Καλησπέρα σας.
Όπως έχουμε πει, φέτος μένω στην Αθήνα, όπου είναι και το καινούργιο μου σχολείο, ένα ΕΠΑΛ. Τα ΕΠΑΛ (Επαγγελματικά Λύκεια) είναι ένας αρκετά απαξιωμένος θεσμός: θεωρούνται τα λύκεια χαμηλών αξιώσεων. Δεν είναι τα εντελώς μπαζολύκεια, γιατί αυτά είναι οι ΕΠΑΣ (Επαγγελματικές Σχολές), αλλά οπωσδήποτε είναι χαμηλότερου επιπέδου από τα Ενιαία Λύκεια (τα κανονικά δηλαδή). Είναι δε οξύμωρο, αλλά όχι παράδοξο, ότι όσο χαμηλότερες αξιώσεις εγείρει ένα σχολείο από τους μαθητές του τόσο υψηλότερες είναι οι αντίστοιχες για τους διδάσκοντες.
Εν πάση περιπτώσει, σ’ αυτό το σχολείο, όπου −όπως μάλλον αντιλήφθηκε ήδη ο οξυδερκής αναγνώστης− έκανα κάπως ανώμαλη προσγείωση, γίνονται εθνικές γιορτές όπως σε όλα τα σχολεία. Συνέβη δε να είμαι εγώ αρμόδιος, μαζί με μία συνάδελφο που διδάσκει σχέδιο. Έτσι, μια μέρα ανακοινώσαμε ότι θα συγκροτηθεί χορωδία και ορχήστρα, και όσοι μαθητές ενδιαφέρονται να έρθουν να το δηλώσουν, ιδιαίτερα δε αν κάποιοι παίζουν όργανα. Για μεν το τραγούδι, εμφανίστηκε το αναμενόμενο ετερόκλητο πλήθος: κάποιοι που όντως τους αρέσει, κάποιοι που όχι μόνο τους αρέσει αλλά και έχουν ήδη ασχοληθεί και συμμετέχουν και σε άλλες χορωδίες, κάποιοι απλώς για να χάνουν μάθημα. Στα όργανα τώρα, εμφανίστηκαν τέσσερα πέντε παιδιά· εκτός από έναν που παίζει τουμπελέκι, οι άλλοι όλο με ηλεκτρικές κιθάρες, ντραμς και μπάσα.
−Κι εσύ τι παίζεις;
−Κιθάρα.
−Ωραία. Ηλεκτρική ή κλασική;
−Ηλεκτρική.
−Ωραία. Και τι μουσική παίζεις;
−Βασικά παίζω μέταλ, θρας και τέτοια.
−Τέλεια! Εμείς βασικά παίζουμε Βέμπο, Λοΐζο και τέτοια: θα τα βρούμε!
Και τα βρήκαμε. Σχηματίστηκε ένα συγκρότημα με δύο κιθάρες, μπάσο, ντραμς και τουμπελέκι (το τουμπελέκι ακούγεται λίγο άσχετο, αλλά ο τύπος πρέπει μάλλον να είναι επίδοξος ντράμερ που βρήκε ένα προσωρινό υποκατάστατο της ογκώδους, ακριβής και ανοικονόμητης ντραμς, και όχι κανονικός τουμπελεκιτζής με συνείδηση τσιφτετελά). Οι πιο δραστήριοι ήταν οι δύο κιθαρίστες. Φαίνεται ότι όσοι παίζουν ηλεκτρική κιθάρα χωρίς να έχουν πιάσει ποτέ κλασική κινούνται σε ένα διαφορετικό μουσικό σύμπαν, που μου ήταν άγνωστο, ανοίκειο αλλά και συναρπαστικό: παράξενες κλίμακες, πιασίματα που δεν αναγνώριζα, απροσδόκητες αρμονικές συνωδίες κλπ.. Κάθε κομμάτι που άκουγαν, το μετέφραζαν στη δική τους μουσική γλώσσα, επιφέροντας κάποιες μικροαλλαγές που εγώ ποτέ δε θα σκεφτόμουν, κάνοντας το κομμάτι καινούργιο αλλά συνάμα και αναγνωρίσιμο· φανταζόμουν ότι αν άκουγαν τις διασκευές τους οι αυθεντικοί συνθέτες των κομματιών θα ενθουσιάζονταν. Εντωμεταξύ, οι τύποι κατέβαζαν τις ιδέες βροχηδόν: εδώ ας κάνουμε το ένα, εκεί ας κάνουμε το άλλο. Είχα μαγευτεί με την πάρτη τους. Οι ιδέες τους ήταν και πολλές και καλές. Οι ίδιοι αντίθετα, χωρίς την παραμικρή έπαρση, έδειχναν να πιστεύουν ότι το παίζουν έτσι και όχι όπως είναι κανονικά επειδή «δεν ξέρουν»!
