ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Γεια σας. Στα «Καρπάθικα Ημερολόγια», που πλέον γράφονται από την Αθήνα το Ηράκλειο, δημοσιεύω σκέψεις και ιδέες που με απασχολούν και που προέρχονται από οτιδήποτε μπορεί να είδα, άκουσα, έζησα.
Για να είμαστε σύμφωνοι με τους κανόνες του παιχνιδιού, θα διατηρήσουμε την ανωνυμία μας. Ο σκοπός βέβαια δεν είναι να κρυφτούμε πίσω από ένα ψευδώνυμο για να πούμε όσα δε θα τολμούσαμε να πούμε ενυπόγραφα, γι' αυτό και κάθε σχολιαστής είναι φυσικά ελεύθερος να υπογράφει όπως θέλει, επωνύμως ή ψευδωνύμως. Ωστόσο, θέλω να μείνουμε σταθεροί σ' αυτή την έστω και σχετική ανωνυμία, δηλαδή να μη δημοσιεύουμε το όνομα του άλλου αν το ξέρουμε.
Όταν απαγορευτεί η ανωνυμία, βλέπουμε...

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

ΤΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΝ ΟΙ ΣΚΥΛΟΙ;

Το πολύ γνωστό βιβλίο «Εγώ ελπίζω να τη βολέψω» του Μαρτσέλο ντ’ Όρτα είναι το πρώτο από μια ολόκληρη σειρά, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Ο συγγραφέας είναι δάσκαλος στη Νάπολη. Το βιβλίο, όπως και τα επόμενα που ακολούθησαν, είναι ανθολογία μαργαριταριών που συγκέντρωσε από γραπτά μαθητών του. Τα μάζευε επί χρόνια. Η επιλογή και η παρουσίαση φανερώνουν μεγάλη αγάπη και σεβασμό του δασκάλου προς τα παιδιά του: ο σκοπός του σε καμία περίπτωση δεν είναι να χλευάσει τους μαθητές για την άγνοιά τους στο α ή β θέμα. Αλλά οπωσδήποτε, πρόκειται για μια άγνοια που σε αρκετές περιπτώσεις παράγει ξεκαρδιστικά κείμενα. (Βλ. σχετικά http://www.aueb.gr/users/antoniadis/stories/).
Από την πρώτη μου χρονιά ως δάσκαλος είδα αυτά τα βιβλία από μια νέα σκοπιά. Κάθε άλλος αναγνώστης απλώς θα γελάσει, θα απορήσει, θα θαυμάσει και πιθανόν και να δυσπιστήσει, διαβάζοντας τα μαργαριτάρια των Ναπολιτάνων μαθητών· αυτές ήταν και οι δικές μου αντιδράσεις πριν διοριστώ. Όποιος όμως έχει βρεθεί σε τάξη και έχει μαζέψει μερικές εργασίες και διαγωνίσματα, αυτός έχει μπει στα παρασκήνια και ξέρει το κόλπο. Μπήκα λοιπόν κι εγώ στα παρασκήνια, και αναφώνησα: «Τόσο εύκολο ήταν; Τέτοια βιβλία σάς ετοιμάζω κάθε χρόνο, κι εγώ και κάθε συνάδελφος!»
Δεν είναι έτσι, φυσικά. Μια τέτοια βιαστική κρίση θα υποτιμούσε πολύ τόσο το συγγραφέα όσο και τους μαθητές του, που πολλά από τα κείμενά τους, ισορροπώντας μεταξύ της κωμωδίας και της τραγωδίας, μας αποκαλύπτουν με συγκλονιστικό τρόπο τι συμβαίνει στην ψυχή ενός παιδιού από τον φτωχό ιταλικό Νότο. Αλλά το θέμα είναι ότι τα μαργαριτάρια φύονται σε κάθε τάξη κάθε σχολείου. Και πολλές φορές δε δείχνουν την άγνοια του μαθητή, αλλά την ανεπάρκεια του δασκάλου και του συστήματος.

...Δε θα δικαιολογηθώ άλλο. Πιστεύω να σας έχω πείσει αρκετά όλους ότι είμαι ένας καλοπροαίρετος, ευαίσθητος αναγνώστης και ένας δάσκαλος γεμάτος αγάπη, κατανόηση και αυτοκριτική. Εντάξει; Όλοι πεπεισμένοι; Ωραία, πάμε λοιπόν: Εγώ γελάω με τα μαργαριτάρια των παιδιών!
