ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Γεια σας. Στα «Καρπάθικα Ημερολόγια», που πλέον γράφονται από την Αθήνα το Ηράκλειο, δημοσιεύω σκέψεις και ιδέες που με απασχολούν και που προέρχονται από οτιδήποτε μπορεί να είδα, άκουσα, έζησα.
Για να είμαστε σύμφωνοι με τους κανόνες του παιχνιδιού, θα διατηρήσουμε την ανωνυμία μας. Ο σκοπός βέβαια δεν είναι να κρυφτούμε πίσω από ένα ψευδώνυμο για να πούμε όσα δε θα τολμούσαμε να πούμε ενυπόγραφα, γι' αυτό και κάθε σχολιαστής είναι φυσικά ελεύθερος να υπογράφει όπως θέλει, επωνύμως ή ψευδωνύμως. Ωστόσο, θέλω να μείνουμε σταθεροί σ' αυτή την έστω και σχετική ανωνυμία, δηλαδή να μη δημοσιεύουμε το όνομα του άλλου αν το ξέρουμε.
Όταν απαγορευτεί η ανωνυμία, βλέπουμε...

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2008

ΜΕΤΑΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ

Άλλο ένα κείμενο αρχείου. Μιας κι αυτό τον καιρό δεν έχω πολύ χρόνο για γράψιμο, αυτά τα παλιότερα κείμενα είναι μια κάποια λύσις, παρά να μην υπάρχει καμία κίνηση στη στήλη.
Το έγραψα το Μάρτιο του 2008, την επομένη της ημέρας που έμαθα ότι πήρα μετάθεση από Κάρπαθο για Αθήνα. Επομένως εντάσσεται στον ίδιο κύκλο με το προηγούμενο: πάλι κάποια από τα όσα έχω αισθανθεί γι' αυτό το νησί. Όλα βέβαια είναι πολλά. Τόσο πολλά ώστε αναπόφευκτα υπάρχουν και αντιφάσεις.
Το κείμενο προοριζόταν για το πρώτο τεύχος ενός καρπάθικου περιοδικού που δε νομίζω ότι τελικά εκδόθηκε ποτέ.
Λέει:
Καλησπέρα σας.

Είναι μάλλον ανορθόδοξο να εγκαινιάζω τη στήλη, στο πρώτο πρώτο τεύχος, με έναν αποχαιρετισμό. Έλα όμως που μόλις χθες βγήκαν οι μεταθέσεις μας, και έμαθα ότι φεύγω από την Κάρπαθο. Πρόκειται βέβαια για ένα γεγονός της προσωπικής μου ζωής, που εκ πρώτης όψεως δεν αφορά όλο τον κόσμο. Όμως δε συνέβη μόνο σε μένα. Άλλωστε, σε μια δεύτερη ματιά οι μεταθέσεις των εκπαιδευτικών επηρεάζουν, έστω και λίγο ή εμμέσως, όλη τη ζωή στο νησί μας.
Στην Κάρπαθο συνυπάρχουν δύο −τουλάχιστον δύο− παράλληλες κοινωνίες: οι ντόπιοι Καρπάθιοι και οι «ξένοι» δημόσιοι υπάλληλοι: εκπαιδευτικοί, λιμενικοί κλπ.. Πιθανώς και άλλες ομάδες ξένων, όπως οι Αλβανοί, Γεωργιανοί και λοιποί μετανάστες να έχουν συγκροτήσει τις δικές τους παράλληλες μικροκοινωνίες, αλλά προς το παρόν ας ασχοληθούμε με τις δύο πρώτες, με έμφαση στους δασκάλους, αφού ο γράφων είναι δάσκαλος και αυτούς γνωρίζει καλύτερα.
Η βασική διαφορά μεταξύ του ξένου δασκάλου και του Καρπάθιου είναι ότι ο δεύτερος ζει μόνιμα (κατ’ αρχήν) στον τόπο του, ενώ ο πρώτος προσωρινά (κατ’ αρχήν πάλι) εκτός έδρας. Αυτό θέτει όλους τους μεν σε μία κοινή βάση, και τους διαφοροποιεί από τους δε. Έτσι οι δύο κοινωνίες ακολουθούν διαφορετικές πορείες, που φυσικά όμως συναντώνται και τέμνονται συχνά. Πολλές φορές δημιουργούνται φιλίες, αγάπες ή ακόμη και γάμοι μεταξύ ντόπιων και ξένων· οι πολυπρόσωπες όμως παρέες, ενώ μπορεί να αποτελούνται κυρίως από ντόπιους και από ένα ξένο, ή το αντίστροφο, μόνο κατ’ εξαίρεση είναι πραγματικά σύμμικτες.