Τα παιδιά ήξεραν ότι ασχολούμαι μεν με τη μουσική, αλλά με τελείως άλλα είδη από τα δικά τους. Το ενδιαφέρον, η ενθάρρυνση και η εμπιστοσύνη που έδειξα στους ίδιους και τη δουλειά τους τους έδωσε φτερά. Από την άλλη, έβλεπαν κιόλας ότι δεν είμαι απλώς ένας άσχετος που θαμπώθηκε από το πρωτόγνωρο: υπήρχαν σημεία όπου τους έκανα πολύ συγκεκριμένες παρατηρήσεις, και κάποιες μεμονωμένες ιδέες που δε μου άρεσαν. Άρα, αφού ήξερα να τους πω και όχι, σήμαινε ότι το «ναι» μου ήταν το έγκυρο, βάσιμο «ναι» κάποιου που στ’ αλήθεια εκτιμά ευτό που έκαναν.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι αναπτύξαμε μία εξαιρετική συνεργασία. Ποτέ δε χρειάστηκε να τους ανακαλέσω στην τάξη ή να τους θυμίσω ποιος είναι ο καθηγητής εδώ μέσα. Απλώς παίζαμε, δοκιμάζαμε, συζητούσαμε και προχωρούσαμε. Αισθανόμουν ότι μέσα στο ζόρικο και συχνά εχθρικό κόσμο του ΕΠΑΛ είχα βρει ένα παραδεισάκι, μία όαση όπου οι μαθητές είναι ώριμοι, συνεργάσιμοι, ευγενικοί (αλήθεια, αυτό μού έκανε εντύπωση: οι μαλλιάδες με τη βρώμικη μουσική και τις μπλούζες με τις νεκροκεφαλές ήταν τα πιο ευγενικά παιδιά!), έξυπνοι, δημιουργικοί και αναγνωρίζουν αυτό που κάνεις γι’ αυτούς και το ανταποδίδουν.
Οι πρόβες της χορωδίας γίνονταν χώρια. Η ιδέα που είχα και που ακολούθησα ήταν η εξής: πρώτα δείχνω ένα τραγούδι στη χορωδία· με μια κλασική κιθάρα που χρησιμοποιούσα στις πρόβες, έβρισκα τον τόνο που τους βόλευε καλύτερα· ύστερα, ξέροντας πλέον συγκεκριμένες συγχορδίες, το έδειχνα στους μαλλιάδες· μ’ αυτούς το επεξεργαζόμασταν, του πετάγαμε τα μάτια έξω, και τέλος, κάθε που ένα-δυο τραγούδια ήταν έτοιμα και από τους μεν και από τους δε, τους έσμιγα για μία πρόβα όλοι μαζί. Παράλληλα η συνάδελφος προχωρούσε τις δικές της πρόβες με τα κείμενα και τα ποιήματα (όπου συμμετείχαν κυρίως παιδιά που ήταν και στη χορωδία). Και, τις τελευταίες μέρες, αρχίσαμε να προβάρουμε όλο το σετ.
Η χορωδία μπορούσε να προβάρει σε οποιαδήποτε αίθουσα του σχολείου ήταν εύκαιρη. Με τα όργανα όμως ήταν πιο δύσκολο, γιατί είναι πολύ δυνατά. Ο μόνος χώρος που βρήκε το σχολείο να μας διαθέσει ώστε να μην ενοχλούμε το μάθημα ήταν μία αποθήκη με θρανία, στο υπόγειο, που ήταν τίγκα στη σκόνη, την μπίχλα και την πατζέχρα. Στην αρχή μού κακοφάνηκε. Μετά είδα τη ροκ πτυχή του θέματος: ήταν περίπου σαν να κάναμε πρόβα σε γκαράζ, όπως έκαναν στα πρώτα τους βήματα όλοι οι θρύλοι του εξήντα και εντεύθεν. Έτσι το παρουσίασα στα παιδιά της ορχήστρας σαν σπουδαίο τεφαρίκι. Έπιασε και δεν έπιασε... Εν πάση περιπτώσει, την πρώτη φορά που έφεραν τις κιθάρες και τους ενισχυτές κάναμε πρόβα εκεί. Πάνω που είχαν αρχίσει να συμπαθούν το χώρο, διαπιστώσαμε ότι ακριβώς από κάτω είχε βόθρο. Ο οποίος την πρώτη μέρα πέρασε απαρατήρητος, αλλά μετά άρχισε να βρωμεί ακατάσχετα. Αυτό μάς έδωσε την αφορμή να προσέξουμε επίσης ότι από τις σωλήνες που διέσχιζαν το δωματιάκι ακούγαμε πότε κάποιος τράβαγε καζανάκι. Στο τέλος οι σωλήνες άρχισαν να έχουν και διαρροές. Γενικά κάναμε πρόβες σ’ έναν ελεεινό χώρο που θα προσέβαλλε τον καθένα. Προσπάθησα (και νομίζω ότι το ψιλοπέτυχα) να τους μεταστρέψω την αγανάκτηση προς την κατεύθυνση της ιδέας ότι εργαζόμαστε μυστικά, υπόγεια, υπό αντίξοες συνθήκες, προετοιμάζοντας μία επανάσταση −τη θρας διασκευή του Ντούτσε− της οποίας το πολιτιστικό προϊόν θα χαρίζαμε μετά μεγαλόψυχα στην κοινωνία.
Τα παιδιά σχολίαζαν: «Σκατά ήχο θα έχουμε» ή «Σήμερα θα παίξουμε βρώμικα». Αλλά αφού είχαν πάψει να λένε, όπως στην αρχή, «Εδώ κύριε μας έχουν χεσμένους», σήμαινε ότι το ηθικό πήγαινε καλά.
Η συνεργασία με τη χορωδία δεν ήταν τόσο ονειρεμένη. Ξεκίνησα με τη φιλοδοξία να μάθω τραγούδι σε όσους δεν ήξεραν καν πότε κάνουν φάλτσα. Σύντομα φάνηκε ότι αυτό δεν επέπρωτο να συμβεί. Δεν πειράζει, είπα, ας έχουμε και φάλτσους. Σχολείο είμαστε, δεν είμαστε η χορωδία Τρικάλων. Τους εξήγησα ότι δε θέλω μόνο τους καλούς, ότι όλοι είναι ευπρόσδεκτοι γιατί όλοι οι άνθρωποι και όχι μόνο οι προικισμένοι έχουν δικαίωμα στο τραγούδι. Απλώς, παιδιά, όσοι αντιλαμβάνονται ότι δεν το ’χουν πιάσει σωστά ας τραγουδούν λίγο πιο διακριτικά· και αντίστοιχα, όσοι ξέρουν ότι το λένε καλά, ας κάνουν τον κόπο να τραγουδούν λίγο πιο δυνατά, για να καλύπτουν το κενό των φάλτσων: το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο.
