ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Γεια σας. Στα «Καρπάθικα Ημερολόγια», που πλέον γράφονται από την Αθήνα το Ηράκλειο, δημοσιεύω σκέψεις και ιδέες που με απασχολούν και που προέρχονται από οτιδήποτε μπορεί να είδα, άκουσα, έζησα.
Για να είμαστε σύμφωνοι με τους κανόνες του παιχνιδιού, θα διατηρήσουμε την ανωνυμία μας. Ο σκοπός βέβαια δεν είναι να κρυφτούμε πίσω από ένα ψευδώνυμο για να πούμε όσα δε θα τολμούσαμε να πούμε ενυπόγραφα, γι' αυτό και κάθε σχολιαστής είναι φυσικά ελεύθερος να υπογράφει όπως θέλει, επωνύμως ή ψευδωνύμως. Ωστόσο, θέλω να μείνουμε σταθεροί σ' αυτή την έστω και σχετική ανωνυμία, δηλαδή να μη δημοσιεύουμε το όνομα του άλλου αν το ξέρουμε.
Όταν απαγορευτεί η ανωνυμία, βλέπουμε...

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2007

ΕΝΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΕΙΡΑΜΑ

Με την Τρίτη Γυμνασίου φέτος έχουμε πρόβλημα. Ψιλοείχαμε από τις προηγούμενες χρονιές μ’ αυτή την τάξη: δεν ήταν ιδιαίτερα σαματατζήδες, αλλά ως σύνολο ήσαν παντάπασιν αδιάφοροι μαθητές. Συχνά μου έδιναν την αίσθηση ότι μπαίνω σε μια άδεια αίθουσα και μιλώ στους τοίχους. Μερικά παιδιά που είναι από πάστα καλού μαθητή, σύντομα βαρέθηκαν να προσπαθούν για κάτι που δεν έχει καμία κοινωνική αναγνώριση. Θα έπαιρναν βέβαια τον καλό βαθμό, θα έπαιρναν ένα μπράβο από εμάς, αλλά κανείς από τους συμμαθητές τους δε θα έπαιζε ένα βλέφαρο μπροστά σ’ αυτό το κατόρθωμα. Έτσι κι αυτοί σιγά σιγά βούλιαξαν.

Φέτος που πάνε Τρίτη, ή, για την ακρίβεια, από τα μισά της Δευτέρας, είχαμε και κάτι επιπλέον: προστέθηκε στη σύνθεση της τάξης ένα παιδί που προερχόταν από αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος. Δε θα κάτσω να περιγράψω λεπτομερώς την περίπτωσή του, γιατί υπάρχει φόβος να τον αδικήσω. Η κεντρική ιδέα είναι ότι χαλάει την τάξη. Δημιουργεί μία διαρκή ανόητη θυμηδία, στην οποία παρασύρονται και οι επιρρεπέστεροι από τους υπόλοιπους. Το αποτέλεσμα είναι ότι στην τάξη επικρατούν τέτοιες συνθήκες ώστε η όποια προσπάθεια για ένα καλό μάθημα, εκ μέρους είτε του δασκάλου είτε των άλλων παιδιών, φαίνεται ακόμη πιο άπελπις και πιο μάταιη.

