ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Γεια σας. Στα «Καρπάθικα Ημερολόγια», που πλέον γράφονται από την Αθήνα το Ηράκλειο, δημοσιεύω σκέψεις και ιδέες που με απασχολούν και που προέρχονται από οτιδήποτε μπορεί να είδα, άκουσα, έζησα.
Για να είμαστε σύμφωνοι με τους κανόνες του παιχνιδιού, θα διατηρήσουμε την ανωνυμία μας. Ο σκοπός βέβαια δεν είναι να κρυφτούμε πίσω από ένα ψευδώνυμο για να πούμε όσα δε θα τολμούσαμε να πούμε ενυπόγραφα, γι' αυτό και κάθε σχολιαστής είναι φυσικά ελεύθερος να υπογράφει όπως θέλει, επωνύμως ή ψευδωνύμως. Ωστόσο, θέλω να μείνουμε σταθεροί σ' αυτή την έστω και σχετική ανωνυμία, δηλαδή να μη δημοσιεύουμε το όνομα του άλλου αν το ξέρουμε.
Όταν απαγορευτεί η ανωνυμία, βλέπουμε...

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

Η τσαμπούνα στον 21ο αιώνα: Από την παρακμή στην αναγέννηση (2008)

Με την ευκαιρία της ανάρτησης του διδακτορικού μου για την τσαμπούνα στην ιστοσελίδα του Αρχείου Διδακτορικών Διατριβών, αρχίζω ν' ανεβάζω εδώ διάφορα κείμενα που προέκυψαν στην πορεία της σχετικής μελέτης, και που είχαν μείνει αδημοσίευτα. Αναπόφευκτα, υπάρχουν σημεία που είναι κοινά ανάμεσα σ' αυτά τα κείμενα και στη διατριβή (κάποτε και ανάμεσα στα ίδια τα αδημοσίευτα κείμενα), ωστόσο έχω  συνειδητά αποφύγει το εκτεταμένο κοπιπάστωμα.

Το κείμενο που ακολουθεί αποτέλεσε εισήγηση στο μικρό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Όλυμπο Καρπάθου το 2008, στο πλαίσιο της Δεύτερης Συνάντησης Ασκαύλων Καρπάθου. Είχε προγραμματιστεί να συμπεριληφθεί στα Πρακτικά, τα οποία όμως, απ' όσο γνωρίζω τουλάχιστον, δεν εκδόθηκαν ποτέ.

Ανεβάζω το κείμενο ακριβώς όπως κατατέθηκε στο συνέδριο χωρίς καμία αλλαγή, εκτός από τη μεταγενέστερη προσθήκη του Επιμέτρου. Έννοιες και όρους που, κατά την εξέλιξη της έρευνάς μου, κατανοήθηκαν καλύτερα και/ή αντικαταστάθηκαν, τα αφήνω εδώ ως είχαν το 2008. Για παράδειγμα, ήδη στον τίτλο γίνεται λόγος για αναγέννηση, ενώ αργότερα συνειδητοποίησα ότι πρόκειται για αναβίωση - μια έννοια που ήδη έχει ορισθεί επακριβώς και μελετηθεί εκτενώς στην Εθνομουσικολογία, και στην οποία εντάσσεται το φαινόμενο που τότε αντιλαμβανόμουν με τον πολύ πιο αόριστο όρο αναγέννηση.

Η ΤΣΑΜΠΟΥΝΑ ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ:
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΜΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Όταν, το 1988, ο Γιώργος Ε. Παπαδάκης είχε καλεσμένο στην εκπομπή του «Σε ήχο ελεύθερο», στην ΕΤ2, τον τσαμπουνιέρη Θεολόγο Γρύλλη από την Πάτμο, τον παρουσίασε λέγοντας: «Ο Θεολόγος Γρύλλης [είναι] ένας από τους λίγους νησιώτες που απέμειναν να κατασκευάζουν και να παίζουν αυτό το αρχαίο όργανο».[1] Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά[2], είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι αυτή η πραγματικότητα έχει αλλάξει σημαντικά.

1. Μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα: η παρακμή.

Παλιότερα, σε μία εποχή που οι απαρχές της είναι δύσκολο να προσδιοριστούν και που εκτείνεται ίσως μέχρι το μεσοπόλεμο, η τσαμπούνα ήταν το όργανο που πρωταγωνιστούσε στη μουσική ζωή των περισσότερων νησιών του Αιγαίου. Μέχρι το τέλος όμως του εικοστού αιώνα, η χρήση της περιορίστηκε στο ελάχιστο. Το ίδιο άλλωστε συνέβη και με άλλα παλιά όργανα της ελληνικής υπαίθρου, όπως η φλογέρα, η μαντούρα, η παλαιού τύπου λύρα, η γκάιντα, ο ζουρνάς, το νταούλι, το τουμπάκι κ.ά.. Όλα αυτά τα όργανα, που είναι σχετικά απλά στην κατασκευή τους και που διαθέτουν ένα περιορισμένο φάσμα μουσικών δυνατοτήτων, και που παρά ταύτα είχαν παραμείνει σε πλήρη λειτουργία επί αιώνες, παραχώρησαν την κεντρική θέση τους σε μία νέα «γενιά» οργάνων (βιολί, κλαρίνο, λαούτο, νεότερη κρητική λύρα κ.ά.), που διαθέτουν αρτιότερες τεχνικές προδιαγραφές και που κατασκευάζονται από εξειδικευμένους τεχνίτες ή και βιομηχανικά.
Οι λόγοι για την παρακμή της τσαμπούνας δεν είναι δύσκολο να εξηγηθούν. Στις παλιές αγροτικές κοινωνίες η μουσική δε λειτουργούσε ως ακρόαμα, αλλά ως ένα από τα μέσα με τα οποία μία ολόκληρη ομάδα (παρέα, σόι, ενίοτε όλη η κοινότητα) έκανε κάτι· υπήρχε μουσική για χορό, μουσική για τα διάφορα στάδια του γάμου (στόλισμα της νύφης, αποχαιρετισμός της νύφης από την οικογένειά της, γαμήλια πομπή κλπ.), μουσική για την έκφραση ευχών (στα κάλαντα, στο γάμο κλπ.), για διάφορες εξωεκκλησιαστικές τελετουργίες (κλήδονας, αναστενάρια, περπερούνα...). Η ομάδα που συμμετέχει σ’ αυτές τις δραστηριότητες δε χωρίζεται σε μουσικούς και ακροατές: η συμμετοχή είναι γενική και ενεργητική, απλώς υπάρχει κάποια κατανομή ρόλων· δεν παίζουν όλοι βέβαια όργανα, άλλοι μπορεί να συμμετέχουν τραγουδώντας ή χορεύοντας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, αλλά κανείς, ακόμη και αν παρίσταται σιωπηλά, δεν είναι απλός ακροατής όπως σε μία συναυλία. Τη μουσική αυτή, που παίζεται για να υπηρετήσει κάποιον εξωμουσικό στόχο, θα την ονομάσουμε λειτουργική μουσική.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, το να έχει ένα όργανο μονότονο ήχο ή περιορισμένη κλίμακα δεν είναι πρόβλημα. Ίσα ίσα, η επανάληψη των ίδιων σκοπών και του ίδιου ήχου εξυπηρετεί στο να μην αποσπά η μουσική την προσοχή, όταν πρέπει να είναι στραμμένη στον απώτερο εξωμουσικό στόχο. Αλλά και η διαιώνιση, αφετέρου, του ίδιου πάντοτε πατροπαράδοτου ρεπερτορίου (με πολύ αργές αλλαγές μέσα στο χρόνο) δεν προσλαμβάνεται ως έλλειψη ποικιλίας, αλλά μάλλον ως στοιχείο σταθερότητας και δύναμης.
Στον αντίποδα της λειτουργικής μουσικής βρίσκεται η μουσική που εκτελείται για μόνη τη χαρά της ακρόασης. Η ακρόαση μουσικής ως αυτοτελής δραστηριότητα είναι μία συνήθεια που αφορούσε μόνο όσους βρίσκονταν έξω από τις διαδικασίες παραγωγής: οι ευγενείς και οι άρχοντες διατηρούσαν αυλικούς μουσικούς, αργότερα οι πλούσιοι αστοί πήγαιναν σε συναυλίες και όπερες ή οργάνωναν μουσικές εσπερίδες μεταξύ τους. Έτσι αναπτύχθηκαν και καλλιεργήθηκαν διάφορα είδη μουσικής που στηρίζονται σε ένα πνεύμα ριζικά διαφορετικό από αυτό της λαϊκής μουσικής, που παρέμενε καθαρά λειτουργική.
Σταδιακά όμως, με την εμφάνιση του καταναλωτισμού, ο κόσμος άρχισε να στρέφεται προς την ακροαματική μουσική: στα νυχτερινά κέντρα, στις συναυλίες, στο ραδιόφωνο, υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ μουσικών και ακροατών· η μουσική δεν είναι πλέον μέσον αλλά σκοπός. Συνεπώς και τα κριτήρια για την καλή μουσική αλλάζουν: εδώ η μονοτονία, η επανάληψη και ο μινιμαλισμός δεν αποτελούν προσόντα. Αντίθετα, χρειάζεται ποικιλία στο ρεπερτόριο, στα ηχοχρώματα, στις κλίμακες, τους ρυθμούς και την έκφραση, αφού η μουσική καλείται πλέον να κρατήσει μόνη της ζωντανό το ενδιαφέρον του ακροατή. Η τσαμπούνα, και τα περισσότερα άλλα παλιά όργανα, αδυνατούν να ανταποκριθούν στα νέα αυτά δεδομένα. Έτσι σιγά σιγά υποχωρούν, και τη θέση τους παίρνει η νέα «γενιά» οργάνων. Και καθώς η νέα αυτή ακροαματική μουσική κερδίζει έδαφος και διαμορφώνει πλέον καινούργιες τάσεις και προτιμήσεις, αναπόφευκτα τα νέα όργανα αρχίζουν να εκτοπίζουν τα παλιά ακόμη και από τους χώρους όπου η μουσική παραμένει λειτουργική.
Οι αλλαγές συνεχίζονται: όσα τραγούδια, απογυμνωμένα από τη λειτουργική τους αξία, μπόρεσαν να επιβιώσουν στις νέες συνθήκες σαν απλά τραγούδια, δεν επαρκούν πλέον για να καλύψουν την ολοένα αυξανόμενη ανάγκη για ποικιλία. Έτσι το ρεπερτόριο αρχίζει να διευρύνεται με τραγούδια από άλλες περιοχές, με νέες συνθέσεις και, τέλος, και με εντελώς άλλα είδη μουσικής, κυρίως λαϊκά. Εισάγονται λοιπόν καινούργια όργανα, όπως το μπουζούκι, η κιθάρα, το αρμόνιο, που να μπορούν να καλύψουν −κατά το δυνατόν− όλο αυτό το διαρκώς διευρυνόμενο μουσικό φάσμα.
Ο χώρος που απομένει στην τσαμπούνα για να μπορέσει να λειτουργήσει είναι πλέον ελάχιστος. Η παρακμή και η εγκατάλειψή της μοιάζουν αναπόφευκτες. Ο κόσμος έπαψε να ζητάει την τσαμπούνα όχι απλώς γιατί «άλλαξαν τα γούστα του», αλλά για έναν πολύ πιο συγκεκριμένο λόγο: γιατί η τσαμπούνα «χρησίμευε» σε δουλειές που δε γίνονται πια. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την παρατήρηση ότι η τσαμπούνα συνεχίζει να παίζεται σε όσες από αυτές τις δουλειές εξακολούθησαν κατ’ εξαίρεση να γίνονται. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι τα εθιμικά δρώμενα της Αποκριάς και της Καθαράς Δευτέρας: σε αρκετά νησιά όπου τα έθιμα αυτά συνεχίζουν να τελούνται με τον ίδιο περίπου τρόπο όπως παλιότερα, η μουσική που τα συνοδεύει παίζεται και σήμερα από την τσαμπούνα −έστω κι αν είναι οι μοναδικές μέρες του χρόνου όπου ακούγεται τσαμπούνα.