Όλα αυτά τους τα ’λεγα όχι μόνο για ένα καλύτερο μουσικό αποτέλεσμα, αλλά κυρίως για να εδραιώσω ένα κλίμα αποδοχής και να τους βγάλω από την ηλίθια νοοτροπία του «πρέπει - δεν πρέπει», «καλός - κακός» που γενικώς κουβαλάνε οι μαθητές. Αλήθεια σάς το λέω, απότυχα τελείως! Από τη δεύτερη ή τρίτη συνάντηση τα παιδιά συνειδητοποίησαν ότι εδώ είμαστε ένας καθηγητής και καμιά εικοσαριά παιδιά, και έχουμε κάτι να μάθουμε, δηλαδή περίπου το ίδιο όπως στην τάξη. Λοιπόν, τι κάνουμε στην τάξη για να το κάνουμε κι εδώ; Χαζοπαζαρεύουμε, μιλάμε με το διπλανό μας (κατεξοχήν όταν ο καθηγητής έχει πιάσει ατομικά κάποιον και του εξηγεί), κάνουμε ηλίθια πλάκα με τους στίχους (κι εσύ ησυχάζεις, το δάχτυλο βάζεις να βρεις την πληγή: τι εννοεί κύριε, πού το βάζει το δάχτυλο;), ενεργοποιούμε τη λειτουργία «ανίκανος να μάθει οτιδήποτε» και, κάθε τόσο, ρωτάμε −όλοι με τη σειρά, σε διαστήματα του μισού λεπτού περίπου− «Πού είμαστε;».
Εγώ μπορεί να είμαι ένας χαρισματικός νέος δάσκαλος γεμάτος έμπνευση, όρεξη, αγάπη, πρωτοτυπία και χίλα δυο άλλα ανεκτίμητα προσόντα, αλλά χάνω εύκολα την υπομονή και την ψυχραιμία μου. Στην τάξη, καμιά φορά, όταν γίνεται χαμός, κοπανάω την έδρα (που έχει πλούσια μπάσα) φανάζοντας «θα ησυχάσετε επιτέλους» ή κάτι παρόμοιο, και γενικά καταφέρνω να τους αποσπάσω για λίγο την προσοχή. Στο βόθρο όμως δεν είχε έδρες. Όταν λοιπόν ήρθε η στιγμή γι’ αυτό το εφέ, κοπάνησα ό,τι βρήκα πρόχειρο μπροστά μου. Έτυχε δε να είναι η κιθάρα μου. Αλλά οι κιθάρες δε φτιάχνονται από τόσο ανθεκτικά υλικά όσο οι έδρες, κι έτσι την έσπασα. Εκείνη την ημέρα τους παράτησα, δηλώνοντας ότι δε δικαιολογώ καμία απουσία, κι έφυγα βγάζοντας καπνούς από το κεφάλι.
Κατ’ ευτυχή συγκυρία, έχω κολλητό και γείτονα έναν πολύ καλό οργανοποιό. Έτρεξα λοιπόν βουρ στο εργαστήρι του, και μπουκάρησα φωνάζοντας «Μαλάκα, διώξε όλους τους πελάτες και σώσε με». Θα έπρεπε ίσως να έχω κοιτάξει πρώτα αν έχει πελάτες μέσα και ποιους: γιατί έτυχε να είναι εκεί ένας επιφανής μουσικός, ας τον πούμε για την ιστορία “Νταλάρα„. «Ναι, μου λέει ο δικός μου, το βρήκες: θα διώξω τον “Νταλάρα„ για να σου μαζέψω τα σπασμένα!»
Πάντως μου την έφτιαξε αυθημερόν. Την επόμενη μέρα στην πρόβα τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει. Τα μεν παιδιά είχαν αντιληφθεί ότι το παρατράβηξαν και είχαν έρθει μεταμελημένοι και έτοιμοι για μια πιο καλή συνεργασία, εγώ δε −που στην ουσία επίσης το ’χα παρατραβήξει− αφού τους εξήγησα ότι δεν ήρθαμε εδω για καβγάδες και κόντρες αλλά για να περάσουμε καλά, τους έδειξα την επισκευασμένη κιθάρα και τους είπα ότι και όλα τ’ άλλα τα θεωρώ σαν να μη συνέβησαν −και εντάξει με τις απουσίες τους! Μου απήντησαν ότι κι εκείνοι θέλουν να συνεργαστούμε, ότι εκτιμούν πολύ ό,τι κάνω γι’ αυτούς, ότι θέλουν να συμμετάσχουν γιατί η εορτή είναι πολύ εθνική, αλλά και ότι θα έπρεπε ίσως να πετάξω έξω μερικούς ρεμπεσκιέδες. Εγώ όμως δεν το ήθελα αυτό. Τους εξήγησα ότι, αν δε με ανάγκαζαν οι ίδιοι, θα ήθελα να το αποφύγω· ξέρω βέβαια ότι μερικοί έρχονται μόνο για χαβαλέ και για να χάνουν μάθημα, και δεν προσφέρουν τίποτε στην ομάδα, αλλά το τραγούδι, όπως είναι εξίσου για καλλίφωνους και φάλτσους, έτσι είναι και για ώριμους και ανώριμους. Άλλωστε, το να χάνουν μάθημα και το να γίνεται μέσα σε κάποια λογικά όρια και λίγος χαβαλές, είναι σύμφυτα στοιχεία της χορωδίας η οποία οργανώνεται επίσημα από το σχολείο, δεν το κάνουν καταχρηστικά ούτε εις βάρος κανενός.