Ο κυριότερος πάντως χώρος όπου οι πορείες τους συναντώνται είναι, φυσικά, το σχολείο. Όλα τα σχολεία της Καρπάθου στελεχώνονται κυρίως από νέους, μη Καρπάθιους εκπαιδευτικούς, που μένουν ένα ή δύο χρόνια, σπανίως περισσότερα, και μετά φεύγουν. Οι ντόπιοι ή οι μόνιμα εγκατεστημένοι είναι συγκριτικά πολύ λίγοι. Αυτό δίνει το πιο χαρακτηριστικό ίσως στίγμα στην εκπαίδευση της Καρπάθου, καθώς και όλων των άλλων παρόμοιων τόπων. Όπως στο στρατό, όπως παντού, έτσι και στο σχολείο, ο παλιός είναι αλλιώς αλλά ο νέος είναι ωραίος. Ο νέος εκπαιδευτικός έρχεται άμαθος, άπειρος, στου κασίδη το κεφάλι, και μόλις αρχίσει να μαθαίνει κάπως την τέχνη φεύγει, να πάει να την εφαρμόσει κάπου αλλού. Ο παλιός την ξέρει. Από την άλλη, συχνά ο νέος έρχεται με μια φόρα και μια όρεξη που στον παλιό μπορεί να έχει κοπάσει.
Το σύστημα λοιπόν των μεταθέσεων κάνει τους μαθητές και τους λίγους μόνιμα εγκατεστημένους δασκάλους να αποχαιρετούν κάθε χρόνο όσους φεύγουν και να υποδέχονται τους καινούργιους. Οι καινούργιοι φέρνουν ο καθένας την προσωπικότητα, το στιλ, τις γνώσεις και τις μεθόδους του, που μπορεί να είναι καλύτερες ή χειρότερες από του προηγούμενου αλλά σίγουρα θα είναι διαφορετικές. Δε θα αναλύσουμε εδώ αν αυτό είναι καλό ή κακό για τα σχολειά μας −θα ξεφεύγαμε από το θέμα μας. Βέβαιον είναι πάντως ότι τα χαρακτηρίζει. Και καθώς το σχολειό είναι ένα από τα βασικότερα κύτταρα στον οργανισμό της κοινωνίας, αυτή η αέναη εναλλαγή προσώπων που έρχονται και φεύγουν αφήνει τον αντίκτυπό της στη ζωή της Καρπάθου.
Στην προσωπική ζωή του ίδιου του μετατιθέμενου, ο αντίκτυπος είναι, προφανώς, ακόμη ισχυρότερος. Άλλο να χάσει ή να κερδίσει η Κάρπαθος ένα δάσκαλο, κι άλλο ο δάσκαλος να κερδίσει ή να χάσει ολόκληρη την Κάρπαθο!
Λένε για την Κάρπαθο, και για άλλα νησιά, ότι όλοι έρχονται κλαίγοντας και φεύγουν κλαίγοντας. Οι διορισμοί, οι μεταθέσεις, οι αποσπάσεις και όλες γενικώς οι μετακινήσεις των εκπαιδευτικών γίνονται με ένα σύστημα που για άλλους είναι κατάρα και για άλλους ευλογία. Όποιος άφησε πίσω στον τόπο το ταίρι του για να έρθει στην ξενιτιά να υπηρετήσει, όποια μάνα πήρε τα παιδιά από τον πατέρα τους για να τα φέρει σε ένα καινούργιο σχολείο και ένα καινούργιο περιβάλλον, που μόλις το συνηθίσουν θα πρέπει πάλι να το αποχωριστούν, όποιος γονιός άφησε πίσω τα παιδιά του και ήρθε μόνος, όποιος γενικά άφησε μια ζωή στρωμένη για να έρθει να αντιμετωπίσει το άγνωστο και το προσωρινό, έχει κάθε λόγο να έρθει κλαίγοντας. Οι άλλοι, όσοι είναι ελεύθεροι υποχρεώσεων, έχουν τη μοναδική ευκαιρία να ταξιδέψουν, να γυρίσουν, να γνωρίσουν γωνιές της χώρας μας (ακόμη και του εξωτερικού) που πιθανώς να μην επισκέπτονταν ποτέ υπό άλλες συνθήκες, και να ζήσουν τα προνόμια μιας ζωής που δεν επιφυλάσσεται σε πολλούς άλλους. Και αυτοί έχουν χρέος ιερό να χαρούν όλα τους τα προνόμια στο έπακρο, όχι μόνο γιατί είναι πολύ αμφίβολο αν θα τα ξαναέχουν αλλά και προς χάριν και τιμήν των συναδέλφων της προηγούμενης κατηγορίας, για τους οποίους αυτά τα προνόμια είναι καταδίκη.
Βέβαια η πρώτη εμπειρία μπορεί να είναι λίγο αποκαρδιωτική. «Τι, Κάρπαθο; Πού είναι αυτός ο βράχος; Δεν έχει δρομολόγια! Δεν έχει ούτε ένα γιατρό! Ερημιά, δεν έχει κόσμο! Πουλάν ληγμένα τρόφιμα! Δεν έχει κινηματογράφους, βιβλιοπωλεία −μην πω για θέατρα. Τα σχολεία είναι μικρά, δεν έχουν εργαστήρια, γήπεδα... Τι θα κάνουμε εδώ;» Τι θα κάνουμε; Θα τα καταφέρουμε! Εντάξει, δεν τα έχει αυτά, είναι αλήθεια. Έχει όμως άλλα. Εγώ τα κατάφερα. Κι εσύ τα κατάφερες, κι αυτός, κι αυτή. Κάθε φορά σχεδόν όλοι όχι απλώς τα καταφέρνουμε, αλλά μαζεύουμε εμπειρίες και ακριβές αναμνήσεις που μας συνοδεύουν σε όλη μας τη ζωή. Πολλοί ζούμε εδώ τη χρυσή μας περίοδο. Είμαστε σαν δεύτερη φορά φοιτητές, αλλά με πιο πολύ μυαλό στο κεφάλι μας και με δικά μας λεφτά. Ποιος τέλειωσε τις σπουδές του, ή έστω το σχολείο, και να μην ευχήθηκε να ’χε άλλα τόσα χρόνια να ξανακάνει τα ίδια, τώρα που ξέρει; Και ιδού, σε κάποιους ήρθε ένα τζίνι, βγαλμένο από το μπουκάλι με το λογότυπο του ΥΠΕΠΘ TRAVEL, και μας πραγματοποίησε την ευχή, μια ευχή που τόσες χιλιάδες γενιές ανθρώπων από τον Αδάμ και εντεύθεν έκαναν: να ’σαν τα νιάτα δυο φορές...!
Ξανά φοιτητές δε σημαίνει μόνο ρεμπελιό και ανμελιά, φραπέ και Ανώι και από Πάσχα μέχρι Νοέμβρη μπάνια. Είναι κι αυτά καλά και σημαντικά, και μην τα υποτιμάμε. Αλλά είναι και πολλά άλλα. Στον μικρό τόπο κουράζεσαι όσο χρειάζεται για τη δουλειά σου, αλλά δεν έχεις την άσκοπη φθορά της πόλης. Ξυπνάς το πρωί, βλέπεις ανθρώπους στο δρόμο και τους ξέρεις, σου γνέφουν καλημέρα· η διαδρομή σου μέχρι το σχολείο ξέρεις πόσο θα κρατήσει (συνήθως όχι πάνω από δέκα λεπτά, βία ένα τέταρτο), είναι ευχάριστη και πολιτισμένη, για πολλούς μέσα από το δάσος ή δίπλα από την παραλία· δεν ξεκινάς τη μέρα σου τελειωμένος, έχοντας τσακωθεί και βριστεί με κάθε αντίπαλο οδηγό, ταξιτζή και πεζό· η κόρνα στην Κάρπαθο χρησιμεύει αποκλειστικά και μόνο για να χαιρετάς· δε βασανίζεσαι μια ώρα να φτάσεις κι άλλη μια ώρα να παρκάρεις· το σουπερμάρκετ, η τράπεζα, το ταχυδρομείο είναι κοντά στο σπίτι σου· έχεις μπροστά σου τη θάλασσα, πίσω σου το βουνό και πάνω σου τον ουρανό· ανασαίνεις καθαρό αέρα, βρέχει και βρέχεσαι, όχι σαν την Αθήνα που πρέπει να το μάθεις από την τηλεόραση! Οι φίλοι σου μένουν κοντά, θα τους συναντήσεις χωρίς πολλά κανονίσματα. Στο μικρό σχολείο προλαβαίνεις να γνωρίσεις και να αγαπήσεις τα παιδιά σου, πράγμα πολύ δύσκολο στις τάξεις των 30-35 μαθητών επί έξι τμήματα που έχουν τα σχολεία των μεγάλων πόλεων. Αν δεν έχει γυμναστήρια και εργαστήρια, όμως το σχολείο είναι μέσα στα δέντρα και δε μοιάζει με φυλακή· δεν έχει απ’ έξω πρεζεμπόρους και παιδεραστές, ούτε από μέσα συμμορίες.