* * * * * * * * *

Έτσι φτάνουμε στην κατάσταση που περιέγραφε το 1988 η μουσική εκπομπή. Σε όλα τα νησιά οι περιστάσεις όπου παιζόταν η τσαμπούνα έχουν αραιώσει πάρα πολύ. Εφόσον ο ήχος και η παρουσία της έχουν φύγει από την καθημερινή ζωή, πολύ λίγοι νέοι ενδιαφέρονται πλέον να τη μάθουν. Επιπλέον, το «άκομψο» του ήχου και της εμφάνισής της −σε σύγκριση με τα όργανα της νέας γενιάς−, σε συνδυασμό και με το ότι παίζεται κυρίως από βοσκούς, οδηγούν στην κοινωνική απαξίωσή της. Έτσι λοιπόν, και οι λίγοι που ξέρουν να παίζουν τσαμπούνα, στην πράξη παίζουν σπανιότατα έως καθόλου, με αποτέλεσμα, πριν χαθεί εντελώς το όργανο, να έχει αρχίσει να ξεχνιέται μεγάλο μέρος του ρεπερτορίου του.
Τελικά σε ορισμένα νησιά η παράδοση της τσαμπούνας σβήνει ολοκληρωτικά, σε άλλα βρίσκεται σε ποικίλα στάδια παρακμής, και μόνο σε κάποια μεμονωμένα μέρη φαίνεται να είναι ακόμη ζωντανή (χαρακτηριστικά παραδείγματα η Τζια και η Όλυμπος της Καρπάθου). Και ενώ αυτή είναι η κατάσταση στα νησιά, η τσαμπούνα παραμένει εντελώς άγνωστη στον υπόλοιπο κόσμο, εκτός από μερικούς μουσικολόγους, κάποιους λιγοστούς φιλόμουσους, και ελάχιστους επισκέπτες που έτυχε να την ακούσουν.
Παρά ταύτα, από την παρακμή μέχρι την πλήρη εξαφάνιση η απόσταση είναι μερικές φορές μεγάλη. Όπως θα δούμε λεπτομερέστερα παρακάτω, στην πρώτη Συνάντηση Τσαμπούνας (που έγινε το 2002), οι συμμετοχές ξεπέρασαν το αναμενόμενο. Στα επόμενα χρόνια φάνηκε ότι τελικά υπάρχουν ακόμη αρκετοί τσαμπουνιέρηδες. Όχι πολλοί, αλλά ούτε και τόσο λίγοι όσο νομίζαμε· ηλικιωμένοι οι περισσότεροι, όχι όμως όλοι. Και, ενώ όλα έδειχναν ότι η μακραίωνη παράδοση της τσαμπούνας πνέει τα λοίσθια, σιγά σιγά αποκαλύφθηκε ότι βρίσκονται ακόμη αρκετά ψήγματα γνώσης αυτής της παράδοσης και αρκετοί φορείς της ώστε η προοπτική επιβίωσής της να επεκτείνεται σημαντικά. Απλώς μέχρι τότε οι φορείς της παρέμεναν σιωπηλοί και η γνώση σκορπισμένη, λίγη στον ένα, λίγη στον άλλο, χωρίς οι ίδιοι να ξέρουν ότι υπάρχουν κι άλλοι σαν τον εαυτό τους.

2. Αρχές του 21ου αιώνα: η ανάκαμψη

Ανακεφαλαιώνοντας, η κατάσταση στα τέλη του εικοστού αιώνα στοιχειοθετείται ως εξής:
−η λειτουργική μουσική, με την οποία κυρίως συνδέεται η τσαμπούνα, έχει υποχωρήσει έναντι της ακροαματικής·
−ακόμη και στο χώρο της λειτουργικής μουσικής, στο μικρό μέτρο που διατηρείται, η τσαμπούνα τείνει να υποκατασταθεί από άλλα όργανα·
−η παρουσία της στην ακροαματική μουσική είναι εντελώς μηδαμινή·
−είναι ένα όργανο απαξιωμένο μεταξύ των ντόπιων και εντελώς άγνωστο στο ευρύ κοινό·
−παρά ταύτα η τέχνη της τσαμπούνας (κατασκευή, παίξιμο, ρεπερτόριο, τεχνικές) διατηρείται ακόμη ζωντανή σε αρκετούς ανθρώπους, σε λανθάνουσα όμως κατάσταση.
Με το γύρισμα του αιώνα η κατάσταση αυτή ανατρέπεται. Πλέον σήμερα, στο 2008, η τσαμπούνα είναι γνωστή σε έναν ευρύτερο κύκλο ανθρώπων· έχει αρχίσει να μπαίνει στο χώρο της ακροαματικής μουσικής (δίσκους, συναυλίες, ΜΜΕ), αλλά και να διεκδικεί ξανά μια θέση στη λειτουργική μουσική· η απαξίωσή της έχει αρθεί, και στα νησιά υπάρχουν περισσότεροι που ζητούν να την ακούσουν και αρκετοί που αποφασίζουν να τη μάθουν· τέλος έχουν αρχίσει να εμφανίζονται νέοι τσαμπουνιέρηδες που συχνά απέχουν πολύ από το παλιό πρότυπο του βοσκού ή αγρότη οργανοπαίχτη, καθώς αρκετοί από αυτούς ασκούν καθαρά αστικά επαγγέλματα, έχουν ακαδημαϊκή μόρφωση, και μερικές φορές δεν κατάγονται καν από περιοχές με παράδοση στην τσαμπούνα, αλλά από μεγάλες πόλεις.
Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε ένα ένα τα γεγονότα που οδήγησαν σ’ αυτή την ανατροπή. 

2.1. Οι Παγκυκλαδικές Συναντήσεις.