Μετά από αυτό το μανιφέστο των προωθημένων δημοκρατικών μου θέσεων, κάναμε την καλύτερη πρόβα μας έβερ. Βέβαια χρειάστηκε να πετάξω έναν έξω, αλλά κατά τα άλλα ήμασταν δημιουργικοί και αγαπημένοι.
Γενικώς έτσι πήγαινε το πράγμα. Παράλληλα, για να μην ξεστρατίσει η εκδήλωση σε καθαρά καλλιτεχνική και χαθεί ο εθνικός - ιστορικός της χαρακτήρας, τους εξηγούσα και διάφορα σχετικά ιστορικά στοιχεία. Και αυτό όμως, γινόταν με αφορμή τα τραγούδια. Είχα επιμείνει ότι ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ να τραγουδάμε κάτι αν δεν το έχουμε προηγουμένως κατανοήσει και αποδεχθεί. Αν λες μηχανικά τα λόγια χωρίς να τα έχεις προσέξει, αυτό μπορεί να αποβεί επικίνδυνο. Έτσι τούς έδινα στο περίπου το ιστορικό συμφραζόμενο ή τις αναφορές του κάθε τραγουδιού. Όπως γίνεται συνήθως, το βασικό σχέδιο της γιορτής ήταν ένα σύντομο κείμενο που καλύπτει πολύ περιληπτικά την ιστορία από την έναρξη του πολέμου μέχρι το τέλος της Κατοχής και δίνει και μία πρόταση για το σημερινό νόημα της επετείου, διανθισμένο με ποιήματα, λογοτεχνικά αποσπάσματα και τραγούδια που το εικονογραφούν. Καθώς τα παιδιά όλο και κάτι ξέρουν για το θέμα, έστω και πολύ χοντρά, από τα τόσα χρόνια εθνικών εορτών, ο σκοπός δεν ήταν να τους εξηγήσω τα πάντα −ποια πάντα; σάμπως και ποιος ξέρει τα πάντα στην Ιστορία;− αλλά να τους φωτίσω κάποιες λεπτομέρειες, οι οποίες θα συνέβαλλαν στο να συμπληρώσουν κάπως τη θολή εικόνα τους για τα πράγματα. Του χρόνου με κάποια άλλη αφορμή θα βρεθεί κάποιος να τους φωτίσει μια άλλη λεπτομέρεια. Αφού περάσουν αρκετά χρόνια, κάποιοι από αυτούς ίσως ενδιαφερθούν και προσπαθήσουν να σχηματίσουν μία πραγματικά κάπως ξεκάθαρη ιδέα· προς το παρόν, το να ξέρουν π.χ. γιατί τα τραγούδια της εποχής κοροϊδεύουν τον Μουσολίνι που μέχρι τότε ήταν σύμβολο τρόμου τούς είναι αρκετό, φρονώ.
Τελικά η γιορτή ήταν πετυχημένη. Το δύσκολο κοινό του ΕΠΑΛ την παρακολούθησε άνετα, χωρίς να βαρεθούν και να αρχίσουν τις αηδίες· οι συμμετέχοντες πέρασαν πολύ καλά, και απέδωσαν πιστεύω το καλύτερο που αντικειμενικά θα μπορούσαν. Φυσικά είχε φάλτσα, είχε κακή ποιότητα ήχου, είχε κάποιους που ξεχνούσαν πότε μπαίνουν ή που έκαναν σαρδάμ ή ξεκινούσαν να πουν λάθος τραγούδι ή κείμενο, αλλά αυτά είναι μέσα στο παιχνίδι. Εγώ έτρεχα όλη την ώρα πάνω κάτω στην πλατεία, στις κουΐντες του θεάτρου, εμπρός και πίσω από τη σκηνή, ρυθμίζοντας διάφορες λεπτομέρειες ή δίνοντάς τους το σύνθημα για το ένα ή το άλλο που έπρεπε να γίνει, ώστε να ξέρουν ότι η κατάσταση ελέγχεται, δεν τους έχουμε εγκαταλείψει μόνους στη σκηνή, και ταυτόχρονα τους ενθάρρυνα, τους χαμογελούσα και τους περικαμάρωνα σα γύφτικο σκεπάρνι. Από τους συναδέλφους κανείς δε βρέθηκε να γκρινιάξει για τις καινοτόμες μουσικές μας ιδέες (πράγμα που με ανησυχεί λίγο: μήπως τελικά δεν είναι τόσο καινοτόμες;), αντίθετα ήταν όλοι ευχαριστημένοι.
Γενικά όλα πήγαν καλά.
Και του χρόνου!
