μέρα, και φοβάμαι ότι μέχρι να βρω χρόνο θα έχουν συμβεί νέα γεγονότα. Θα προσπαθήσω αύριο, μείνετε συντονισμένοι.

..............................
*Προσθήκη μερικές μέρες αργότερα: βρήκα εδώ τη μαρτυρία ενός απόστρατου στρατιωτικού, που υποστηρίζει -με τεχνική ορολογία και όχι με τις δικές μου αοριστολογίες- την άποψη περί ύπαρξης στρατηγικού σχεδίου.

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

ΠΕΡΙ ΑΜΕΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ 4

ΣΥΝΤΑΓΜΑ 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 2011

Αρχίζω να πιστεύω ότι τελικά δεν ήμουν τόσο μπερδεμένος σε μερικά θέματα όσο νόμιζα...

Ιδού τι είδα από το πρωί μέχρι το μεσημέρι της ημέρας της μεγάλης καταστολής:

Το ραντεβού ήταν για τις 7 το πρωί στο Σύνταγμα και σε 2-3 άλλα σημεία της πόλης. Ένα από αυτά ήταν ο Ευαγγελισμός, που είναι στο δρόμο από το σπίτι μου προς το Σύνταγμα. Δεν ξεκίνησα στις 7, ξεκίνησα λίγο πριν τις 8. Περνώντας από τον Ευαγγελισμό δεν είδα, με μια πρώτη ματιά, κανένα πλήθος. Έτσι αντί να ξεστρατίσω για να τσεκάρω από πιο κοντά συνέχισα κατευθείαν προς Σύνταγμα. Υπέθεσα ότι έχω αργήσει πολύ και ότι όλοι είναι ήδη στο Σύνταγμα.
Τρίχες. Στην πλατεία Συντάγματος είχε μερικούς ανθρώπους, δεν μπορώ να πω ότι είδα κάτι περισσότερο. Πρέπει να ήταν οι κατασκηνωτές, μέλη των επιτροπών, ελάχιστοι άλλοι συγκεντρωμένοι (που δεν ήταν συγκεντρωμένοι), και περαστικοί που πήγαιναν στις δουλειές τους. (Ποιες δουλειές άραγε, τέτοια μέρα;) Από κουβέντες με γνωστούς που πέτυχα καταλήξαμε ότι για να γεμίσει η πλατεία θα πρέπει να περιμένουμε γύρω στις 11, που θα πέρναγαν τα συλλαλητήρια του ΠΑΜΕ και της ΓΣΕΕ.

ΠΑΝΩ ΠΛΑΤΕΙΑ - ΠΡΩΙ

Στην Αμαλίας, ακριβώς μπροστά στα κάγκελα και τα ΜΑΤ της Βουλής, είχε πιο πολύ κόσμο και παλμό. Όσες φορές έχω περάσει από εκεί, μα πρωί, μα βράδυ, μα την πρώτη μέρα, μα την 21η, φαίνεται να μην έχουν αλλάξει πολλά: είναι εκεί οι ζωηροί διαδηλωτές με την ντουντούκα και τα τύμπανα, οι οποίοι δε χάνουν ποτέ το δυναμισμό τους. Επί ώρες φωνάζουν συνθήματα με αδιάκοπο κέφι. Αν είναι αιωνίως οι ίδιοι, πρέπει να πίνουν πάρα πολύ καοτόνικ. Αν εναλλάσσονται, είναι πολύ οργανωμένοι στς βάρδιες και την προθέρμανση.
Τσέκαρα να δω τους περίφημους φασίστες, για τους οποίους αόριστες φήμες λένε ότι έχουν κυριαρχήσει σ' αυτή την περιοχή. Όντως είδα μερικούς που βάσει μπλούζας «Ο.Υ.Κ. - Πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θα 'ναι», κουρέματος, ματιάς, δε θα ήταν παράλογο να τους χαρακτηρίσεις φασίστες -δεν τους ρώτησα κιόλας. Αλλά φυσικά είχε και κανονικούς ανθρώπους, που είτε συμμετείχαν στα συνθήματα και τις μούντζες είτε παρακολουθούσαν ή έκοβαν κίνηση.
Οι τύποι με τα τύμπανα ήταν οι απόλυτοι μαέστροι. Όταν αυτοί αποφάσιζαν να παίξουν ζωηρά το ρυθμό ενός συνθήματος, όλοι οι συγκεντρωμένοι ζωήρευαν. Αυτό εξακολούθησε επί ώρες, και όταν πλέον ο κόσμος στην Αμαλίας ήταν πάρα πολύς.
Σκόρπιοι μέσα στον κόσμο ήταν μερικοί που εικονογραφούσαν πιστά τον τίτλο «Αγανακτισμένοι»: άνθρωποι που με την αγανάκτηση πραγματικά να τους ξεχειλίζει, φώναζαν εκτός εαυτών «πώς θα ζήσουν εμένα τα παιδιά μου» και τέτοια, χειρονομώντας προς τη Βουλή. Μετά από τρεις εβδομάδες, μου φάνηκε κάπως αφύσικο να ξεσπάει ο άλλος με τρόπο λες και μόλις έμαθε την είδηση που τον κάνει να αγανακτεί, και μάλιστα στις 8:30 το πρωί. Σκέφτηκα κιόλας, ρε λες να είναι κομπάρσοι; Αλλά πάλι, δεν ξέρω πώς λειτουργεί του καθενός η ψυχή.
Έκατσα κάμποση ώρα παρακολουθώντας τα συνθήματα. Εδώ σαφώς υπήρχε μια αλλαγή σε σχέση με παλιότερες μέρες. Τα συνθήματα ήταν χυδαία, γηπεδικά, άναρθρα: «Και α και ου, γαμώ το ΔουΝουΤου». «Ψήφο, ε; Να!». «Δε θα βρείτε τίποτα στις κάλπες, ρε μαλάκες, ρε μαλάκες». Να λοιπόν που υπάρχει και το απολίτικο στοιχείο.
Από μία άποψη, εντάξει, υπάρχουν και άνθρωποι που μόνο έτσι μπορούν να εκφραστούν. Ιδίως αν ό,τι πιο πνευματώδες έχουν να πουν το έχουν ήδη εξαντλήσει στις προηγούμενες εβδομάδες. Αυτό είναι το επίπεδο του κόσμου: υπεροπτική μεν άποψη, ελιτίστικη, αλλά και υπερβολικά καλοπροαίρετη / συγκαταβατική. Δεν καταλαβαίνω δηλαδή, όσοι έχουν καλύτερο επίπεδο πού βρίσκονται; Γιατί αφήνουν όλο το πεδίο στους κάφρους; Ιδίως προκειμένου για το μόνο σημείο του ευρύτερου Συντάγματος που προβάλλεται συστηματικά από τα ΜΜΕ;
Αηδίασα και πήγα να δω τι παίζει παραπέρα. Για κάνα δίωρο πήγα πάνω κάτω άπειρες φορές στην πάνω και την κάτω πλατεία και τους γύρω δρόμους, άλλοτε πιάνοντας παρέα με γνωστούς που έβρισκα, άλλοτε παρατηρώντας. Σιγά σιγά μαζευόταν κόσμος. Πρέπει να 'ταν γύρω στις 10 που η Αμαλίας ήταν πλέον αρκετά γεμάτη.