Οι Παγκυκλαδικές Συναντήσεις Λαϊκών Πνευστών οργανώνονται κάθε χρόνο από το τμήμα Πολιτισμού της Νομαρχίας Κυκλάδων. Η πρώτη έγινε το Σεπτέμβριο του 2002 στην Τζια. Μέχρι σήμερα έχουν ακολουθήσει άλλες πέντε (2η: Τζια 2003· 3η: Νάξος 2004· 4η: Τζια και Κύθνος 2005· 5η: Μύκονος 2006, και 6η: Τζια, Πάρος και Αντίπαρος 2007), και αναμένεται, φέτος το Σεπτέμβριο, η 7η στην Άνδρο.
Το όνομα της εκδήλωσης δηλώνει ότι συμμετέχουν Κυκλαδίτες οργανοπαίχτες λαϊκών πνευστών, δηλαδή τσαμπούνας και σουραυλιού. Ωστόσο στην πράξη θα μπορούσαν εξίσου καλά να ονομάζονται Συναντήσεις τσαμπούνας Αιγαίου: αφενός, η τσαμπούνα είναι σαφώς το όργανο που πρωταγωνιστεί. Αν εξαιρέσουμε τη Σέριφο, όπου δεν παίζονται τσαμπούνες αλλά μόνο σουραύλια, και η οποία έχει μία σταθερή παρουσία στις συναντήσεις όλα αυτά τα χρόνια, τα σουραύλια εμφανίζονται τελείως περιθωριακά. Αντίθετα, συμμετέχουν πολλοί οργανοπαίχτες που συνοδεύουν τους τσαμπουνιέρηδες με άλλα όργανα, κυρίως τουμπάκια (τύμπανα), αλλά και λαούτα και λύρες. Αφετέρου, ενώ οι συμμετοχές στις τρεις πρώτες συναντήσεις ήταν αμιγώς κυκλαδίτικες, στην τέταρτη (Τζια και Κύθνος 2005) έγινε δοκιμαστικά ένα άνοιγμα και προς άλλα νησιά −συγκεκριμένα, προσεκλήθησαν ένας Καλύμνιος και δύο Σαμιώτες τσαμπουνιέρηδες− και από το 2006 έρχονται πλέον και τσαμπουνιέρηδες από την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, τα νησιά Βορείου και Ανατολικού Αιγαίου αλλά και την Αθήνα.
Η πρώτη Συνάντηση έγινε το 2002 στην Τζια. Συμμετείχαν περίπου 30 οργανοπαίχτες (τσαμπουνιέρηδες και τουμπακάρηδες) συνολικά, από τη Μύκονο, τη Σύρα και την Κύθνο −και φυσικά και από την Τζια. Η Τζια είχε επιλεγεί ως έδρα της εκδήλωσης επειδή θεωρούνταν ένα από τα νησιά όπου η παράδοση της τσαμπούνας διατηρείται σε καλύτερη κατάσταση. Πράγματι, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη το ότι από την Τζια εμφανίστηκαν όχι μόνο ηλικιωμένοι τσαμπουνιέρηδες, αλλά και κάποια παιδιά. Επίσης αναπάντεχο ήταν ότι ήρθαν και τσαμπουνιέρηδες από τη Μύκονο, το τελευταίο ίσως μέρος της Ελλάδας όπου θα περίμενε κανείς να βρει ζωντανή λαϊκή παράδοση.[3] Κατά τα άλλα όμως, το πλήθος των οργανοπαιχτών δεν ήταν μεγάλο −και μάλιστα για «παγκυκλαδική» συνάντηση· επιπλέον πολλοί από αυτούς είχαν χρόνια να παίξουν, είχαν αρχίσει να τα ξεχνούν, τα όργανά τους δεν ήταν σε καλή κατάσταση, και γενικά έδιναν την εντύπωση ότι έχουν χάσει την πίστη στην τέχνη τους.
Ωστόσο η συνάντηση είχε πολύ θετικά αποτελέσματα: οι ίδιοι οι τσαμπουνιέρηδες αισθάνθηκαν ότι, μετά από δεκαετίες παρακμής και απαξίωσης της τέχνης τους, για πρώτη φορά κάποιοι ήρθαν να τους προσέξουν, να τους δώσουν σημασία και να τους τιμήσουν. Αυτό τους έκανε να αναθαρρήσουν, και να ξαναπιάσουν το όργανο με ανανεωμένο μεράκι. Άλλωστε οι συναυλίες της Συνάντησης ήταν ανοιχτές στο κοινό, όπως και τα συνακόλουθα αυτοσχέδια γλέντια που προέκυψαν· και ειδικά στην Τζια το κοινό αγαπά την τσαμπούνα, και ανταποκρίθηκε θερμά, όχι μόνο με την προσέλευση και το χειροκρότημά του, αλλά κυρίως χορεύοντας και συμμετέχοντας στο κέφι. Ουσιαστικά έγινε μία τριήμερη γιορτή με τσαμπούνες, με τόσους συνεορταστές −οργανοπαίχτες και κοινό− όσους κανείς από αυτούς δεν είχε ξαναδεί.
Με τη λήξη της Συνάντησης οι μουσικοί άρχιζαν ήδη να περιμένουν την επόμενη. Στη δεύτερη Συνάντηση, πάλι στην Τζια, εκτός από την αύξηση των συμμετοχών, παρατηρήθηκε και μία τάση οι μουσικοί να παίζουν καλύτερα, να έχουν κάτσει να ξαναθυμηθούν τους σκοπούς, να έχουν συνεφέρει τις τσαμπούνες τους ή να έχουν φτιάξει καινούργιες, και οπωσδήποτε να έρχονται με την πεποίθηση ότι θα κάνουν κάτι που αρέσει, και που κατά συνέπεια αξίζει να το κάνουν όσο καλύτερα μπορούν.
Σε κάθε επόμενη Συνάντηση η πρόοδος συνεχιζόταν. Κάθε χρόνο προστίθενται νέοι τσαμπουνιέρηδες και καινούργια νησιά. Το 2004 στη Νάξο μαζεύτηκαν περίπου ογδόντα οργανοπαίχτες από οχτώ νησιά, μεταξύ των οποίων και δύο δωδεκάχρονοι τσαμπουνιέρηδες από Κύθνο και Μύκονο. Το 2005 στην Κύθνο και την Τζια ήρθαν για πρώτη φορά και τρεις τσαμπουνιέρηδες από νησιά εκτός Κυκλάδων. Το 2006 στη Μύκονο οι συμμετοχές ξεπέρασαν τις 110, μεταξύ των οποίων 23 παιδιά. Στην τελευταία μέχρι στιγμής Συνάντηση, το 2007, ήρθαν 130 οργανοπαίχτες από 14 νησιά και από την Αθήνα, από τους οποίους 73 (57 ενήλικοι και 16 παιδιά) έπαιζαν τσαμπούνα.
Για τους περισσότερους τσαμπουνιέρηδες των Κυκλάδων, για ορισμένους από άλλα νησιά και επίσης για αρκετούς από τους κατοίκους των νησιών όπου έχουν φιλοξενηθεί οι συναντήσεις, είναι πλέον σαφές ότι η τσαμπούνα έχει βγει από το περιθώριο. Ακόμη, οι συναντήσεις έδωσαν την ευκαιρία για πολιτιστικές ανταλλαγές μεταξύ νησιών: κάποιοι έπαιξαν μαζί με οργανοπαίχτες από άλλα νησιά· έμαθαν κομμάτια από άλλα τοπικά ρεπερτόρια· αντήλλαξαν μεταξύ τους ιδέες και μυστικά για την κατασκευή και το παίξιμο· δοκίμασαν άλλους τύπους τσαμπούνας και άλλες μορφές οργανικής συνοδείας πέρα από εκείνες του τόπου τους, και σε ορισμένες περιπτώσεις τις υιοθέτησαν. Για πρώτη φορά όλο το φάσμα των κατά τόπους παραλλαγών μιας κατά βάση κοινής παράδοσης απλωνόταν συγκεντρωμένο στη διάθεση όλων των φορέων της.
Οι οργανοπαίχτες αυτοί, επιστρέφοντας στα μέρη τους, φέρνουν κάθε χρόνο μαζί τους τον απόηχο των Συναντήσεων. Η μουσική ζωή στα περισσότερα από αυτά τα νησιά έχει σφραγιστεί από τις Συναντήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να οργανώνονται μαθήματα τσαμπούνας στη Νάξο, τη Σύρα, τη Σάμο, την Κάρπαθο και άλλα νησιά, με αποτέλεσμα να προστίθενται κάθε χρόνο στους παλιούς οργανοπαίχτες και μερικοί καινούργιοι, κυρίως παιδιά (βλ. πιο κάτω, 2.6).

2.2. Η είσοδος της τσαμπούνας στο χώρο της ακροαματικής μουσικής:

2.2.1. Άλλες συναντήσεις τσαμπούνας.