Όπως έχουμε πει, φέτος μένω στην Αθήνα, όπου είναι και το καινούργιο μου σχολείο, ένα ΕΠΑΛ. Τα ΕΠΑΛ (Επαγγελματικά Λύκεια) είναι ένας αρκετά απαξιωμένος θεσμός: θεωρούνται τα λύκεια χαμηλών αξιώσεων. Δεν είναι τα εντελώς μπαζολύκεια, γιατί αυτά είναι οι ΕΠΑΣ (Επαγγελματικές Σχολές), αλλά οπωσδήποτε είναι χαμηλότερου επιπέδου από τα Ενιαία Λύκεια (τα κανονικά δηλαδή). Είναι δε οξύμωρο, αλλά όχι παράδοξο, ότι όσο χαμηλότερες αξιώσεις εγείρει ένα σχολείο από τους μαθητές του τόσο υψηλότερες είναι οι αντίστοιχες για τους διδάσκοντες.
Εν πάση περιπτώσει, σ’ αυτό το σχολείο, όπου −όπως μάλλον αντιλήφθηκε ήδη ο οξυδερκής αναγνώστης− έκανα κάπως ανώμαλη προσγείωση, γίνονται εθνικές γιορτές όπως σε όλα τα σχολεία. Συνέβη δε να είμαι εγώ αρμόδιος, μαζί με μία συνάδελφο που διδάσκει σχέδιο. Έτσι, μια μέρα ανακοινώσαμε ότι θα συγκροτηθεί χορωδία και ορχήστρα, και όσοι μαθητές ενδιαφέρονται να έρθουν να το δηλώσουν, ιδιαίτερα δε αν κάποιοι παίζουν όργανα. Για μεν το τραγούδι, εμφανίστηκε το αναμενόμενο ετερόκλητο πλήθος: κάποιοι που όντως τους αρέσει, κάποιοι που όχι μόνο τους αρέσει αλλά και έχουν ήδη ασχοληθεί και συμμετέχουν και σε άλλες χορωδίες, κάποιοι απλώς για να χάνουν μάθημα. Στα όργανα τώρα, εμφανίστηκαν τέσσερα πέντε παιδιά· εκτός από έναν που παίζει τουμπελέκι, οι άλλοι όλο με ηλεκτρικές κιθάρες, ντραμς και μπάσα.
−Κι εσύ τι παίζεις;
−Κιθάρα.
−Ωραία. Ηλεκτρική ή κλασική;
−Ηλεκτρική.
−Ωραία. Και τι μουσική παίζεις;
−Βασικά παίζω μέταλ, θρας και τέτοια.
−Τέλεια! Εμείς βασικά παίζουμε Βέμπο, Λοΐζο και τέτοια: θα τα βρούμε!
Και τα βρήκαμε. Σχηματίστηκε ένα συγκρότημα με δύο κιθάρες, μπάσο, ντραμς και τουμπελέκι (το τουμπελέκι ακούγεται λίγο άσχετο, αλλά ο τύπος πρέπει μάλλον να είναι επίδοξος ντράμερ που βρήκε ένα προσωρινό υποκατάστατο της ογκώδους, ακριβής και ανοικονόμητης ντραμς, και όχι κανονικός τουμπελεκιτζής με συνείδηση τσιφτετελά). Οι πιο δραστήριοι ήταν οι δύο κιθαρίστες. Φαίνεται ότι όσοι παίζουν ηλεκτρική κιθάρα χωρίς να έχουν πιάσει ποτέ κλασική κινούνται σε ένα διαφορετικό μουσικό σύμπαν, που μου ήταν άγνωστο, ανοίκειο αλλά και συναρπαστικό: παράξενες κλίμακες, πιασίματα που δεν αναγνώριζα, απροσδόκητες αρμονικές συνωδίες κλπ.. Κάθε κομμάτι που άκουγαν, το μετέφραζαν στη δική τους μουσική γλώσσα, επιφέροντας κάποιες μικροαλλαγές που εγώ ποτέ δε θα σκεφτόμουν, κάνοντας το κομμάτι καινούργιο αλλά συνάμα και αναγνωρίσιμο· φανταζόμουν ότι αν άκουγαν τις διασκευές τους οι αυθεντικοί συνθέτες των κομματιών θα ενθουσιάζονταν. Εντωμεταξύ, οι τύποι κατέβαζαν τις ιδέες βροχηδόν: εδώ ας κάνουμε το ένα, εκεί ας κάνουμε το άλλο. Είχα μαγευτεί με την πάρτη τους. Οι ιδέες τους ήταν και πολλές και καλές. Οι ίδιοι αντίθετα, χωρίς την παραμικρή έπαρση, έδειχναν να πιστεύουν ότι το παίζουν έτσι και όχι όπως είναι κανονικά επειδή «δεν ξέρουν»!
Τα παιδιά ήξεραν ότι ασχολούμαι μεν με τη μουσική, αλλά με τελείως άλλα είδη από τα δικά τους. Το ενδιαφέρον, η ενθάρρυνση και η εμπιστοσύνη που έδειξα στους ίδιους και τη δουλειά τους τους έδωσε φτερά. Από την άλλη, έβλεπαν κιόλας ότι δεν είμαι απλώς ένας άσχετος που θαμπώθηκε από το πρωτόγνωρο: υπήρχαν σημεία όπου τους έκανα πολύ συγκεκριμένες παρατηρήσεις, και κάποιες μεμονωμένες ιδέες που δε μου άρεσαν. Άρα, αφού ήξερα να τους πω και όχι, σήμαινε ότι το «ναι» μου ήταν το έγκυρο, βάσιμο «ναι» κάποιου που στ’ αλήθεια εκτιμά ευτό που έκαναν.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι αναπτύξαμε μία εξαιρετική συνεργασία. Ποτέ δε χρειάστηκε να τους ανακαλέσω στην τάξη ή να τους θυμίσω ποιος είναι ο καθηγητής εδώ μέσα. Απλώς παίζαμε, δοκιμάζαμε, συζητούσαμε και προχωρούσαμε. Αισθανόμουν ότι μέσα στο ζόρικο και συχνά εχθρικό κόσμο του ΕΠΑΛ είχα βρει ένα παραδεισάκι, μία όαση όπου οι μαθητές είναι ώριμοι, συνεργάσιμοι, ευγενικοί (αλήθεια, αυτό μού έκανε εντύπωση: οι μαλλιάδες με τη βρώμικη μουσική και τις μπλούζες με τις νεκροκεφαλές ήταν τα πιο ευγενικά παιδιά!), έξυπνοι, δημιουργικοί και αναγνωρίζουν αυτό που κάνεις γι’ αυτούς και το ανταποδίδουν.