ΣΤΑΔΙΑΚΕΣ ΜΙΚΡΟΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ

Η αστυνομική παρουσία ήταν υπερβολικά μεγάλη. Όποτε γίνονταν μετακινήσεις αστυνομικών, όλο και κάποιοι γύρω τους τούς πρόγκαραν. Είτε με συνθήματα (το κλασικό ΜπαΓουΔο αλλά και το πολύ οξύτερο «Εν-δυο, εν-δυο» όποτε οι μπάτσοι περπατούσαν, και άλλα) είτε με ατάκες: μαλάκες, τι τους φυλάτε, και τέτοια. Υπήρχαν όμως και αντιδράσεις πιο προσεγγιστικές: «Αν έχετε τιμή, αν έχετε πατρίδα, ανάποδα ανάποδα κρεμάστε την ασπίδα», καθώς και προσωπικές αποστροφές από διάφορους που τους έλεγαν «μαζί μας έπρεπε να είστε, και δικά σας λεφτά κλέβουν» κλπ. Πάντως γενικά έδειχνε να υποφώσκει μεγαλύτερη ένταση μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών απ' ό,τι είχα δει τις προηγούμενες μέρες.
Η ένταση αυξανόταν αισθητά όποτε τα ΜΑΤ περνούσαν τα κάγκελα και έμπαιναν στο χώρο των διαδηλωτών. Αυτό έγινε μερικές φορές. Οι αντιδράσεις ήταν πολύ έντονες, και έδειχναν να εννοούν «τώρα παραβιάζτε το δικό μας χώρο αδικαιολόγητα». Είδα αρκετές φάσεις όπου κάποιος έξαλλος ορμούσε προς τα ΜΑΤ ουρλιάζοντας και χειρονομώντας, και κάμποσοι διαδηλωτές προσπαθούσαν ήρεμα ή όχι να τον περιμαζέψουν. Όταν κάποιος πέταξε ένα φραπέ στους μπάτσους, η φάση κατέληξε στο να πέσουν μια δυο σφαλιάρες μεταξύ διαδηλωτών. Εκείνη τη στιγμή παρατηρούσα πολύ προσεκτικά τους μπάτσους να δω αν θα γελούσαν ή θα σχολίαζαν, αλλά έδειχναν αδιάφοροι.
Κάποια στιγμή μια γραμμή μπάτσων όχι απλώς βγήκε από τα κάγκελα αλλά στάθηκε λοξά προς την κυρίως γραμμή, αυτήν που ήταν στα κάγκελα, ακριβώς μέσα στη μέση του πλήθους, χωρίζοντάς το στα δύο σε μερικά σημεία. Έκατσαν εκεί κάνα δεκάλεπτο, έφαγαν πολλή πρόγκα και τελικά ξαναμπήκαν πίσω από τα κάγκελα. Δε φάνηκε να υπήρχε κανένας σκοπός σ' αυτό τον ελιγμό.
Είχα την αίσθηση ότι δημιουργούν επίτηδες ένταση. Είχε αρχίσει να μου μυρίζει ξύλο.

ΠΑΜΕ

Πρέπει να πω ότι για να είμαι στις 8 το πρωί εκεί είχα μείνει ξάγρυπνος όλη νύχτα, γιατί κανονικά κοιμάμαι περί τις αυγές και ξυπνάω το μεσημέρι. Εκείνη την ώρα λοιπόν είχα αρχίσει να νιώθω έντονα την κούραση. Ήθελα να πηγαίνω, αλλά με κρατούσε κάτι: «Δηλαδή ήρθες για να 'χεις να λες ότι ήρθες;» Άλλωστε δεν ήταν καν η στιγμή που θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πως είδε ό,τι ήταν να δει: έρχονταν ακόμα αβέρτα κόσμος, και υπήρχε μια δυναμική που έδειχνε σαφώς ότι κάπου θα βγάλει. Είπα λοιπόν να περιμένω μέχρι να έρθουν και οι πορείες, να μη χάσω την κορύφωση της συγκέντρωσης.
Πράγματι κάποια στιγμή άκουσα από την κάτω μεριά (Φιλελλήνων) ντουντούκες και συνθήματα. Κατηφόρισα να δω κι από κει. Όταν είδα ότι είναι το ΠΑΜΕ, θυμήθκα ξαφνικά ότι θα μπορούσα ίσως να βρω εκεί ένα φίλο μου ΠΑΜίτη που έχουμε καιρό να βρεθούμε και δεν έχουμε κάνει καμία συζήτηση για όλα αυτά. Βέβαια θα μου πεις σιγά μην τον πετύχαινα τυχαία μέσα σε τόσο λεφούσι, αλλά παλι πού ξέρεις;
Η πορεία του ΠΑΜΕ προχώραγε σαν ένα ποτάμι μέσα στην κοίτη του. Έκατσα λοιπόν κι εγώ στην όχθη και παρακολουθούσα. Σε κάποια στάση της πορείας, μια κυρία δίπλα μου προσπάθησε να τους πιάσει κουβέντα και να τους πείσει να έρθουν να κάτσουν μαζί μας στο Σύνταγμα, εκφράζοντας κι ένα παράπονο (γιατί δηλαδή χώρια εσείς και χώρια εμείς;). Ένας ΠΑΜίτης που έκατσε να ασχοληθεί μαζί της ήταν απαξιωτικός. Αρχικά της είπε ειρωνικά «να, στο Σύνταγμα είμαστε!» και αργότερα «εσείς πρέπει να μάθετε να διαδηλώνετε, πρέπει να μάθετε να πειθαρχείτε». Παρόλο που αυτή είναι η τυπική διασπαστική στάση του ΠΑΜΕ, εν προκειμένω μου φάνηκε ότι η αντίδραση του τύπου δεν αντιπροσώπευε το σύνολο της πορείας. Αν μη τι άλλο, όταν η ίδια η πλατεία δηλώνει σταθερά από την πρώτη μέρα «όχι κόμματα εδώ», τι πιο λογικό από το να περάσει το ΠΑΜΕ χωρίς να ενωθεί με τους υπόλοιπους; Δεν έχω αμφιβολία ότι πολλοί ΠΑΜίτες θα ήρθαν μετά το τέλος της πορείας να ενωθούν με τον κόσμο, όχι όμως φυσικά ως μπλοκ του ΠΑΜΕ.
Κατά τα άλλα δεν αντιλήφθηκα δυσάρεστα συναισθήματα μεταξύ ΠΑΜιτών και λοιπών. Οπωσδήποτε η συνθηματολογία τους ήταν διαφορετική και από την κάφρικη συνθηματολογία της πάνω πλατείας (δόξα τω θεώ) και από εκείνην της κάτω πλατείας και της συνέλευσης. Αλλά κι αυτό είναι λογικό. Πρώτον, το ΚΚΕ είναι κόμμα της βουλής. Δεύτερον, άλλο ζητούμενο η άμεση δημοκρατία και άλλο ο κομμουνισμός. Δε βλέπω παρά υγιή πολυφωνία σ' αυτό. Η μόνη λεπτομέρεια που μ' ενόχλησε ήταν το σύνθημα «Να καταργηθεί το ΦΠΑ, δεν αντέχει άλλο η εργατιά». Δηλαδή όποιος δεν ανήκει στην εργατιά δε μας ενδιαφέρει αν αντέχει ή όχι; Μίλα για το λαό, όχι για ένα μέρος του μόνο. Μην τοποθετείς τον μη εργάτη απένατντι στον εργάτη. Κατά τα άλλα, μια χαρά. Μόνο που έκαναν έναν αιώνα οι ευλογημένοι να περάσουν, με παρατεταμένες στάσεις και με πολύ δυνατά μεγάφωνα όπου μέλη απηύθυναν χαιρετισμούς ή παίζονταν επαναστατικά τραγούδια... Κουράζει κάπου.

Β. ΣΟΦΙΑΣ - ΜΕΣΗΜΕΡΙ - ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΕΠΕΙΣΟΔΙΩΝ

Αφύ δε βρήκα το φίλο μου ξεκίνησα να γυρίζω σπίτι. Φυσικά η Β. Σοφίας στα λουλουδάδικα ήταν κλεισμένη από τους μπάτσους. Η έξοδος για να φύγουμε ήταν από τον πεζόδρομο της Ζαλοκώστα. Αυτό το ήξερα κι από τον ερχομό. Αφού ήταν πασίγνωστο ότι σκοπός της διαδήλωσης ήταν ο αποκλεισμός της Βουλής, θα ήταν παράλογο η αστυνομία να μην έχει μεριμνήσει για τη φύλαξη των εισόδων της. Αυτό που δεν είχα δει όμως ήταν το τείχος: είχαν στήσει έναν ολόκληρο φράχτη με πυκνό σιδερένιο πλέγμα σαν αυτό που έχουν οι κλούβες στις τζαμαρίες τους, γύρω στα δυόμισι μέτρα ψηλό, που έκλεινε όλο το πλάτος του δρόμου εκτός από δύο στενά περάσματα ένθεν κακείθεν για να περνάνε οι μπάτσοι. Είχε πρώτα μια σειρά κλούβες, μετά μια σειρά μπάτσους, μετά το φράχτη, μετά άλλη μια σειρά μπάτσους και μετά ήταν ο κόσμος. Ομολογουμένως ήταν αγριευτικό θέαμα.
Θα 'ταν γύρω στις 12 όταν πέρασα. Εκείνη την ώρα δεν είχε επεισόδια, ούτε επικρατούσε όμως βέβαια και αγάπη μεταξύ λαού και ΜΑΤ. Θα έλεγα ότι υπήρχε μια συγκρατημένη αλλά σαφής ένταση. Όπως και πιο πριν στην Αμαλίας, άλλοι έκραζαν τους μπάτσους, άλλοι τους προσέγγιζαν, ενώ παράλληλα πολύς κόσμος έφευγε προς τη Ζαλοκώστα αλλά και άλλος τόσος καινούργιος ερχόταν. Από αυτούς που στέκονταν, αρκετοί φορούσαν ιατρικές μάσκες ή είχαν αλοιφή στη μούρη. Ήταν και μερικοί με κανονικές αντιασφυξιογόνες μάσκες, και μετά παρατήρησα ότι αυτοί ήταν όλοι δημοσιογράφοι.
Και μεταξύ του πλήθους υπήρχε ένταση. Κάποιοι έκραζαν όσους έκραζαν τους μπάτσους, έγινε κάποια στιγμή ένας καβγάς μεταξύ δημοσιογράφων και πολιτών, κλπ. Σιγά σιγά οι τόνοι ανέβαιναν. Άρχισαν να πετάνε στους μπάτσους μπουκάλια νερού και φραπέδες. Αυτά γίνονταν κυρίως στο πεζοδρόμιο απέναντι από τα λουλουδάδικα, μπροστά στο μικρό άνοιγμα του φράχτη, εκεί που ήμουν κι εγώ, και όχι τόσο στο δρόμο. Στο δρόμο ο κόσμος δεν ήταν μεν φίλα διακείμενος προς τα ΜΑΤ, αλλά ούτε και τα προκαλούσε (τουλάχιστον όχι με πράξεις).
Μετά από μερικούς φραπέδες βγήκε άλλη μια σειρά μπάτσων, και πέρασε μερικά μέτρα μπροστά από την πρώτη. Το πλήθος αναταράχτηκε. Έπσεαν μερικά δακρυγόνα. Περισσότερα νερά και φραπέδες, τώρα και από το δρόμο. Οι μπάτσοι προχωράν κι άλλο. Το πλήθος έχει μπροστάρηδες μερικούς που παίζουν τύμπανα (εντελώς άλλους από τους τυμπανιστές της Αμαλίας), φωνάζουν συνθήματα, ακόμη και χορούς ρίχνουν, φέρονται ειρηνικά αλλά τσαμπουκαλεμένα. Από πιο πίσω έρχονται ακόμα αβέρτα μπουκάλια, ολμηδόν. Ένας κύριος δίπλα μου φωνάζει στους μπάτσους «δέκα κωλόπαιδα είναι, πιάστε τους ή να τους πιάσουμε εμείς! τρεις βδομάδες τώρα δεν έχει ανοίξει ρουθούνι!». Και έχει απόλυτο δίκιο. Οι μπάτσοι αναδεύουν απειλητικά τους πυροσβεστήρες με τα χημικά, αλλά δεν κάνουν κάτι άλλο*.
Ένα βήμα η μια πλευρά, ένα βήμα η άλλη, φτάνουμε σε σημείο ο κόσμος (πολλοί; κάποιοι;) να πετάνε πλέον πέτρες. Τα ΜΑΤ ρίχνουν δύο κρότου-λάμψης, η μία σκάει μες στον κόσμο. Δεν ξέρω πλέον πόσες σειρές μπάτσοι έχουν βγει μπροστά από το φράχτη. Απωθούν τον κόσμο του δρόμου, εμάς όμως στο πεζοδρόμιο δε μας ενοχλούν (γιατί προφανώς δεν μπορούν να αποκλείσουν το στενάκι που είναι η μόνη έξοδος).
Είχα την επιλογή να σταθώ εκεί που ήμουν, να προχωρήσω προς Σύνταγμα ή να φύγω από τη Ζαλοκώστα. Εκεί που ήμουν είχε αρχίσει να μη μου πολυαρέσει, γιατί δεν ήταν μεν εστία βίας, είχα όμως πλέον μπάτσους και μπροστά μου και πίσω μου. Προς Σύνταγμα και πάλι δε μου άρεσε, γιατί αν τύχαινε τίποτα η μόνη μου λύση θα ήταν να τρέξω μαζί με όλο το μπούγιο για να πάμε πού; λίγα μέτρα παρακάτω το πλήθος της Αμαλίας ήταν πλέον συμπαγές. Έφυγα από Ζαλοκώστα, ξανακατέβηκα προς Σύνταγμα και βγήκα στο τέλος της Πανεπιστημίου, κι από κει στην πίσω πλευρά εκείνου του πλήθους της Β. Σοφίας που σταδιακά απωθούσαν οι μπάτσοι. Το δακρυγόνο στην ατμόσφαιρα ήταν πλέον αρκετά βαρύ.
Και τότε είδα τον κουκουλοφόρο. Άλλο ένα πράγμα που δεν είχα ξαναδεί με τα μάτια μου. Είχε τη στερεοτυπική εμφάνιση νίντζα, με τη μούρη φασκιωμένη με μαύρη μπλούζα και μαύρο γυαλί. Έτρεχε προς το μέρος μου, δηλαδή απομακρυνόμενος από το πλήθος προς την κατεύθυνση που εκείνο υποχωρούσε, για να μαζέψει όσα μπουκάλια έβρισκε. Άρπαξε δυο-τρία, έκανε μεταβολή, διέσχισε το πλήθος, έφτασε στην πρώτη γραμμή και τα έριξε στους μπάτσους. Κανένας δεν ασχολήθηκε να τον πιάσει, να τον απομονώσει. Ούτε μπάτσος ούτε διαδηλωτής. Μετά δεν εξαφανίστηκε, συνέχισε να τρέχει πάνω κάτω στην πρώτη γραμμή και στο κενό μεταξύ πρώτης γραμμής και μπάτσων, λες κι είχε κάποια βεβαιότητα (που δεν ήταν και τόσο λανθασμένη) ότι δεν τον πιάνει τίποτε.
Λίγο πιο πέρα πέφτουν οι δύο πρώτες μολότωφ. Τις είδα να πετάνε, φλεγόμενες, ταυτόχρονα, πάνω από τα κεφάλια του πλήθους, όχι στο δικό μας επεισόδιο αλλά στην προς τα δω άκρη του μετώπου της Αμαλίας. Πού έσκασαν δεν είδα, είχε κόσμο ανάμεσα.
Θεώρησα ότι έχω δει αρκετά. Ήταν γύρω στη μιάμιση. Μπορούσα άνετα να φύγω: δεν είχα έρθει για να παίξω ξύλο, κι όσο για να το δω, ποιος ο λόγος; Η συνέχεια ήταν τόσο προφανής ώστε ήταν σα να την έχω ήδη δει.

..........................................................
* Σημείωση μέρες μετά: εδώ έχω μια ανακρίβεια. Οι πυροσβεστήρες δεν έχουν χημικά, έχουν πυροσβεστικό υλικό. Τα χημικά τα έχουν σε βομβίδες και, ένας ανά διμοιρία, και στη φυσούνα. Αυτό δεν το ήξερα όταν τους είδα. Παρά ταύτα, γεγονός παραμένει ότι κουνούσαν τους πυροσβεστήρες με ύφος απειλητικό.

Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΠΑΓΚΡΑΤΙ

Αφού έκανα μια αρκετά πιο περίπλοκη διαδρομή προς το σπίτι μου απ' ό,τι αν οι δρόμοι ήταν ανοιχτοί, ξαναβρήκα κόσμο στη Ριζάρη και Β. Κωνσταντίνου. Η Β. Κωνσταντίνου ήταν κλειστή και περιστοιχισμένη από ένα απίστευτο πλήθος δελτάδων. Ρώτησα και μου είπαν ότι από εδώ περνούσαν τα αυτοκίνητα των βουλευτών. Έπρεπε να περάσω απέναντι, αλλά δεν άφηναν ούτε πεζούς. Έπρεπε, λέει, να πάω μέχρι το Χίλτον. Εντωμεταξύ κόντευα να φτάσω σπίτι μου και κατουριόμουν κιόλας. Εδώ υπήρχε μεν ένα κάποιο συγκεντρωμένο πλήθος, αλλά ούτε ένταση ούτε τίποτε, ήταν γελοίο καψόνι όλο αυτό το τζάμπα περπάτημα. Εν πάση περιπτώσει δέκα μέτρα παραπέρα οι δελτάδες είχαν μάλλον άλλες διαταγές, και πέρασα κανονικά.

Στο Παγκράτι υπήρχε ειρήνη και γαλήνη, εκτός από ένα απίστευτο κυκλοφοριακό κομφούζιο. Είχαν κλείσει και μερικούς δρόμους που δεν είχαν εμφανή σχέση με τις επίμαχες διαδρομές, τοπικά στενάκια, και δυο τροχαίοι που ήλεγχαν να μην περάσει κανείς από το στενό τους έκαναν χάζι το μποτιλιάρισμα. Αργότερα όμως άρχισε κι εκεί να μυρίζει δακρυγόνο, δεν ξέρω τι έγινε, άκουσα και μερικά μπαμ-μπουμ...
Αργότερα έγιναν χοντρά μπάχαλα στο Σύνταγμα, όπως είναι γνωστό διεθνώς.

* * * * * * * * * * * * * * * *

Όλη αυτή η λεπτομερής ανασκόπηση όσων είδα με ηρέμησε, πρέπει να πω. Ωστόσο όταν ξεκίνησα να γράφω ήμουν πολύ στενοχωρημένος. Το μπάχαλο ήταν εντελώς στημένο. Δεν είχε καμία σχέση με το κίνημα της πλατείας. Δεν ξέρω αν ο κουκουλοφόρος που είδα και οι άλλοι με τα μπουκάλια και με τις μολότωφ ήταν επαγγελματίες προβοκάτορες της αστυνομίας (λένε ότι τσάκωσαν έναν με αστυνομική ταυτότητα) ή απλοί ιδιώτες μπάχαλοι, αλλά ακόμη κι αν δεν υπήρχαν αυτοί η αστυνομία έκανε ό,τι περνούσε απ' το χέρι της ώστε σταδιακά, από το πρωί, να ανεβάσει την ένταση μέχρι να πέσει το πρώτο μπουκάλι, ο πρώτος φραπές, για να ακολουθήσουν ένα ένα τα βήματα στη γνωστή σειρά μέχρι το γενικευμένο ξέσπασμα της βίας.

ΠΕΡΙ ΑΜΕΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ 3

Ξημερώνει η Πέμπτη 16 Ιουνίου. Το παρακάτω κείμενο το έγραψα πριν 24 ώρες, δηλαδή λίγο πριν τον προγραμματισμένο αποκλεισμό της Βουλής της 15ης Ιουνίου, για ένα άλλο φόρουμ. Το παραθέτω με μικρές διορθώσεις.

Τώρα που το πρωί της Τετάρτης δεν έχει έρθει ακόμη, καταθέτω και τις δικές μου σκέψεις γιατί αύριο μπορεί να έχω άλλες.

Η παρουσία μου στο Σύνταγμα από την Κυριακή 5 Ιουνίου και μετά ήταν αρκετά περιορισμένη, επομένως και η άποψή μου.

Το ότι κάθε φορά έφευγα με μία εντελώς διαφορετική εικόνα που αναιρούσε την προηγούμενη, στην αρχή με ανησύχησε (μα δεν έχω καταλάβει τίποτε;), στην πορεία αντιθέτως με ενδυνάμωσε (ευτυχώς που δε νομίζω ότι έχω καταλάβει), τελικά με πήρε από κάτω (είμαι από αυτούς που δεν καταλαβαίνουν τίποτε, ανίατος).

Μετά το μεγάλο μπαμ της προπερασμένης Κυριακής, τη Δευτέρα δεν πήγα, αλλά υπέθεσα ότι δε χάλασε ο κόσμος, αφού την Κυριακή είχα δει ότι είμαστε πολλοί. Την Τρίτη πήγα, αλλά πολύ αργά, για τους ίδιους λόγους. Όταν έφτασα, διαπίστωσα ότι έχω φερθεί σα μαλάκας: όλοι είχαν κάνει την ίδια σκέψη (ξεκινήστε κι έρχομαι), και στην πλατεία είχε μείνει μια σκόρπια κατάσταση χωρίς τον παλμό της προηγούμενης εβδομάδας.

Τελευταία φορά που πήγα ο κόσμος ήταν λιγοστός σαν μαλλί σε κασιδιάρικο κεφάλι. Δεν υπήρχε ο εορταστικός τόνος των πρώτων 10-τόσων ημερών. Ο ένας γκρίνιαζε ότι έχει γεμίσει η «πάνω πλατεία» φασίστες, ο άλλος ότι έχει γεμίσει η «κάτω πλατεία» ανρχοσυριζαίους, ο τρίτος ότι του κανονίσαν λάιβ και τελικά λόγω κακής οργάνωσης ματαιώθηκε και από πάνω κλέψαν και το λάπτοπ του ηχολήπτη. Είχε πρεζάκια και υπαίθριους πωλητές τσαντών λουΐ-βιτόν. Αφού υπάρχει εξομολογητική διάθεση, να σας πω ότι εμένα με πείραξε αυτό (πρεζ-λ.β.).

Έπρεπε να επιμείνω σε πείσμα των αποθαρρυντικών σημείων, αλλά κυριάρχησε η αδράνειά μου.

Μου την έχει δώσει που όλο και περισσότεροι λένε «δεν πάω εκεί, έχει φασίστες». Πέραν του ότι δεν έχω καταλάβει πώς ξέρουμε τόσο θετικά ότι έχει φασίστες και μάλιστα πολλούς, κατά τη γνώμη μου η μόνη λύση -αφού δεν είναι δυνατόν να απαγορεύσεις στον φασίστα αυτό που επιτρέπεται σε όλους- είναι ακριβώς να είσαι εκεί ώστε να συμβάλεις στο να μειοψηφήσουν οι φασίστες. Αν κάνουμε το ίδιο στις εκλογές, δεν πάμε επειδή ψηφίζουν και οι φασίστες, θα ψηφίσουν μόνο οι φασίστες!
Αλλά να που δεν πήγα ούτε εγώ. Αυτούς που είδα με τα μάτια μου δεν ήταν φασίστες, ήταν ένα μικρό αποσυναρμολογημένο πλήθος που δεν μπορώ καν να το ονομάσω «ομάδα», αποτελούμενο εν μέρει από τα αποκαΐδια της γιορτής, εν μέρει από κάποιους που εξακολουθούσαν το παιχνίδι της άμεσης δημοκρατίας εγκλωβισμένοι στην κοσμάρα τους, εν μέρει από κάποιους που συνέχιζαν με κέφι και συνέπεια να υπηρετούν το στόχο αλλά ήταν πλέον λίγοι, και από τους υπόλοιπους που είτε γκρίνιαζαν είτε πουλούσαν τσάντες λουΐ βιτόν.

Δεν είναι περίεργο που τόσες εβδομάδες δεν έπεσε ξύλο; Γιατί μας (τους) άφησαν έτσι ανενόχλητους; Αυτό το κράτος δε μας έχει συνηθίσει σε τόση ανεκτικότητα. Κάθε χρόνο τσακίζονται παΐδια και κεφάλια και εισπνέονται χημικά για πολύ μικρότερες αιτίες από την κατάληψη πλατείας επί 3 (!!!) βδομάδες.
Να λοιπόν η απάντηση: «Θα σας αφήσουμε ανενόχλητους μέχρι να βαρεθείτε. Πόσο καιρό μπορείτε να παίζετε χωρίς αντίπαλο; Μια, δυο, τρεις, στο τέλος ή θα πάτε σπίτια σας, ή θα σας φάει η μιζέρια, ή θα δημιουργήσετε έναν αντίπαλο όπως μπορέσετε.» Όπερ και εγένετο.

Δεν ξέρω αν έγιναν όλα αυτά που λέω. Το ότι τα είδα δε σημαίνει τίποτε, μπορεί να ήταν απλώς αυτά που συνέβαιναν στο σημείο όπου βρισκόμουν εκείνη τη στιγμή, και παντού αλλού όλο τον υπόλοιπο καιρό να συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Αν όμως συνέβησαν έτσι, βαρύτατη ευθύνη πέφτει σ' όλους όσοι φερθήκαμε όπως εγώ. Δε φταίει ο αντίπαλος όταν χάνεις, το ξέρεις ότι δουλειά του είναι να κερδίσει. Το να κερδίσεις εσύ όμως είναι δική σου δουλειά!

Θα δούμε τώρα με το ξημέρωμα...

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

ΠΕΡΙ ΑΜΕΣΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ 2

Έχουν περάσει 10 μέρες από την πρώτη συγκέντρωση στο Σύνταγμα και από το προηγούμενο σχετικό κείμενό μου. Ξανακατέβηκα αρκετές φορές, άλλοτε νωρίς, άλλοτε αργά, άλλοτε στο ένα σημείο της πλατείας και άλλοτε στο άλλο. Θέλω να καταθέσω τις μέχρι τώρα εντυπώσεις μου.

Η ΔΥΣΚΟΛΙΑ ΣΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ - ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ - ΚΑΤΣΑΡΟΛΕΣ

Στο Σύνταγμα γίνονται πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Στο κέντρο της κυρίως πλατείας υπάρχει η λαϊκή συνέλευση. Στους χώρους με το γρασίδι υπάρχουν αντίσκηνα, με παρέες-παρέες απέξω. Σε άλλα σημεία της πλατείας υπάρχουν διάφορα πάρτυ: παρέες που παίζουν μουσική και γλεντάνε μαζί με τους γύρω, που συμμετέχουν χορεύοντας ή παίζοντας κι αυτοί ή απλώς ακούγοντας. Στην κάτω μεριά της πλατείας έχει στηθεί ένα πλήθος πάγκων με σουβλάκια, μπίρες, καλαμπόκια και μαλλί της γριάς. Ανάμεσα σ' όλα αυτά κινείται ένα αυξομειούμενο αλλά γενικά μεγάλο πλήθος ανθρώπων. Πάνω από την πλατεία, στην Αμαλίας έξω από τον Άγνωστο Στρατιώτη, είναι η κυρίως διαδήλωση -πανώ, συνθήματα, ταμπούρλα, σφυρίχτρες. Και στα σκαλάκια από Αμαλίας προς πλατεία υπάρχουν μάζες κινούμενων ή στεκάμενων ανθρώπων.
Θεωρώ ότι είναι σχεδόν αδύνατο να έχει κανείς πλήρη εικόνα όσων συμβαίνουν. Ακόμη κι αν είναι κάθε μέρα στο Σύνταγμα, σ' όποιο σημείο κι αν βρίσκεται δε θα μπορεί να ξέρει τι γίνεται λίγο παραπέρα. Ασφαλώς η δική μου εικόνα είναι αποσπασματική. Ακόμη πιο αποσπασματική θα είναι η εικόνα όποιου τα μαθαίνει δεύτερο χέρι.
Την Τετάρτη συνέβη ένα γεγονός που έμεινε στην ειδησεογραφία ως «η ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη στα Προπύλαια». Αυτό είναι εντελώς άκυρος τίτλος: μίλησαν καμιά δεκαριά άνθρωποι, μεταξύ των οποίων ο Θεοδωράκης δεν ήταν ο κεντρικός ομιλητής, δε μίλησε πέρισσότερη ώρα από τους άλλους, και (κατά τη γνώμη μου) σίγουρα δε μίλησε ουσιαστικότερα από τους άλλους. Απλώς ήταν ο πιο γνωστός απ' όλους, αλλά και πάλι χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι υπόλοιποι ήταν οι περιπτεράδες της γωνίας. Αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα της αποσπασματικότητας στην πληροφόρηση.
Επιπλέον: ενώ υπάρχει ένα ρεύμα (καθόλου άδικο) απαξίωσης των «συστημικών» ΜΜΕ και ακούμε όλη την ώρα προτροπές να κλείσουμε την τηλεόραση και να ενημερωνόμστε από το διαδίκτυο, εντούτοις οι αδέσμευτες διαδικτυακές πηγές ενημέρωσης δεν είναι κι αυτές άμεμπτες. Σε μια από αυτές διάβασα μεταξύ άλλων ότι ο Θεοδωράκης «έκανε λόγο για το ενδεχόμενο πώλησης της Ακρόπολης στους Τούρκους». Το πιθανότερο συμπέρασμα που θα έβγαζε κανείς από μια τέτοια είδηση είναι ότι ο Θεοδωράκης έχει παραφρονήσει και στήνει θεωρίες συνωμοσίας. Άκουσα όντως τον Θεοδωράκη με τ' αφτιά μου να λέει «σε λίγο θα πουλήσουμε την Ακρόπολη στους Τούρκους», αλλά η αποκοπή αυτής της πρότασης από το συμφραζόμενο αλλάζει τελείως το νόημά της. Ο άνθρωπος απλώς έφερε ένα υποθετικό ακραίο παράδειγμα ως σχήμα λόγου, για να διανθίσει και να ζωηρέψει μια ομιλία που μάλλον την εκφωνούσε χωρίς γραπτό κείμενο (δεν είχα οπτική επαφή αλλά έτσι μου φάνηκε), στην οποία αναφέρθηκε γενικότερα στο ξεπούλημα της Ελλάδας. Μπορεί η ομιλία του να μου φάνηκε ότι πάσχει σε πρωτοτυπία, σε πληρότητα και σε πρόταση, αλλά ποτέ δεν προφήτεψε ότι θα πουληθεί η Ακρόπολη με την κυριολεξία της φράσης.
Επομένως έχουμε μια διπλή διαστρέβλωση της αλήθειας, χωρίς ωστόσο χρήση ψευδολογίας: πρώτον, λέμε «μίλησε ο Θεοδωράκης», πράγμα που είναι γεγονός -μόνο που μίλησαν κι άλλοι δέκα. Δεύτερον, λέμε «ο Θεοδωράκης είπε αυτό», που επίσης είναι γεγονός -μόνο που είπε ένα σωρό εκτός από αυτό!
Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι κατσαρόλες. Έχουν δημοσιευτεί πολλές φωτογραφίες με διαδηλωτές που χτυπούν κατσαρόλες. Δίνεται η εντύπωση ότι η κατσαρόλα είναι ένα από τα σύμβολα του κινήματος. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει πολύ δυσάρεστους συνειρμούς σε όσους έχουν μια παραπάνω ενημέρωση (δεν είμαι ένας εξ αυτών), γιατί φαίνεται ότι στην πρόσφατη ιστορία άλλων χωρών η κατσαρόλα έχει χρησιμοποιηθεί ως σύμβολο σε ακροδεξιά κινήματα. Οι πιθανοί λόγοι να χτυπάει κανείς κατσαρόλες είναι διάφοροι:
α) Μπορεί να θέλει να δείξει μ' έναν εύγλωττο τρόπο ότι πεινάει, ότι πένεται.
β) Μπορεί να είναι το πιο πρόχειρο μέσο φασαρίας που βρήκε στο σπίτι του. Η φασαρία (σφυρίχτρες, καραμούζες, τύμπανα, βουβουζέλες) έχει πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός μαζικού παλμού: όλοι οι στρατοί είχαν πάντοτε στρατιωτικές ορχήστρες από δυνατά όργανα, αλλά ακόμη και για έναν ειρηνικό πανηγυρισμό συνήθως έχουμε την αυθόρμητη τάση να κάνουνμε θόρυβο (π.χ. γαμήλιες πομπές αυτοκινήτων που κορνάρουν).
γ) Μπορεί -λιγότερο πιθανό- να έχει υπόψη του τον ακροδεξιό συνειρμό, και να τον υιοθετεί συνειδητά.
δ) Μπορεί -ακόμη λιγότερο πιθανό- να μην τον έχει υπόψη του, αλλά να του υπέβαλε δολίως την ιδέα της κατσαρόλας κάποιος που τον έχει, με τον προβοκατόρικο σκοπό να απαξιωθεί το κίνημα στη συνείδηση όσων θα το συνδέσουν με ακροδεξιά στοιχεία επειδή τυχαίνει να γνωρίζουν αυτή τη μάλλον σπάνια πληροφορία.
ε) ...[συμπληρώστε]
Όμως δε συμβαίνει τίποτε απ' όλα αυτά. Εγώ προσωπικά δεν είδα παρά ελάχιστους να χτυπούν κατσαρόλες. Η κατσαρόλα δεν είναι σύμβολο του κινήματος. Απλώς έτυχε ή επελέγη, στις φωτογραφίες με τα εκατοντάδες υψωμένα χέρια και τις μούντζες, να δείξουν και μερικές από αυτές τις λιγοστές κατσαρόλες.