Χρειάζονται δραστικά μέτρα. Είναι μία τάξη που μπορεί εύκολα να σε εκνευρίσει και ν’ αρχίσεις να φωνάζεις ή να μοιράζεις τιμωρίες, και όλοι ξέρουμε ότι αυτό δε θα βοηθήσει σε τίποτε.
Είχα σκεφτεί ότι αυτά τα παιδιά πάσχουν από έλλειψη κινήτρου. Για ορισμένους από αυτούς το σχολείο είναι απλώς ένα βάρβαρο πρωινό ξύπνημα και ένα χασομέρι μέχρι το μεσημέρι που γυρνάνε σπίτι τους. Πιθανώς για τους μεγαλύτερους να είναι και κάτι σαν καταδίκη, που θα περάσει μεν ούτως ή άλλως όταν έρθει η ώρα της, αλλά μέχρι τότε καλύτερα να τη διασκεδάσουμε κάπως. Με αυτό το τελευταίο αναφέρομαι σε παιδιά που για τον ένα ή τον άλλο λόγο έχουν χάσει κάποιες χρονιές: άλλος είναι αλλοδαπός και μέχρι να προσαρμοστεί στο νέο γλωσσικό περιβάλλον καθυστέρησε μερικά χρόνια, άλλος έτρωγε όλη την ώρα αποβολές και έμεινε από απουσίες, κλπ.. Φυσικά, αυτοί που μας δυσκολεύουν περισσότερο είναι ακριβώς αυτοί οι τελευταίοι.
Πιστεύω γενικά (και δε διεκδικώ βέβαια την πατρότητα αυτής της εξυπνάδας) ότι το παιδί που δημιουργεί όλη την ώρα προβλήματα επιζητεί την προσοχή μας. Και όταν έχει πειστεί ότι δεν μπορεί να ελπίζει στην καλή προσοχή, το μπράβο, την αναγνώριση, καταφεύγει στο να διεκδικεί την κακή προσοχή, το μάλλωμα, ακόμη και την τιμωρία. Αν λοιπόν εγώ βρω ένα τρόπο να τον υποβοηθήσω να αποσπάσει ένα μπράβο, είναι πιθανόν να τον έχω ικανοποιημένο και να παρατήσει τις χαζομάρες. Ακόμη και με στοιχειώδεις τρόπους, όπως να ζητήσω ειδικά από αυτόν να μοιράσει τις φωτοτυπίες ή να πάει να φέρει κιμωλίες, του δείχνω ότι δεν ξεχνώ την παρουσία του, κι εκείνος αυτό είναι που θέλει. Έτσι, σιγά σιγά, πείθεται ότι η προσοχή που γυρεύει δε χρειάζεται να είναι αποκλειστικά η κακή, ότι η καλή προσοχή δεν είναι κάτι άπιαστο για κείνον, κι έτσι σταδιακά μπορεί ν’ αρχίσει να ανορθώνει την τραυματισμένη του αυτοπεποίθηση.
Πολύ όμορφη θεωρία, έτσι; Το πονηρό σημείο της είναι η λέξη «Σταδιακά». Με το να τον στείλω μια φορά για κιμωλίες δεν πρόκειται να ξεριζωθούν άξαφνα όλες οι αιτίες που τον οδηγούν σ’ αυτή τη συμπεριφορά. Ούτε και μπορώ να τον στέλνω δέκα φορές την ώρα για κιμωλίες. Θέλει υπομονή, επιμονή, ευελιξία, ευρηματικότητα, σωστό συγκερασμό επιείκειας και αυστηρότητας, κι εγώ δεν είμαι ούτε σοφός ούτε άγιος, είμαι απλώς ένας σχετικά καινούργιος δάσκαλος που ακόμη εξερευνώ τη δύσκολη και γοητευτική μας τέχνη.
Και έχουμε και άλλα παιδιά που δε μοιάζουν να επιζητούν κανενός είδους προσοχή, αλλά μοιάζουν ότι μάλλον θέλουν να την αποφύγουν. Βαριούνται που ζουν, βαριούνται που έρχονται στο σχολείο, βαριούνται που βλέπουν τη μάπα μου, και εύχονται ενδόμυχα να περιορίσουν τις επαφές μαζί μου στο ελάχιστο. Μοιάζουν να σκέφτονται: «Δε μας παρατάς; Εντάξει, ήρθα. Δε σου φτάνει; Κάνω και ησυχία, ούτε τώρα είσαι ικανοποιημένος; Άντε, την άλλη φορά θα σου φέρω και μισή άσκηση, κι ελπίζω πια να σκάσεις. Τι, τη γνώμη μου; Δεν έχω γνώμη (κι αν είχα, σιγά μη σ’ την έλεγα), δε με νοιάζει, αφήστε με ήσυχο.»
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *

Σε ένα από τα πρώτα μαθήματα φέτος, μπαίνω στην εν λόγω τάξη να κάνουμε Κείμενα. Μετά τα εισαγωγικά, φτάνω στο σημείο «Το πρώτο μας κείμενο θα είναι...» και πριν ολοκληρώσω, ακούω: Αχ, κύριε, όχι πάλι δημοτικό τραγούδι!
Από τα διάφορα κείμενα που ανθολογούνται στα σχολικά βιβλία, τα δημοτικά τραγούδια συγκαταλέγονται στις αγαπημένες μου κατηγορίες. Και αφού η επιλογή των κειμένων είναι στη διακριτική μου ευχέρεια, θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να εμμένουμε λίγο περισσότερο σ’ αυτά που μου αρέσουν, γιατί είναι πιο πιθανό να κερδίσουν οι μαθητές κάτι από το κείμενο που βλέπουν ότι παθιάζει τον άλλο παρά από ένα που ακόμη κι ο δάσκαλος το βαριέται − ή, εν πάση περιπτώσει, το αντιμετωπίζει με αμηχανία και αναγκάζεται να καταφύγει σε φιλολογίστικους σχολαστικισμούς για να αποδείξει την αξία του. Ιδού λοιπόν, διαπιστώνω ότι το πάθος που είχα εκδηλώσει στις προηγούμενες χρονιές δεν υπήρξε ιδιαίτερα μεταδοτικό. Εννοείται πως, αν με είχαν αφήσει να ολοκληρώσω τη φράση μου, θα έλεγα «Το πρώτο μας κείμενο θα είναι ένα δημοτικό τραγούδι, το Γιοφύρι της Άρτας.» Έφαγα την ψιλοψυχρολουσία μου, αλλά πάντως αφού αυτό το μάθημα είχα ετοιμάσει, αυτό θα κάναμε, πάει και τελείωσε.
Παρατήρησα όμως ότι, εν μέσω των φωνών που διαμαρτύρονταν, ακούστηκε και μία που έλεγε: «...εκτός αν μας το φέρετε να το ακούσουμε». Αχά! Να λοιπόν κάτι που τους ξυπνά. Εδώ θα πιαστώ. Πράγματι, τις προηγούμενες χρονιές, όποτε κάναμε κάποιο δημοτικό τραγούδι (ή και άλλο ποίημα που να υπάρχει σε μελοποιημένη εκδοχή, π.χ. Καββαδία) τους έφερνα να ακούσουν την ηχογράφηση, και φαίνεται πως αυτό τους άρεσε. Να αναφέρω εν παρενθέσει ότι έχω αγανακτήσει με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι φιλόλογοι γενικώς τα δημοτικά τραγούδια: μοιάζουν να τα θεωρούν ποιήματα απολύτως ανάλογα και συγκρίσιμα με τα κυρίως ποιήματα, αυτά που γράφονται και διαβάζονται, και λησμονούν τελείως ότι το τραγούδι είναι άλλου είδους πράγμα. [Έχω ξανααναφερθεί, εκτενέστερα, σ’ αυτό το ζήτημα στο κείμενο για το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού. Ρίξτε μια ματιά ύστερα.] Οπότε, το να τους το βάλω να το ακούσουν είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω.
Αμ’ έλα που από το καλοκαίρι, που άδειασα το σπίτι μου εδώ για να μείνει η σπιτονοικοκυρά, δεν έχω ακόμη ανοίξει όλες μου τις κούτες; Έχω σιντί με σχεδόν οποιοδήποτε δημοτικό τραγούδι σε παραλλαγές από διάφορες περιοχές, αλλά αυτές τις μέρες αυτά τα σιντί ήταν αποθηκευμένα γύρευε πού.
Μιαν άλλη φορά, που είχαμε Ερωτόκριτο στο μάθημα, είχα ετοιμάσει, με τη συνεργασία ενός φίλου μου που έχει ωραία φωνή και ωραία κρητική προφορά, μία δική μας ηχογράφηση του συγκεκριμένου αποσπάσματος. Θα μπορούσα και τώρα να κάνω κάτι ανάλογο.
Μετά, σκέφτηκα κάτι καλύτερο: αν είναι να το ακούσουν από μένα, γιατί να το ηχογραφήσω; Μπορώ να φέρω κάποιο όργανο στην τάξη και να τους το παίξω λάιβ. Αλλά είναι κάπως τολμηρό να μετατρέψει κανείς το μάθημα σε συναυλία, ιδίως ενώπιον ενός κοινού με αμφίβολες αντιδράσεις.
Το βρήκα! Θα τους βάλω να το παίξουμε όλοι μαζί. Θα τους δείξω τρόπους και μέσα να παίξουν μουσική ανεξαρτήτως του αν ξέρουν ή όχι, και θα κάνουμε όλοι μαζί μία ενορχήστρωση - εκτέλεση του τραγουδιού.
Πήγα στο σχολείο κουβαλώντας σε μία τσάντα τρία βάζα με φακές, κουκιά και ρύζι, που παίζονται σαν μαράκες. Τους είπα την ιδέα μου. Μου είπαν: μα εγώ δεν ξέρω μουσική! Το είχα προβλέψει, και είχα έτοιμη την ατάκα που σκοτώνει: Όλοι οι άνθρωποι ξέρουν μουσική, θα δεις. (Υπολόγιζα ότι θα προκαλούσα αίσθηση με κάτι τέτοια.) Πρώτα τους έδειξα τη μελωδία. Ανάμεσα στις διάφορες τοπικές εκδοχές, είχα διαλέξει μία που τραγουδιέται εύκολα, σχετικά γρήγορα, και −το κυριότερο− που είναι αντιφωνική. Αντιφωνική σημαίνει ότι δε χρειάζεται να ξέρεις ή να διαβάζεις τα λόγια, αρκεί να τα ξέρω εγώ· εγώ λέω και οι άλλοι επαναλαμβάνουν. Αφού κάναμε πρόβα δυο - τρεις στροφές και το πιάσανε, προχώρησα στη μουσική υπόκρουση. Εσείς, στο τάδε σημείο θα χτυπάτε το πόδι κάτω, εσείς στο άλλο σημείο θα χτυπάτε τα χέρια, εσείς σε ένα τρίτο σημείο θα κάνετε στράκα με τα δάχτυλα, και θέλω και τρεις εθελοντές που να τα ψιλοκαταφέρνουν με το ρυθμό. Παίξαμε για λίγο αυτό το ρυθμικό σχήμα, μέχρι να το καταλάβουν. Μετά μοίρασα στους τρεις εθελοντές τα βάζα με τα όσπρια, και τους έδειξα σε ποιο σημείο τα χτυπάνε.
Όπως βλέπετε, ακολουθούσα ένα σχέδιο κλιμακούμενης επίθεσης: υποτίθεται ότι θα ξεκινάγαμε από το στάδιο «Μα τι μας βάζει να κάνουμε, μωρά είμαστε και θα βαράμε χέρια - πόδια;», και πριν το πάρουν χαμπάρι θα έπαιζαν μουσική και θα έλεγαν «Μπρε! Παίζω μουσική!».
Κάναμε δυο - τρεις στίχους πρόβα μαζί με τα χειροποδοκροτήματα και τις οσπριομαράκες. Μετά ζήτησα άλλον έναν εθελοντή. Τον πήρα κατ’ ιδίαν, και του λέω: Βγες, πήγαινε στο τάδε σημείο, βρες το αυτοκίνητό μου, είναι ξεκλείδωτο, φέρε μου το λαούτο. Α, κύριε, θα παίξετε και λαούτο; Όχι, του λέω, εσύ θα παίξεις. Ξαφνιάστηκε κάπως, αλλά πήγε και το έφερε.
Το λαούτο το είχα εκ των προτέρων κουρδίσει με ένα τρόπο ώστε να βγάζει μία συγκεκριμένη συγχορδία χωρίς να χρειάζεται να κάνεις κανένα δακτυλισμό. Απλώς έδειξα στο παιδί πώς κρατάμε την πένα, πώς βαράμε τις χορδές και σε ποιο σημείο του ρυθμού τις βαράμε, και εντάχθηκε κι αυτός στην ορχήστρα.
Είμαστε πλέον έτοιμοι να ξεκινήσουμε: ξεκινάμε πρώτα με σκέτο ρυθμό· ένα, δύο, τρία, τέσσερα, μπουμ, κλαπ, μπουμ, κλαπ, τσαφ (όσπρια), γκραν (λαούτο). Για λόγους ολίγον αστείους και ολίγον σοβαρούς, βαστάω και μια μπαγκέτα και διευθύνω. Μόλις έχουν πιάσει όλοι σχετικά καλά το ρυθμό, τραγουδώ τον πρώτο στίχο. Επαναλαμβάνουν. Δεύτερος στίχος. Τους ενθαρρύνω να τραγουδούν πιο ζωηρά, τους επαναφέρω στο ρυθμό όποτε τον χάνουν, τους λέω δεν πειράζει όταν κάνουν λάθη, και συνεχίζουμε. Τρίτος στίχος.
Μετά από μερικούς στίχους, όταν πλέον το πράγμα είναι αρκετά στρωμένο, βγάζω τον τελευταίο άσο από το μανίκι μου: την οκαρίνα. Είναι ένα πάρα πολύ μικρό όργανο, σαν καρύδι, με γλυκειά φωνή, σαν φλογέρας, στον ίδιο τόνο όπου έχω από πριν κουρδίσει και το λαούτο. Στα σημεία όπου εκείνοι επαναλαμβάνουν τα λόγια ή σε κάποια ενδιάμεσα χωρίς λόγια, παίζω οκαρίνα. Από το τίποτα έχουμε φτιάξει μια πλήρη ορχήστρα με πνευστά, έγχορδα, πολλά και ποικίλα κρουστά, και μικτή χορωδία. Δεν είναι μαγεία; Δεν είμαι ο σούπερ δάσκαλος, που μέσα από το παιχνίδι και την άρνηση της σοβαροφάνειας αποκαλύπτει στα παιδιά ανεξερεύνητους συναρπαστικούς κόσμους δημιουργικότητας και απολαυστικής γνώσης;
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *

Όχι βέβαια. Τίποτε απ’ όλα αυτά. Οι καλοί μαθητές τραγουδούσαν καλά, οι κακοί τραγουδούσαν κακά, και εκείνοι που στο μάθημα χαζογελάνε χαζογελούσαν και τώρα. Και κανείς, μέσα σε όλη αυτή τη σύνθετη προσπάθεια, δεν παρακολουθούσε τι λένε οι στίχοι − που υποτίθεται πως είναι ο βασικός σκοπός μας.

Από κάποια στιγμή και μετά περνούσα ακριβώς τόσο καλά όσο και όταν κάνω συμβατικό μάθημα με τη συγκεκριμένη τάξη, δηλαδή όχι μεν πολύ άσχημα αλλά όχι και όπως όταν παίζω μουσική με μουσικούς. Είχα την αφέλεια να πιστεύω ότι όλη αυτή η διαδικασία θα λειτουργούσε σαν μαγικό ραβδάκι, που αιφνιδίως θα άλλαζε όλη την παράδοση χαβαλέ και αδιαφορίας που τόσο καιρό με υπομονή έχουν χτίσει τα παιδιά. Δε γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα, από τη μια στιγμή στην άλλη.

Βέβαια δεν το μετάνοιωσα. Αυτό δε σημαίνει ότι η προσπάθεια πήγε χαμένη. Ίσως, επειδή δεν τους έχει ξανατύχει να τους ζητάει ο φιλόλογος να κοπανάνε τα πόδια τους, να μην ήξεραν πώς να αντιδράσουν και να κατέφυγαν στις γνωστές και σίγουρες αντιδράσεις (χαζόγελα κλπ.). Υπάρχει πάντα μία ισχυρή πιθανότητα να έλαβαν ένα ερέθισμα με αποτελέσματα βραδυφλεγή, όχι άμεσα. Το θεωρώ εντελώς απίθανο να μην τους άρεσε ΚΑΘΟΛΟΥ η μουσική, να μην τους έκανε καν λίγη εντύπωση. Απλώς, θέλει υπομονή. Σε λίγο καιρό θα το ξανακάνουμε, ή θα κάνουμε κάτι άλλο (ίσως με θέατρο, με ζωγραφική, θα δούμε). Στο μεταξύ θα συνεχίσω να τους στέλνω για κιμωλίες, θα προσπαθήσω να μην ορύομαι πολύ συχνά, θα τιμωρώ και λίγο όπου κρίνω ότι χρειάζεται (γιατί κι αυτό είναι κάτι που το θέλουν: οι μαθητές δεν αγαπούν την ασυδοσία. Ναι μεν κοιτάνε να κάνουν αυτό που απαγορεύεται, αλλά εν μέρει το κάνουν επειδή ακριβώς απαγορεύεται. Αν επιτραπούν όλα η ζωή γίνεται μια νερόβραστη σούπα.), και βλέπουμε. Ντουμ σπίρο σπέρο.
Το πιο άμεσα ενθαρρυντικό σημείο αυτής της ιστορίας ήταν ότι όλες οι άλλες τάξεις ζήλεψαν, και ήθελαν κι εκείνες.

Καλή χρονιά.

14 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μέχρι το βραδάκι της Τετάρτης 3 Οκτωβρίου 2007, δεν ειχα την παραμικρή ιδέα για την ύπαρξη αυτης της στήλης. Γιατί είχα ιδέα τί εστί Πέπε, θα μου πείς. Οσον αφορά το άτομό σου, μια οπτική επαφή το τελευταίο 3μέρο του Σεπτεμβρίου συνοδεία τσαμπούνων και τουμπάκηδων Πάρο-Αντίπαρο, άντε και μια τζούρα συζήτηση στο καραβι επιστρεφοντας Πειραιά. θα τα λέμε όμως...

Xrysostomos είπε...

Πολύ εμπνευσμένη η επιλογή σου, τα συγχαρητήρια μου!

Αν θες ρίξε και μια ματιά στο logiaekpaideytikwn.blogspot.com (αφορά εκπαιδευτικούς...)

Καλή συνέχεια

Αναρά είπε...

Πολύ καλή η προσπάθεια και μακάρι να ‘χεις διάθεση και κουράγιο να ξανακάνεις κάτι ανάλογο. Όπως και να ‘χει, κι εγώ νομίζω πως τα αποτελέσματα δεν θα φανούν αμέσως.

Η ιστορία σου μου θύμισε ένα άλλο «εκπαιδευτικό πείραμα» που συντελέστηκε μάλλον κατά λάθος, όταν πριν από κάμποσα χρόνια πήγαινα στην πρώτη γυμνασίου στο Απέρι. Στην αρχή της χρονιάς η τάξη μας χωρίστηκε σε δύο τμήματα. Επειδή τότε τα παιδιά στο Γυμνάσιο ήταν αρκετά και οι αίθουσες δεν επαρκούσαν, αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί μια αποθήκη που βρίσκεται σε ένα χαμηλότερο επίπεδο του κτηρίου, δεξιά όπως κατεβαίνουμε τη μεγάλη σκάλα από το γραφείο των καθηγητών για να πάμε στο γήπεδο. Εκεί θα στεγάζονταν εκ περιτροπής τα δύο τμήματα της πρώτης, μισή χρονιά το ένα και μισή το άλλο. Στο δικό μου τμήμα έλαχε το πρώτο μισό.

Βρεθήκαμε έτσι κάπως αποκομμένοι από τα υπόλοιπα παιδιά. Τα μικρά διαλείμματα δεν μας έφταναν για ν’ ανεβούμε στην κεντρική αυλή, οπότε τις περισσότερες φορές μέναμε έξω από την αίθουσα μας παίζοντας ή κουβεντιάζοντας μεταξύ μας. Το αποτέλεσμα αυτής της απομόνωσης ήταν να επικρατεί στην τάξη μια ατμόσφαιρα που θύμιζε περισσότερο δημοτικό παρά γυμνάσιο. Και εξηγούμαι: υπήρχαν βέβαια κάποια παιδιά πιο ζωηρά, όμως η φασαρία στην τάξη κινούνταν γενικά σε υποφερτά επίπεδα. Και το πιο ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μου είναι ότι υπήρχε διάθεση συμμετοχής – με όποιο τρόπο μπορούσε ο καθένας - στο μάθημα, και από μαθητές που δεν ήταν καλοί. Θυμάμαι αρκετούς απ’ αυτούς να διηγούνται στην τάξη κάποια ιστορία σχετική με το μάθημα, να εξηγούν πρόθυμα τα τοπικά έθιμα στους ξενομερίτες δασκάλους, μια φορά μάλιστα ένας τους τραγούδησε και ένα δημοτικό της Καρπάθου στο μάθημα των Κειμένων (καλή ώρα). Για να μην τα πολυλογώ, όσο καιρό μείναμε σ’ εκείνη την αποθήκη ήμασταν το αγαπημένο τμήμα των καθηγητών.

Ήρθε όμως κάποτε ο καιρός ν΄ αλλάξουμε αίθουσα και, όπως ίσως θα υποψιάζεσαι, οι αλλαγές δεν σταμάτησαν εκεί. Ο συγχρωτισμός με τα παιδιά των μεγαλύτερων τάξεων δεν άφησε ανεπιρρέαστους τους συμμαθητές μου. Όσοι απ’ αυτούς είχαν μια «κλίση» στη σκανταλιά γρήγορα εξελίχθηκαν σε φοβερούς ταραξίες κι έτσι η τάξη μας έγινε εξίσου μεγάλος πονοκέφαλος με τις υπόλοιπες, αν όχι ακόμα μεγαλύτερος, ενώ η διάθεση επικοινωνίας με τον δάσκαλο έδωσε τη θέση της στο βαριεστημένο βλέμμα: «δε μας παρατάς ρε μεγάλε».

Η πρόταση φυσικά και δεν είναι να μεταφέρετε τη δύσκολη τάξη στην αποθήκη. Αμφιβάλλω αν η καθηγήτρια των Αγγλικών έχει ξεχάσει εκείνο το στρουμπουλό ποντίκι που πέρασε κάποτε από μπρόστά της ενώ δίδασκε στην εν λόγω την «αίθουσα» ;ΡΡΡΡ

Πέπε είπε...

Βρε καλώς την! Πού εχάθης; Είχες κι εσού ένα μπλογκ κάποτε, θυμάσαι;

Τα τυχαία πειράματα μπορούν πολλές φορές να αποβούν ιδιαίτερα αποκαλυπτικά. Είναι όμως δύσκολο να ξαναεφαρμοστούν μετά σκοπίμως, όπως κι εσύ λες. Πάντως μία ενδιαφέρουσα πληροφορία που προκύπτει πλαγίως από την ιστορία σου είναι ότι τότε το σχολείο είχε γήπεδο (διευκρινίζω στους υπόλοιπους ότι το σχολείο όπου φοιτούσε τότε η Αναρά είναι το ίδιο όποου διδάσκω τώρα εγώ). Δεν ξέρω πού πήγε το γήπεδο, πάντως όταν ήρθα εγώ προ τετραετίας βρήκα τα παιδιά να αθλούνται στην αυλή της εκκλησίας, και σύντομα αυτό καταργήθηκε κατόπιν διαμαρτυριών του Δεσπότη, ότι στο ιερό αυτό πέργερο εκδηλώνονται άσεμνες συμπεριφορές, οπότε ουσιαστικά καταργήθηκε και το ίδιο το μάθημα της Γυμναστικής.
Οι παλαιοί όλοι λένε μ' ένα στόμα ότι "τότε" μάθαιναν υπό αντίξοες συνθήκες. Δεν είμαι βέβαιος πόσο καλύτερες είναι οι τωρινές συνθήκες...

Αναρά είπε...

Μ’ εν είες ειά νου τον είχα να πάω να στελιάσω το ρημάι το μπλογκ κι απόε να μην ηξέρω τία να βάλdω μέσα;

Χάθηκα γιατί η επιστροφή στα πάτρια (είμαι κι εγώ προσωρινή κάτοικος Καρπάθου πια) με έβγαλε λίγο από τα νερά μου, διαδικτυακά και άλλα.

Όσο για το γήπεδο, ξέρω εγώ πού πήγε. Στη θέση του (και στη θέση των γηπέδων μπάσκετ και βόλλεϋ που βρίσκονταν δίπλα) κατασκευάστηκε το
λεγόμενο «Παγκαρπαθιακό στάδιο» που θα ‘χεις δει λίγο πιο κάτω απ’ το Απέρι.

Γιάννης είπε...

Πολύ ωραία δραστηριότητα. Μπράβο.

Να καταθέσω κι εγώ την εμπειρία μου για ανταλλαγή απόψεων. Την περσινή χρονιά, διδάσκοντας στην Α' Γυμνασίου το "Πουλάκι" του Βηλαρά, πήγα στο σχολείο κάποια τραγούδια της ξενιτιάς. Μια ολόκληρη ώρα την αφιερώσαμε στο ν' ακούμε τα τραγούδια αυτά και, φυσικά, στο χορό.

Συμφωνώ με τη γνώμη σου πως τα δημοτικά τραγούδια δεν πρέπει να εξετάζονται ως ποιήματα αλλά ως τραγούδια.

Τέλος, η σχέση με τους μαθητές και η ανάσυρση από την αδιαφορία είναι πραγματικά πολύ δύσκολη υπόθεση. Η αδιαφορία που χτίστηκε γερά τόσα χρόνια δεν γκρεμίζεται από τη μια μέρα στην άλλη. Θέλει κόπο και, κυρίως, χρόνο.

Υπομονή...

Φιλικά
Γιάννης

Πέπε είπε...

Λοιπόν. Περίπου ενάμιση μήνα μετά το εκπαιδευτικό πείραμα, είμαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω την πλήρη αποτυχία του. Αν και δοκίμασα ό,τι μου πέρναγε από το νου για να δημιουργήσω κίνητρα στα παιδιά, αλλά και άλλες οδούς (της αυστηρότητας, της συζήτησης, κλπ.), η εν λόγω τάξη βουλιάζει ολοταχώς σ' ένα βόρβορο αδιαφορίας, άγνοιας, ψευτοχαβαλέ του χαμηλότερου επιπέδου, θρασύτητας, απαξίωσης. Το επόμενο που σκέφτομαι να δοκιμάσω είναι να πάψω να μπαίνω στην τάξη, αλλά προσκρούω σε κάποιες δυσκολίες διοικητικής φύσης. Και αυτή είναι λίγο-πολύ και η γνώμη των συναδέλφων μου.

Γιάννης είπε...

Μια παροιμία λέει:
βάστα με να σε βαστώ ν' ανεβούμε το βουνό.

Βάστα, Πέπε.

Γιάννης είπε...

Πέπε, αν θέλεις, στείλε μου ένα e mail. Τη διεύθυνση μου θα τη βρεις στο blog. Θα ήθελα να συζητήσουμε τη δυνατότητα ανταλλαγής υλικού.

Πέπε είπε...

Μα σου έχω γράψει από 26 Οκτωβρίου, Γιάννη. Η ανταλλαγή υλικού έχει ήδη ξεκινήσει. Αν έχασες τη διεύθυνση, πες μου να σου ξαναγράψω.

Γιάννης είπε...

Πέπε, δεν έχω πάρει κανένα μήνυμα.
Αν μπορείς, κάνε άλλη μια προσπάθεια.

Συγγνώμη και για την καθυστέρηση.

Vouts είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Vouts είπε...

Πέπε καλησπέρα,
Σε είχα πρωτοβρεί παλιότερα που ξεκοκάλιζα τα σχόλια στο μπλογκ του Ν.Σαραντάκου και έμεινα εδώ γύρω όταν βρήκα αναφορές στην μουσική και τη ζωη στην Κάρπαθο.
Ελπίζω να συνέχισες τις προσπάθειες, με τις άλλες τάξεις αν όχι με την ίδια. Ποιά ήταν η συνέχεια της ιστορίας μας;
Εγώ είμαι βοηθός εργοθεραπείας. Αρκετές φορές έχω νιώσει αυτό που περιγράφεις. Να πετάω ψηλά, οτι θα τους σαγηνεύσω με την παιγνιώδη δραστηριότητα που σκέφτηκα, και έχω πέσει κάτω. Όταν πετύχει όμως, τί όμορφα που είναι!

ΥΓ. Διάβασα το σχόλιο για την πρώτη αποτυχία ενάμιση μήνα μετά, για την μετασυνέχεια λέω!

Πέπε είπε...

Γεια σου Vouts. Σ' ευχαριστώ για το σχόλιο.

Η ουσιαστική συνέχεια της ιστορίας ήταν ότι πέρασαν κάμποσα χρόνια και σταδιακά απέκτησα εμπειρία. Κάνω λιγότερα πράγματα με το σκεπτικό «κάτσε να τους τρελάνω τώρα με τις μοντέρνες μου μεθόδους», και περισσότερα με φυσικό και αυθόρμητο τρόπο. Αυτό, προφανώς, έχει μεγαλύτερη επιτυχία!

Έχω χωνέψει ο ίδιος καλύτερα ότι «εδώ μέσα» εγώ είμαι ο καθηγητής, ότι δεν είναι νοητό να αμφισβητηθεί αυτό από κανέναν, και ότι άρα δε χρειάζεται να το αποδείξω, προχωράμε στην ουσία.

Οπωσδήποτε όμως η μουσική είναι πάντα ένας πολύτιμος άσσος στο μανίκι.