ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Γεια σας. Στα «Καρπάθικα Ημερολόγια», που πλέον γράφονται από την Αθήνα το Ηράκλειο, δημοσιεύω σκέψεις και ιδέες που με απασχολούν και που προέρχονται από οτιδήποτε μπορεί να είδα, άκουσα, έζησα.
Για να είμαστε σύμφωνοι με τους κανόνες του παιχνιδιού, θα διατηρήσουμε την ανωνυμία μας. Ο σκοπός βέβαια δεν είναι να κρυφτούμε πίσω από ένα ψευδώνυμο για να πούμε όσα δε θα τολμούσαμε να πούμε ενυπόγραφα, γι' αυτό και κάθε σχολιαστής είναι φυσικά ελεύθερος να υπογράφει όπως θέλει, επωνύμως ή ψευδωνύμως. Ωστόσο, θέλω να μείνουμε σταθεροί σ' αυτή την έστω και σχετική ανωνυμία, δηλαδή να μη δημοσιεύουμε το όνομα του άλλου αν το ξέρουμε.
Όταν απαγορευτεί η ανωνυμία, βλέπουμε...

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

ΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΡΙΑ;

Πόσο κακός κουλουρτζής μπορεί να είναι κανείς;

Και όμως μπορεί. Θεωρώ μάλιστα ότι όλοι λίγο-πολύ οι κουλουρτζήδες που κυκλοφορούν σήμερα στην Αθήνα είναι ακριβώς εξίσου κακοί. Κάνουν τη δουλειά τους με τόση υποκρισία και με τόσο λίγο μεράκι, όσο δε φανταζόταν κανείς ότι χωράει σ’ ένα τέτοιο επάγγελμα. Και σε μία κοινωνία όπου η υποκρισία και η έλλειψη φαντασίας και στιλ έχει φτάσει μέχρι τους κουλουρτζήδες, μάλλον κάτι δεν πάει καλά γενικότερα.
Προσωπικά, προκειμένου να τσιμπήσω ένα σνακ στο δρόμο, συχνά προτιμώ το κουλούρι έναντι άλλων επιλογών. Όχι τόσο για την ανεπανάληπτη γεύση του −σιγά τ’ αβγά!− όσο γιατί συμπαθώ το θεσμό. Οι κουλουρτζήδες υπήρχαν στην πόλη μου (υποθέτω και σε άλλες) από τότε που τη θυμάμαι, και σίγουρα και πολύ πιο πριν. Και μαζί με τους λαχειοπώλες και τους καστανάδες, που το καλοκαίρι γίνονται καλαμποκάδες, αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία της φυσιογνωμίας της πόλης. Επίσης, οι τρεις αυτές κατηγορίες αποδεικνύουν ότι μπορεί κανείς ακόμη και σήμερα να κυκλοφορεί στους δρόμους, χωρίς μαγαζί, πουλώντας κάτι φτηνό, και να παραμένει απόλυτα αξιοπρεπής, αντίθετα προς άλλους γυρολόγους που στην ουσία είναι σαφώς επαίτες (π.χ. αυτοί με τα στυλό και τα χαρτομάντηλα στο λεωφορείο, οι κωφάλαλοι με τους γελοίους αναπτήρες κλπ.).
Αλλά τον τελευταίο καιρό αισθάνομαι να έχω όλο και λιγότερα κίνητρα να συμπαθώ το θεσμό.
Κατ’ αρχήν, τα κουλούρια είναι άθλια. Τι διάολο, πάντα προχτεσινά είναι; Πώς το καταφέρνουν; Θα απαιτεί πολύ καλό προγραμματισμό. Για να φάω ένα διπλό, κυριολεκτικά κουράζω τις μασέλες μου. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Δεν άπτεται ούτε του μερακιού ούτε της υποκρισίας.
Παλιά θυμάμαι τον κουλουρτζή, όπως άλλωστε και το λαχειοπώλη, να διαλαλάει την πραμάτεια του. Και είχα παρατηρήσει ότι ανέπτυσσαν διάφορες τεχνικές με τη φωνή τους, ώστε να ακούγονται δυνατά χωρίς να φωνάζουν και να χαλάν τα λαρύγγια τους. Έτσι ο καθένας είχε διαμορφώσει το προσωπικό του φώναγμα. Τους ξεχώριζες όπως ξεχωρίζεις τα κοκόρια, που όλα κικιρίκου λένε, αλλά το καθένα με ένα συγκεκριμένο τρόπο που δεν τον αλλάζει. Τώρα δε φωνάζουν. Άλλωστε δεν περπατούν κιόλας. Κάθονται σαν μπάστακες και σε περιμένουν. Δηλαδή έχουν υποβαθμίσει τον εαυτό τους σε ταμία ή ταμειακή μηχανή του ταμπλά με τα κουλούρια. Φαίνεται ότι, παρόλο που η πόλη μας είναι απίστευτα θορυβώδης και γίνεται όλο και χειρότερη, εντούτοις το να φωνάζεις τι πουλάς δεν είναι πολιτικά ορθό. Πλέον οι μόνοι που το κάνουν είναι οι γύφτοι με τα ντάτσουν: μανάβηδες, ανθοπώλες, παλιατζήδες κλπ.. Οι γύφτοι γενικά δε σκοτίζονται τόσο για πολιτικές ορθότητες· αλλά κι αυτοί, συχνά δε φωνάζουν αυτοπροσώπως αλλά βάζουν κασέτα.
Ύστερα: τελευταία οι κουλουρτζήδες, για να σου δώσουν το κουλούρι, βάζουν εκείνο το αντιπαθέστατο πλαστικό γάντι, για να μην το πιάσουν με το χέρι τους, μην τυχόν κι έχουν ξύσει προηγουμένως τις αιμορροΐδες τους. Ήμαρτον! Λες και ξέρω εγώ αν τις έχουν ξύσει και με το γάντι! Το κουλούρι που εκτίθεται χύμα στους ρυπαρούς και μολυσμένους δρόμους της Αθήνας είναι ένα προϊόν που εξ ορισμού δεν απευθύνεται σε υποχόνδριους. Δεν είναι αυτονόητο; Υπάρχει κανείς που σιχαίνεται το γυμνό χέρι του κουλουρτζή, ενώ δε σιχαίνεται τίποτε άλλο απ’ όσα είναι δυνατόν να έχουν έρθει σ’ επαφή με το κουλούρι; Και στο κάτω κάτω, αν είναι να τηρούμε τα προσχήματα, υπάρχει και η τσιμπίδα που είναι λιγότερο αντιαισθητική.
Εμένα μ’ ενοχλεί και η ποικιλία που έξαφνα έχει κατακλύσει τους ταμπλάδες. Πρώτα ήταν μόνο κουλούρια. Μετά ήταν σκέτα και διπλά κουλούρια. Τα διπλά ήταν είτε απλώς μεγαλύτερα, είτε δύο κουλούρια στριμμένα μαζί. Καλά μέχρις εδώ. Άλλος πεινάει περισσότερο, άλλος λιγότερο. Άλλος θέλει την τραγανάδα του λεπτού κι άλλος την αφρατοσύνη του διπλού (λέμε τώρα, γιατί στην πράξη όλα κινούνται μεταξύ πέτρας και λάστιχου). Αλλά τώρα που βγάλανε και με σοκολάτα, και με τυρί και δεν ξέρω τι άλλο, ποιο το νόημα; Άμα είναι, κάν’ το μια και καλή τυροπιττάδικο. Αν δε σε προτιμάει η πελατεία, δε σου πέρασε από το νου μήπως φταίει η ποιότητα και όχι η ποικιλία; Ναι, εκσυγχρονίσου! Βάλε και χυμούς, βάλε και κανα καφέ, βάλε και ερκοντίσιον. Μόνο που τότε θα το κάνεις ένα Γρηγόρη, και ο κανονικός Γρηγόρης θα είναι πάντα καλύτερος. Αφεντικό, εμένα μου φτάνει που στο σουπερμάρκετ θέλω μισή ώρα για να βρω ένα σαμπουάν που να μην είναι ούτε για έντονο φιλάρισμα, ούτε για βαμμένα και ταλαιπωρημένα μαλλιά, ούτε για μοναδικό όγκο, να είναι απλώς για λούσιμο, και άλλη μισή ώρα για να διαλέξω τυρί για τοστ, και για να παραγγείλω ένα καφέ χρειάζομαι λεξικό (φραπουτσίνο, φρεντοτσίνο, μοκατσίνο, στρέτο, λούνγκο, κον λάτε, αλέγκρο μα νον τρόπο... Όπως έλεγε και ο κόκορας του Αρκά, τι γίνεται στην περίπτωση που θες απλώς να γαμήσεις;). Δεν είναι η ποικιλία επιλογών αυτό που λείπει από την καταναλωτική μου ζωή. Πούλα ένα πράμα, ή έστω δυο τρία, και να ’ναι καλά, και να έχεις και το στιλ σου, και κανείς δε θα διαμαρτυρηθεί αν δεν έχεις με σοκολάτα, ούτε αν δε φοράς γάντι.
Άειντε μπράβο!

4 σχόλια:

maraki! είπε...

Απολαυστικός όπως πάντα..

kommotriaki είπε...

Τι να πω...Μάλλον κι οι κουλουρτζήδες τα φαγαν τα ψωμιά τους ως θεσμός...
Πάντως ενδεικτικό της εμπιστοσύνης στο συνάνθρωπο -και άρα της διατήρησης της παραδοσιακής φιγούρας του κουλουρτζή- θα ήταν, αν υπάρχει ακόμη, εκείνος ο αόρατος στη Βούλγαρη, που άφηνε δίπλα δίπλα στον ταβλά και το δισκάκι ώστε ο κάθε βιαστικός να αφήνει τη συνεισφορά του-τουτέστιν το αντίτιμο...

gyristroula2 είπε...

Α, πολύ μου άρεσε αυτό!
Τι μου θύμισε... Πρωί χαράματα, στη Ραφήνα. Κρύο, αέρας, βαριές αποσκευές, βιασύνη να προλάβουμε καλή θέση στο βαπόρι. Σταματάμε λίγο να πάρουμε κουλούρι από μια χαμογελαστή κυρία. Και όλα άλλαξαν. Το ζεστό νόστιμο κουλούρι, η καλή κουβέντα, το αστείο, το χαμόγελο. Η κόρη μου που ήταν μικρό κοριτσάκι πήρε ένα ωραίο μάθημα εκείνη τη μέρα. Πως αν κάνεις μια δουλειά, μια οποιαδήποτε δουλειά, με την ψυχή σου, μπορείς να ομορφύνεις τη ζωή σε αρκετούς ανθρώπους.

Πέπε είπε...

Κατάλαβες; Τώρα κάτι τέτοιο σπανίζει (ας μην πω χάθηκε και γίνομαι σαν τσι γέροι).
Φτάσαμε κι εμείς σαν κάτι αντίκες, που λένε "Στον καιρό μου, στο Και της Σμύρνης, όλος ο κόσμος γλεντούσε... Παν αυτά..."
Άειντε, καλά μας στερνά.

Καλωσήρθατε, κυρίες.