ΑΜΑΛΙΑΣ - ΣΥΝΘΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Όσες φορές πήγα, πλήθη φώναζαν συνθήματα. Κυριαρχεί το «Ουστ» -λιτό και περιεκτικό-, η μούντζα, η καινοφανής χειρονομία με τα δάχτυλα που τρέμουν, το «Κλέφτες», και αρκετά με ευρηματικό χιούμορ, όπως «Τίνος είναι Μαργαρίτα το παιδί;». Επίσης πολλή γιούχα, κυρίως όταν εμφανίζεται κανείς στα παράθυρα της Βουλής ή στο προαύλιο, και φυσικά όταν περνάνε τα ΜΑΤ. Και τέλος τα πράσινα φωτάκια λέιζερ.
Δεν έτυχα σε καμία πραγματική ασχημονία. Το βράδυ που δεν άφηναν τους βουλευτές να βγουν δεν ήμουν, κι έτσι δεν έχω άποψη. Το ότι αυτό το ζωηρό πλήθος είναι τόσες μέρες μύτη με μύτη με τα ΜΑΤ και δεν έχει γίνει τίποτε βίαιο το θεωρώ καταπληκτικό επίτευγμα.
Διάβασα ότι άρχισαν να παρεισφρέουν φασιστικά στοιχεία, να γίνονται ναζιστικοί χαιρετισμοί κλπ. Δεν το είδα, δεν έχω να πω τίποτε.
Βέβαιον είναι ότι κυκλοφορούν πολλές ελληνικές σημαίες. Η ελληνική σημαία τα τελευταία χρόνια έχει πέσει σε μια άδικη απαξίωση. Το γεγονός ότι έχει χρησιμοποιηθεί από τους εθνικιστές την έχει εμπλέξει, στην αντίληψη πολλών αντιεθνικιστών, στη σύγχυση μεταξύ της καλής και της κακής έννοιας του έθνους και των εθνικών συμβόλων. «Πατρίδα μας η γη», «Έλληνες είστε και φαίνεστε» κλπ. Το έθνος δεν είναι κάτι κακό, δε σε καταπιέζει, δε σου επιβάλλει τι να κάνεις ή τι να σκεφτείς. Το έθνος είναι η ομάδα όπου ανήκεις. Αν δε θέλεις να ανήκεις, οκ (εφόσον βέβαια δεν κάνεις την εσφαλμένη ταύτιση του έθνους με το κράτος που σε έχει απογοητεύσει). Όχι όμως, επειδή οι ακροδεξιοί μλάνε όλη την ώρα για πατρίδα, να σημαίνει ότι όποιος δεν αρνείται την πατρίδα και τα σύμβολά της είναι εθνικιστής!!
Συνεπώς η παρουσία ελληνικών σημαιών δεν έχει, και δεν πρέπει να θεωρείται ότι έχει, αυτόχρημα εθνικιστικό / φασιστικό / ακροδεξιό νόημα. Από κει και πέρα, το αν ο καθένας που έρχεται με τη σημαία στην Αμαλίας το εννοεί με την υγιή ή την εθνικιστική έννοια, δεν το γνωρίζω.
Στη συνθηματολογία υπάρχει και αρκετή τάση απαξίωσης του κοινοβουλευτισμού. Η απογοήτευση από τον τρόπο που εφαρμόζεται το πολίτευμα δε θα έπρεπε να επηρεάζει τη γνώμη μας για το ίδιο το πολίτευμα. Άλλο «δε θέλω αυτούς τους βουλευτές» ή «δε θέλω τέτοιους βουλευτές» κι άλλο «δε θέλω καθόλου βουλή». Όμως αυτές είναι εννοιολογικές διακρίσεις που, ενώ μπορεί ίσως να τις κάνει ο καθένας την ώρα που σκέφτεται ή συζητεί ψύχραιμα, είναι πολύ λεπτές για ένα πλήθος που φωνάζει ρυθμικά. Το πλήθος που φωνάζει, αφενός είναι πάντα πιθανό να μαζοποιηθεί και επομένως να γίνει χειραγωγήσιμο. Αφετέρου όμως, αν δε συγκεντρωθεί και δε φωνάξει το πλήθος δεν πρόκειται ποτέ να γίνει τίποτε. Αλίμονο αν στον πόλεμο ο στρατιώτης καθόταν να σκεφτεί αν πολεμάει δίκαια ή άδικα! Δε με ανησυχεί ένα συγκεντρωμένο πλήθος που δε σκέφτεται, ή που δε σκέφτεται ορθά ή όπως εγώ θεωρώ ορθά. Η σκέψη είναι αρμοδιότητα άλλων -και στους άλλους περιλαμβάνω ακόμη και τα ίδια άτομα που συμμετέχουν στο πλήθος, σε άλλη όμως στιγμή.

ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ

Η μόνη φορά που συμμετείχα στη συνέλευση ήταν την πρώτη μέρα, όπου έγιναν όσα γράφω στο άλλο κείμενο. Άλλες φορές είτε άκουσα για λίγη ή περισσότερη ώρα απ' έξω, είτε στεκόμουν σε τελείως άλλο σημείο. Αυτό που είδα την πρώτη μέρα μού έδωσε την εντύπωση ότι είναι πολιτισμένο αλλά κάπως «σκόρπιο». Το να δικαιούται ο καθένας το λόγο, να μην κάνει κανείς κατάχρηση του χρόνου που διαθέτει, να μη διακόπτει κανείς φωνάζοντας, να μη γίνονται φασαρίες, να μην αποπαίρνουν τον λιγότερο ψημένο ομιλητή, όλα αυτά είναι πολύ σπουδαία. Και δε γίνονται στη Βουλή, ούτε στις τηλεοπτικές συζητήσεις (για να μην πω ότι δε γίνονται ούτε στις ιδιωτικές συζητήσεις). Είναι αναγκαία προϋπόθεση για να βγει κάτι. Σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι και ικανή: πρέπει να υπάρξει και πρόταση.
Προσωπικά ακόμα δεν έχω καταλάβει τι έχουμε να πούμε πέρα από το ότι δε θέλουμε πια να κυβερνώμαστε έτσι.
Το κίνημα, ενώ είναι γνωστό ως «αγανακτισμένοι», στην πραγματικότητα ονομάζεται (με απόφαση της συνέλευσης) «Άμεση Δημοκρατία τώρα». Σε επίπεδο πλατείας όντως εφαρμόζεται η άμεση δημοκρατία. Έχει στηθεί μια αυτοοργάνωση με ομάδες στις οποίες έχουν κατανεμηθεί διάφορες αρμοδιότητες σχετικά με τη διαχείρηση της ίδιας της κοινότητας της πλατείας: ομάδες ιατρικές, σίτισης, καθαριότητας κλπ. Κανείς δεν έχει αναδειχθεί σε θέση σημαντικότερη από τον άλλον. Ακόμη και οι ομιλητές δε στέκουν για το τρίλεπτό τους σε βήμα, πράγμα που θα τους έδινε ένα έστω και στιγμιαίο πλεόνασμα εξουσίας, αλλά στο ίδιο επίπεδο με τους ακροατές. Αυτά είναι επίσης καταπληκτικά επιτεύγματα.
Όμως ένα κίνημα δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς ηγέτες. Όταν κάποια στιγμή θα εμφανιστούν κι αυτοί, είναι υψίστης σημασίας να είναι αγνοί, όχι δημαγωγοί, όχι καπελωτές, όχι ιδιοτελείς. Για να τους ξεχωρίσει το κίνημα, να τους διαλέξει και να τους αναδείξει, θα πρέπει να έχει ασκηθεί αρκετά στη σκέψη. Όσο συνεχίζονται αυτές οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, αυτή η σκέψη και η κρίση καλλιεργείται. Το να εμπεδώνεται μια κουλτούρα αυτοοργάνωσης δημιουργεί ώριμους και υπεύθυνους πολίτες. Άρα καλό είναι που ακόμη παραμένουμε στα ίδια (συζητήσεις όπου ακούγονται όλες οι γνώμες με σεβασμό αλλά που δεν έχουν ακόμη αλλάξει τον κόσμο), γιατί χρειάζεται κάποιος χρόνος. Όμως αν περάσει περισσότερος χρόνος από τον πρέποντα, το κίνημα θα ξεφουσκώσει. Ή θα αλωθεί.
Με άλλα λόγια: το ότι η συγκέντρωση είναι αυτοοργανωμένη σε επίπεδο καθαριότητας κλπ. είναι μεν ωραίο αλλά δεν αλλάζει τον κόσμο. Δημιουργεί όμως τις προϋποθέσεις ώστε ένα κίνημα που αυτή τη στιγμή είναι ακόμη στα σπάργανα να ωριμάσει. Τότε ίσως αλλάξει τον κόσμο.
Δεν ξέρω σε ποια κατεύθυνση θα τον τρέψει. Δεν πιστεύω στην άμεση δημοκρατία σε επίπεδο μεγαλύτερο από αυτό μιας πλατείας. Το Σύνταγμα στο μάξιμουμ πρέπει να είχε μαζέψει τόσο κόσμο όσοι περίπου ήταν οι πολίτες της αρχαίας Αθήνας, που αποτελεί το πρότυπο της άμεσης δημοκρατίας. Περισσότεροι από τόσους, εξαπλωμένοι σε μια ολόκληρη χώρα, δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα λειτουργούσαν χωρίς κάποιο σύστημα εκπροσώπησης. [Σε ανύποπτο χρόνο είχα γράψει για μια μορφή άμεσης δημοκρατίας που εφαρμόζεται στην Ελβετία.]

ΤΑ ΠΑΡΤΥ

Όσοι είναι στην πλατεία και δεν παίρνουν μέρος στη συνέλευση ή δεν έχουν αναλάβει κάποιο συγκεκριμένο πόστο στο πλαίσιο της αυτοδιαχείρισης, στήνουν παρτάκια. Καταναλώνεται πολλή μπίρα, παίζεται πολλή μουσική. Το αμεσοδημοκρατικό πνεύμα είναι κι εδώ εμφανές: κανείς δε στήνει μια οργανωμένη συναυλία με σκηνή και ηχεία, πράγμα που θα έδινε στους μουσικούς έναν πιο ηγεμονικό λόγο σε σχέση με τους ακροατές. Δε θα ξεχάσω την εικόνα μιας ομάδας που έπαιζαν παραδοσιακά, καθισμένοι σ' ένα παγκάκι της πλατείας, με καμιά τριανταριά άτομα σταυροπόδι απέναντί τους, τα οποία έδιναν μεν σαφώς την εντύπωση ότι αποτελούν κοινό, πλην οι μισοί κρατούσαν κι αυτοί τα δικά τους όργανα και συμμετείχαν παίζοντας λίγο μπουζουκάκι, λίγο τουμπελέκι, λίγη λύρα! Άλλες φορές το πράγμα είναι ακόμη πιο συμμετοχικό, είναι απλώς παρέες όπου κανείς δεν είναι απέναντι αλλά όλοι μαζί ανάκατα, και απλώς μερικοί από όλη την παρέα παίζουν όργανα. Ιδιαίτερη είναι η παρουσία των πολύ ηχηρών οργάνων, και κατεξοχήν των κρουστών. Είδα και κάτι σαν αυτοσχέδια συναυλία μιας ομάδας κρουστών αλλά και παρέα που χωρίς κανείς να κάνει συναυλία γλεντούσαν όλοι μαζί παίζοντας αποκλειστικά κρουστά για πάνω από μια ώρα συνεχόμενα. Ωστόσο παίζονται και πιο ήπιες μουσικές. Γενικά είδα κυρίως παραδοσιακά και έθνικ, άντε και λίγο ρεμπέτικα, καθώς και το αγέραστο είδος της κατεξοχήν παρεΐστικης μουσικής με κιθάρες (ψιλορόκ σε ακουστικές εκτελέσεις).
Η εικόνα της πλατείας με τις μυρμηγκιές κόσμου, όπου τέτοια σκηνικά γίνονται ταυτόχρονα σε 3-4 διαφορετικά σημεία, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν τα αντίσκηνα και οι πάγκοι των σουβλατζήδων καθώς και οι μάζες των περιφερόμενων πάνω κάτω, όλο αυτό είναι η απόλυτη εικόνα γιορτής. Το Σύνταγμα είναι χαρούμενο, πανηγυρίζει. Οι φάτσες δεν είναι αγανακτισμένες, είναι γελαστές. Αυτά τα γλέντια τουλάχιστον δύο φορές τα είδα να διαλάνε πολύ μετά την ανατολή του ήλιου. Η ατμόσφαιρα είναι χαλαρή, φιλική, ερωτική. Όποιος το έχει ζήσει αυτό όχι μόνο στο Σύνταγμα αλλά και σε παραλίες ή όπου αλλού ξέρει πώς σε πιάνει μια τάση ν' αγαπάς όλο τον κόσμο.
Τίθεται όμως το ερώτημα: έχει νόημα αυτό; Είναι πολιτική πράξη να τραγουδάς; (Δεν εννοώ φυσικά να τραγουδάς πολιτικά τραγούδια.) Σκέφτεσαι πολιτικά τη στιγμή που τραγουδάς και που ξημερώνει και που έχεις πιει ένα εκατομμύριο μπίρες; Κάνεις κάτι διαφορετικό απ' ό,τι έκανες παλιότερα στις παραλίες;
Πιθανότατα ναι. Αυτή η κοινή για όλους γιορτή είναι ένα από τα στοιχεία που θέτουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί το ξεκάθαρα πολιτικό σκέλος του όλου φαινομένου,
δηλαδή η συνέλευση. Μοιάζει ανεύθυνος χαβαλές, αλλά δεν είναι. Ξεκινάει ο άλλος από το σπίτι του να δει τι επιτέλους γίνεται στο Σύνταγμα, ή να κάνει το καθήκον του ευρισκόμενος εκεί όπου γίνονται οι εξελίξεις, και τι βλέπει; Ένα πολύχρωμο, χαρούμενο πλήθος που γιορτάζει, μέσα στο οποίο ανακαλύπτει όλους του τους γνωστούς, όπου μπορεί να πετάγεται από πηγαδάκι σε πηγαδάκι ή να μείνει μόνιμα σ' ένα σημείο (οι περισσότεροι με το που φτάνουν, πρώτη τους δουλειά είναι να κάνουν μια γύρα να δουν ποιους θα πετύχουν και τι παίζει). Λίγο είναι αυτό;
Θα ήταν ανεύθυνος χαβαλές (και πάλι όχι υποχρεωτικά) αν γινόταν μόνο αυτό. Από τη στιγμή όμως που αυτό συνυπάρχει με τη συνέλευση, με τις ομάδες αυτοδιαχείρισης και με τη διαδήλωση στην Αμαλίας και κανένα δεν εμποδίζει το άλλο, τότε όχι απλώς δεν είναι κακό αλλά είναι και ενεργά καλό. Η πλατεία είναι ένας πολυχώρος. Και είναι χαρακτηριστικότατο ότι καμία δραστηριότητα δεν έχει τόσο δυνατό ήχο ώστε να καλύπτει τον ήχο της άλλης: τα μεγάφωνα της συνέλευσης είναι λίγο πιο δυνατά απ' ό,τι είχα περιγράψει στο άλλο κείμενο για την πρώτη μέρα, αλλά και πάλι η ένταση δεν είναι τέτοια ώστε να επιβάλει σε κανέναν να ακούει τις ομιλίες αν δεν το έχει επιλέξει ο ίδιος, οι δε μουσικές είναι όλες χωρίς ενίσχυση και όχι πολύ κοντά στη συνέλευση.
Όμως την τρίτη ή τέταρτη φορά που είδα να γίνονται τέτοια γλέντια, δηλαδή την όγδοη ή ένατη μέρα συνολικά, είχαν αρχίσει να μην είναι πλέον τόσο καλά. Δεν ξέρω, ίσως το συνηθίσαμε κι έχασε τη γοητεία του εξωπραγματικού να κάνεις την πλατεία Συντάγματος παραλία; Πάντως σα να μου φάνηκε ότι το πηγαίο και εκρηκτικό κέφι είχε αρχίσει να εκφυλίζεται σε μεθυσμένη βαβούρα. Έκτοτε αποφάσισα ότι δε θα ξαναπάω με όργανα, και ότι ήρθε η ώρα να ασχοληθώ πιο πολύ με τη συνέλευση ή γενικότερα με τα πιο κεντρικά γεγονότα. Ελπίζω τα γλέντια είτε να επανέλθουν στον αρχικό ωραίο χαρακτήρα τους (οπότε και δε θα είχα αντίρρηση να ξανασυμμετάσχω) είτε να σταματήσουν. Πάντως όχι να χαλάσουν, και κυριότατα όχι να αντκατασταθούν από οργανωμένα χάπενιγκ με ηχητική ενίσχυση και με σαφή διαχωρισμό «καλλιτεχνών» και «κοινού».
Σχετικά με τα μικρόφωνα, την εξουσία που δίνουν σε όποιον τα βαστάει και το διαχωρισμό που δημιουργούν ανάμεσα στον λέγοντα και τον ακούοντα, θέλω να σημειώσω και το εξής, επανερχόμενος στην ημέρα με τις ομιλίες στα Προπύλαια: Η συγκέντρωση εκείνη ήταν ωραία. Είχε πραγματικά πάρα πολύ κόσμο, και πολλοί από αυτούς φαίνονταν αμέσως ότι δεν είναι σε καμία περίπτωση πορειάκηδες αλλά αντίθετα οι πρώην τηλεθεατές που λέγαμε πότε θα ξεκουνηθούν και επιτέλους ξεκουνήθηκαν. Από τους ομιλητές δε μου άρεσαν όλοι, μερικοί δεν έλεγαν τίποτε παραπάνω απ' ό,τι λεέι η κάθε παρέα στα καφενεία, κάποιοι όμως με συνήρπασαν. Οι στιγμές όπου ένα τεράστιο πλήθος φώναζε Ε-πα-νά-στα-ση ήταν δυνατές, όσο κι αν αναλογιστούμε ότι τέτοιες κουβέντες είναι πολύ πιο φτηνές σήμερα απ' ό,τι στον καιρό της Γαλλικής ή της Ελληνικής ή της Οκτωβριανής επανάστασης. Χάρηκα που πήγα. Όταν όμως τελείωσαν οι ομιλίες και έφυγα προς Σύνταγμα, το γεγονός ότι εκεί δεν υπήρχε πια κανένας κεντρικός ομιλητής ήταν τόσο ανακουφιστικό ώστε κατάλαβα, διά της συγκρίσεως, ότι η παρουσία ηγετικών μορφών κάπου με ενοχλούσε.

ΑΠΟΛΙΤΙΚ - ΑΚΟΜΜΑΤΙΚ - ΠΑΡΕΚΤΡΟΠΕΣ

Πέρα από τα προαναφερθέντα φαινόμενα μειοψηφικής παρουσίας ακροδεξιών στοιχείων, τα οποία τονίζω ότι δεν τα είδα με τα μάτια μου και δε βεβαιώνω ότι συνέβησαν, η απουσία «ετικετών» εξακολουθεί να κυριαρχεί. Αυτό δε σημαίνει ότι έρχονται μόνο άνθρωποι χωρίς κομματικές προτιμήσεις. Σημαίνει ότι όποιος ανήκει οπουδήποτε δεν έρχεται υπ' αυτή του την ιδιότητα. Σίγουρα υπάρχουν αναρχικοί, αριστεροί, δεξιοί, αλλά δεν ήρθαν να εκπροσωπήσουν την παράταξή τους. Επίσης πρέπει να υπάρχουν και πολλοί απογοητευμένοι ψηφοφόροι των δύο μεγάλων κομμάτων.
Ούτε όμως ισχύει αυτό που ακούστηκε, ότι ο καθένας εκπροσωπεί τον εαυτό του. Δεν έχω την εικόνα ότι πρόκειται για συγκέντρωση ατόμων. Αντιθέτως, έδωσα ένα σωρό παραδείγματα όπου βλέπω έντονο το πνεύμα της ομάδας, της κοινωνικότητας, της κοινοτικότητας.
Υπάρχει το πολυαναφερόμενο «ετερόκλητο πλήθος»: γέροι, μαθητές, γονείς με μικρά παιδιά, ανάπηροι, παπάδες, νοικοκυρές, φοιτητές, μετανάστες. Ωραία πολυχρωμία. Το ετερόκλητο δε σημαίνει ασυνάρτητο.
Το ότι όλη αυτή τη δραστηριότητα τη βρίσκω έντονα πολιτική (με τη θετική έννοια) παρά τον ακομματικό χαρακτήρα της, νομίζω ότι δε χρειάζεται να το ξαναπώ. Η συγκέντρωση δεν είναι απολίτικη.
Δεν ήμουν παρών την Παρασκευή 3 Ιουνίου, όταν το ΚΚΕ έστησε ένα στέκι πάνω ή δίπλα στο Σύνταγμα. Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε, μου το μετέφεραν από σπασμένο τηλέφωνο. Μου φάνηκε ότι το πράγμα θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και σε επεισόδια, και αυτό θα ήταν πολύ κρίμα. Χαίρομαι πάρα πολύ που τελικά δεν έγιναν επεισόδια. Οτιδήποτε θα μπορούσε να προκαλέσει βία σε μία συγκέντρωση που έχει σπάσει κάθε ρεκόρ ειρηνικότητας θα ήταν μία μαγαρισιά. Άλλες φορές έχω συνταχθεί ψυχικά με κάποια από τις εμπόλεμες πλευρές. Τώρα είναι επιτακτικό χρέος να διατηρήσουμε την ειρήνη στην πλατεία, είναι το μεγαλύτερο όπλο μας.
Από την άλλη, το γεγονός ότι το ΚΚΕ έκανε τη δική του πορεία το Σάββατο δε με βρίσκει αντίθετο. Οι πορείες του ΚΚΕ έχουν διάφορα καλά (είναι συγκροτημένες, δεν υπάρχουν ποτέ έκτροπα) και διάφορα κακά (είναι διασπαστικές, διαχωρίζουν απολύτως τα μέλη τους από όλη την υπόλοιπη κοινωνία), αλλά στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία το να βγει το κόμμα με την πιο ξεκάθαρη ταυτότητα από όλο το πολιτικό φάσμα να κράξει για τα ίδια, σε γενικές γραμμές, θέματα που κράζουν και οι ανάμικτοι ακομματίκ του Συντάγματος δείχνει ίσα ίσα ότι αυτό που λένε και οι μεν και οι δε δεν είναι κάτι περιθωριακό.
Δεν ήμουν ούτε όταν η πορεία (παρέλαση) του Άθενς Πράιντ έφτασε στο Σύνταγμα. Άκουσα ότι σημειώθηκαν κάποιες εντάσεις. Λένε ότι κι εκεί εκδηλώθηκαν φασιστικές συμπεριφορές. Δεν ξέρω, δε σχολιάζω. Απλώς χαίρομαι που την ίδια μέρα είχε και Σύνταγμα, και ΚΚΕ, και Άθενς Πράιντ. Η πολυχρωμία στην αμέσως μεγαλύτερη κλίμακα. Έβραζε η Αθήνα. Καλό είναι αυτό.

**********************************************
Ξημερώνει η Κυριακή του Πανευρωπαϊκού. Να δούμε τι θα μας φέρει...