Ουφ, το ’πα!

******************************************

Στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Γυμνασίου περιλαμβάνεται ένα χρονογράφημα του Ροΐδη, από εφημερίδα της εποχής, στο οποίο, με την περίφημη λεπτή ειρωνία του, εκφράζει την ενόχλησή του από δύο κακώς κείμενα της Αθήνας: το πλήθος των αδέσποτων σκυλιών, και τη συνήθεια των εμπόρων να απλώνουν τις πραμάτειες τους στο πεζοδρόμιο σαν να ήταν μέρος του μαγαζιού τους. Ένα από τα προβλήματα που προκύπτουν, επισημαίνει ο Ροΐδης, είναι ότι οι σκύλοι κατουρούν τις πραμάτειες των εμπόρων.
Κάναμε αυτό το κείμενο στην τάξη. Το διαβάσαμε, το αναλύσαμε, το συζητήσαμε, και είχαμε και μία γραπτή ερώτηση για το σπίτι. Ένας μαθητής, στην απάντησή του, χρησιμοποιεί ακριβώς τη φράση «οι σκύλοι κατουρούν τις πραμάτειες», όπως σας το γράφω. Εδώ που τα λέμε, και πώς αλλιώς να το πει; «Ουρούν»; Μπλιαχ. «Κάνουν την ανάγκη τους»; Γελοίο. «Δροσίζουν τις πραμάτειες», όπως το έγραφε ειρωνικά ο Ροΐδης; Ασφαλώς όχι: ο Ροΐδης είναι φτασμένος συγγραφέας και έχει δικαίωμα να κάνει ύφος, ενώ ο μαθητής ακόμη ασκείται στα βασικά του γραπτού λόγου. Έτσι κι αλλιώς το κατούρημα είναι κατούρημα όπως κι αν το ονομάσεις, κι αν κάποιον τον ενοχλεί, δεν του φταίει η λέξη αλλά το γεγονός. Κατέληξα λοιπόν ότι ο μαθητής καλώς επέλεξε αυτή τη διατύπωση.
Κάποιος άλλος μαθητής δεν είχε κάνει την άσκηση. Επίσης, δεν είχε ιδέα για τι πράγμα μιλάει το κείμενο −πιθανότατα δεν ήξερε ούτε ποιο κείμενο έχουμε ούτε οτιδήποτε άλλο σχετικά με το μάθημα. Αντιγράφει την άσκηση από το συμμαθητή του, αλλά όταν φτάνει στην εν λόγω φράση, κωλώνει: «Οι σκύλοι κατουρούν τις πραμάτειες;; Αποκλείεται!» Του φάνηκε τόσο απίθανο να γράφει κάτι τέτοιο ο συμμαθητής του σε σχολική εργασία, ώστε ο νους του αρνήθηκε να το καταχωρήσει.
Κι έτσι, μαζεύω τις εργασίες και τις διαβάζω, και φτάνω σε μία που, ενώ γενικά δείχνει συγκροτημένη και αρκετά καλή, σε κάποιο σημείο με αιφνιδιάζει με ένα σουρεαλιστικό και αναπάντεχο «οι σκύλοι κατηγορούν τις πραμάτειες»!

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2008

Η ΑΛΕΠΟΥ ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΩΝ, ΤΟ ΑΛΕΠΟΥΔΑΚΙ ΕΚΑΤΟΝ ΔΕΚΑ

Ήμουν περίπου δεκαεφτά ετών. Ήταν καλοκαίρι. Οι γονείς μου έλειπαν διακοπές, κι είχα το σπίτι για πάρτη μου. Είχαμε βγει σε ένα ουζάδικο. Κατά τις δύο το βράδυ γυρνούσαμε προς το σπίτι μου με τα πόδια. Κάπου στο δρόμο βρήκαμε μία μεγάλη μπάρα, από αυτές που χρησιμοποιούν τα συνεργεία του δήμου για να κλείνουν ένα δρόμο όταν εκτελούνται έργα. Μας φάνηκε ότι θα είχε πλάκα να την πάρουμε και να την πάμε σε κάποιο άσχετο σημείο. Γενικά εκείνο τον καιρό ασχολούμασταν αρκετά συστηματικά με την κλοπή πινακίδων της τροχαίας και άλλων παρόμοιων πραγμάτων.
Δεν ήμασταν πολύ μακρυά από το σπίτι μου, μπορούσαμε άνετα να περπατήσουμε όλο το δρόμο. Ήταν όμως σημαντικό να κάνουμε, κατά το δυνατόν, όλη τη διαδρομή από στενάκια και απόμερους δρόμους, μη μας πάρει κάνα μάτι να κουβαλάμε αυτό το τεράστιο πράγμα. Εκ περιτροπής δύο κουβαλάγαμε και ο τρίτος ξεκουραζόταν. Σ’ όλο το δρόμο γελάγαμε και καλαμπουρίζαμε. Ήμασταν νέοι και ξένοιαστοι, ήταν και καλοκαίρι, ήμασταν και ψιλοσουρωμένοι, είχαμε κάνει και την αταξία μας: είχαμε κάθε λόγο να το γλενμτάμε.
Φτάνοντας στο μοναδικό σημείο όπου αναπόφευκτα έπρεπε να διασχίσουμε ένα μεγάλο δρόμο, βλέπουμε ένα μπατσικό στο φανάρι. Στραβή! Φυσικά μας είδαν. Αρχίζει να μας κόβεται η όρεξη για πολλά γέλια. «Ε, εσείς!». Κάνουμε την πάπια και συνεχίζουμε να πηγαίνουμε. Τη δεύτερη φορά που μας φώναξαν, αφήσαμε το πράγμα κάτω και εξακολουθήσαμε να κάνουμε την πάπια. Με την τρίτη που μας φώναξαν, δεν είχαμε άλλο περιθώριο. Γυρίσαμε.
−Πού το πάτε αυτό;
−...
−Και γιατί δεν έρχεστε όταν σας φωνάζουν;
−...
−Ρώτησα κάτι!
−Δεν ακούσαμε, είπε ο Θάνος.
Μας βάζουν μέσα στο μπατσικό και πάμε για το τμήμα. Απ’ ό,τι έδειχνε, το γλέντι είχε τελειώσει, και μάλιστα αρκετά ξενέρωτα. Κατά διαόλου σύμπτωση, στο δρόμο συναντάμε ένα φορτηγό από τα έργα του δήμου. Οι μπάτσοι τούς σταματάνε και τους λένε: «Οι νεαροί είχαν πάρει μια μπάρα. Τώρα είναι αφημένη στο τάδε σημείο, να πάτε να την πάρετε. Αν ενδιαφέρεστε για μήνυση, θα είμαστε στο τάδε τμήμα, περάστε.»
Φυσικά αυτά ήταν ψαρωτικά. Σιγά μην έτρεχαν οι υπάλληλοι της οδοποιίας για μήνυση μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. Αλλά για ψαρωτικά, την κάναν τη δουλειά τους. Στριμωγμένοι στο πίσω κάθισμα, σκεφτόμασταν «τώρα την κάτσαμε».Κανέναν μας δεν τον είχαν ξαναμαζέψει. (Για την ακρίβεια, εμένα μια φορά με είχε πάει ένας γείτονας στο τμήμα όταν ήμουν περίπου δέκα, μαζί με τον αδερφό μου που ήταν πέντε, και τον πατέρα μας. Ο γείτονας αιωνίως διαμαρτυρόταν ότι κάνουμε φασαρία τα μεσημέρια, απειλούσε ότι θα μας πάει στην αστυνομία και τελικά μια φορά το έκανε. Ο αστυνόμος μάς είπε: θα το ξανακάνετε; Του είπαμε όχι. Μας είπε: θα είστε καλά παιδιά; Του είπαμε ναι. Μας έδωσε καραμέλες, μας χάιδεψε στα κεφάλια και μας έδιωξε. Αλλά απόψε δε νομίζω ότι θα μας έδιναν καραμέλες.)
Ήταν δύο νεαροί μπάτσοι. Το στυλ του ενθουσιώδους νεοσύλλεκτου που οδηγάει μόνο σε πεζοδρόμια ή στο αντίθετο ρεύμα, που περνάει μόνο με κόκκινο, και που γενικότερα θα μας γαμήσει όλους επειδή φοράει πηλίκιο.
Φτάσαμε στο τμήμα. Μας παρέταξαν μπροστά σε μία σκάλα. Ακινησία. Παγερή ησυχία. Ματιές που μας καρφώνουν. Λουφάξαμε.
−Ώστε λοιπόν δεν ακούσατε, ε; γαύγισε ο ένας, με ύφος ξεσηκωμένο από τις ταινίες με τους Ναζί.
−Δεν ακούσαμε, ξαναείπε ο Θάνος σα ζεματισμένος.
−Τώρα ακούς καλύτερα; είπε ο μπάτσος και του έριξε ένα χαστούκι.
Ο Θάνος είναι πολύ ευγενικός. Ήθελε να κάνει τον μπάτσο χαρούμενο. Θα μπορούσε να παραμείνει ντούρος και απαθής, χωρίς να παίξει βλέφαρο, σε μια επίδειξη γενναιότητας. Προτίμησε όμως να του προσφέρει την ικανοποίηση ότι ναι, έχει κύρος και πέραση, είναι ένας σκληρός και τρομερός αστυνομικός και ένας δυνατός άντρας. Έπεσε καταής και άρχισε να σφαδάζει, με το χέρι στο μάγουλο, σαν ποδοσφαιριστής που προσπαθεί να κερδίσει πέναλντι.
Στη συνέχεια μάς ανέβασαν πάνω. Μας πήγαν σ’ ένα γραφείο όπου μας πήραν τα στοιχεία. Ο Θάνος δεν είχε ταυτότητα και ήταν ανήλικος, εγώ είχα αλλά ήμουν επίσης ανήλικος, και μόνο ο τρίτος είχε και ταυτότητα και ήταν και άνω των δεκαοχτώ.
Ακολούθησε ο σωματικός έλεγχος. Πήγα πρώτος. Ένας μπάτσος με πήρε σε ένα μικροσκοπικό δωματιάκι, σαν ντουλάπα, με ένα γλόμπο να κρέμεται από το ταβάνι. Παράθυρα δεν είχε. Αφρολέξ στους τοίχους. (Για να πνίγει τις κραυγές των βασανιζόμενων, σκεφτόμουν, ή για να μην αυτοκτονήσει κανείς χτυπώντας το κεφάλι του στον τοίχο;) Έκλεισε την πόρτα. Με έβαλε να σταθώ με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια στον τοίχο. Τώρα, λέω μέσα μου, τέλειωσαν για τα καλά τα ψέματα. Ποιος ξέρει τι θα μου κάνει εδώ μέσα, κι άνθρωπος δε θα το μάθει.
Τελικά μου έκανε όντως σωματικό έλεγχο και τίποτε παραπάνω. Το μόνο που μου βρήκε, εκτός από πορτοφόλια, τσιγάρα και λοιπά αναμενόμενα, ήταν ένα μαχαιράκι. Ήταν μία λάμα από ελβετικό σουγιά, χωρίς το σουγιά −δηλαδή ένα τελείως άχρηστο πράγμα−, που για κάποιον λόγο κουβαλούσα μαζί μου. Μου το παρακράτησε.
Έψαξαν και τους άλλους δύο. Μετά μας έβαλαν να περιμένουμε σ’ ένα πάγκο στο διάδρομο.
Κάτσαμε εκεί και περιμέναμε για ώρες, χωρίς να ξέρουμε τι ακριβώς περιμένουμε. Ένστολοι και ασφαλίτες μπαινοβγαίνανε όλη την ώρα. Καθόμασταν ακίνητοι και αμίλητοι. Από καιρού εις καιρόν κάποιος μάς έριχνε μια ματιά και έλεγε: «Εσείς είστε οι μάγκες με την μπάρα; Καλά...» ή «Ποιος από εσάς είναι που είχε το μαχαίρι; Εσύ, ε; Καλά...»
Επί κάμποση ώρα δεν έγινε τίποτε άλλο. Αρχίσαμε να συνηθίζουμε την κατάσταση, και σιγά σιγά να χαλαρώνουμε. Μάλλον τελικά δεν υπάρχει τίποτε να περιμένουμε. Προφανώς δεν έχουμε μπλέξει· μας κρατούσαν απλώς για να μας τρομάξουν λίγο, να περνάει η ώρα τους. Πήραμε να ξεθαρρεύουμε. Κουνήσαμε πόδια. Σηκωθήκαμε να ξεμουδιάσουμε. Ξεκινήσαμε να ψιθυρίζουμε, ύστερα να μιλάμε κανονικά. Ζήτησα τα τσιγάρα μου και μου τα έδωσαν. Εντάξει· τα πράγματα ήταν αρκετά εντάξει.
Κάποια στιγμή ο Θάνος σηκώνεται και χτυπάει ευγενικά μία πόρτα όπου έγραφε «Αξιωματικός υπηρεσίας».