Τον Αύγουστο του 2006 έγινε στη Γέργερη του νομού Ηρακλείου, στην Κρήτη, η εκδήλωση «Ποιμένες Αγραυλούντες - Τσαμπούνες του Αιγαίου». Αντίθετα από τις Παγκυκλαδικές Συναντήσεις, όπου επιδιώκεται κάθε χρόνο να έρθουν, ει δυνατόν, όλοι οι τσαμπουνιέρηδες του κάθε νησιού, στη Γέργερη έγινε μία συναυλία με περιορισμένο αριθμό καλεσμένων: ένα σχήμα από την Κάρπαθο, ένα από την Κάλυμνο, ένα από την Πάρο και διάφορα από την Κρήτη. Οι Κρητικοί, εκτός από τσαμπούνα (ασκομαντούρα), έπαιζαν και τα άλλα παλιά κρητικά πνευστά, μαντούρα και θιαμπόλι (σουραύλι). Η συναυλία ήταν ανοιχτή στο κοινό και, παρά το ανοίκειο άκουσμα των οργάνων αυτών και τη μεγάλη της διάρκεια, είχε μεγάλη επιτυχία. Και πάλι, όπως και στις Κυκλάδες, η επίσημη εκδήλωση πλαισιώθηκε και από αυθόρμητα γλέντια, με συμμετοχή των οργανοπαιχτών και αρκετών ντόπιων, με αδιάπτωτο κέφι μέχρι αρκετά μετά την ανατολή του ήλιου.
Με τη δεύτερη συνάντηση της Γέργερης, το 2007, άρχισε να διαγράφεται το γενικό πλαίσιο του θεσμού: με κεντρικό άξονα τα λαϊκά πνευστά (όχι αποκλειστικά την τσαμπούνα), προσκαλούνται κάθε φορά επιλεκτικά εκπρόσωποι ορισμένων τοπικών παραδόσεων, κατά τρόπον ώστε να υπάρχει κάθε χρόνο μία θεματική ενότητα, ενώ παράλληλα οι ντόπιοι κρητικοί οργανοπαίχτες παίζουν κάθε χρόνο. Έτσι, μετά τις «Τσαμπούνες του Αιγαίου» την πρώτη χρονιά, ακολούθησε το 2007 διήμερη εκδήλωση με Θρακιώτες που έπαιζαν γκάιντα και καβάλι, Ποντίους που έπαιζαν τσαμπούνα, ζουρνά και χειλιαύρι (σουραύλι) και Κρητικούς, και σε λίγες μέρες από τώρα αναμένεται η τρίτη, με Κυπρίους που παίζουν πιθκιαύλι (σουραύλι), ελληνόφωνους Κατωιταλιώτες με τζαμπόνια (τοπικό είδος ασκαύλου), και πάντα και Κρητικούς.
Το 2006, εκτός από την πρώτη συνάντηση της Γέργερης και την πέμπτη Παγκυκλαδική, έγινε επίσης η πρώτη συνάντηση στην Κάρπαθο, με τσαμπουνιέρηδες ντόπιους και καλεσμένους από Άνδρο, Μύκονο, Νάξο και Κάλυμνο. Η πρωτοβουλία αυτή του Επαρχείου Καρπάθου - Κάσου, που υπήρχε ως ιδέα από πολλά χρόνια, τείνει, με τη φετεινή δεύτερη συνάντηση, να καθιερωθεί ως θεσμός συμπληρωματικός των Συναντήσεων Λύρας και Τοξωτών οργάνων που γίνεται κάθε δύο χρόνια στην Κάσο.
Άλλος παρεμφερής θεσμός είναι οι Παγκυκλαδικές Παιδικές Μουσικές Συναντήσεις, που γίνονται από το 2005 στη Σύρα. Με πρωτοβουλία της Νομαρχίας Κυκλάδων και πάλι, κάθε χρόνο παιδιά σχολικής ηλικίας από τα διάφορα Κυκλαδονήσια συναντώνται και παίζουν όργανα από τις τοπικές τους παραδόσεις, μεταξύ των οποίων και η τσαμπούνα.
Τέλος, άλλες δύο εκδηλώσεις μικρότερης εμβέλειας αλλά αφιερωμένες αποκλειστικά στην τσαμπούνα έχουν προγραμματιστεί για το φετεινό καλοκαίρι: μία στο Τυμπάκι του νομού Ηρακλείου και μία στην Άρνη της Άνδρου. Και στις δύο η βασική ιδέα είναι οι τσαμπουνιέρηδες του νησιού, ει δυνατόν όλοι, να συναντηθούν με μερικούς ομοτέχνους τους από άλλα μέρη.
Βλέπουμε λοιπόν τις εκδηλώσεις που σχετίζονται, είτε αποκλειστικά είτε όχι, με την τσαμπούνα να πληθαίνουν χρόνο με το χρόνο. Από το 2002 μέχρι το 2004 γινόταν μόνο η Παγκυκλαδική· το 2005 ξεκίνησε και η Παγκυκλαδική Παιδιών· τον επόμενο χρόνο σ’ αυτές τις δύο προστέθηκαν η Γέργερη και η Κάρπαθος, και έχουμε φτάσει να προγραμματίζονται για το καλοκαίρι του 2008 όχι λιγότερες από έξι συναντήσεις (κατά χρονολογική σειρά: παιδική Παγκυκλαδική στη Σύρα, Καρπάθου, Τυμπακίου, Γέργερης, Άνδρου και Παγκυκλαδική −ξανά στην Άνδρο).

2.2.2. Συναυλίες - παρουσιάσεις τσαμπούνας στην Αθήνα.

Τον Ιούνιο του 2001 έγινε στον κήπο του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων στην Πλάκα παρουσίαση του σιντί «Σαμπούνες Μυκονιάτικες». Πέντε τσαμπουνιέρηδες από τη Μύκονο, οι ίδιοι που συμμετέχουν και στο δίσκο, ήρθαν να παίξουν ζωντανά τραγούδια από την τοπική τους παράδοση.
Ωστόσο η συναυλιακή δραστηριότητα σχετικά με τις τσαμπούνες εντείνεται κυρίως από το 2006. Τον Απρίλιο η μουσική σκηνή «Άλλη Όχθη» αφιερώνει ένα διήμερο στους ασκαύλους (μία βραδιά με δύο γκαϊτατζήδες και μία με δύο τσαμπουνιέρηδες, συγκεκριμένα το Θεολόγο Γρύλλη από την Πάτμο και το Φραγκίσκο Τζιωτάκη από την Κύθνο· οι δύο αυτοί τσαμπουνιέρηδες ήταν από παλιότερα οι μόνοι με κάποια επαγγελματική και υπερτοπική δραστηριοποίηση).
Το Μάιο του ίδιου χρόνου, με πρωτοβουλία του Γιώργου Ρεφενέ, τσαμπουνιέρη (από τη Νάξο) και εκπαιδευτικού, γίνεται μία βραδιά τσαμπούνας στο ανοιχτό θέατρο του Δήμου Ηλιούπολης, στα πλαίσια της 17ης Πολιτιστικής και Αθλητικής Συνάντησης των σχολείων του δήμου. Συμμετείχαν δύο τσαμπουνιέρηδες, ο Γιώργος Ρεφενές και ο Τάσος Βιντζηλαίος, αμφότεροι από Νάξο, και ένας ομιλητής, ο εθνομουσικολόγος Χάρης Σαρρής. Ένα μήνα μετά, στον κήπο του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων φιλοξενήθηκε ένα γλέντι με πέντε τσαμπουνιέρηδες (Ν. Τσαντάνη από Πάρο, Γ. Ρεφενέ από Νάξο, Κ. Παπαχριστοδούλου από Σάμο, Σπ. Καούρη από Πελοπόννησο και τον γράφοντα από Αθήνα −όλους κατοίκους Αθηνών) και περίπου ογδόντα συμμετέχοντες / ακροατές.
Οι ίδιοι, μαζί και με τον Αλ. Κλειδωνά (Αθήνα), τον Κ. Δαρδανό (Αθήνα, καταγωγή από Άνδρο), τον Θανάση Στάθη (Αθήνα, καταγωγή από Μύκονο) και τον Μανώλη Χούλλη (Κάλυμνο) συμμετείχαμε και στη βραδιά τσαμπούνας που έγινε τις τελευταίες ημέρες του χρόνου στην Άλλη Όχθη, με παραδοσιακά κάλαντα αλλά και άλλα τραγούδια.
Σύντομα μετά, στα τέλη Ιανουαρίου του 2007, ορισμένοι από τους προηγούμενους, μαζί και με τον Μανώλη Διακομανώλη και τον Γιώργο Γιωργάκη από Κάρπαθο, ξαναπαίξαμε στην Άλλη Όχθη, σε μία συναυλία με παραδοσικά αποκριάτικα τραγούδια της τσαμπούνας. Στη διάρκεια του Τριωδίου έγινε ακόμη μία συναυλία στο βιβλιοπωλείο Ιανός, με δύο ομάδες, από τη Νάξο και την Κάρπαθο, πάλι με αποκριάτικο πρόγραμμα. Οι Αξώτες έπαιξαν μόνο βιολί και λαούτο, αλλά η τσαμπούνα της καρπάθικης ομάδας ήταν η πρώτη που έκανε επίσημη εμφάνιση σε ένα τόσο «λόγιο» χώρο όσο ένα βιβλιοπωλείο.
Τον Μάιο επαναλήφθηκε η παρουσίαση της τσαμπούνας στην Ηλιούπολη, με επτά τσαμπουνιέρηδες αυτή τη φορά, και αρκετές ομιλίες.
Τέλη Δεκεμβρίου του 2007 η Άλλη Όχθη φιλοξένησε ένα χριστουγεννιάτικο διήμερο με τσαμπούνες, με πέντε από τους τσαμπουνιέρηδες της Αθήνας, Ρεφενέ, Καούρη, Κλειδωνά, Γκελέσο και τον γράφοντα. Σύντομα μετά, μέσα στον φετεινό Φεβρουάριο, έγινε στην Άλλη Όχθη και πάλι μία ειδικότερη συναυλία, με τσαμπούνα μόνο από τη Νάξο (με τον Γ. Ρεφενέ). Στις αρχές Μαρτίου έγινε στο Μουσείο Λαϊκών οργάνων άλλη μία παρουσίαση της τσαμπούνας (με πέντε τσαμπουνιέρηδες: Σπ. Καούρη, Κ. Δαρδανό από Άνδρο −κάτοικο Αθηνών−, Αλέξανδρο Κλειδωνά από Αθήνα και δύο καλεσμένους από τα νησιά, τον Ιωσήφ Πρίντεζη από Σύρα και τον Μανώλη Φρονιμάκη από Χανιά, καθώς και με ομιλίες)· η παρουσίαση σύντομα εξελίχθηκε σε αποκριάτικο γλέντι που η παρέα, γύρω στα εβδομήντα άτομα, μετά τον κήπο του Μουσείου το μετέφερε στους δρόμους της Αθήνας για να καταλήξει σε μία ταβέρνα.
Τον Απρίλιο, στις εκδηλώσεις του Μουσικού Σχολείου του Ιλίου, συμμετείχε για πρώτη φορά και τσαμπούνα. Τέλος, τον Μάιο πραγματοποιήθηκε για τρίτη συνεχόμενη χρονιά η εκδήλωση της Ηλιούπολης.

2.2.3. Ραδιόφωνο, τηλεόραση, τύπος.