Οι πρόβες της χορωδίας γίνονταν χώρια. Η ιδέα που είχα και που ακολούθησα ήταν η εξής: πρώτα δείχνω ένα τραγούδι στη χορωδία· με μια κλασική κιθάρα που χρησιμοποιούσα στις πρόβες, έβρισκα τον τόνο που τους βόλευε καλύτερα· ύστερα, ξέροντας πλέον συγκεκριμένες συγχορδίες, το έδειχνα στους μαλλιάδες· μ’ αυτούς το επεξεργαζόμασταν, του πετάγαμε τα μάτια έξω, και τέλος, κάθε που ένα-δυο τραγούδια ήταν έτοιμα και από τους μεν και από τους δε, τους έσμιγα για μία πρόβα όλοι μαζί. Παράλληλα η συνάδελφος προχωρούσε τις δικές της πρόβες με τα κείμενα και τα ποιήματα (όπου συμμετείχαν κυρίως παιδιά που ήταν και στη χορωδία). Και, τις τελευταίες μέρες, αρχίσαμε να προβάρουμε όλο το σετ.
Η χορωδία μπορούσε να προβάρει σε οποιαδήποτε αίθουσα του σχολείου ήταν εύκαιρη. Με τα όργανα όμως ήταν πιο δύσκολο, γιατί είναι πολύ δυνατά. Ο μόνος χώρος που βρήκε το σχολείο να μας διαθέσει ώστε να μην ενοχλούμε το μάθημα ήταν μία αποθήκη με θρανία, στο υπόγειο, που ήταν τίγκα στη σκόνη, την μπίχλα και την πατζέχρα. Στην αρχή μού κακοφάνηκε. Μετά είδα τη ροκ πτυχή του θέματος: ήταν περίπου σαν να κάναμε πρόβα σε γκαράζ, όπως έκαναν στα πρώτα τους βήματα όλοι οι θρύλοι του εξήντα και εντεύθεν. Έτσι το παρουσίασα στα παιδιά της ορχήστρας σαν σπουδαίο τεφαρίκι. Έπιασε και δεν έπιασε... Εν πάση περιπτώσει, την πρώτη φορά που έφεραν τις κιθάρες και τους ενισχυτές κάναμε πρόβα εκεί. Πάνω που είχαν αρχίσει να συμπαθούν το χώρο, διαπιστώσαμε ότι ακριβώς από κάτω είχε βόθρο. Ο οποίος την πρώτη μέρα πέρασε απαρατήρητος, αλλά μετά άρχισε να βρωμεί ακατάσχετα. Αυτό μάς έδωσε την αφορμή να προσέξουμε επίσης ότι από τις σωλήνες που διέσχιζαν το δωματιάκι ακούγαμε πότε κάποιος τράβαγε καζανάκι. Στο τέλος οι σωλήνες άρχισαν να έχουν και διαρροές. Γενικά κάναμε πρόβες σ’ έναν ελεεινό χώρο που θα προσέβαλλε τον καθένα. Προσπάθησα (και νομίζω ότι το ψιλοπέτυχα) να τους μεταστρέψω την αγανάκτηση προς την κατεύθυνση της ιδέας ότι εργαζόμαστε μυστικά, υπόγεια, υπό αντίξοες συνθήκες, προετοιμάζοντας μία επανάσταση −τη θρας διασκευή του Ντούτσε− της οποίας το πολιτιστικό προϊόν θα χαρίζαμε μετά μεγαλόψυχα στην κοινωνία.
Τα παιδιά σχολίαζαν: «Σκατά ήχο θα έχουμε» ή «Σήμερα θα παίξουμε βρώμικα». Αλλά αφού είχαν πάψει να λένε, όπως στην αρχή, «Εδώ κύριε μας έχουν χεσμένους», σήμαινε ότι το ηθικό πήγαινε καλά.
Η συνεργασία με τη χορωδία δεν ήταν τόσο ονειρεμένη. Ξεκίνησα με τη φιλοδοξία να μάθω τραγούδι σε όσους δεν ήξεραν καν πότε κάνουν φάλτσα. Σύντομα φάνηκε ότι αυτό δεν επέπρωτο να συμβεί. Δεν πειράζει, είπα, ας έχουμε και φάλτσους. Σχολείο είμαστε, δεν είμαστε η χορωδία Τρικάλων. Τους εξήγησα ότι δε θέλω μόνο τους καλούς, ότι όλοι είναι ευπρόσδεκτοι γιατί όλοι οι άνθρωποι και όχι μόνο οι προικισμένοι έχουν δικαίωμα στο τραγούδι. Απλώς, παιδιά, όσοι αντιλαμβάνονται ότι δεν το ’χουν πιάσει σωστά ας τραγουδούν λίγο πιο διακριτικά· και αντίστοιχα, όσοι ξέρουν ότι το λένε καλά, ας κάνουν τον κόπο να τραγουδούν λίγο πιο δυνατά, για να καλύπτουν το κενό των φάλτσων: το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο.