−Κύριε αξιωματικέ υπηρεσίας, θα μπορούσα παρακαλώ να πάρω ένα τηλέφωνο σπίτι μου να μην ανησυχούν;
Η πόρτα ήταν ανοιχτή κι εμείς καθόμασταν ακριβώς απ’ έξω, οπότε ακούγαμε ολοκάθαρα το τηλεφώνημα του Θάνου και ό,τι άλλο λεγόταν εκεί μέσα.
−Έλα μάνα, είμαι στο τμήμα. Όχι, μην ανησυχείς. Δεν είναι τίποτε σοβαρό, τα παιδιά είχαν σηκώσει μια μπάρα του δήμου. Ναι, ναι. Όχι. Άκου, μάνα: φέρε μολύβι και χαρτί να σημειώσεις κάτι. Γράφεις; (Άρχισε να λέει κάτι μακροσκελή νούμερα, με παύλες, καθέτους, τελείες, γράμματα.) Εντάξει, τα σημείωσες; Λοιπόν: το πρώτο είναι ο αριθμός ενός αστυνομικού που με χτύπησε και μ’ έριξε κάτω. Το δεύτερο είναι ο αριθμός του νόμου τον οποίο παραβίασε αυτός ο αστυνομικός χτυπώντας με. Ναι, όχι. Εντάξει ρε μάνα σου λέω! Ναι, γεια.
Εμείς ακούγαμε απ’ έξω κρατώντας την ανάσα μας. Είχαμε μείνει εμβρόντητοι από το θάρρος, την ευρηματικότητα και την ετοιμότητα αυτού του παλαβού. Και όσο μεν για τον αριθμό του μπάτσου, εξηγείται: την ώρα που έπαιζε το θέατρο ότι σπαρταράει από τους πόνους, είχε κρυφά την ψυχραιμία να κοιτάξει και να απομνημονεύσει το νούμερο που είχε γραμμένο κάπου στο πουκάμισό του. Αλλά το νόμο, πού στο διάβολο τον ήξερε; Μήπως είχε κατεβάσει τον αριθμό από την κεφαλή του, για να ψαρώσει εκείνος με τη σειρά του τον αξιωματικό υπηρεσίας;
Μόλις το ’κλεισε ο Θάνος, ο αξιωματικός, ένας πιο ηλικιωμένος και πιο ήρεμος μπάτσος, που τα είχε ψιλοχρειαστεί ακούγοντας το τηλεφώνημα, τον έπιασε στο πίτσι πίτσι:
−Τι είν’ αυτά παιδί μου; Αν σε χτύπησε κάποιος αστυνομικός, έπρεπε να έρθεις να το πεις κατευθείαν σε μένα. Είμαι σίγουρος ότι θα έγινε λάθος. Όλοι σ’ αυτό το τμήμα είναι εξαιρετικοί άνθρωποι. Ίσως δεν το ήθελε, μπλα μπλα μπλα... Τόσες ευθύνες, τόση κούραση...
Συνέχισε στον ίδιο τόνο, ουσιαστικά τόνο απολογίας. Ο Θάνος έβλεπε τόσο καθαρά όσο και ο αξιωματικός ότι οι όροι είχαν αντιστραφεί. Τώρα ο μπάτσος ήταν που είχε στριμωχτεί, και προσπαθούσε να ξεγλιστρήσει φλυαρώντας σπασμωδικά. Είχε φτάσει να γενικεύει σχετικά με το πόσο παρεξηγημένη είναι η αστυνομία από την κοινή γνώμη, πόσο δύσκολο και συχνά επικίνδυνο είναι το έργο της, πόσο θλίβεται προσωπικά ο ίδιος όταν ακούει ένα ολόκληρο γήπεδο, Ολυμπιακούς και Παναθηναϊκούς ενωμένους σε μια φωνή, να παιανίζουν «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι», και τα λοιπά. Ο Θάνος, απολαμβάνοντας τη θέση ισχύος όπου είχε έρθει, σιωπούσε. Θαυμάζαμε το ρεσιτάλ του: όταν ο χαμένος το ρίχνει στην παρλαπίπα, ο νικητής −αν θέλει να είναι πραγματικά αμείλικτος− δε λέει κουβέντα. Ο Θάνος ήταν ταλαντούχος!
Εν τω μεταξύ ο αξιωματικός συνέχιζε, με άλλο τροπάρι τώρα:
−Όσο για την πινακίδα, μπλα μπλα μπλα, ήμουν κι εγώ νέος, μη νομίζεις... Εντάξει, κάνατε ένα σφάλμα, όλοι κάνουμε. Μπλα μπλα μπλα, οι νέοι λειτουργείτε με το ένστικτο της αντίδρασης, και πολύ καλά κάνετε, εγώ σας κατανοώ, μπλα...
−Κύριε αξιωματικέ υπηρεσίας...
Ώπα! Μίλησε! Τώρα ή που θα τον κατατροπώσει, ή που θα τα χάσει όλα. Φόρτσα Θάνο!
−...Κύριε αξιωματικέ υπηρεσίας, μου επιτρέπετε;
−Μα φυσικά παιδί μου, λέγε.
−Σύμφωνα με τον Φρόιντ υπάρχουν μόνο δύο ένστικτα: της αυτοσυντήρησης και της αναπαραγωγής. Δεν έχω διαβάσει πουθενά να υπάρχει ένστικτο της αντίδρασης.

Ε, αυτό ήταν. Ο αγώνας είχε λήξει. Για τους τύπους έπαιξαν ακόμη ένα δυο λεπτά, μέχρι να εκπνεύσει ο χρόνος. Ύστερα μας έδωσαν τα πράγματά μας (εκτός από το μαχαίρι) και μας αμόλησαν.

ΤΟ ΠΙΡΠΙΓΚΙ

Κάποτε παραθέριζα σε ένα νησί, φιλοξενούμενος μιας φιλικής οικογένειας ντόπιων. Προέκυψε κάποια δουλειά στην Αθήνα, και χρειάστηκε να πεταχτώ για μια δυο μέρες και να γυρίσω. Ταξίδευα σχεδόν χωρίς αποσκευές. Είχα μόνο ένα ταγάρι με μερικά χρειώδη.
Το καράβι έφτανε στο νησί κάποια άγρια ώρα μες στη βαθειάν αυγή, κατά τις έξι, νομίζω. Έχει ένα καφενείο στο λιμάνι, όπου θεώρησα καλό να κάτσω να πιω έναν καφέ μέχρι την ώρα που ξυπνάν οι τίμιοι νοικοκυραίοι, για να μην τους χτυπάω τις πόρτες πάνω στο γλυκοΰπνι.
Το λιμάνι είναι λίγο παραέξω από την πόλη, και άρα και από την κίνηση. Γενικά περνάνε από κει κυρίως όσοι έχουν δουλειά στο λιμάνι. Οι περαστικοί μάλλον σπανίζουν. Ιδίως μάλιστα τέτοια ώρα, κυκλοφορούσαν μόνο όσοι είχαν μόλις κατέβει από το καράβι μαζί μου, και όσοι είχαν ξεπροβοδίσει φίλους τους που έφευγαν. Δε θυμάμαι αν υπήρχαν άλλοι πελάτες στο καφενείο την ώρα που έκατσα· ίσως να είχε μερικούς. Πάντως κατά τις εφτάμιση που σηκώθηκα να φύγω επικρατούσε ερημία.
Ξεκινάω λοιπόν να πάω στο σπίτι των φίλων μου. Μόλις πριν βγω από το χώρο του λιμανιού, ακούω μια φωνή πίσω μου: «Φίλε, να σου πω λίγο;»
Γύρισα. Ένας κοντός τύπος μού έδειχνε την ταυτότητά του. «Ασφάλεια. Πρέπει να μας ακολουθήσεις.»
Άκου ασφάλεια! Το αστείο είναι παλιό. Το πρόβλημα ήταν ότι, όσο κι αν τον κοίταγα, δεν μπορούσα να θυμηθώ ποιος ήταν αυτός ο χιουμορίστας. Είναι κάτι που μου συμβαίνει συνέχεια. Έχω δυσκολία με τις φάτσες, με τα ονόματα και με το να συνδέω φάτσες με ονόματα. Όλη την ώρα έρχονται διάφοροι και μου λένε «Πού ’σαι ρε κολλητέ;» και τέτοια, και δεν μπορώ να θυμηθώ ποιοι είναι και πότε τους γνώρισα. Σ’ αυτές τις φάσεις πάντα κομπλάρω: αντί να δείξω ξεκάθαρα −ή και να το πω ευθέως στον άνθρωπο− ότι δεν τον θυμάμαι, κάθομαι εκεί και λέω γενικότητες, με την ελπίδα ότι θα μου δώσει κάποιο κλου, π.χ. «Ωραία περάσαμε τις προάλλες στου Βαγγέλη», ώστε να τον θυμηθώ. Καμιά φορά πιάνει.
Έτσι λοιπόν και τώρα. Έκατσα εκεί να κοιτάω τον κοντό, χαμογελώντας ευγενικά και αμήχανα (τουτέστιν ηλίθια), χωρίς να λέω τίποτε. Ή ίσως και να είπα «Α έτσι, ε; Ωραία...» ή κάτι εξίσου πνευματώδες.
−Φίλε, έλα μαζί μας. Πρόκειται για έναν έλεγχο.
Εξακολουθούσε να μου δείχνει την ταυτότητά του. Τελικά την κοίταξα πιο προσεκτικά. Αν και έμοιαζε με την κοινή αστυνομική ταυτότητα που κουβαλάμε όλοι, στην πραγματικότητα έλεγε ότι ο κοντός είναι μπάτσος. Και από το πουθενά είχε ξεφυτρώσει κι ένας δεύτερος, που συγκατένευε. Προφανώς ήταν μπάτσοι. Ωστόσο διατηρούσα και μια σπίθα δυσπιστίας: να τη στήνουν όταν έρχεται το καράβι, το ’χω ξανακούσει. Αλλά τώρα το καράβι είχε φύγει εδώ και μιάμιση ώρα, και ήμουν σχεδόν ο μοναδικός άνθρωπος εκεί γύρω. Δηλαδή τι διάολο, με αναζητούσαν προσωπικά; Πάντως τους ακολούθησα.
Εκεί πιο πέρα, ανάμεσα σε κάτι δέντρα, είχαν παρκαρισμένο το ασφαλίτικο. Μας περίμενε ο τρίτος. Δε με έβαλαν μέσα, όπως φανταζόμουν. Σταθήκαμε εκεί όλοι μαζί.
−Ταυτότητα;
Του την έδωσα.
−Πώς λέγεσαι; (σε άπταιστο ενικό).
Αναλφάβητος ήταν; Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτή την ερώτηση την κάνουν πάντα μόλις τους δώσεις την ταυτότητα. Εδώ μαθαίνουμε ότι στις Πανελλήνιες οι σχολές αστυνομίας έχουν πλέον ψηλότερες βάσεις από τη Φιλολογία και τη Νομική, ότι δηλαδή έχουν γίνει η επιλογή της ιντελιγκέντσιας, κι αυτοί δεν ξέρουν ανάγνωση; Του είπα πώς με λένε.
−Πού μένεις;
Του είπα πού μένω.
−Και γιατί ήρθες στο νησί;
Του είπα γιατί ήρθα.
−Τι έχεις εδώ;
Μου πήρε το ταγάρι. Το ακούμπησε πάνω στο παχύ στρώμα σκόνης με το οποίο καμουφλάριζαν το καπώ του ασφαλίτικου, και ετοιμάστηκε να το αδειάσει.
−Ε... μήπως γίνεται να το βάλουμε κάπου πιο καθαρά; αποτόλμησα.
Χωρίς να εκδηλώσει κάποια ξεχωριστή χαρά για το σχόλιό μου, άνοιξε την πόρτα και έβαλε το ταγάρι (που ομολογουμένως ήταν μες στην μπίχλα, αλλά αυτό δεν ήταν λόγος να μου το λερώσουν κι άλλο) πάνω στο κάθισμα. Έβγαλε τα πράγματα ένα ένα. Μπλούζα. Σώβρακο. Βιβλίο. Οδοντόβουρτσα. Μπουκάλι νερό. Άδεια χαρτάκια από νεσκαφέ. Μπαλάκι από αλουμινόχαρτο. Ώπα! Εδώ είμαστε. Μπαλάκι από αλουμινόχαρτο! Προφανώς γεμάτο με μη νόμιμες ουσίες. Το ξετύλιξε προσεκτικά, το εξέτασε, δε βρήκε σε πρώτη φάση τίποτε ενοχοποιητικό (ήταν από το σάντουϊτς που είχα φάει στο καράβι), το ξανατύλιξε και το κράτησε.
−Και εδώ τι έχεις;
Φορούσα μια μπανάνα στη μέση μου. Άρχισε κι αυτήν να την αδειάζει. Τώρα το θέμα είναι ότι, αντίθετα προς το ταγάρι που το είχα ετοιμάσει ειδικά γι’ αυτό το ταξίδι και είχε πέντε συγκεκριμένα πράγματα όλα κι όλα, την μπανάνα τη φόραγα όλο το καλοκαίρι (και τα δυο τρία προηγούμενα καλοκαίρια επίσης), και πολύ σπάνια είχα ασχοληθεί να την αδειάσω από τα περιττά που μαζεύονταν εκεί μέσα. Έτσι, εκτός από το πορτοφόλι μου, τα κλειδιά μου και τα καπνά - χαρτάκια - αναπτήρα, είχε κι ένα σωρό σαβούρα: κέρματα, κουμπιά, άμμο, παλιά εισιτήρια πλοίων και αεροπλάνων, διάφορα χαρτιά με σημειώσεις, άδεια πακέτα από καπνό, και ό,τι άλλο βρίσκεται συνήθως στα τσαντάκια όχι πολύ τακτικών ανθρώπων.
Τα εξέτασε όλα εξονυχιστικά. Φυσικά κοίταξε με ιδιαίτερη προσοχή τα καπνά, γεμάτα και άδεια, εις αναζήτησιν −τι άλλο;− μη νόμιμων ουσιών. Άνοιξε όλα τα τσεπάκια και τα παρατσεπάκια, μέχρι και μερικά που ούτε εγώ δεν ήξερα ότι υπάρχουν. Τίναξε την μπανάνα, και μελέτησε επισταμένως την άμμο και τα τρίμματα καπνού που έπεσαν. Ψαχούλεψε το πορτοφόλι μέσα έξω. Έδειχνε να έχει ακλόνητα στερεωμένη στην ψυχή του την πεποίθηση ότι ήμουν φορτωμένος με μη νόμιμες ουσίες, οι οποίες δεν έμενε παρά να εντοπιστούν.
Από όλα τα ευρήματά του, το τελευταίο που δεν είχε ξετινάξει ήταν ένα πιρπίγκι. Το πιρπίγκι είναι ένα μικρό καλάμι, ανοιχτό από τη μια μεριά, κλειστό από την άλλη και με μία εγκοπή σε σχήμα U στο πλάι. Αν είσαι πολύ φιλύποπτος και συνάμα παντάπασιν άσχετος, μπορεί να το θεωρήσεις ως κάποιο είδος πίπας ή επιστόμιου για τσιγάρο (και δη για τσιγάρο που πιθανότατα περιέχει μη νόμιμες ουσίες). Στην πραγματικότητα όμως είναι εξάρτημα της τσαμπούνας. Φυσώντας το, το γλωσσίδι που σχηματίζει η εγκοπή πάλλεται, και έτσι παράγεται ένας τσιριχτός ήχος που θυμίζει κλάξον: πιιιιιι! Όταν το προσαρμόσεις στην κανονική του θέση μέσα στο όργανο, ο ήχος αυτός γίνεται πιο γλυκός και παίζει μελωδίες. Ο ασφαλίτης το πήρε με περιέργεια και πιθανώς με κάποια κρυφή ελπίδα ότι επιτέλους με τσάκωσε. Το κοίταξε από εδώ, το κοίταξε από εκεί, αλλά άκρη δεν έβγαλε.
−Τι είναι αυτό;
−Πιρπίγκι, είπα με ύφος.
Πιρπίγκι είναι μία πολύ ύποπτη λέξη: θυμίζει «τσελέμι» (που είναι στ’ αλήθεια είδος πίπας για μη νόμιμες ουσίες), «τσιμπούκι» και άλλα τέτοια υποκοσμικά.
−Δηλαδή;
−Για δώσ’ το μου λίγο.
Έτεινα το χέρι μου για να μου το δώσει. Εκείνος τράβηξε το δικό του μακριά, σαν παιδάκι που φοβάται μην του πάρουν το παιχνίδι. Επέμεινα φιλικά:
−Έλα, δώσε μου να σου δείξω πώς δουλεύει.
Τελικά μου το έδωσε. Το έβαλα στο στόμα μου και τράβηξα ένα γερό κορνάρισμα: πιιιιιιι!!
Οι μπάτσοι κοιτούσαν και άκουγαν, εν σιγή. Το πιρπίγκι μου τους είχε απογοητεύσει. Όχι απλώς δεν ήταν όργανο κανενός εγκλήματος, αλλά τους είχε ξεγελάσει ότι ήταν· κι από πάνω τους κορόιδευε μ’ αυτό τον γελοίο ήχο του.
−Καλά. Σήκω φύγε και... μη σε ξανατσακώσουμε, γιατί δε θα είμαστε τόσο επιεικείς, είπαν και με αποχαιρέτησαν.