Με δυο λόγια: στην Κάρπαθο δε σκας για όσα δε χρειάζεται. Αφιερώνεις όσο χρόνο, όσο μυαλό και όση ψυχή χρειάζεται εκεί που χρειάζεται, και όλο το υπόλοιπο είναι για σένα. Ζεις! Δουλεύεις και ζεις, δε ζεις για να δουλεύεις. Γι’ αυτό όλοι εδώ, ή σχεδόν όλοι, δενόμαστε με τον τόπο και με τους ανθρώπους και πλουτίζουμε την ψυχή μας, γι’ αυτό ακόμα και ο απλός πρωινός καφές της Κυριακής με την παρέα (μια παρέα που στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα ή το Ηράκλειο μπορεί να ζούσε στην πολυκατοικία μας και να μην τη γνωρίζαμε ποτέ) είναι τόσο ξεχωριστός και δε θέλουμε να τον στερηθούμε: γιατί τον ζούμε.
Και ιδού, έρχεται η ώρα της μετάθεσης. Άλλος για Χίο τράβηξε, πήγε, κι άλλος για Μυτιλήνη. Άλλον τον έστειλαν εκεί που ήθελε, άλλον όχι· πολλοί πάνε εκεί όπου είχαν ζητήσει το Νοέμβριο (τότε γίνονται οι αιτήσεις), όταν ακόμα έκλαιγαν που ήρθαν, αλλά στο μεταξύ κατάλαβαν όσα τότε ήταν ακόμη νωρίς για να τα αντιληφθούν, και τώρα πάλι κλαίνε που θα φύγουν· δεν είναι λίγοι εκείνοι που, εν όψει της μετάθεσης στην πατρίδα τους, ζητούν απόσπαση για να ξανάρθουν στην Κάρπαθο, γιατί δεν πάει η καρδιά τους να αφήσουν τους φίλους, τα παιδιά τους, το νησί. Πού και πού κάποιοι ξωμένουν και για πάντα. Για κάποιους η μετάθεση είναι το περιπόθητο τέλος του ξενιτεμού και του αποχωρισμού από οικείους και αγαπημένους, για άλλους είναι η παράταση με ένα νέο ξενιτεμό. Όσοι οι άνθρωποι, τόσες κι οι περιπτώσεις.
Εγώ γυναίκα, παιδιά, σκυλιά δεν έχω· δεν ξέρω πώς είναι για όσους έχουν, σέβομαι τις ανάγκες και τους καημούς τους και τους εύχομαι ό,τι επιθυμούν. Αλλά για τους υπόλοιπους, η γνώμη μου είναι: όλες οι μεταθέσεις είναι καλές. Πήγες στην πατρίδα σου; Συγχαρητήρια, καλή πατρίδα! Επόμεινες στην Κάρπαθο; Και πάλι συγχαρητήρια, τώρα είσαι κατεχάρης, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε, ξέρεις ότι εδώ είναι καλά. Σ’ έστειλαν αλλού κι αλλού, στη Ζάκυνθο, στην Ιεράπετρα, στο Νευροκόπι, στα Ζαγοροχώρια; Συγχαρητήρια, η κατάκτηση του κόσμου συνεχίζεται. Ετοιμάσου για μια νέα Κάρπαθο −ξέρεις εσύ! Είσαι και πάλι απογοητευμένος; Ζήτα απόσπαση· κι αν την πάρεις, συγχαρητήρια, αλλιώς και πάλι συγχαρητήρια. Ό,τι και να γίνει, καλώς γενάμενο. Η ζωή είναι για μας. Το μόνο κακό είναι το τέρμα.

* * * * *

Κι εγώ; Πώς θα φύγω από εδώ για την Αθήνα, γελώντας ή κλαίγοντας;
Με την Κάρπαθο έχω μακράν ιστορία. Πρωτοήρθα παραθεριστής προ δέκα ετών, το 1999, μια βδομάδα στην Όλυμπο και μια στο Φοινίκι. Το ίδιο έκανα κάθε καλοκαίρι έκτοτε, μέχρι το 2003 (μόνο το 2001 δεν ήρθα, που ήμουνα φαντάρος). Το 2004 διορίστηκα εδώ δάσκαλος, κι από τότε έχω μείνει τέσσερα χρόνια. Ένα χρόνο κάτοικος Πηγαδιών, τρία Όθους. Έκανα εδώ, και τι δεν έκανα! Γύρισα τα χωριά, γνώρισα ανθρώπους. Φίλοι μου με παιδιά πιτσιρίκια, τώρα μου τα στέλνουν στο Γυμνάσιο κι αυτά κοντεύουν να στρίψουν μουστάκι. Αγάπησα με πάθος τον τόπο και τον πολιτισμό του, και εν τω μέτρω των δυνάμεών μου τον σπούδασα και τον ασπάστηκα. Έμαθα την καρπάθικη μουσική και το τραγούδι, έπαιξα και άκουσα με την ψυχή μου, γλέντησα με το γέλιο και με το δάκρυ. Λάλησα νύφες, έκλαψα πεθαμένους, έτριψα το Πιπέρι. Πήρα από τους παλιούς μερακλήδες ό,τι μπόρεσα, και ήδη ξεπληρώνω το χρέος μου στα παιδόγγονά τους, με τα μαθήματα μουσικής που κάνω στο χωριό μου. (Παιδιά, κακά τα ψέματα: το Όθος είναι το χωριό μου, −ή μήπως, λιγάκι, κι η Όλυμπος;− και η Κάρπαθος είναι το νησί μου.) Τέσσερις φουρνιές συναδέλφων γνώρισα, αγάπησα κι αποχαιρέτησα, μαζί με τη φετεινή, και άλλες τέσσερις μαθητών. Τη ζωή του ξένου στην Κάρπαθο την είδα από όλες της τις απόψεις: και στην πόλη, και στο χωριό· ανακατεύτηκα και με τους ντόπιους και με τους δικούς μου· έκανα και τα φοιτητηλίκια μου, Ανώι και φραπέ, έπαιξα και τον ντόπιο, να καλλιεργώ κουκιά και να πηγαίνω στο καφενείο. Το πετσί μου μυρίζει Κάρπαθο, και κολακεύομαι να πιστεύω ότι κι εγώ έχω αφήσει τη μυρωδιά μου στην Κάρπαθο.
Προ ημερών συνάντησα μια ντόπια, γνωστή μου ήδη από την πρώτη χρονιά που είχα έρθει διακοπές. Μέσα στην κουβέντα, μου ανέφερε ότι με έχει σε μια φωτογραφία με την κόρη της, που ήταν τοσηδούλα, εφτά χρονών. Φέτος η κόρη δίνει Πανελλαδικές. Μου ’ρθε ζάλη! Δέκα χρόνια! Πόσοι γεννήθηκαν και πόσοι πέθαναν, πόσοι παντρεύτηκαν και πόσοι χώρισαν, πόσοι πέρασαν, πόσοι ήρθαν κι έφυγαν μέσα σε δέκα χρόνια! Πόσα άλλαξαν στην Κάρπαθο και πόσα σε μένα, λίγο λίγο, ανεπαίσθητα αλλά και αμετάκλητα...
Αλλά στο μεταξύ στερήθηκα και την Αθήνα. Τέσσερα χρόνια μακριά από τον τόπο μου δεν είναι λίγα. Εκεί έχω τους ρυθμούς μου, εκεί είμαι στ’ αλήθεια ντόπιος. Πηγαίνω κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, και τρέχω να προφτάσω όσα έγιναν κατά την απουσία μου, να καλύψω το χαμένο έδαφος. Και δεν είναι εύκολο. Οι δυο πατρίδες είν’ κακές, όπως και να το κάνεις. Κι εκεί γεννιούνται παιδιά, οι μικροί μεγαλώνουν και οι μεγάλοι πεθαίνουν· κι εκεί άλλοι παντρεύονται κι άλλοι χωρίζουν· κι εκεί αλλάζουν οι δρόμοι και οι γειτονιές, σπίτια χτίζονται, μαγαζιά ανοίγουν και κλείνουν, ερήμην μου. Δεν το δέχομαι εύκολα ότι αυτά γίνονται ερήμην μου, πρέπει να προλάβω τις εξελίξεις, να μην αποξενωθώ. Τρέχω... Άσε που εδώ είναι όλη μου η οικογένεια, οι παλιοί φίλοι... Άσε που εδώ και τέσσερα χρόνια είμαι μεταξύ δύο σπιτιών, χωρίς ποτέ να ξέρω με βεβαιότητα αν το τάδε βιβλίο ή ο δείνα δίσκος, το γκρι πουκάμισο ή η ριγιέ κάλτσα είναι στην Αθήνα ή στην Κάρπαθο. Άσε που μου ’χει λείψει η άνεση του να έχω στην πόλη μου βιβλιοπωλεία, κινηματογράφους, γιατρούς, μαγαζιά, επιλογές, να βρίσκω περίπτερο και βενζινάδικο ακόμη και στις τέσσερις το πρωί, να μη σώνονται οι εφημερίδες... Θέλω τον τόπο μου!
Τη στιγμή που έμαθα τη μετάθεσή μου ήμουν με συναδέλφους, με ανθρώπους που είχαμε τον ίδιο καημό. Μόλις άκουσα Αθήνα, η καρδιά μου πέταξε. Η πρώτη μου κουβέντα ήταν «πάμε να κεράσω». Πήγαμε να κεράσω. Στο δρόμο, συναντώ έναν από τους ντόπιους φίλους μου και του ανακοινώνω περιχαρής το μεγάλο νέο. Και μέχρι να τελειώσω τη φράση μου, τον κοίταζα και είδα την άλλη όψη της μετάθεσης: ναι μεν θα πάω εκεί, ζήτω, αλλά θα φύγω από εδώ, αλίμονο... Πού θα σας αφήσω, και πού θα σας ξανάβρω, όλους εσάς που είστε η ζωή μου εδώ, τόσα χρόνια, κι ας είστε και Καρπάθιοι κι ας είστε και «ξένοι», κι ας είστε και μαθητές μου ή σιομάλικοί μου ή μεγαλύτεροι ή γέροι... Σαν το Μάρτη το δίγνωμο, μια γελώ μια κλαίω για τη μετάθεση.
Θα φύγω. Απόσπαση δε ζητάω. Είναι η ώρα, έκλεισε αυτός ο κύκλος. Θ’ ακολουθήσω τη μοίρα μου. Πάμε γι’ άλλα. Αλλά δε θα φύγω με ελαφριά καρδιά. Την Κάρπαθο, με τους ανθρώπους της και ό,τι άλλο σέρνει μαζί της, θα την πάρω μαζί μου στην καρδιά μου και θα την κουβαλώ παντού.
Καλές αντάμωσες, σε όλους!

Σας ευχαριστώ.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ενδιαφερον το αρθρο σου νομιζω ομως οτι προβαλλεις υπερβολικα τα θετικα της Καρπαθου κι εν παση περιπτωσει αλλιως ειναι να φευγεις μεσα σε δυο χρονια για Αθηνα κι αλλιως να περιμενεις ματαια για 5 και πλεον 6 χρονια μια μεταθεση που φανταζει πια ανεφικτη

Πέπε είπε...

Φίλε/η, κατ' αρχήν ευχαριστώ για το σχόλιο.
Θα πρόσεξες την ημερομηνία: αυτή η ιστορία συνέβη όταν τα πράγματα ήταν πολύ αλλιώς απ' ό,τι σήμερα.
Εν πάση περιπτώσει στο νησί έκατσα 4 χρόνια. Αν μπορούσα ίσως είχα φύγει νωρίτερα, αλλά οπωσδήποτε δεν βαρυγκώμησα στιγμή για το διάστημα της παραμονής μου. Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, μπορώ να πω μετά βεβαιότητος ότι ήταν το μεγάλο ταξίδι της ζωής μου.
Και πάντως, για να πάει κανείς στον τόπο του πρέπει πρώτα να θητεύσει αρκετά στα μακρινά μέρη. Η λογική να πλησιάζεις λίγο λίγο (με μεταθέσεις σε μέρη που ζεις πιο εύκολα αλλά δίνουν και λιγότερα μόρια) δεν εξυπηρετεί!