Όλα αυτά τους τα ’λεγα όχι μόνο για ένα καλύτερο μουσικό αποτέλεσμα, αλλά κυρίως για να εδραιώσω ένα κλίμα αποδοχής και να τους βγάλω από την ηλίθια νοοτροπία του «πρέπει - δεν πρέπει», «καλός - κακός» που γενικώς κουβαλάνε οι μαθητές. Αλήθεια σάς το λέω, απότυχα τελείως! Από τη δεύτερη ή τρίτη συνάντηση τα παιδιά συνειδητοποίησαν ότι εδώ είμαστε ένας καθηγητής και καμιά εικοσαριά παιδιά, και έχουμε κάτι να μάθουμε, δηλαδή περίπου το ίδιο όπως στην τάξη. Λοιπόν, τι κάνουμε στην τάξη για να το κάνουμε κι εδώ; Χαζοπαζαρεύουμε, μιλάμε με το διπλανό μας (κατεξοχήν όταν ο καθηγητής έχει πιάσει ατομικά κάποιον και του εξηγεί), κάνουμε ηλίθια πλάκα με τους στίχους (κι εσύ ησυχάζεις, το δάχτυλο βάζεις να βρεις την πληγή: τι εννοεί κύριε, πού το βάζει το δάχτυλο;), ενεργοποιούμε τη λειτουργία «ανίκανος να μάθει οτιδήποτε» και, κάθε τόσο, ρωτάμε −όλοι με τη σειρά, σε διαστήματα του μισού λεπτού περίπου− «Πού είμαστε;».
Εγώ μπορεί να είμαι ένας χαρισματικός νέος δάσκαλος γεμάτος έμπνευση, όρεξη, αγάπη, πρωτοτυπία και χίλα δυο άλλα ανεκτίμητα προσόντα, αλλά χάνω εύκολα την υπομονή και την ψυχραιμία μου. Στην τάξη, καμιά φορά, όταν γίνεται χαμός, κοπανάω την έδρα (που έχει πλούσια μπάσα) φανάζοντας «θα ησυχάσετε επιτέλους» ή κάτι παρόμοιο, και γενικά καταφέρνω να τους αποσπάσω για λίγο την προσοχή. Στο βόθρο όμως δεν είχε έδρες. Όταν λοιπόν ήρθε η στιγμή γι’ αυτό το εφέ, κοπάνησα ό,τι βρήκα πρόχειρο μπροστά μου. Έτυχε δε να είναι η κιθάρα μου. Αλλά οι κιθάρες δε φτιάχνονται από τόσο ανθεκτικά υλικά όσο οι έδρες, κι έτσι την έσπασα. Εκείνη την ημέρα τους παράτησα, δηλώνοντας ότι δε δικαιολογώ καμία απουσία, κι έφυγα βγάζοντας καπνούς από το κεφάλι.
Κατ’ ευτυχή συγκυρία, έχω κολλητό και γείτονα έναν πολύ καλό οργανοποιό. Έτρεξα λοιπόν βουρ στο εργαστήρι του, και μπουκάρησα φωνάζοντας «Μαλάκα, διώξε όλους τους πελάτες και σώσε με». Θα έπρεπε ίσως να έχω κοιτάξει πρώτα αν έχει πελάτες μέσα και ποιους: γιατί έτυχε να είναι εκεί ένας επιφανής μουσικός, ας τον πούμε για την ιστορία “Νταλάρα„. «Ναι, μου λέει ο δικός μου, το βρήκες: θα διώξω τον “Νταλάρα„ για να σου μαζέψω τα σπασμένα!»
Πάντως μου την έφτιαξε αυθημερόν. Την επόμενη μέρα στην πρόβα τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει. Τα μεν παιδιά είχαν αντιληφθεί ότι το παρατράβηξαν και είχαν έρθει μεταμελημένοι και έτοιμοι για μια πιο καλή συνεργασία, εγώ δε −που στην ουσία επίσης το ’χα παρατραβήξει− αφού τους εξήγησα ότι δεν ήρθαμε εδω για καβγάδες και κόντρες αλλά για να περάσουμε καλά, τους έδειξα την επισκευασμένη κιθάρα και τους είπα ότι και όλα τ’ άλλα τα θεωρώ σαν να μη συνέβησαν −και εντάξει με τις απουσίες τους! Μου απήντησαν ότι κι εκείνοι θέλουν να συνεργαστούμε, ότι εκτιμούν πολύ ό,τι κάνω γι’ αυτούς, ότι θέλουν να συμμετάσχουν γιατί η εορτή είναι πολύ εθνική, αλλά και ότι θα έπρεπε ίσως να πετάξω έξω μερικούς ρεμπεσκιέδες. Εγώ όμως δεν το ήθελα αυτό. Τους εξήγησα ότι, αν δε με ανάγκαζαν οι ίδιοι, θα ήθελα να το αποφύγω· ξέρω βέβαια ότι μερικοί έρχονται μόνο για χαβαλέ και για να χάνουν μάθημα, και δεν προσφέρουν τίποτε στην ομάδα, αλλά το τραγούδι, όπως είναι εξίσου για καλλίφωνους και φάλτσους, έτσι είναι και για ώριμους και ανώριμους. Άλλωστε, το να χάνουν μάθημα και το να γίνεται μέσα σε κάποια λογικά όρια και λίγος χαβαλές, είναι σύμφυτα στοιχεία της χορωδίας η οποία οργανώνεται επίσημα από το σχολείο, δεν το κάνουν καταχρηστικά ούτε εις βάρος κανενός.
Μετά από αυτό το μανιφέστο των προωθημένων δημοκρατικών μου θέσεων, κάναμε την καλύτερη πρόβα μας έβερ. Βέβαια χρειάστηκε να πετάξω έναν έξω, αλλά κατά τα άλλα ήμασταν δημιουργικοί και αγαπημένοι.
Γενικώς έτσι πήγαινε το πράγμα. Παράλληλα, για να μην ξεστρατίσει η εκδήλωση σε καθαρά καλλιτεχνική και χαθεί ο εθνικός - ιστορικός της χαρακτήρας, τους εξηγούσα και διάφορα σχετικά ιστορικά στοιχεία. Και αυτό όμως, γινόταν με αφορμή τα τραγούδια. Είχα επιμείνει ότι ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ να τραγουδάμε κάτι αν δεν το έχουμε προηγουμένως κατανοήσει και αποδεχθεί. Αν λες μηχανικά τα λόγια χωρίς να τα έχεις προσέξει, αυτό μπορεί να αποβεί επικίνδυνο. Έτσι τούς έδινα στο περίπου το ιστορικό συμφραζόμενο ή τις αναφορές του κάθε τραγουδιού. Όπως γίνεται συνήθως, το βασικό σχέδιο της γιορτής ήταν ένα σύντομο κείμενο που καλύπτει πολύ περιληπτικά την ιστορία από την έναρξη του πολέμου μέχρι το τέλος της Κατοχής και δίνει και μία πρόταση για το σημερινό νόημα της επετείου, διανθισμένο με ποιήματα, λογοτεχνικά αποσπάσματα και τραγούδια που το εικονογραφούν. Καθώς τα παιδιά όλο και κάτι ξέρουν για το θέμα, έστω και πολύ χοντρά, από τα τόσα χρόνια εθνικών εορτών, ο σκοπός δεν ήταν να τους εξηγήσω τα πάντα −ποια πάντα; σάμπως και ποιος ξέρει τα πάντα στην Ιστορία;− αλλά να τους φωτίσω κάποιες λεπτομέρειες, οι οποίες θα συνέβαλλαν στο να συμπληρώσουν κάπως τη θολή εικόνα τους για τα πράγματα. Του χρόνου με κάποια άλλη αφορμή θα βρεθεί κάποιος να τους φωτίσει μια άλλη λεπτομέρεια. Αφού περάσουν αρκετά χρόνια, κάποιοι από αυτούς ίσως ενδιαφερθούν και προσπαθήσουν να σχηματίσουν μία πραγματικά κάπως ξεκάθαρη ιδέα· προς το παρόν, το να ξέρουν π.χ. γιατί τα τραγούδια της εποχής κοροϊδεύουν τον Μουσολίνι που μέχρι τότε ήταν σύμβολο τρόμου τούς είναι αρκετό, φρονώ.
Τελικά η γιορτή ήταν πετυχημένη. Το δύσκολο κοινό του ΕΠΑΛ την παρακολούθησε άνετα, χωρίς να βαρεθούν και να αρχίσουν τις αηδίες· οι συμμετέχοντες πέρασαν πολύ καλά, και απέδωσαν πιστεύω το καλύτερο που αντικειμενικά θα μπορούσαν. Φυσικά είχε φάλτσα, είχε κακή ποιότητα ήχου, είχε κάποιους που ξεχνούσαν πότε μπαίνουν ή που έκαναν σαρδάμ ή ξεκινούσαν να πουν λάθος τραγούδι ή κείμενο, αλλά αυτά είναι μέσα στο παιχνίδι. Εγώ έτρεχα όλη την ώρα πάνω κάτω στην πλατεία, στις κουΐντες του θεάτρου, εμπρός και πίσω από τη σκηνή, ρυθμίζοντας διάφορες λεπτομέρειες ή δίνοντάς τους το σύνθημα για το ένα ή το άλλο που έπρεπε να γίνει, ώστε να ξέρουν ότι η κατάσταση ελέγχεται, δεν τους έχουμε εγκαταλείψει μόνους στη σκηνή, και ταυτόχρονα τους ενθάρρυνα, τους χαμογελούσα και τους περικαμάρωνα σα γύφτικο σκεπάρνι. Από τους συναδέλφους κανείς δε βρέθηκε να γκρινιάξει για τις καινοτόμες μουσικές μας ιδέες (πράγμα που με ανησυχεί λίγο: μήπως τελικά δεν είναι τόσο καινοτόμες;), αντίθετα ήταν όλοι ευχαριστημένοι.
Γενικά όλα πήγαν καλά.
Και του χρόνου!
2 σχόλια:
Χαλάλι το σπάσιμο της κιθάρας. Το αποτέλεσμα σε δικαίωσε(τα όσα άκουσα εγώ τουλάχιστον σε αυτό το συμπέρασμα με οδηγούν!)
Και του χρόνου λοιπόν χωρίς..απώλειες ελπίζω!
Καλωσήρθες, Μαράκι!
Χαίρομαι που σου άρεσε. Σ' ευχαριστώ για την ενθάρρυνση!
Πρέπει να πω ότι, αν οι συνάδελφοι δεν το είπαν, ωστόσο κάποιοι μαθητές βρέθηκαν, τις επόμενες μέρες, να τσινήσουν λίγο για τις ηλεκτρικές κιθάρες και τις ροκ διασκευές. Δόξα τω Θεώ, ενοχλήσαμε και κάποιον: είμαστε καλλιτέχνες!
Δημοσίευση σχολίου