Τον Μάιο του 2006 η εκπομπή «Έχει γούστο» της Μπήλιως Τσουκαλά, στην ΕΤ1, είχε ένα αφιέρωμα στην Πάρο. Μεταξύ άλλων παρουσιάστηκαν ζωντανά χοροί και τραγούδια του νησιού, κυρίως με βιολιά αλλά και με τσαμπούνα, που έπαιξε ο Νίκος Τσαντάνης.
Τέσσερις μήνες αργότερα, η ίδια εκπομπή είχε αφιέρωμα στο Αιγαίο. Ανάμεσα σε άλλα θέματα, παρουσιάστηκε ο θεσμός των Παγκυκλαδικών Συναντήσεων, καθώς και τα ίδια τα όργανα. Καλεσμένοι της εκπομπής ήταν τσαμπουνιέρηδες (και τουμπακάρηδες) διάφορων ηλικιών, από παιδιά μέχρι γέροντες, από την Τζια, την Κύθνο, τη Σύρα, τη Μύκονο, την Πάρο και τη Νάξο, σουραυλιέρηδες από τη Σέριφο, και οι δύο βασικοί οργανωτές των Συναντήσεων, ο Τάσος Αναστασίου, υπεύθυνος του τμήματος Πολιτισμού της Νομαρχίας Κυκλάδων, και ο καθηγητής Λάμπρος Λιάβας, διευθυντής του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων.
Μέσα στην περίοδο των γιορτών 2006-2007, με αφορμή τη χριστουγεννιάτικη συναυλία με τσαμπούνες που έγινε στην Άλλη Όχθη, οι τσαμπουνιέρηδες που έλαβαν μέρος προσεκλήθησαν σε δύο ραδιοφωνικές εκπομπές, στον 902 Αριστερά στα Εφέμ και στο Κόκκινο 105,5. Μίλησαν για τη συναυλία, για την τσαμπούνα και την παράδοσή της, και έπαιξαν μουσική από διάφορα νησιά.
Λίγο αργότερα, μέσα στον Φεβρουάριο του 2007, το Δεύτερο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας μετέδωσε ζωντανά την αποκριάτικη συναυλία στον Ιανό. Άλλη μία εκπομπή με ζωντανά αποκριάτικα τραγούδια από την Κάρπαθο −με άλλους μουσικούς− έγινε μέσα στον Φεβρουάριο στον 105,5. Στη φετινή χρονιά είχαμε τον Ιανουάριο ένα αφιέρωμα, στο περιοδικό Γεωτρόπιο της Ελευθεροτυπίας, για την τσαμπούνα και τις Παγκυκλαδικές Συναντήσεις. Ο συντάκτης του, ο Άγης Κελπέκης, τσαμπουνιέρης ο ίδιος και με ανελλιπή συμμετοχή στις Συναντήσεις, έδωσε μία βιωματική αλλά και άκρως κατατοπιστική εισαγωγή στον κόσμο της τσαμπούνας. Τέλος, ο κρητικός ραδιοφωνικός σταθμός Κρητικόραμα αφιέρωσε τον Φεβρουάριο μία εκπομπή στο δίσκο του Μανώλη Φρονιμάκη «Ασκομαντούρα και σφυροχάμπιολο», με ζωντανή μουσική από τα δύο αυτά όργανα.
Μικρότερες αναφορές στις διάφορες συναντήσεις και εκδηλώσεις γίνονται όλα αυτά τα χρόνια στον έντυπο, κυρίως, τύπο.

2.2.4. Δίσκοι.

Η δισκογραφία της τσαμπούνας επίσης έχει αρχίσει να εμπλουτίζεται. Παλιότερα, ηχογραφήσεις τσαμπούνας βρίσκονταν μόνο διάσπαρτες σε δίσκους που περιελάμβαναν και άλλα είδη παραδοσιακής μουσικής, από ένα ή περισσότερα μέρη (χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι δίσκοι από την εξαιρετική σειρά που εξέδωσε ο Σύλλογος προς διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής, με επιμέλεια του Σίμωνος Καρά), ενώ δίσκοι κυρίως ή αποκλειστικά με τσαμπούνα ήταν μόνο όσοι εκδίδονταν από τοπικούς πολιτιστικούς συλλόγους ή άλλους παρόμοιους φορείς, και δεν έφταναν ποτέ στα ράφια των κεντρικών δισκοπωλείων. Μόνη εξαίρεση ήταν κάποιοι δίσκοι του Θεολόγου Γρύλλη. Από το 2000 όμως και μετά, άρχισαν να βγαίνουν αρκετοί τέτοιοι δίσκοι.
Το 2000 κυκλοφόρησαν, σχεδόν ταυτόχρονα, δύο δίσκοι με τσαμπούνες από τη Μύκονο. Ο ένας, με τίτλο «Με σαμπούνες και τουμπάκια» έγινε με πρωτοβουλία και επιμέλεια του γνωστού Μυκονιάτη μουσικού και ηθοποιού Γιάννη Ζουγανέλλη, και ο άλλος, «Σαμπούνες Μυκονιάτικες», του ελληνονορβηγού Ούλοφ Δημήτρη Ρόε. Οι οργανοπαίχτες και τραγουδιστές που συμμετείχαν ήταν οι ίδιοι και στους δύο. Οι δίσκοι αυτοί παίχτηκαν πολύ από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς των Κυκλάδων, και προβλήθηκαν έτσι σε ένα κοινό πέρα από τα στενά όρια της Μυκόνου (θυμίζουμε και την παρουσίαση του ενός από αυτούς στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων, βλ.αν. 2.2.2).
Αργότερα, το 2005, ο Γ. Ζουγανέλλης έβγαλε άλλον ένα δίσκο με τους ίδιους Μυκονιάτες τσαμπουνιέρηδες: «Μύκονος των θεών και των ανθρώπων». Σε αντίθεση με τους δύο προηγούμενους, που η μουσική τους σχεδόν ταυτίζεται με ηχογραφήσεις πεδίου, εδώ επιχειρήθηκε ένα πάντρεμα της τσαμπούνας με άλλες μορφές τέχνης, όπως η «έντεχνη» μουσική, η ποίηση και το ηχητικό κολάζ. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε ο δίσκος «Τα τσαμπουνιστά της Χίου», με παραδοσιακά χιώτικα τραγούδια από πολύ νέους ντόπιους οργανοπαίχτες.
Διαφορετικού χαρακτήρα είναι ο δίσκος «Bagpipes of Greece» (Ελληνικοί άσκαυλοι), που έβγαλε στο τέλος του 2005 - αρχές 2006 ο Γερμανός εθνομουσικολόγος Βολφ Ντίτριχ (Wolf Dietrich). Καθαρά μουσικολογικού ενδιαφέροντος, ο δίσκος παρουσιάζει γκάιντες και τσαμπούνες από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, μέσα από ηχογραφήσεις τριάντα ετών.
Τέλος, μέσα στο 2006 κυκλοφόρησε ο δίσκος «Ποιμένες Αγραυλούντες - Τσαμπούνες του Αιγαίου», με ζωντανές ηχογραφήσεις από τη συνάντηση της Γέργερης, ενώ αναμένεται και η κυκλοφορία δίσκου από τη δεύτερη συνάντηση, του 2007.           

2.4. Η τσαμπούνα ως όργανο λειτουργικής μουσικής στην Αθήνα και αλλού.

Η λειτουργική μουσική, όπως την ορίσαμε παραπάνω, είναι δύσκολο να νοηθεί έξω από μία παραδοσιακή αγροτική κοινότητα, με όλες τις παλιές κοινωνικές και οικονομικές δομές σε πλήρη λειτουργία. Ωστόσο, όταν γίνεται ένα συμμετοχικό γλέντι όπου, χωρίς διάκριση μεταξύ διασκεδαστών και διασκεδαζόντων, επιτυγχάνεται συναισθηματικός συντονισμός και μέθεξη όλων των παρευρισκομένων, μπορούμε να μιλάμε για λειτουργική μουσική χωρίς να είμαστε ιδιαίτερα ανακριβείς.
Όλες ανεξαιρέτως οι εκδηλώσεις που προαναφέρθηκαν εξελίσσονται απαρέγκλιτα σε τέτοιου είδους γλέντια. Είτε πρόκειται για συνάντηση τσαμπούνας στις Κυκλάδες, στην Κρήτη ή αλλού, παιδική ή ενηλίκων, είτε για παρουσίαση στο Μουσείο ή στην Ηλιούπολη, είτε για ραδιοφωνική εκπομπή ή συναυλία, η κατάληξη είναι πάντοτε μία αυθόρμητη γιορτή με ομαδικό τραγούδι και χορό σε κάποιο δημόσιο χώρο −δρόμο, πλατεία, πολύ συχνά στο καράβι, ή, το πολύ πολύ, σε ταβέρνα. Οι τσαμπούνες πρωταγωνιστούν, συμμετέχουν δε όχι μόνο άνθρωποι που δε γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους αλλά, σχεδόν κάθε φορά, και κάποιοι που δε γνωρίζουν κανέναν, τυχαίοι περαστικοί που παρασύρθηκαν από το γενικό κέφι. Αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι, ενώ στα χωριά των νησιών είναι κάπως πιο αναμενόμενο να γίνονται τέτοια δημόσια γλέντια, εντούτοις και στην Αθήνα, τη θεωρούμενη ως απρόσωπη και αφιλόξενη μεγαλούπολη, η επιτυχία τους δεν είναι μικρότερη.
Πέρα από αυτές τις αυτοσχέδιες γιορτές, έχουν αρχίσει τον τελευταίο καιρό να γίνονται στην Αθήνα και άλλα γλέντια, πάλι δημόσια, πάλι με τσαμπούνες, αλλά αυτή τη φορά με αφορμή κάποιο έθιμο. Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας που διανύουμε βγαίνουν παρέες με τσαμπούνες στο κέντρο της Αθήνας για τα κάλαντα, ενώ από το 2004 οι τσαμπούνες πρωταγωνιστούν και στην εκστατική γιορτή του Άη Γιάννη του Κλήδονα, με τις φωτιές, που γίνεται στην Καισαριανή. Επίσης, τα τελευταία χρόνια όλο και γίνεται κάποιο αποκριάτικο γλέντι με τσαμπούνες και με παραδοσιακά αποκριάτικα τραγούδια. Αυτές οι εκδηλώσεις, καθώς και οι γάμοι με τσαμπούνα που έχουν αρχίσει τελευταία να γίνονται στην Αθήνα, αποτελούν καθαρότερες περιπτώσεις λειτουργικής μουσικής, ενώ σε καμία περίπτωση δε θυμίζουν φολκλορική αναπαράσταση ή αναβίωση παλιών εθίμων.

2.5. Το πανελλήνιο δίκτυο και ο αθηναϊκός πυρήνας των τσαμπουνιέρηδων.

Οι τσαμπουνιέρηδες που έπαιξαν στις περισσότερες από τις ως άνω εκδηλώσεις, επίσημες και ανεπίσημες, προέρχονται από μία συγκεκριμένη παρέα, παρόλο που κατοικούν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Τη βάση για τη δημιουργία αυτής της παρέας αποτέλεσαν οι γνωριμίες που άρχισαν να γίνονται στις Παγκυκλαδικές Συναντήσεις. Ωστόσο, ενώ αυτές οι γνωριμίες ξεκίνησαν ήδη με την πρώτη Συνάντηση το 2002, οι σημαντικότερες εξελίξεις σημειώθηκαν μεταξύ 2005 και 2006.
Στη Συνάντηση του 2005, όπως αναφέρθηκε ήδη, συμμετείχαν για πρώτη φορά και μη κυκλαδίτες τσαμπουνιέρηδες: Σαμιώτες, ένας Καλύμνιος και κάποιοι που δεν είναι ολωσδιόλου νησιώτες. Στην τελευταία περίπτωση ανήκουν μερικοί νέοι, χονδρικά μεταξύ 30 και 40 ετών, κυρίως Αθηναίοι ή πάντως κάτοικοι Αθηνών, που γνώρισαν την τσαμπούνα σε κάποιο νησί και αποφάσισαν να μάθουν να παίζουν, χωρίς να εντάσσονται στην αλυσίδα της προφορικής μετάδοσης από γενιά σε γενιά.
Τόσο οι νησιώτες όσο και αυτοί οι καθαρά εξωπαραδοσιακοί τσαμπουνιέρηδες ένοιωσαν ότι βρίσκονται ανάμεσα σ’ ένα πλήθος ανθρώπων που μοιράζονται το ίδιο πάθος με τους ίδιους. Ορισμένοι λοιπόν αποφάσισαν να αναλάβουν οι ίδιοι τη διατήρηση των επαφών μεταξύ τους, αντί να περιμένουν κάθε χρόνο την επόμενη συνάντηση.
Λίγες μέρες μετά τη λήξη της Συνάντησης ιδρύθηκε το διαδικτυακό φόρουμ «Λαϊκά Αερόφωνα». Ήταν μία πρωτοβουλία του Χάρη Σαρρή, που −αν και δεν παίζει ο ίδιος τσαμπούνα− παρακολουθεί κάθε χρόνο τις Συναντήσεις και συμμετέχει στη διοργάνωσή τους. Καθώς τα πρώτα μέλη ήταν κυρίως τσαμπουνιέρηδες από τις Παγκυκλαδικές Συναντήσεις, σύντομα οι τσαμπούνες επικράτησαν έναντι των άλλων λαϊκών αεροφώνων στη θεματολογία του φόρουμ.
Στο φόρουμ έχουν αναπτυχθεί κατά καιρούς συζητήσεις με ποικίλα θέματα: τεχνικές πληροφορίες για την κατασκευή της τσαμπούνας, αναζήτηση οργάνων ή οργανοπαιχτών, ζητήματα μουσικολογικά, ειδήσεις για εκδηλώσεις και εκδόσεις βιβλίων ή δίσκων, δημοσίευση φωτογραφιών, αλλά και σκέψεις, προβληματισμοί, ανταλλαγή εμπειριών.
Μέχρι το καλοκαίρι του 2006, συνέβη κάποιοι από αυτούς τους τσαμπουνιέρηδες της Αθήνας να γνωρίσουν κι άλλους ομοίους τους, τους οποίους έσπευδαν να μυήσουν στο φόρουμ. Έτσι ο κύκλος αφενός διευρυνόταν και αφετέρου έσφιγγε. Κάποια στιγμή έπεσε η ιδέα να οργανωθεί μία εκδήλωση με τσαμπούνες στην Αθήνα. Η βραδιά στον κήπο του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων, τον Ιούνιο του 2006, ήταν η πρώτη τέτοια εκδήλωση που προέκυψε μέσα από το φόρουμ· ήταν επίσης η πρώτη μας ευκαιρία να αρχίσουμε να κάνουμε παρέα και έξω από τις Παγκυκλαδικές.
Στη συνέχεια, το ένα έφερε το άλλο. Στην Παγκυκλαδική του 2006 ξανασυναντηθήκαμε και γνωρίσαμε και κάποια νεότερα μέλη του φόρουμ, αργότερα κανονίστηκε η χριστουγεννιάτικη συναυλία στην Άλλη Όχθη, τις ίδιες μέρες βγήκαμε για τα κάλαντα, έγιναν και οι δύο εκπομπές στο ραδιόφωνο, δεν άργησε να ακολουθήσει η αποκριάτικη συναυλία, πάλι στην Άλλη Όχθη, και ούτω καθεξής. Το φόρουμ συνέχιζε να λειτουργεί, αλλά πλέον είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται και προσωπικές σχέσεις, που άλλες περιορίστηκαν σε μουσικές συνεργασίες και άλλες προχώρησαν και σε δεσμούς φιλίας. Όσο γνωρίζαμε ο ένας τον άλλο, οι συναυλίες και οι εκδηλώσεις έδιναν επιπλέον την αφορμή να αρχίσουν και οι γνωστοί του καθενός να συναντώνται με τους γνωστούς των άλλων. Αλλά και ο καθένας που σε οποιονδήποτε άλλο χώρο γνώριζε κάποιον καινούργιο που έπαιζε ή ενδιαφερόταν για την τσαμπούνα, έσπευδε, όπως είναι λογικό, να τον ενημερώσει: «Ξέρω κι άλλους, πολλούς· κάνουμε εκδηλώσεις στην Αθήνα, μαζευόμαστε όλοι κάθε Σεπτέμβριο στις Παγκυκλαδικές, έχουμε φόρουμ...». Πλέον στις περισσότερες εκδηλώσεις στην Αθήνα έχουμε και καλεσμένους από κάποιο νησί.
Οι συναντήσεις της Γέργερης και της Καρπάθου αρχικά ξεκίνησαν τελείως ανεξάρτητα από αυτό τον κύκλο. Δημιουργήθηκαν έτσι άλλοι δύο κύκλοι, στενότεροι· όπως όμως ήταν επόμενο, μόλις βρέθηκε κάποιος κοινός κρίκος ανάμεσά τους −έτυχε δε ο κοινός αυτός κρίκος να είναι ο γράφων− οι τρεις κύκλοι δεν άργησαν να ενωθούν. Έτσι έχει φτάσει να διαμορφωθεί ένα πανελλήνιο δίκτυο, στο οποίο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εμπλέκονται πλέον οι περισσότεροι τσαμπουνιέρηδες της Ελλάδας.
Όμως στο ίδιο δίκτυο εμπλέκονται και άνθρωποι που, χωρίς να παίζουν τσαμπούνα, έχουν κάποια άλλη σχέση μαζί της. Εθνομουσικολόγοι, ερευνητές, ιδιοκτήτες μουσικών σκηνών ή ραδιοφωνικοί παραγωγοί με ιδιαίτερη αγάπη γι’ αυτό το όργανο, αλλά και απλοί φίλοι της τσαμπούνας, όλοι σχεδόν στην Ελλάδα όσοι έχουν αυτό τον κοινό παρονομαστή βρίσκονται σε επαφή μεταξύ τους.

2.6. Ανατροφοδότηση προς τα νησιά.

Η έξαρση του ενδιαφέροντος και της δραστηριότητας που σημειώνεται σε κάθε συνάντηση τσαμπούνας (δηλαδή πλέον αρκετές φορές το χρόνο), δημιουργεί έναν απόηχο που διατηρείται και αφού επιστρέψει ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Είδαμε πιο πάνω ότι ήδη από την πρώτη μέχρι τη δεύτερη Παγκυκλαδική, πολλοί απόμαχοι, ουσιαστικά, τσαμπουνιέρηδες επανήλθαν στην ενεργό δράση, ανανεώνοντας τα παλιά φθαρμένα όργανά τους και ξαναφρεσκάροντας το ρεπερτόριο και την τεχνική τους. Ένα άλλο απότοκο αυτής της δραστηριότητας, που δεν εκδηλώθηκε αμέσως αλλά μετά από δυο - τρία χρόνια, ήταν ότι νέοι και παιδιά άρχισαν να ενδιαφέρονται να μάθουν τσαμπούνα. Έτσι σε διάφορα νησιά άρχισαν να οργανώνονται μαθήματα. Πολλούς μαθητές, μεταξύ των οποίων ορισμένοι ιδιαίτερα φερέλπιδες, έχουν βγάλει στην Τζια ο πρωτοπρεσβύτερος Ελευθέριος Δεμέναγας, στη Σύρα ο Ιωσήφ Πρίντεζης, στη Νάξο ο Βαγγέλης Κορές, ενώ μαθήματα γίνονται τα τελευταία δύο χρόνια και στη Σάμο με το Μανώλη Λεβισιανό και (γίνονταν) στην Κάρπαθο με τον γράφοντα. Στο Μουσικό Γυμνάσιο Ρόδου ο Μανώλης Διακομανώλης είχε εισαγάγει την τσαμπούνα και στο σχολικό πρόγραμμα, μέχρι που μετατέθηκε στην Παλλήνη. Πολλοί από αυτούς τους μαθητές έχουν αρχίσει να εμφανίζονται και στις Παγκυκλαδικές Συναντήσεις, και μάλιστα όχι μόνο τις παιδικές αλλά και τις μεγάλες.
Από τις εντυπωσιακότερες περιπτώσεις μαθητών είναι αυτή του Κώστα Παπαχριστοδούλου («Γκελέσου») από τη Σάμο, ένα νησί όπου η τσαμπούνα μέχρι πριν λίγα χρόνια βρισκόταν σε πλήρη μαρασμό. Ο Γκελέσος, μόνιμος κάτοικος Αθηνών, αποφάσισε να μάθει τσαμπούνα το 2003, σε ηλικία 55 ετών. Ένας από τους τελευταίους τσαμπουνιέρηδες του νησιού, ο Μανώλης Λεβισιανός, του χάρισε την τσαμπούνα του, μιας και είχε τόσα χρόνια να παίξει ώστε λογικά δε θα την ξαναχρειαζόταν ποτέ. Μόλις συμπλήρωσε έξι μήνες μαθημάτων, ο Γκελέσος άρχισε να παίζει με πάθος σε κάθε αφορμή που του δινόταν, στην Αθήνα ή στη Σάμο: σε παρέες, εκδρομές κλπ.. Επισκεπτόταν όλους τους απόμαχους τσαμπουνιέρηδες της Σάμου (τότε υπήρχαν λιγότεροι από δέκα, και ήταν όλοι απόμαχοι, εκτός από έναν μόνο), μόνος ή με φίλους τσαμπουνιέρηδες από την Αθήνα ή από άλλα νησιά, και αναθέρμαινε το απωθημένο μεράκι τους ρωτώντας τους, βάζοντάς τους να του παίξουν και παίζοντας ο ίδιος. Άρχισε να τους καλεί να παίξουν τσαμπούνα στο ετήσιο πανηγύρι μιας εκκλησιάς όπου είναι επίτροπος, αλλά να παίζει και ο ίδιος. Σύντομα ο Λεβισιανός ξαναχρειάστηκε την τσαμπούνα του, και έφτιαξε καινούργια. Ο Γκελέσος ξαναζωντάνεψε στη Σάμο την συνήθεια, που είχε εγκαταλειφθεί, των αποκριάτικων γλεντιών με τσαμπούνες. Από το 2005 συμμετέχει στις Παγκυκλαδικές, ανοίγοντας το δρόμο που έφερε κι άλλους Σαμιώτες τσαμπουνιέρηδες στο μεγάλο κύκλο. Χάρη στο προσωπικό του πάθος, η τσαμπούνα έχει ξαναρχίσει να ακούγεται στη Σάμο, και μάλιστα όχι μόνο τις Απόκριες, στις οποίες είχε περιοριστεί η χρήση της επί πολλά χρόνια πριν σταματήσει σχεδόν ολωσδιόλου να παίζεται, αλλά και σε άλλες εποχές, ακόμη και σε γάμους και βαφτίσεις. Η αποκριάτικη παρέλαση με τσαμπούνες που καθιέρωσε, πλέον τελείται υπό την αιγίδα του δήμου και καλύπτεται από το τοπικό ραδιόφωνο. Χωρίς αυτόν είναι λίαν αμφίβολο αν θα είχε προκύψει το ενδιαφέρον για μαθήματα τσαμπούνας στη Σάμο. Παράλληλα συμμετέχει σε όσες εκδηλώσεις γίνονται στην Αθήνα, επίσημες (συναυλίες, εκπομπές κλπ.) ή ανεπίσημες (π.χ. κάλαντα).
Ανάλογη αναζωπύρωση έχει γίνει και σε άλλα νησιά, κυρίως τη Σύρα −χάρη στην επιμονή ενός άλλου τσαμπουνιέρη με αγάπη και πάθος, του Ιωσήφ Πρίντεζη− αλλά και τη Μύκονο, την Κύθνο, την Τζια, την Άνδρο κ.ά.. Οι διάφορες κατά τόπους κινήσεις που σχετίζονται μ’ αυτή την αναθέρμανση του ενδιαφέροντος δεν ξεκίνησαν όλες από τις Παγκυκλαδικές Συναντήσεις· καμία όμως, από τη στιγμή που διαμορφώθηκε και άρχισε να λειτουργεί το δίκτυο που περιγράψαμε πιο πριν, δεν έμεινε ανεπηρέαστη από αυτό.
           
2.7. Η αθηναϊκή τσαμπούνα.

Στην Αθήνα ζουν μερικές δεκάδες ανθρώπων που ξέρουν τσαμπούνα. Οι περισσότεροι από αυτούς ανήκουν σε μία από τις παρακάτω κατηγορίες:
Παραδοσιακοί τοπικοί οργανοπαίχτες. Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε κάποιο νησί με παράδοση στην τσαμπούνα, και μετοίκησαν στην Αθήνα μετά την ενηλικίωσή τους. Στην πλειοψηφία τους είναι σχετικά ηλικιωμένοι. Αυτοδίδακτοι, έμαθαν το όργανο, την κατασκευή του, το ρεπερτόριο κλπ. στον τόπο τους, και μέσα στο πλαίσιο της προφορικά μεταδιδόμενης ιδιαίτερης παράδοσης του τόπου αυτού. Δεν έχουν μουσική μόρφωση, και συνήθως ούτε αξιόλογη σχολική εκπαίδευση. Είναι ερασιτέχνες, σπανίως ημιεπαγγελματίες. Ορισμένοι ωστόσο έχουν φτάσει να παίζουν και σε συναυλίες, χορευτικές παραστάσεις, εκπομπές, δίσκους, και έχουν μάθει, για τις ανάγκες αυτής της δουλειάς ή και από προσωπικό ενδιαφέρον, και κομμάτια από άλλους τόπους εκτός από τον δικό τους.
Τσαμπουνιέρηδες νέας γενιάς. Νέοι με καταγωγή από μέρη με παράδοση στην τσαμπούνα, όπου όμως υπάρχει τάση εγκατάλειψής της. Μερικοί έχουν μάθει το όργανο με δάσκαλο. Το ενδιαφέρον τους για το όργανο είναι ιδιαίτερα ζωηρό, και συνήθως εκτείνεται πέρα από τη συγκεκριμένη παράδοση του τόπου καταγωγής τους. Έτσι πολλοί μαθαίνουν και ξένα κομμάτια, και κάποτε και άλλους τύπους τσαμπούνας. Συνήθως διαθέτουν μουσικές γνώσεις και τουλάχιστον λυκειακή μόρφωση (συχνά και πανεπιστημιακή). Παίζουν κι άλλα όργανα, όχι κατ’ ανάγκην παραδοσιακά. Κάποιοι διεξάγουν και τις προσωπικές τους έρευνες σχετικά με τη μουσική παράδοση που τους ενδιαφέρει. Παίζουν τόσο σε παραδοσιακές περιστάσεις (τοπικά γλέντια κλπ.) όσο και σε οργανωμένες φολκλορικές εκδηλώσεις, αλλά ακόμη και σε παρέες χωρίς δεσμούς κοινής καταγωγής και κουλτούρας.
«Μετατσαμπουνιέρηδες». Αυτός ο όρος έχει επικρατήσει να χρησιμοποιείται ανεπίσημα για νέους χωρίς, συνήθως, δεσμούς καταγωγής με το όργανο, που το έμαθαν ως αυτοδίδακτοι ή με δάσκαλο. Δεν είναι φορείς ή συνεχιστές καμιάς συγκεκριμένης τοπικής παράδοσης, έχουν όμως ιδιαίτερη αγάπη για την τσαμπούνα και τη διαχωρίζουν από τα άλλα όργανα. Συνήθως παίζουν πολλούς τύπους τσαμπούνας και κομμάτια από διάφορα μέρη. Αρκετοί παίζουν ακόμη και δικές τους συνθέσεις / διασκευές / πειραματισμούς. Οι περισσότεροι διαθέτουν ανώτερη ή ανώτατη μόρφωση και μουσικές γνώσεις και συχνά πραγματοποιούν προσωπικές έρευνες και καταγραφές.
Υπάρχουν γνωριμίες και επαφές μεταξύ τσαμπουνιέρηδων και από τις τρεις κατηγορίες. Είδαμε πιο πάνω πώς όλοι αυτοί συνεργάζονται σε συναυλίες, εκδηλώσεις, εκπομπές, αλλά και στις διάφορες συναντήσεις εκτός Αθηνών. Ωστόσο, ενώ από τους παραδοσιακούς τοπικούς οργανοπαίχτες ο καθένας συνεχίζει κατά βάση μία συγκεκριμένη παράδοση μέσα στην οποία έχει διαμορφώσει τη μουσική του ταυτότητα, οι νέας γενιάς και ιδίως οι μετατσαμπουνιέρηδες είναι πολύ λιγότερο ή και καθόλου δεσμευμένοι από κάτι αντίστοιχο· συνεπώς είναι πολύ πιο ανοιχτοί σε ένα ευρύ φάσμα επιδράσεων: από την Α ή Β τοπική παράδοση τσαμπούνας, από άλλα είδη μουσικής που μπορεί να βρίσκονται και τελείως έξω από την οποιαδήποτε λαϊκή παράδοση, από τυχόν μουσικές σπουδές, αλλά και ο ένας από τον άλλον.
Με αυτά τα δεδομένα έχει αρχίσει να διαμορφώνεται μία νέα αθηναϊκή σκηνή τσαμπούνας, σαφώς διακριτή από τις τοπικές λαϊκές παραδόσεις. Η κυριότερη διαφορά είναι ότι, καθώς λέγαμε και στην αρχή της εισήγησης, στις τοπικές παραδόσεις η τσαμπούνα έχει τις ρίζες της αποκλειστικά στη λειτουργική μουσική, και μάλιστα στα πλαίσια επιμέρους μικρο-πολιτισμών που έχουν μεγάλο βαθμό κωδικοποίησης στις εκδηλώσεις τους. Αντίθετα η αθηναϊκή τσαμπούνα, αφενός ακούγεται και σε περιστάσεις κυρίως ακροαματικής μουσικής, αφετέρου δε, και εκεί όπου χρησιμοποιείται λειτουργικά, π.χ. στα διάφορα γλέντια που αναφέρθηκαν πιο μπροστά, αυτό δε γίνεται σύμφωνα με κάποιους προϋπάρχοντες και κατά τεκμήριο γνωστούς σε όλους κανόνες, όπως γίνεται π.χ. το καρπάθικο γλέντι, αλλά πιο ελεύθερα και αυτοσχέδια.

3. Επίλογος.

Είναι φανερό ότι η εξέλιξη της τσαμπούνας τα τελευταία χρόνια έχει πάρει πολύ διαφορετική τροπή από αυτήν που έδειχνε ότι ακολουθούσε μέχρι τότε, της παρακμής και της εξαφάνισης. Τα γεγονότα που σηματοδοτούν αυτή την εξέλιξη, είχα μέχρι στιγμής την εξαιρετική τύχη να τα ζήσω από μέσα σχεδόν όλα ένα προς ένα. Ήμουν σε όλες τις Παγκυκλαδικές Συναντήσεις από την τρίτη (2004) μέχρι και σήμερα, συμμετέχοντας και ως τσαμπουνιέρης και ως μέλος της ερευνητικής ομάδας· ήμουν στις δύο συναντήσεις της Γέργερης, και θα είμαι και φέτος στην τρίτη, καθώς και στο Τυμπάκι και στην Άνδρο· δεν ήμουν στην πρώτη συνάντηση της Καρπάθου, όπως βλέπετε όμως συμμετέχω αυτή τη στιγμή στη δεύτερη· έχω παρακολουθήσει από κοντά, και έχω βοηθήσει και όπου μπορούσα, στα διαδικαστικά και οργανωτικά όλων αυτών των συναντήσεων· είμαι ιδρυτικό μέλος του διαδικτυακού φόρουμ «Λαϊκά Αερόφωνα»· συμμετείχα σε όλες σχεδόν τις επίσημες και ανεπίσημες εκδηλώσεις τσαμπούνας των τελευταίων χρόνων στην Αθήνα· έζησα τα τελευταία τέσσερα χρόνια στην Κάρπαθο (και μάλιστα τα τρία από αυτά στο Όθος), όπου εντάχθηκα, όσο είναι δυνατόν σε έναν ξενοτοπίτη, στο δυναμικό των οργανοπαιχτών και γλεντιστάδων του νησιού, και έζησα την πραγματικά λειτουργική μουσική ως συνδημιουργός και συναποδέκτης της· παράλληλα στην Κάρπαθο προχώρησα πολύ τη μελέτη που έχω αναλάβει με θέμα ακριβώς την τσαμπούνα, ενώ τα δύο τελευταία χρόνια έκανα και μαθήματα τσαμπούνας σε παιδιά του Όθους· στις προσωπικές μου διακοπές συμμετείχα ενεργά σε πολλά γλέντια, κυρίως στην Κάλυμνο και τη Σάμο αλλά και σε άλλα νησιά· ιδιαίτερα στη Σάμο παρακολούθησα τη διαδικασία αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος για την τσαμπούνα βήμα βήμα.
Όλα αυτά είναι μαγευτικά. Όμως δε μου εξασφαλίζουν την απόσταση που χρειάζεται για να μπορέσω να πω αν βρισκόμαστε στην αρχή μιας αληθινής νέας εποχής για την τσαμπούνα, ή απλώς σε μία μόδα που θα παρέλθει μετά από λίγα χρόνια. Αυτό θα το δείξει ο χρόνος. Κλείνω παραθέτοντας ανώνυμα δύο αποσπάσματα από επιστολές που δημοσιεύτηκαν στο φόρουμ:

1. Αν κάτι κρατάω τόσο από την προχθεσινή βραδιά, όσο και από μια βδομάδα πριν, στις φωτιές, είναι ότι η τσαμπούνα (αλλά και τα άλλα «πρωτόγονα» όργανα) έχουν μια ιδιαίτερη δυναμική, η οποία περνά τρελά στον κόσμο. Είναι κάτι «αφόρετο», το οποίο «σπάει» τα καθιερωμένα, ξαφνιάζοντας και υποβάλλοντας τον ακροατή. Η ομορφιά και η δύναμή της είναι η «αδρότητά» της, η οποία ξεφεύγει από την «ιλουστρασιόν» εικόνα που έχει σχηματίσει ο μέσος ακροατής για την παραδοσιακή μουσική. Και χαίρομαι πολύ που έχει δημιουργηθεί αυτή η φιλική παρέα όπου, πέρα από τη συζήτηση, και πέρα από τις ζουμερές τοποθετήσεις για το διαδικαστικό μέρος των γλεντιών και τον συμβολισμό τους, μπορεί να συμβάλλει με τον τρόπο της, ώστε τα όργανα αυτά να τύχουν της διάδοσης που τους αξίζει.

2. Η Αθήνα αυτή τη στιγμή είναι, κατά πάσαν πιθανότητα, το μεγαλύτερο τσαμπουνοχώρι. Πολύ μακρυά από τη σαμιώτικη Αποκριά, τα μυκονιάτικα χοιροσφάγια, τη Βρουκούντα και την Κυρά Ψηλή, η τσαμπούνα κατ' επανάληψιν μάς έχει γλεντήσει όμορφα και γνήσια, όλους εμάς τους δασκάλους, εκδότες, βιοτέχνες, αρχιτέκτονες, φοιτητές κλπ., και πολλούς γνωστούς και άγνωστους φίλους μας. Τα τραγούδια είναι κατά περίσταση πολύ, λιγότερο ή καθόλου «παραδοσιακά». Οι τόποι, οι στιγμές και οι συνθήκες του κάθε γλεντιού, το ίδιο. Η βαθύτερη ανάγκη που προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε, είναι η ίδια όπως ανέκαθεν. Και η τσαμπούνα, ως ένα από τα οχήματα σ' αυτούς τους δρόμους της ψυχής, παραμένει σήμερα αποτελεσματική και μάχιμη, ακόμη και σε συνθήκες τόσο διαφορετικές από τις «κατά παράδοσιν». Δεν είναι μόνο ότι εμείς τη βρίσκουμε έτσι: είναι ότι τη βρίσκουμε παραμένοντας φυσιολογικοί καθημερινοί άνθρωποι, και όχι κολληματίες τσαμπουνοφρικάριοι.

Καλή χρονιά λοιπόν και το 2007: έτσι το κόβω.

Επίμετρο (Ιούνιος 2013).

Μέσα στην πενταετία που μεσολάβησε από την αρχική σύνταξη και την εκφώνηση του κειμένου μέχρι την έκδοσή του, οι εξελίξεις συνεχίστηκαν στην ίδια κατεύθυνση. Οι αθηναϊκές μουσικές εκδηλώσεις −ακροαματικές ή λειτουργικές− με τσαμπούνες, οι παρουσιάσεις, τα αφιερώματα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο και οι δισκογραφικές εκδόσεις έχουν πληθύνει τόσο ώστε δεν είναι πλέον δυνατό, αλλά ούτε και απαραίτητο, να παρακολουθηθούν. Οι τρεις μεγάλες υπερτοπικές Συναντήσεις (Παγκυκλαδική, Γέργερης και Καρπάθου) εξακολουθούν να πραγματοποιούνται, παρά τα σοβαρότατα εμπόδια που ανακύπτουν τα τελευταία χρόνια συνεπεία αφενός του σχεδίου «Καλλικράτης», που άλλαξε τον διοικητικό χάρτη της Ελλάδας, και αφετέρου της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσης. Τουλάχιστον τρία ανεξάρτητα σεμινάρια/εργαστήρια τσαμπούνας, ενταγμένα σε μεγάλους τακτικούς σεμιναριακούς κύκλους, είναι προγραμματισμένα για το καλοκαίρι του 2013. Στην Αθήνα, οι άνθρωποι που στην εμφάνιση μιας τσαμπούνας θα ρωτήσουν με απορία τι όργανο είναι αυτό ή αν προέρχεται από τη Σκωτία είναι όλο και σπανιότεροι. Οι δάσκαλοι και τα μαθήματα έχουν πληθύνει, ενώ από τις πρώτες γενιές μαθητών έχουν προέλθει σημερινοί μάχιμοι νέοι τσαμπουνιέρηδες που δεν ξέρουν, παρά μόνο από αφηγήσεις, ότι κάποτε το όργανο αυτό βρισκόταν στα πρόθυρα της εξαφάνισης.





[1] Η εκπομπή υπάρχει στο Οπτικοακουστικό Αρχείο της ΕΡΤ στο διαδίκτυο. Η κεντρική σελίδα του Αρχείου βρίσκεται στη διέυθυνση http://www.ert-archives.gr/wpasV2/public/index.aspx.
[2] Το κείμενο εκφωνήθηκε το 2008.
[3] Όπως αναφέρεται πιο κάτω, στην ενότητα 2.2.2 και 2.2.4, το 2000 είχαν κυκλοφορήσει δύο δίσκοι με μυκονιάτικη τσαμπούνα. Η κυκλοφορία και η προβολή αυτών των δίσκων οδήγησε σε μία τόνωση της παράδοσης της τσαμπούνας για το νησί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: