Βέβαια, θα μου πει κανείς, και το κοινό «καλή όρεξη», και όλες οι τυποποιημένες ευγένειες, ευχαριστώ, παρακαλώ, καλημέρα, όλα αυτά το ίδιο δεν είναι;
Αυτό είναι ένα θέμα προς συζήτηση. Γενικά όλοι ξέρουμε ότι μπορεί κανείς να λέει όλη την ώρα ευχαριστώ και παρακαλώ, και επί της ουσίας να μην είναι ευγενικός, ή και το αντίστροφο. Αλλά φυσικά, μπορεί κανείς και να είναι ευγενικός τόσο τύποις όσο και στην ουσία. Όμως, άλλο το αν θα θέτεις τον τύπο στην υπηρεσία της ουσίας ή όχι, άλλο το αν θα τηρείς ή όχι και τον τύπο αφενός αλλά και την ουσία αφετέρου, και άλλο το να υποκαθιστάς την ουσία με τον τύπο. Όταν σε ένα χώρο εφαρμόζεται η πολιτική «στην τάδε περίσταση θα λέμε πάντα την τάδε ατάκα», αυτό σημαίνει ότι θα ασχοληθούμε μόνο με τον τύπο. Δε θα κοιτάξουμε καθόλου το ζήτημα της ουσίας, ενώ και αυτόν ακόμη τον τύπο θα τον ξεπετάξουμε με δυο-τρεις ετοιματζήδικες φράσεις. Στις οποίες επιπλέον θα δείξουμε και ένα πνεύμα πρωτοτυπίας, δε θα λέμε καλή όρεξη αλλά καλή απόλαυση, έτσι ώστε η απομίμηση ευγένειας να είναι ακόμη πιο τέλεια. Όλο το ζήτημα είναι πώς θα μοιάζουμε ευγενικοί. Λες και το να είμαστε ευγενικοί δεν υφίσταται ως θέμα.
(Καλά, και τι σου φταίνε οι έρμοι οι σερβιτόροι; Δουλειά τους κάνουνε κι αυτοί.) Α, όχι. Αυτό το επιχείρημα δεν μπορώ να το δεχτώ. Όσο εργαζόμενος κι αν είσαι, όσο κι αν σε εκμεταλλεύονται τα αφεντικά σου, δεν παύεις να είσαι υπεύθυνος των πράξεών σου. Λες και θα πάει κάνας πελάτης στο διευθυντή και θα πει «αυτό το ζώον η σερβιτόρα δε μου είπε καλή σας απόλαυση, μου είπε καλή σας όρεξη, απαιτώ να απολυθεί πάραυτα».
Αλλά κατά τα άλλα, ναι, φυσικά μού φταίει και το αφεντικό. Αυτές οι βιομηχανοποιημένες ευγένειες εντάσσονται στο πνεύμα της εποχής μας με τα βιομηχανοποιημένα τρόφιμα, τη βιομηχανοποιημένη αισθητική, τα βιομηχανοποιημένα τραγούδια, τις βιομηχανοποιημένες διακοπές κλπ.. Η ντομάτα στο μανάβη, για να μοιάζει περισσότερο με ντομάτα, πρέπει να είναι γυαλιστερή και να έχει ένα συγκεκριμένο σχήμα και μέγεθος, ίδιο με όλων των άλλων ντοματών. Μπορεί από μέσα να είναι τίγκα στο φάρμακο, μπορεί η προσωπική της ιστορία να μην έχει παρά ελάχιστα κοινά σημεία με την ιστορία της παλιάς ντομάτας που την έσπερναν μια συγκεκριμένη εποχή, τη σκάλιζαν, την πότιζαν και όταν ωρίμαζε την έκοβαν και την έτρωγαν, μπορεί επί της ουσίας να μην είναι ντομάτα, ούτε στη χημική σύσταση ούτε στη γεύση, αλλά δεν έχει σημασία· σημασία έχει να μοιάζει με αυτό που έχουμε θασπίσει ως πρότυπο της ντομάτας, ένα πρότυπο με εξωτερικά μόνο χαρακτηριστικά.
Έτσι και με την ευγένεια. Ορίζουμε ένα πρότυπο, με εξωτερικά μόνο χαρακτηριστικά −που έχουν όμως οριστεί με αυστηρότητα, αποκλείοντας την ευελιξία− και όσο πιο πιστά το τηρούμε τόσο καλύτερα έχει πετύχει ο στόχος. Ο οποίος ποιος είναι; Τι εξυπηρετεί να σου λένε σε κάθε πιάτο «καλή σας απόλαυση»; Ό,τι εξυπηρετεί και το να τρως μη-ντομάτες.
Άλλο παράδειγμα αυτής της τυποποιημένης συμπεριφοράς είναι ότι, όταν φεύγεις από το μαγαζί, όποιον σερβιτόρο συναντήσεις θα πρέπει να σου πει «ευχαριστούμε πολύ, καληνύχτα σας». Ακόμη κι αν δεν ήταν αυτός που σε εξυπηρετούσε, κι αν δεν ξαναείχες ποτέ πριν οποιαδήποτε επαφή μαζί του. (Καλά, κι αυτό σε πειράζει;) Ναι ρε φίλε, με πειράζει. Αν αυτή είναι η πρώτη φορά που ανταλλάσσω μια κουβέντα με τον άνθρωπο, πού ακούστηκε να ξεκινάμε την επαφή μας με το «καληνύχτα»; Είναι κάτι πολύ πέρα από την ουσία και το νόημα της καληνύχτας, που κανονικά χρησιμοποιείται για να θέσει τέρμα, και όχι αρχή, σε μία επαφή. Είναι κοροϊδία. Κατά βάθος, είναι αγένεια. Είναι άλλη μία υπενθύμιση του ότι εδώ κάνουμε τα πάντα για να προσαρμοζόμαστε στο πρότυπο ευγένειας που υποκαθιστά την ευγένεια.
Εκεί όμως που το πράγμα γίνεται άνω ποταμών, είναι στη βλακώδη έκφραση «στην υγειά σας». Σου φέρνουν το νερό ή το ποτό ή τον καφέ σου, και σου λένε «στην υγειά σας». Αυτό δεν είναι απλώς επίφαση ευγένειας, είναι μία πολύ κακή επίφαση, που συνιστά καταστρατήγηση όλων των πολυσύνθετων λόγων που οδήγησαν στη δημιουργία αυτής της έκφρασης.
Γιατί λέμε «στην υγειά σας», κανονικά; Ποιο είναι το νόημα των προπόσεων, των ευχών και του τσουγκρίσματος;
1. Τα ατομικά ποτήρια δεν υπήρχαν πάντα. Όταν στην αρχαία Μεσοποταμία ανακαλύφθηκε η μπίρα (που είναι το πρώτο αλκοολούχο ποτό, αρχαιότερο από το κρασί) και διαδόθηκε η χρήση της, αρχικά έπιναν από ένα μεγάλο, κοινό δοχείο, με καλάμια που τα χρησιμοποιούσαν σαν καλαμάκια. Αυτός ο τρόπος δημιουργεί πολύ πιο έντονα και ανάγλυφα την αίσθηση της συντροφικότητας απ’ ό,τι το να πίνει ο καθένας από το δικό του κύπελλο.
Το ότι στην πορεία εφευρέθηκαν τα ατομικά κύπελλα δεν οφείλεται σε πρακτικούς λόγους: έτσι κι αλλιώς, οι άνθρωποι έπιναν νερό χιλιάδες χρόνια πριν ανακαλύψουν το αλκοόλ, και το ζήτημα του ποτηριού δεν τους είχε απασχολήσει. Δοχεία υγρών υπήρχαν μόνο για αποθήκευση και μεταφορά. Με το αλκοόλ όμως, υπήρχαν κι άλλες ανάγκες εκτός από τις πρακτικές. Σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς που είτε ανακάλυψαν είτε έμαθαν από άλλους το αλκοόλ, αυτό σχεδόν αμέσως συνδέθηκε με μαγικές συνδηλώσεις και τελετουργίες. Αφενός το φαινόμενο της μέθης φαινόταν από απλώς ανεξήγητο έως ένα είδος επαφής με το Θείο· αφετέρου η ζύμωση που παράγει το αλκοόλ, δηλαδή η διαδικασία του να αφήνεις κάποια υλικά που δεν περιλαμβάνουν αλκοόλ και μετά από κάποιο διάστημα να βρίσκεις αλκοόλ, επίσης τους φαινόταν μαγική. Σε κάθε περίπτωση, το να πίνεις αλκοόλ ήταν πάντα μία ιδιαίτερη πράξη, εντελώς διαφορετική από το να πίνεις νερό επειδή δίψασες ή να τρως επειδή πείνασες. Είτε σε μαγικοθρησκευτικά πλαίσια είτε σε κοινωνικά, διαμορφώθηκαν τελετουργικοί τρόποι να πίνεις. Έτσι, κάποια στιγμή αποφασίστηκε ότι για Χ ή Ψ λόγους είναι πρέπον να έχει ο κάθε συμπότης το δικό του ποτήρι.
Θεωρείται ότι το τσούγκρισμα των ποτηριών αποτελεί ανάμνηση του αρχαίου κοινού δοχείου: για μια στιγμή, όταν όλοι έχουν σερβιριστεί κρασί (ή ό,τι άλλο ποτό) αλλά κανείς δεν έχει ακόμα πιει, ενώνουμε συμβολικά τα ποτήρια μας σε ένα μεγάλο δοχείο. Μετά πίνουμε όλοι την πρώτη γουλιά. Στη συνέχεια ο καθένας πίνει με το ρυθμό που θέλει.
2. Είναι γνωστή η θεωρία ότι το ποτό, και ιδιαίτερα το κρασί, πρέπει να τέρπει όχι μόνο τη γεύση αλλά και τις πέντε αισθήσεις: την όσφρηση με το άρωμά του, την όραση με το χρώμα του, καλά μέχρις εδώ. Για την ακοή και την αφή επιστρατεύονται τα ποτήρια, αφού το ίδιο το ποτό ούτε πιάνεται ούτε, πόσω μάλλον, ακούγεται. Δε νομίζω ότι αυτή η θεωρία στέκει ιστορικά, ότι δηλαδή κάποιος παλιός πολιτισμός είχε συγκεκριμένους λόγους να το ζητά αυτό, αλλά δεν έχει σημασία: για τη δική μας εποχή, είναι αναμφισβήτητη αλήθεια ότι τα καλά ποτήρια φτιάχνονται με αυτό το κριτήριο, όχι μόνο να αναδεικνύουν τη γεύση και το άρωμα του κρασιού, αλλά να είναι και εύηχα στο τσούγκρισμα και ευχάριστα στο πιάσιμο.
3. Αυτά λίγο-πολύ ισχύουν ακόμη και για όσους ούτε τα ξέρουν, ούτε τα δέχονται, ενδεχομένως, ούτε τους δίνουν καμία σημασία. Απλοί άνθρωποι, που δεν τους καίγεται καρφί για την ιστορία του ποτού και που δεν είναι γευσιγνώστες (ούτε εγώ είμαι, σημειωτέον), και που μπορεί να μην έχουν δει ποτέ στη ζωή τους αυτό που θεωρείται «ένα καλό ποτήρι», εύηχο κλπ., και πάλι αποδίδουν συνήθως στην πόση ένα μίνιμουμ τελετουργικότητας. Αυτή η τελετουργικότητα επικεντρώνεται στην αρχή της κατανάλωσης αλκοόλ: κατά κανόνα όλες οι παρέες, στην αρχή τσουγκρίζουν, λένε «στην υγειά μας» ή οτιδήποτε ανάλογο, και στη συνέχεια απλώς πίνουν. Άρα, είτε το τσούγκρισμα συνδέεται με την πρόποση είτε όχι, βέβαιον είναι ότι και τα δύο είναι τελετουργικές πράξεις. Έτσι συγκεντρώνονται στην αρχή.
4. Προσωπικά τείνω να πιστέψω ότι η πρόποση είναι ανεξάρτητη από το τσούγκρισμα. Γίνονται ταυτόχρονα απλώς επειδή η ώρα τους είναι η ίδια και για τα δύο, δηλαδή στην αρχή. Όμως, ενώ το τσούγκρισμα γίνεται είτε εις ανάμνησιν του αρχαίου κοινού δοχείου είτε προς τέρψιν της ακοής, η πρόποση γίνεται για άλλους λόγους. Νομίζω δε ότι αυτούς τους φαντάζεται κανείς πολύ πιο εύκολα.
Η πρόποση είναι μία ευχή: άλλοτε ένα απλό «εις υγείαν», άλλοτε στην υγεία κάποιου συγκεκριμένου προσώπου, άλλοτε εις ευόδωσιν κάποιου σκοπού (π.χ. πίνουμε για την παγκόσμια ειρήνη ξέρω ’γω), ή, σε εορταστικά γεύματα, για αυτό το οποίο εορτάζεται, π.χ. χρόνια πολλά, να ζήσει το ζευγάρι, και ούτω καθ’ εξής. Αν η πρόποση δεν είναι ευχή, τότε συνήθως είναι πανηγυρισμός για κάποιο χαρμόσυνο γεγονός. Μπορούμε να πιούμε «για τη νίκη» πριν από έναν αγώνα, οπότε ευχόμαστε να νικήσουμε, ή μετά τον αγώνα, οπότε γιορτάζουμε το ότι νικήσαμε.
Δεν είναι δύσκολο να τα αναγάγει κανείς αυτά στις αρχαίες σπονδές. Οι αρχαίοι συνήθιζαν, σε ορισμένες περιπτώσεις που είχαν κάτι να κάνουν με τους θεούς τους (δηλαδή είτε να τους ζητήσουν κάτι είτε να τους ευχαριστήσουν για κάτι που δόθηκε), να τους προσφέρουν κρασί. Υποθέτω ότι εκτός από τους αρχαίους έλληνες, και οι άλλοι λαοί θα είχαν παρόμοιες συνήθειες. Λέω δε σε ορισμένες περιπτώσεις, γιατί σε άλλες περιπτώσεις προσέφεραν άλλα πράγματα: σιτηρά, ζώα, ανθρώπους. Ή και απλά δώρα - αφιερώματα.
Όλα αυτά είναι θυσίες. Ό,τι προσφέρεις στο θεό σου είναι θυσία. Συνήθως σήμερα η λέξη μάς φέρνει στο νου τις αιματηρές θυσίες, δηλαδή το σφάξιμο ζώων και σε ακραίες περιπτώσεις ανθρώπων. Αλλά υπάρχουν και οι αναίμακτες θυσίες: είτε στάξεις λίγο κρασί στο βωμό, είτε χαρίσεις στην Παναγιά ένα τάμα (π.χ. ένα ασημένιο χεράκι), είτε ανάψεις ένα κερί, είτε προσφέρεις χρήματα στην εκκλησία ή σε ένα ευαγές ίδρυμα, είτε βοηθήσεις στο ασβέστωμα της εκκλησίας πριν τη μέρα που γιορτάζει, όλα αυτά θυσίες είναι. Άλλες μικρές, άλλες μεγάλες. Και η θυσία είναι μάλλον φυσική τάση όλων των ανθρώπων και όλων των πολιτισμών. Γίνεται δε σ’ αυτές τις δύο περιπτώσεις που είπαμε: όταν ζητάς κάτι και όταν ευχαριστείς για κάτι.
Τώρα, ειδικά στην περίπτωση που προσφέρονται φαγώσιμα, είτε πρόκειται για αιματηρή είτε για αναίμακτη θυσία, τίθεται ένα θέμα: ο θεός δεν πρόκειται να κατέβει αυτοπροσώπως και να φάει το σφάγιο ή να πιει το κρασί. Μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις απλώς να το άφηναν να καεί, αλλά γενικά υπήρχε ανέκαθεν η τάση να γίνεται συμβολικά η προσφορά, ενώ την πραγματική κατανάλωση την αναλάμβαναν οι θνητοί. Και σήμερα στη βασιλόπιττα κόβουμε συνήθως ένα κομμάτι για το Χριστό (άλλοι για τον Άη Βασίλη, την Παναγία κλπ.), αλλά το τρώμε κιόλας. Έτσι και με τη σπονδή: αφιερώνουμε ένα ποτήρι κρασί σε κάποια απροσδιόριστη υπέρτατη δύναμη, από την οποία ζητάμε να μας χαρίσει υγεία ή ευόδωση των στόχων μας ή την ευχαριστούμε για τη νίκη μας στις εκλογές ή την επιτυχία μας στις πανελλήνιες, αλλά το πίνουμε οι ίδιοι.
Νομίζω ότι μία λεπτομέρεια που ενισχύει αυτή την άποψη είναι και η εξής: η πρόποση μπορεί να συνοδεύεται από τσούγκρισμα, αλλά υπάρχει και η άλλη περίπτωση, να υψώσουμε απλώς τα ποτήρια μας. Αυτό μάλιστα συχνά όχι απλώς το κάνουμε, αλλά το λέμε κιόλας φραστικά. Από συνήθεια βέβαια το κάνουμε, αλλά η συνήθεια πρέπει να έχει κάποια προέλευση. Πιστεύω ότι αν θεωρήσουμε την ύψωση ως συμβολική κίνηση προσφοράς του ποτηριού κάπου «επάνω», στο Θεό ή στην Τύχη ή στην όποια απροσδιόριστη ανώτερη ύπαρξη, δε θα ήταν μια παρακινδυνευμένη θεωρία.
5. Αν, αντίθετα με τα παραπάνω, υποθέσουμε ότι τελικά η πρόποση και το τσούγκρισμα δεν είναι δύο ανεξάρτητες συνήθειες αλλά συνδέονται μεταξύ τους, τότε σκέφτομαι ότι το τσούγκρισμα μπορεί να έχει κι ένα άλλο νόημα: την πρόκληση θορύβου για να τρομάζουν τα κακά πνεύματα, δηλαδή για γούρι. Ακούγεται τόσο παγανιστικό ώστε καταντάει παρατραβηγμένο, αλλά πρόκειται για μια συνήθεια που επιβιώνει στο χτύπημα ξύλου, όταν αναφερόμαστε σε δυσάρεστα ενδεχόμενα, καθώς και στους πανηγυρικούς πυροβολισμούς σε γεννήσεις, γάμους, την Πρωτοχρονιά, στα βαρελότα του Πάσχα και σε ένα σωρό άλλες συνήθειες −δεν ξέρω αν και το ίδιο το χειροκρότημα δεν έχει την ίδια προέλευση.
6. Η πιο συνηθισμένη πρόποση είναι εις υγείαν. Υγεία ευχόμαστε και σε άλλες περιπτώσεις: όταν κάποιος φταρνίζεται, του λέμε «γεια σου» ή «υγεία» ή «γείτσες». Ο απλός χαιρετισμός «γεια σου» (yassoo) είναι μια ευχή υπέρ υγείας, αρχαϊστί «υγίαινε» και «έρρωσο» (=να ’σαι γερός). Στο τέλος ενός χορού, λέμε στους χορευτές «με τις υγείες σας». Το ίδιο λέμε και σε κάποιον που μόλις κουρεύτηκε. Για καινούργια αποκτήματα, συμπεριλαμβανομένου και του κουρέματος πάλι, λέμε «με γεια». Άλλοτε πάλι λέμε την ίδια ευχή με πλήρη, ανεπτυγμένη διατύπωση: «Ευχόμαστε ο νέος χρόνος να χαρίσει σε όλους υγεία, χαρά, ειρήνη κλπ.».
Όμως ο συγκεκριμένος τρόπος που το εκφράζουμε στις προπόσεις, αρμόζει μόνο στις προπόσεις. Ναι μεν δε λέγεται μόνο «εις υγείαν» ή «στην υγειά σου / μας / σας / του τάδε» αλλά και σκέτο «υγεία» ή «γεια μας»· όταν όμως χρησιμοποιούμε τη σύνταξη με την πρόθεση εις ή σε, αυτό το κάνουμε μόνο στις προπόσεις. Θεωρητικά, η πλήρης διατύπωση θα ήταν (όπως και το λέμε καμιά φορά) «πίνω στην υγειά σου», ή στην ομορφιά σου, στην επιτυχία σου, στο αντρόγυνο κλπ.. Στον απλό χαιρετισμό ή στο φτάρνισμα ή στις ευχές για το νέο έτος ποτέ δε λέμε «εις υγείαν» ή «στην υγειά σου», το λέμε με άλλες συντάξεις. Οι μόνες άλλες, θα έλεγα, περιπτώσεις όπου χωρίς να πίνουμε ευχόμαστε με τη συγκεκριμένη σύνταξη είναι «και στα δικά σου» και «και εις ανώτερα» −άντε και το «και εις άλλα με υγεία»· αλλά είναι διαφορετικές περπτώσεις: γιορτάζουμε κάτι και ταυτόχρονα ευχόμαστε να γίνει μελλοντικά και κάτι ακόμη, μία επιπλέον πρόοδος −εξού και το «και».
*******************************
Όλα αυτά υποκρύπτονται πίσω από το απλό «στην υγειά μας». Παραδόσεις αρχαιότερες από τον δικό μας πολιτισμό, κάποιες αρχαιότερες και από κάθε συγκεκριμένο πολιτισμό, με ρίζες στην εποχή που ο άνθρωπος ένοιωθε γνήσια την ανάγκη να επικαλείται διαρκώς το Θείο στην κάθε περίσταση της ζωής του.
Δεν μπορείς όλα αυτά να μου τα ξεφτιλίζεις στο όνομα μιας επίφασης ευγένειας. Υπάρχουν όρια! Πώς μου φέρνεις να πιω και χωρίς να πιεις κι εσύ, χωρίς να τσουγκρίσεις, χωρίς οποιαδήποτε συμμετοχή, μου λες «στη υγειά σας»; Τι πράμα στην υγειά μας; Εγώ πίνω στην υγειά σου, δηλαδή κάνω μια θυσία ευχόμενος υπέρ της υγείας σου. Εσύ τι προσφέρεις, τι θυσιάζεις; Με ξένα κόλλυβα κάνεις ξόδι; Με ξένο κώλο κλάνεις; Και το θεωρείς κι ευγένεια αυτό; Μάλλον, γιατί η πιο αναμενόμενη απάντηση είναι «ευχαριστούμε».
Ντροπή σου ρε! Και ξανά ντροπή σου γιατί κατά βάθος ξέρεις πόσο άστοχο είναι αυτό που κάνεις. Μπορεί εγώ να χρειάστηκα τόσες σελίδες για να το εξηγήσω −και πάλι ακροθιγώς, χωρίς να ανατρέξω σε συγκεκριμένες πηγές πληροφοριών και αναλύσεων για την ιστορία του πολιτισμού−, αλλά εσύ ξέρεις πάρα πολύ καλά ότι δεν το κάνατε έτσι σπίτι σου, ούτε στις παρέες σου, ούτε πουθενά που να έχεις βρεθεί, ακόμη και σε ταινίες όπου βλέπουμε ανθρώπους άλλων εποχών και πολιτισμών ποτέ δεν είδες να γίνεται κάτι τέτοιο, άρα δεν υπάρχει, το ξέρεις άριστα. Κι όμως το κάνεις. Και διεκδικείς και τα εύσημα γι’ αυτό. Και μου έχεις επιπλέον αποκλείσει και τη δυνατότητα να σου το πω, γιατί αν κάποιος μου πει «στην υγειά σας» κι εγώ τον κατακεραυνώσω γι’ αυτό, όλοι ξέρουμε πως θα ακουστεί και ποιος θα φανεί ότι είναι ο γάιδαρος. Άρα, μου βγαίνεις και καπάκι! Απατεώνες, μονά ζυγά δικά σας! Σε λίγο θα μας δέρνουνε κιόλας και θα πρέπει να τους ευχαριστάμε!
7 σχόλια:
Σε βρίσκω λίγο υπερβολικό. Αυτό που στην ουσία σε ενοχλεί, είναι το απρόσωπο "στην υγειά σας" του σερβιτόρου, γιατί αν σερβιτόρος ήταν κάποιος γνωστός σου, δε θα σου φαινόταν τόσο λάθος το να σου ευχηθεί, αλλά να μην πιει μαζί σου. Και επίσης, βάλε τον εαυτό σου στη θέση αυτού που σερβίρει. Μπορείς απλά να αφήσεις τα ποτήρια και να φύγεις; Νομίζω οτι φταίει ο τρόπος που εκφράζεται, αυτό που λες στην αρχή. Το περιτύλιγμα ευγένειας.
Πάντως θα 'χε πλάκα την επόμενη φορά, να τον κάτσεις με το ζόρι να πιείτε μαζί "στην υγειά σας!"
:)
Εντάξει, σίγουρα είμαι λίγο υπερβολικός. Γι' αυτό τα γράφω εδώ, που είναι τ' αλώνι μου, και δεν κάθομει να πρήζω τους έρμους τους σερβιτόρους.
Αλλά επιμένω: άσε τα ποτήρια, και αν αισθάνεσαι ότι είναι απότομο να φύγεις χωρίς κουβέντα, βρες κάτι αληθινά κομψό να πεις, όχι μια κουβέντα από το λυσάρι.
Για πες ένα παράδειγμα;
Κοίταξε, δεν μπορώ να βρω ένα παράδειγμα έτσι στον αέρα. Σε πραγματικές συνθήκες όλο και θα 'χουν ειπωθεί προηγουμένως δυο τρεις κουβέντες, έστω και τυπικές, που θα οδηγούν στην κάθε επόμενη ατάκα. Όποιος θέλει να φανεί ευχάριστος, είτε με την "επίσημη" ευγένεια είτε με πιο "λαϊκό" τρόπο, μπορεί να το κάνει ακόμη και χωρίς να μιλήσει.
Είσαι ο ίδιος ανώνυμος με πριν; Βάλτε ρε παιδιά ένα ψευδώνυμο να ξέρουμε με ποιον μιλάμε!
Τώρα από που να ξεκινήσω?
Εθιξες τόσα πολλά πράγματα...
Σε πολλά σημεία συμφωνώ μαζί σου. Σε άλλα δεν γνώριζα τις πλούσιες λεπτομέρειες που παραθέτεις.
Οι ευχές ήταν από την αρχαιότητα ευετηριακές που πάει να πει πως εύχονταν όσα ήθελαν να συμβούν (κάτι σαν την ομοιοπαθητική σήμερα). Επομένως όταν εύχονταν στην υγειά σου ακόμη και για το κούρεμα εύχονταν να είσαι υγιής για να μπορέις να κουρεύεσαι, να πίνεις, να...να....
Το τσούγκρισμα κατά τη δική μου γνώμη είναι κυρίως αποτροπαϊκό του κακού. Δηλαδή τσούγκριζαν τα ποτήρια ώστε με τον κρότο να διώχνουν κάθε κακό που μπορεί να σκίαζε τις στιγμές εκείνες ή ακόμη και τις στιγμές του μέλλλοντος (όπως στη περίπτωση ενός γάμου κλπ)
Σίγουρα έχει βάση αυτό που λες για τις σπονδές. Δεν ξέρω αν έχεις δει παλιούς μερακλήδες που άμα ήθελαν να σε βεβαιώσουν πως λένε αλήθεια έστρεφαν το ποτήρι προς τη γη και έλεγαν "να! αν σου λέω ψέμματα να χυθεί το αίμα μου όπως χύνεται το κρασί στη γη". Η κίνηση αυτή όμως αποτελεί ένα κατάλοιπο της κίνησης που γινόταν για σπονδές (δίχως βέβαια να μπορώ να στο αποδείξω).
Προσωπικά βρίσκω πως πολλές συνήθειες παλιές ξέφυγαν από τον τελετουργικό χαρακτήρα που είχαν αρχικά και κατέληξαν να εμπορευματοποιηθούν όπως τόσα άλλα απλά είτε για εντυπωσιασμό είτε για λόγους savoir vivre.
Ηθελα να γράψω και άλλα αλλά είναι δύσκολη η ώρα-μεσημεράκι γαρ-ίσως επανέλθω να συμπληρώσω...
ΥΓ1 Να γράφεις τακτικότερα, έχει καλή πέννα και ασχολείσαι με θέματα που ενδιαφέρουν.
ΥΓ2 Εγώ λέω πως έχουμε συναντηθεί σε πολλές περιστάσεις (σχεδόν πάντα τυχαία)
ΥΓ3 Καλό απόγευμα εύχομαι
Δεν έχω δει αυτό με το αναποδογύρισμα του ποτηριού, κάτι παραπλήσιο όμως είναι το στάξιμο λίγου κρασιού στη γη (δηλαδή στο πάτωμα, πρακτικά) κατά τη διάρκεια της Κούπας της Μονοβασιάς.
Η Κούπα η μονοβασιά, όπως ξέρει βέβαια το Διοσμαράκι αλλά ίσως όχι οι υπόλοιποι, είναι ένα συμποτικό έθιμο / τραγούδι της Κάτω Καρπάθου. Το περιγράφω χωρίς να αναλύσω τους πλούσιους συμβολισμούς:
Γεμίζουμε μια κούπα κρασί. Ο πρώτος που θα πιει λέγεται π.χ. Γιάννης. Τραγουδάμε:
Τίνος είν' η κούπα η Μονοβασιά;
Μην είναι του Γιάννη μας, του μπέη, του πασιά;
Πιες τη Γιάννη, πιες τη
και ξαναγέμισέ τη
και βρες το γείτονά σου
που κάεται κοντά σου.
(Μέχρι στιγμής ο Γιάννης δεν έχει πιει. Όταν του πούνε "βρες το γείτονά σου" αυτός "βρίσκει", δηλαδή ορίζει ποιος θα πιει μετά από αυτόν.)
Θα σ' την ανεβάσουμε στα επουράνια...
(ο Γιάννης υψώνει το ποτήρι του ψηλά)
...και θα σ' την κατεβάσουμε στα καταχθόνια...
(το χαμηλώνει μέχρι το πάτωμα. Σ' αυτό το σημείο ορισμένοι παλιότερα έσταζαν λίγο κρασί χάμω)
...Δος της μια να πάει κάτω
για να βρει η κορφή τον πάτο.
(Τώρα πίνει!)
...και φιλού' τη κι αουκάτω (=και τη φιλούν κι αποκάτω).
Φιλάει τον πάτο του ποτηριού. Μετά πίνει εκείνος που είχε "βρει" ο Γιάννης, και η διαδικασία συνεχίζεται, με το ίδιο ποτήρι για όλους.
Αυτό το έθιμο δεν είναι αποκλειστικά καρπάθικο, υπάρχει με παρόμοιο τραγούδι και στα Γιάννενα (το πίνει ο Γιάννης το κρασί, το πίνει, το πίνει, και στάλα δεν αφήνει...) και πιθανώς και αλλού.
Α! Και ξέχασα βέβαια να προσθέσω ότι αυτό το "στην υγειά σας" είναι ακόμη πιο άτοπο προκειμένου για καφέ, αφού με τον καφέ ούτε οι ίδιοι οι συμπότες δε λένε ποτέ "εις υγείαν", ούτε τσουγκρίζουν ούτε τίποτε ανάλογο -είναι χαρακτηριστικό ότι όταν στην ίδια παρέα άλλοι πίνουν καφέ και άλλοι αλκοόλ και θέλουν να τσουγκρίσουν, οι καφεπόται τσουγκρίζουν με το νερό τους, όχι με τον καφέ.
Δημοσίευση σχολίου