Ξημερώνει η Πέμπτη 16 Ιουνίου. Το παρακάτω κείμενο το έγραψα πριν 24 ώρες, δηλαδή λίγο πριν τον προγραμματισμένο αποκλεισμό της Βουλής της 15ης Ιουνίου, για ένα άλλο φόρουμ. Το παραθέτω με μικρές διορθώσεις.
Τώρα που το πρωί της Τετάρτης δεν έχει έρθει ακόμη, καταθέτω και τις δικές μου σκέψεις γιατί αύριο μπορεί να έχω άλλες.
Η παρουσία μου στο Σύνταγμα από την Κυριακή 5 Ιουνίου και μετά ήταν αρκετά περιορισμένη, επομένως και η άποψή μου.
Το ότι κάθε φορά έφευγα με μία εντελώς διαφορετική εικόνα που αναιρούσε την προηγούμενη, στην αρχή με ανησύχησε (μα δεν έχω καταλάβει τίποτε;), στην πορεία αντιθέτως με ενδυνάμωσε (ευτυχώς που δε νομίζω ότι έχω καταλάβει), τελικά με πήρε από κάτω (είμαι από αυτούς που δεν καταλαβαίνουν τίποτε, ανίατος).
Μετά το μεγάλο μπαμ της προπερασμένης Κυριακής, τη Δευτέρα δεν πήγα, αλλά υπέθεσα ότι δε χάλασε ο κόσμος, αφού την Κυριακή είχα δει ότι είμαστε πολλοί. Την Τρίτη πήγα, αλλά πολύ αργά, για τους ίδιους λόγους. Όταν έφτασα, διαπίστωσα ότι έχω φερθεί σα μαλάκας: όλοι είχαν κάνει την ίδια σκέψη (ξεκινήστε κι έρχομαι), και στην πλατεία είχε μείνει μια σκόρπια κατάσταση χωρίς τον παλμό της προηγούμενης εβδομάδας.
Τελευταία φορά που πήγα ο κόσμος ήταν λιγοστός σαν μαλλί σε κασιδιάρικο κεφάλι. Δεν υπήρχε ο εορταστικός τόνος των πρώτων 10-τόσων ημερών. Ο ένας γκρίνιαζε ότι έχει γεμίσει η «πάνω πλατεία» φασίστες, ο άλλος ότι έχει γεμίσει η «κάτω πλατεία» ανρχοσυριζαίους, ο τρίτος ότι του κανονίσαν λάιβ και τελικά λόγω κακής οργάνωσης ματαιώθηκε και από πάνω κλέψαν και το λάπτοπ του ηχολήπτη. Είχε πρεζάκια και υπαίθριους πωλητές τσαντών λουΐ-βιτόν. Αφού υπάρχει εξομολογητική διάθεση, να σας πω ότι εμένα με πείραξε αυτό (πρεζ-λ.β.).
Έπρεπε να επιμείνω σε πείσμα των αποθαρρυντικών σημείων, αλλά κυριάρχησε η αδράνειά μου.
Μου την έχει δώσει που όλο και περισσότεροι λένε «δεν πάω εκεί, έχει φασίστες». Πέραν του ότι δεν έχω καταλάβει πώς ξέρουμε τόσο θετικά ότι έχει φασίστες και μάλιστα πολλούς, κατά τη γνώμη μου η μόνη λύση -αφού δεν είναι δυνατόν να απαγορεύσεις στον φασίστα αυτό που επιτρέπεται σε όλους- είναι ακριβώς να είσαι εκεί ώστε να συμβάλεις στο να μειοψηφήσουν οι φασίστες. Αν κάνουμε το ίδιο στις εκλογές, δεν πάμε επειδή ψηφίζουν και οι φασίστες, θα ψηφίσουν μόνο οι φασίστες!
Αλλά να που δεν πήγα ούτε εγώ. Αυτούς που είδα με τα μάτια μου δεν ήταν φασίστες, ήταν ένα μικρό αποσυναρμολογημένο πλήθος που δεν μπορώ καν να το ονομάσω «ομάδα», αποτελούμενο εν μέρει από τα αποκαΐδια της γιορτής, εν μέρει από κάποιους που εξακολουθούσαν το παιχνίδι της άμεσης δημοκρατίας εγκλωβισμένοι στην κοσμάρα τους, εν μέρει από κάποιους που συνέχιζαν με κέφι και συνέπεια να υπηρετούν το στόχο αλλά ήταν πλέον λίγοι, και από τους υπόλοιπους που είτε γκρίνιαζαν είτε πουλούσαν τσάντες λουΐ βιτόν.
Δεν είναι περίεργο που τόσες εβδομάδες δεν έπεσε ξύλο; Γιατί μας (τους) άφησαν έτσι ανενόχλητους; Αυτό το κράτος δε μας έχει συνηθίσει σε τόση ανεκτικότητα. Κάθε χρόνο τσακίζονται παΐδια και κεφάλια και εισπνέονται χημικά για πολύ μικρότερες αιτίες από την κατάληψη πλατείας επί 3 (!!!) βδομάδες.
Να λοιπόν η απάντηση: «Θα σας αφήσουμε ανενόχλητους μέχρι να βαρεθείτε. Πόσο καιρό μπορείτε να παίζετε χωρίς αντίπαλο; Μια, δυο, τρεις, στο τέλος ή θα πάτε σπίτια σας, ή θα σας φάει η μιζέρια, ή θα δημιουργήσετε έναν αντίπαλο όπως μπορέσετε.» Όπερ και εγένετο.
Δεν ξέρω αν έγιναν όλα αυτά που λέω. Το ότι τα είδα δε σημαίνει τίποτε, μπορεί να ήταν απλώς αυτά που συνέβαιναν στο σημείο όπου βρισκόμουν εκείνη τη στιγμή, και παντού αλλού όλο τον υπόλοιπο καιρό να συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Αν όμως συνέβησαν έτσι, βαρύτατη ευθύνη πέφτει σ' όλους όσοι φερθήκαμε όπως εγώ. Δε φταίει ο αντίπαλος όταν χάνεις, το ξέρεις ότι δουλειά του είναι να κερδίσει. Το να κερδίσεις εσύ όμως είναι δική σου δουλειά!
Θα δούμε τώρα με το ξημέρωμα...
Τώρα που το πρωί της Τετάρτης δεν έχει έρθει ακόμη, καταθέτω και τις δικές μου σκέψεις γιατί αύριο μπορεί να έχω άλλες.
Η παρουσία μου στο Σύνταγμα από την Κυριακή 5 Ιουνίου και μετά ήταν αρκετά περιορισμένη, επομένως και η άποψή μου.
Το ότι κάθε φορά έφευγα με μία εντελώς διαφορετική εικόνα που αναιρούσε την προηγούμενη, στην αρχή με ανησύχησε (μα δεν έχω καταλάβει τίποτε;), στην πορεία αντιθέτως με ενδυνάμωσε (ευτυχώς που δε νομίζω ότι έχω καταλάβει), τελικά με πήρε από κάτω (είμαι από αυτούς που δεν καταλαβαίνουν τίποτε, ανίατος).
Μετά το μεγάλο μπαμ της προπερασμένης Κυριακής, τη Δευτέρα δεν πήγα, αλλά υπέθεσα ότι δε χάλασε ο κόσμος, αφού την Κυριακή είχα δει ότι είμαστε πολλοί. Την Τρίτη πήγα, αλλά πολύ αργά, για τους ίδιους λόγους. Όταν έφτασα, διαπίστωσα ότι έχω φερθεί σα μαλάκας: όλοι είχαν κάνει την ίδια σκέψη (ξεκινήστε κι έρχομαι), και στην πλατεία είχε μείνει μια σκόρπια κατάσταση χωρίς τον παλμό της προηγούμενης εβδομάδας.
Τελευταία φορά που πήγα ο κόσμος ήταν λιγοστός σαν μαλλί σε κασιδιάρικο κεφάλι. Δεν υπήρχε ο εορταστικός τόνος των πρώτων 10-τόσων ημερών. Ο ένας γκρίνιαζε ότι έχει γεμίσει η «πάνω πλατεία» φασίστες, ο άλλος ότι έχει γεμίσει η «κάτω πλατεία» ανρχοσυριζαίους, ο τρίτος ότι του κανονίσαν λάιβ και τελικά λόγω κακής οργάνωσης ματαιώθηκε και από πάνω κλέψαν και το λάπτοπ του ηχολήπτη. Είχε πρεζάκια και υπαίθριους πωλητές τσαντών λουΐ-βιτόν. Αφού υπάρχει εξομολογητική διάθεση, να σας πω ότι εμένα με πείραξε αυτό (πρεζ-λ.β.).
Έπρεπε να επιμείνω σε πείσμα των αποθαρρυντικών σημείων, αλλά κυριάρχησε η αδράνειά μου.
Μου την έχει δώσει που όλο και περισσότεροι λένε «δεν πάω εκεί, έχει φασίστες». Πέραν του ότι δεν έχω καταλάβει πώς ξέρουμε τόσο θετικά ότι έχει φασίστες και μάλιστα πολλούς, κατά τη γνώμη μου η μόνη λύση -αφού δεν είναι δυνατόν να απαγορεύσεις στον φασίστα αυτό που επιτρέπεται σε όλους- είναι ακριβώς να είσαι εκεί ώστε να συμβάλεις στο να μειοψηφήσουν οι φασίστες. Αν κάνουμε το ίδιο στις εκλογές, δεν πάμε επειδή ψηφίζουν και οι φασίστες, θα ψηφίσουν μόνο οι φασίστες!
Αλλά να που δεν πήγα ούτε εγώ. Αυτούς που είδα με τα μάτια μου δεν ήταν φασίστες, ήταν ένα μικρό αποσυναρμολογημένο πλήθος που δεν μπορώ καν να το ονομάσω «ομάδα», αποτελούμενο εν μέρει από τα αποκαΐδια της γιορτής, εν μέρει από κάποιους που εξακολουθούσαν το παιχνίδι της άμεσης δημοκρατίας εγκλωβισμένοι στην κοσμάρα τους, εν μέρει από κάποιους που συνέχιζαν με κέφι και συνέπεια να υπηρετούν το στόχο αλλά ήταν πλέον λίγοι, και από τους υπόλοιπους που είτε γκρίνιαζαν είτε πουλούσαν τσάντες λουΐ βιτόν.
Δεν είναι περίεργο που τόσες εβδομάδες δεν έπεσε ξύλο; Γιατί μας (τους) άφησαν έτσι ανενόχλητους; Αυτό το κράτος δε μας έχει συνηθίσει σε τόση ανεκτικότητα. Κάθε χρόνο τσακίζονται παΐδια και κεφάλια και εισπνέονται χημικά για πολύ μικρότερες αιτίες από την κατάληψη πλατείας επί 3 (!!!) βδομάδες.
Να λοιπόν η απάντηση: «Θα σας αφήσουμε ανενόχλητους μέχρι να βαρεθείτε. Πόσο καιρό μπορείτε να παίζετε χωρίς αντίπαλο; Μια, δυο, τρεις, στο τέλος ή θα πάτε σπίτια σας, ή θα σας φάει η μιζέρια, ή θα δημιουργήσετε έναν αντίπαλο όπως μπορέσετε.» Όπερ και εγένετο.
Δεν ξέρω αν έγιναν όλα αυτά που λέω. Το ότι τα είδα δε σημαίνει τίποτε, μπορεί να ήταν απλώς αυτά που συνέβαιναν στο σημείο όπου βρισκόμουν εκείνη τη στιγμή, και παντού αλλού όλο τον υπόλοιπο καιρό να συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Αν όμως συνέβησαν έτσι, βαρύτατη ευθύνη πέφτει σ' όλους όσοι φερθήκαμε όπως εγώ. Δε φταίει ο αντίπαλος όταν χάνεις, το ξέρεις ότι δουλειά του είναι να κερδίσει. Το να κερδίσεις εσύ όμως είναι δική σου δουλειά!
Θα δούμε τώρα με το ξημέρωμα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου