Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα της Ανατολής ζούσε μία πεντάμορφη βασίλισσα. Ο άντρας της ήταν ο βασιλιάς της χώρας. Εργαζόταν σκληρά στη διακυβέρνηση του κράτους του και ήταν πολύ πλούσιος. Της είχε χτίσει ένα θαυμαστό παλάτι, με μαρμάρινες κολώνες και μεγάλες χρυσές σάλες, στρωμένες με πολύτιμα χαλιά. Η πεντάμορφη βασίλισσα ζούσε εκεί μέσα, και ο άντρας της ο βασιλιάς φρόντιζε να μην της λείψει ποτέ τίποτα, κανένα λούσο, καμία περιποίηση ή διασκέδαση. Μέχρι και του πουλιού το γάλα έβρισκες μέσα στο παλάτι.
Όμως η πεντάμορφη βασίλισσα έπληττε. Μέρα με τη μέρα έχανε το χαμόγελό της και το ροδοκόκκινο χρώμα της. Επιτέλους κάποια μέρα ο βασιλιάς το πρόσεξε. Τη ρώτησε:
−Τι έχεις, πεντάμορφη κυρά, και κλαις κι αναστενάζεις;
−Αφέντη βασιλιά, αποκρίθηκε εκείνη, βαρέθηκα. Πλήττω εδώ μέσα, στο ολόχρυσο παλάτι. Θέλω να βγω έξω, να δω τον απέραντο κόσμο. Πήγαινέ με ένα ταξίδι!*
Ο βασιλιάς, αφού σκέφτηκε πολύ, της αποκρίθηκε:
−Θα γίνει το θέλημά σου, πεντάμορφη κυρά. Θα σε στείλω ταξίδι σ’ ένα εξωτικό νησί σε μια μακρινή χώρα, κατά κει που πέφτει ο ήλιος, να δεις όλα τα θαυμαστά του κόσμου. Όμως εγώ δεν μπορώ να έρθω μαζί σου. Είμαι πολύ απασχολημένος στη διακυβέρνηση του κράτους. Θα πας με τη συνοδεία σου, και έννοια σου: εγώ θα φροντίσω τίποτα να μη σου λείψει.
Η πεντάμορφη βασίλισσα χάρηκε για το ταξίδι. Όσο για το βασιλιά που δε θα τη συνόδευε, έτσι κι αλλιώς είχε συνηθίσει να μη τον πολυβλέπει. Ξεκίνησε λοιπόν να ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι. Στο μεταξύ ο βασιλιάς αρμάτωσε μια ολόχρυση φεργάδα, που ’χε πανιά μεταξωτά, κι αντένες ασημένιες. Έβαλε ναύτες τα πιο διαλεχτά παλικάρια της χώρας, και καπετάνιο τον πιο ψημένο θαλασσόλυκο. Όταν οι ετοιμασίες ολοκληρώθηκαν, η βασίλισσα ανέβηκε στην ολόχρυση φεργάδα μαζί με τη βασιλική της συνοδεία. Σήκωσαν την άγκυρα και ξεκίνησαν.
Ταξίδεψαν και ταξίδεψαν μέσα στα σαράντα κύματα. Πέρασαν θάλασσες και πέλαγα, άφησαν πίσω τους νησιά και νησακούλια, ώσπου μια μέρα φτάσαν εκεί που πέφτει ο ήλιος, στο μεγάλο, εξωτικό νησί της μακρινής χώρας που της είχε πει ο βασιλιάς. Μόλις έφτασαν στο λιμάνι, τους υποδέχτηκαν οι απεσταλμένοι από τους άρχοντες της περιοχής. Καλωσόρισαν την πεντάμορφη βασίλισσα. Την έβαλαν σε μία άμαξα με οχτώ κάτασπρα άλογα, που τρέχαν σαν τον άνεμο, να την οδηγήσουν εκεί που θα ’μενε. Σ’ όλο το δρόμο κάλπαζαν πίσω, μπροστά και γύρω από την άμαξα αρματωμένοι καβαλάρηδες με φτερά στις περικεφαλαίες τους, που τη φύλαγαν μην της τύχει κανένα κακό.
Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, καμιά φορά η άμαξα με τα οχτώ κάτασπρα άλογα σταμάτησε. Ανοίγει η πόρτα, και η βασίλισσα βλέπει έναν άνθρωπο με αρχοντικά ρούχα να της κάνει βαθύ τεμενά και να της λέει:
−Πολυχρονεμένη μου βασίλισσα, πεντάμορφη κυρά της Ανατολής, καλοσώρισες στα μέρη μας. Κόπιασε να σου δείξω πού θα μένεις. Εγώ είμαι ο οικοδεσπότης σου, κι είμαι στις διαταγές σου. Έχω εντολή από τον άντρα σου, τον πολυχρονεμένο βασιλιά, να φροντίσω να μη σου λείψει τίποτα.
Κατεβαίνει η πεντάμορφη βασίλισσα από την άμαξα, ξοπίσω της κι η βασιλική της συνοδεία, γύρω τους κι οι αρματωμένοι καβαλάρηδες με τα φτερά στις περικεφαλαίες. Κοιτάζει η πεντάμορφη, τι να δει! Έναν απέραντο κήπο, με όλα τα δέντρα και τα λουλούδια της γης κι όλα τα πουλιά του ουρανού, και μέσα ένα παλάτι, εκατό φορές μεγαλύτερο από το δικό της! Ψηλοί οντάδες με μαρμάρινες σκάλες κι αλαβάστρινες κολώνες, με δρύινα πατώματα και ιστορημένα ταβάνια, και γύρω χίλια δυο άλλα χτίρια: τι μαγεριά, με τους καλύτερους μαγείρους του κόσμου, με τους άσπρους τους σκούφους, που ετοίμαζαν τα πιο σπάνια και εκλεκτά φαγιά για τους καλεσμένους, τι λουτρά με ζεστά και κρύα νερά και με σκλάβους που περιποιούνταν όσους παίρναν το λουτρό τους και τους αλείφανε με ακριβά μυρωδικά, τι σάλες του χορού πλατιές και ψηλοτάβανες, τι τραπεζαρίες λουσάτες, τι μαγαζιά με πολύτιμες πραμάτειες! Γύρω γύρω, από τις τρεις μεριές του απέραντου κήπου, ήταν ένας ψηλός καστρότοιχος με πολεμίστρες, που τις εφύλαγαν στρατιώτες αρματωμένοι σαν τους αστακούς. Και στην τέταρτη τη μεριά απλωνότανε η γαλάζια θάλασσα, με τα κύματά της και με τα ψάρια της και μ’ όλα της τα καράβια.
Η πεντάμορφη βασίλισσα έμεινε εκεί κάμποσες μέρες. Είχε κι άλλους καλεσμένους εκεί, άρχοντες και πλούσιους απ’ όλης της γης τα μέρη. Κανείς άλλος όμως δεν ήταν από βασιλική γενιά. Τη μέρα κολυμπούσανε στη θάλασσα, πλένονταν στα μαρμαρένια λουτρά, ή ψωνίζανε στα μαγαζιά με τις ακριβές πραμάτειες, και τα βράδια διασκεδάζανε στις λουσάτες τραπεζαρίες και στις σάλες του χορού, τις πλατιές και ψηλοτάβανες.
Όμως η πεντάμορφη βασίλισσα πάλι έπληττε. Είχε βαρεθεί τις πολυτέλειες, ήθελε να δει τον απέραντο κόσμο κι όχι να πάει και να κλειστεί σ’ άλλο ένα ολόχρυσο παλάτι, ας ήταν κι εκατό φορές μεγαλύτερο από αυτό που είχε στη χώρα της. Είχε μια καμαριέρα που είχε γίνει της εμπιστοσύνης της και λέγαν όλα τους τα μυστικά. Τη ρωτάει λοιπόν μια μέρα:
−Πες μου, καλή μου καμαριέρα, πώς είναι το υπόλοιπο νησί σας, έξω από τον καστρότοιχο με τις πολεμίστρες;
−Κυρά μου και βασίλισσα, της λέει η καμαριέρα, έξω από τον καστρότοιχο, εκεί που τελειώνουν τα σύνορα του παλατιού, είναι άλλα τέτοια παλάτια σαν το δικό μας, μόνο λίγο μικρότερα, με απέραντους κήπους, κι εκεί έχει άλλους καλεσμένους, πλούσιους κι αρχόντους, μα όχι τόσο σπουδαίους όσο είναι οι δικοί μας. Ύστερα έχει κι άλλα τέτοια σπίτια, μα δεν είναι πια παλάτια, που μένουν οι απλοί καλεσμένοι. Και πιο πέρα, όσο να πάει η ακρογιαλιά, είναι μικρά χάνια για τους φτωχούς καλεσμένους από τις χώρες του Βορρά, που δεν κολυμπάνε ποτέ, μόνο πίνουν όλη τη νύχτα και κοιμούνται όλη τη μέρα.
−Μα μόνο καλεσμένους έχει σ’ αυτή τη χώρα; Κι όταν φύγουν αυτοί και πάνε στις δικές τους τις χώρες, κανείς δε μένει εδώ; ρώτησε η πεντάμορφη βασίλισσα της Ανατολής.
−Κυρά μου πολυχρονεμένη, της αποκρίνεται η καμαριέρα, πώς δε μένει κανείς! Είναι όλοι αυτοί που περιποιούνται τους καλεσμένους, οι καραβοκύρηδες και οι αμαξάδες που τους πάνε και τους φέρνουν, οι ταβερναραίοι κι οι χανιτζήδες, κι οι έμποροι που τους πουλούν ακριβά ακριβά τις πραμάτειες τους.
−Όλοι δηλαδή σ’ αυτή τη χώρα, μόνο με τους καλεσμένους έχουν να κάνουν; ρώτησε η βασίλισσα.
−Όχι, κυρά μου πεντάμορφη. Όχι όλοι. Μόνο όσοι ζούνε στην ακροθαλασσιά. Μέσα στα βουνά είναι άλλοι άνθρωποι, μεροκαματιάρηδες. Αυτοί πάνε τη μέρα στα ζώα και στα χωράφια, και το βράδυ στους καφενέδες. Πίνουν τη ρακή, κι αν καμιά βραδιά έρθουν σε κέφι, βγάζουν τη λύρα και τραγουδούν και χορεύουν. Αυτοί δεν έχουν πάρε-δώσε με τους καλεσμένους. Αν ποτέ ξεπέσει κανείς ξένος στα μέρη τους, δεν του πουλούν τίποτα, μόνο τον κερνάνε. Μα και να του πουλήσουν, δεν κοιτάνε να τον κοροϊδέψουν. Μα είναι φτωχοί ανθρώποι, τα ρούχα τους είναι λερωμένα, τα χέρια τους τραχιά και τα σπίτια τους χαμηλοτάβανα. Τι σε νοιάζει εσένα γι’ αυτούς, κυρά μου της Ανατολής;
Μα της βασίλισσας της έκαμαν εντύπωση τα λόγια της καμαριέρας. Όλη τη νύχτα, μέσα στα μεταξωτά της σεντόνια και τα πουπουλένια παπλώματα, άλλο δε σκεφτόταν, μόνο όσα της είπε για τα βουνά και τους βουνίσιους, που ήταν άνθρωποι φτωχοί και λεβέντες. Και το πρωί με την αυγή, σαν έστειλε ο θεός τον αφέντη τον Ήλιο να δώσει την ημέρα στους ανθρώπους και στ’ άλλα του τα πλάσματα, έκαμε την απόφασή της. Εμάζεψε όλη της τη βασιλική συνοδεία, και τους ορμήνεψε να ντυθούν όλοι απλά· οι κόρες έβγαλαν τις ακριβές τους φορεσιές και τα χρυσά λιλιά τους, κι εβάλαν ταπεινά φορέματα· τα παλικάρια άφησαν τ’ άρματά τους· κι η ίδια η πεντάμορφη βασίλισσα έβγαλε τη χρυσή κορώνα από το κεφάλι της, έβγαλε κι απ’ τους ώμους της τη γούνα την ερμίνα, κι έμεινε μ’ ένα φορεματάκι φτωχικό, μα καθαρό και καλοσιδερωμένο. Ε τότες πια, σαν έβγαλε τα χρυσά της που λάμπανε, έλαμψε η δική της νιότη, και φάνηκε πια για τα καλά πως είναι πεντάμορφη. Μέχρι κι ο αφέντης ο Ήλιος, που βλέπει όλο τον κόσμο, σαν είδε αυτή την ομορφιά κοντοχαμήλωσε για να της κάνει ένα τεμενά. Μα ας είναι· παίρνει λοιπόν η πεντάμορφη βασίλισσα τη συνοδεία της, κι έτσι, αγνώριστοι όπως ήτανε, παίρνουνε δυο αμάξια ξύλινα −όχι πια χρυσά−, με δυο ψαρήδες το καθένα, και κινάνε να πάνε στα βουνά. Την είχε ορμηνέψει η καμαριέρα της και της είχε πει για ένα χωριό, πάνω στα βουνά στα βράχια, που είναι τα σπίτια χαμηλά μα φρεσκοασβεστωμένα, κι οι ανθρώποι είναι εκεί φτωχοί μα όλο νοικοκυραίοι, κι έχει στη μέση μια μικρή πλατεία, και στη μέση της πλατείας ένα βαθύσκιωτο πλατάνι, και στη ρίζα του πλάτανου μια βρύση με κρουσταλλένιο νερό που τρέχει μέρα-νύχτα, κι ότι είναι στον ήσκιο του πλατάνου ένα καπηλειό που κάνουν τα καλύτερα φαγιά −όχι τίποτα σπάνια πράγματα και ακριβά, μα είναι όλα παστρικά και νόστιμα. Εκεί λοιπόν ερέχτη να πάει η βασίλισσα με τη συνοδεία της, και για κει κινήσανε.
Εφτάσανε στο χωριό ψηλά στα βουνά, στα βράχια, και τα βρήκαν όλα όπως τα είχε πει στην πεντάμορφη βασίλισσα η καμαριέρα της. Εκεί ήταν η πλατεία, εκεί κι ο πλάτανος, εκεί κι η βρύση με το κρουσταλλένιο το νερό, εκεί και το καπηλειό. Και καθώς είχε πια βραδιάσει (το παραμύθι λέγεται γρήγορα, μα το ταξίδι δε γίνεται γρήγορα), το καπηλειό κι όλη η πλατεία ήταν όλο κόσμο, που είχαν γυρίσει από τις δουλειές τους κι εβγήκαν να ξεσκάσουν, άλλος να πάει βόλτα κι άλλος να πιει τη ρακή του. Σαν είδαν τους ξένους με τα ταπεινά τα φορέματα, δεν τους εγνώρισαν βέβαια πως είναι η βασίλισσα από την Ανατολή με τη συνοδεία της. Εσάστισαν όμως με την ομορφιά της. Είδαν κιόλας που οι άνθρωποι αυτοί είχαν μιαν αρχοντιά στους τρόπους τους, που φαίνονταν ότι δεν ήταν όποιοι κι όποιοι. Δώσ’ του λοιπόν κουβέντες και σούσουρο, βρε ποιοι να ’ναι αυτοί οι ξένοι, βρε ποια να ’ναι αυτή η πεντάμορφη, κάπου ευρέθη κανένας να ερχόταν από της ακροθαλασσιάς τα μέρη και να ξέρει το μυστικό, τελικά την εγνωρίσανε. Και σαν την εγνωρίσανε που ’τανε βασίλισσα, ακόμα πιο πολύ την εθαμάξανε, που κανενούς δεν έδινε διαταγές, μήτε αρματωμένους έσερνε ξοπίσω της μήτε τίποτα, μόνο μιλούσε σ’ όλους με το χαμόγελο και με τον καλό τον τρόπο.
Στο μεταξύ η βασίλισσα με τη συνοδεία της εκάτσανε σ’ ένα τραπάζι στο καπηλειό και τους φέρνανε φαγιά και τρώγανε. Ας τους αφήσουμε λοιπόν να τρώνε, κι ας δούμε σ’ ένα άλλο τραπέζι δίπλα τι γινότανε.
Εκεί καθόντανε μια άλλη παρέα και τρώγανε και πίνανε κι είχαν γιορτή μεγάλη, γιατί είχαν έρθει φίλοι τους από τα ξένα κι είχαν καιρούς και ζαμάνια να τους δουν, κι εσμίξανε ίσα ίσα εκεί στο καπηλειό, στο διπλανό τραπέζι από τη βασίλισσα. Ήταν ο Γιώργης απ’ τ’ Ανάπλι με τ’ όνομα, με τους φίλους του από το χωριό εκεί ψηλά στα βουνά στα βράχια, και με το γιο του και τη θυγατέρα του που ’χαν έρθει από τα ξένα, και μ’ ένα φίλο του γιου του. Κι είχαν χαρά μεγάλη για το αντάμωμά τους, και δώσ’ του τσούγκριζαν τις κούπες, εβίβα ο ένας, καλώς μας ήρθατε, εβίβα ο άλλος, καλώς σας ηύραμε.
Σαν είδαν να καταφτάνει η πεντάμορφη η βασίλισσα με τη συνοδεία της, εσάστισαν κι αυτοί με την ομορφάδα της και με την αρχοντιά της. Και σαν είδαν που ήρθε κι έκατσε δίπλα τους, ακόμη πιο πολύ τα ’χασαν. Και σαν εμάθαν και το μυστικό, ποια είναι η πεντάμορφη, εκεί πια εξεσπάστηκαν για τα καλά. Κι όλο αφορμές γυρεύαν να σηκώνονται και να ξανακάθονται σ’ άλλη θέση, ίσαμε που να τη δουν όλοι τους καλά και να χορτάσουν την ομορφιά της. Αμ’ χορταίνεται τέτοια ομορφιά; Και δώσ’ του να τσουγκρίζουν τις κούπες και να λένε στην υγειά της πεντάμορφης, σιγά σιγά μην τους ακούσει. Και δώσ’ του ο Γιώργης απ’ τ’ Ανάπλι, με τ’ όνομα, να λέει μια στον ένα και μια στον άλλο, «την είδα εγώ, εσένα ξανοίγει, φαίνεται θα της άρεσες», και να τους φουσκώνει τα μυαλά. Μην τα πολυλογούμε, εξεχάσαν ό,τι είχαν να πούνε και μόνο με την πεντάμορφη είχαν πια να κάνουν.
Στο μεταξύ, με το πολύ εβίβα και εβίβα και να τσουγκρίζουν τις κούπες και να τις πίνουν στο κατόπι, ήρθανε και στο κέφι κι ήθελαν να τραγουδήσουν. Και λέει ο Γιώργης απ’ τ’ Ανάπλι, με τ’ όνομα: ε, δεν πιάνετε δα και τα όργανα; Γιατί ήταν στην παρέα και παιχνιδιατόροι, ένας με το λαούτο κι άλλος με την ασκομαντούρα. Κι αυτοί, όχι που δεν είχαν όρεξη και κέφι, αμ’ έλα που εντρέπονταν; Σου λέει, ν’ αρχίσουμε τώρα εμείς τη φασαρία με την ασκομαντούρα, να τρομάξει η πεντάμορφη να φύγει και να τη χάσουμε; Λέει ο Γιώργης απ’ τ’ Ανάπλι, με τ’ όνομα, όχι, λέει, θα της αρέσει και θα ’ρθει και πιο κοντά. Λέει, όχι, δεν παίζω. Εγώ ντρέπουμαι. Βρε τι να κάνουμε, τι να κάνουμε, που κι η παρέα είχε κεφίσει, λέει, τη βρήκα τη λύση: να φωνάξουμε το Μανολιό με τη λύρα, να παίξει αυτός να βγάλει το φίδι από την τρύπα, που είναι γλυκό το όργανο και δεν τρομάζουν οι όμορφες. Στέλνουν, τον φωνάζουν, έρχεται το Μανωλιό με τη λύρα.
Στο μεταξύ η βασίλισσα με τη συνοδεία της έφαγαν κι απόφαγαν, επλήρωσαν το λογαριασμό, άφησαν κι ένα γερό μπαχτσίσι στην ταβερναριά για τα ωραία της τα φαγιά, κι ήταν για να φύγουν. Με το που ακούει η πεντάμορφη τη λύρα και το λαγούτο, ετσίτωσε τ’ αυτί της. Σιμώνει τους, μπρε, λέει, ίντα όργανο είναι τούτο; Γλυκειά φωνή που την έχει! Εκείνοι πια, σαν την είδαν κι έρχεται σιμά και τους μιλεί, εκατάπιαν τη γλώσσα τους από τη σαστιμάρα τους. Με τα πολλά της λέει ο ένας, που ’παιζε το λαούτο, κόπιασε, της λέει, κι από κοντά να τ’ ακούσεις, κι έννοια σου, δεν τις τρώμε εμείς τις όμορφες. (Εμένα μου λες, που την έτρωε όλο το βράδυ με τα μάτια, μα ας είναι.) Και πιάνει καρέκλα η πεντάμορφη, κι από κει που ’τανε για να φύγει, ξανακαθίζει δίπλα τους ακριβώς, κι άκουγε τη λύρα και γουστάριζε. Τα όργανα πια, να τους έχει πιάσει ζάλη και ταραχή! Μα δεν είναι και κάθα μέρα αυτό, να παίζεις τη λύρα στη βασίλισσα, και σε τέτοια βασίλισσα μάλιστα! Σου λέει, μας ήκουσε, μας εμίλησε, τώρα κάθισε και κοντά μας, μετά τι;
Μετά τίποτα. Έκατσεν η πεντάμορφη, άκουσε ένα τραγούδι, δυο, μετά είχε και ταξίδι να γυρίσει, σηκώνεται. Μα πριν να φύγει, έπιασε και τους εχαιρέτησεν όλους έναν έναν και τους έδωσε το χέρι. Κατόπι πια επήρε τη συνοδεία της και μην την είδατε...
**********************************************************
Περνάνε καμιά δεκαριά μέρες, και μια λαμπρή, μια κυριακή, μιαν ακριβήν ημέρα, βγαίνει αυτή περίπου η ιστορία στην εφημερίδα. Κι αν εγώ σας τα ’γραψα να μοιάζουν με παραμύθι, είναι όμως αληθινά, γιατί ήμουν εκεί και τα έζησα πρώτο χέρι (τουλάχιστον από το σημείο που φτάνουν στο χωριό· τα πιο πριν τα φαντάστηκα). Αυτό που έγραφε η εφημερίδα απείχε αρκετά από τα γεγονότα. Περιέγραφε ούτε λίγο ούτε πολύ ένα γλέντι με τη βασίλισσα, με λύρες, ασκομαντούρες, λαούτα, με τους κτηνοτρόφους του χωριού πάνω στα βουνά, στα βράχια (δεν είμαστε κτηνοτρόφοι! Δε θα ντρεπόμασταν να είμαστε, αλλά πάντως δεν είμαστε!) να της τραγουδάνε μαντινάδες τη μία πίσω από την άλλη, ενώ κάποιοι από την παρέα τής τις μετέφραζαν στα Αγγλικά και τα Γαλλικά (δεν έφτανε μόνο στη μία γλώσσα, χρειαζόταν και δεύτερη για πιο σίγουρα). Η αλήθεια είναι ότι το γλέντι έγινε, αλλά αφού είχε φύγει η βασίλισσα. Κι επειδή ένα γλέντι μόνο με... κτηνοτρόφους δεν είναι θέμα για εφημερίδα, ο δημοσιογράφος παρέτεινε την παραμονή της βασίλισσας λίγο παραπάνω, ώστε να παραστεί κι εκείνη στο γλέντι κι έτσι να γεμίσει το κεντρικό σαλόνι της εφημερίδας, μιας κι ήταν καλοκαίρι και δεν υπήρχαν ειδήσεις (αυτά ήταν πριν τις πυρκαϊές).
Μεταξύ άλλων φωτογραφιών, που ήταν σκοτεινές και μέτριες γιατί είχαν τραβηχτεί λαθραία, η μόνη καθαρή και ευκρινής ήταν μία, τυπωμένη σε τεράστιο μέγεθος, που έδειχνε την πεντάμορφη βασίλισσα μαζί με έναν από την παρέα, έναν γραφικό ντόπιο, ασπρομάλλη με αφάνα και μουστάκα, δυο κεφάλια πιο κοντό από εκείνην, σαν να είναι η Χιονάτη με έναν από τους Εφτά Νάνους. Η ίδια φωτογραφία υπήρχε, σε μικρότερο μέγεθος, και στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας. Το όνομα του ανθρώπου μνημονευόταν και στο κείμενο, μαζί με κάποιες μαντινάδες που υποτίθεται ότι είχε πει στη βασίλισσα. Αναφερόταν και το όνομα ενός άλλου ντόπιου, πάλι από την παρέα, πάλι με τις μαντινάδες του, αλλά χωρίς φωτογραφία. Από κάποια αβλεψία όμως, ανάμεσα στη σωρεία ανακριβειών που προσπαθούσαν να βγάλουν είδηση εκ του μη όντος, είχε αποδοθεί και μία μαντινάδα του μη εικονιζόμενου στον εικονιζόμενο. (Αφού κανείς δεν είχε πει καμία μαντινάδα δεν κατάλαβα πώς έγινε αυτό το λάθος, αλλά πάντως όλοι στο χωριό δέχονταν ότι έγινε).
Την ίδια μέρα με την κυκλοφορία της εφημερίδας, στο χωριό ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Εκείνος που δεν είχε βγει φωτογραφία και που του είχαν αφαιρέσει την πατρότητα της μαντινάδας, φέρεται (δεν ξέρω αν είναι αλήθεια) να έκανε δριμύτατη φραστική επίθεση στον άλλον, που είχε γίνει σταρ των πρωτοσέλιδων και των κεντρικών σαλονιών. Στη συνέχεια ο καθένας μάζεψε το λαό του και όλοι μαζί έκοψαν την καλημέρα στο λαό του αλλουνού. Ο ανιψιός του αδικημένου, για παράδειγμα, που έχει ένα καφενείο όπου αράζαμε μέρα παρά μέρα και κάναμε παρέα, ξαφνικά δε μας μίλαγε πια, θεωρώντας ότι ανήκουμε στο λαό του αδικήσαντος. Ο ίδιος ο αδικήσας αφιέρωσε όλη την ημέρα στο να ανεβοκατεβαίνει την κεντρική περαντζάδα του χωριού, περιμένοντας ποιος θα του πει «σε είδα στην εφημερίδα με τη βασίλισσα». Όταν του το έλεγαν φούσκωνε σαν το παγώνι, όταν δεν του το έλεγαν έπαιρνε ένα ύφος «ε, πες το λοιπόν!» και δε μιλούσε, περίμενε. Σε κάθε ευκαιρία παραπονιόταν για την άδικη επίθεση που υπέστη από τον άλλο. Όλο το χωριό, ή −για να μην υπερβάλλουμε− όλοι οι καφενόβιοι του χωριού, είχαν εμπλακεί στον εμφύλιο εντασσόμενοι είτε στη μία παράταξη είτε στην άλλη. Εννοείται πως η ταβερναριά και η οικογένειά της τήρησαν ουδετερότητα, αφού είχαν λάβει τζάμπα εξαιρετική διαφήμιση από το άρθρο.
Και σκέφτομαι: οι άμεσα εμπλεκόμενοι ξέρουν πολύ καλά ότι το άρθρο γράφει αρλούμπες. Επίσης ξέρουν ότι δεν το έγραψε κανείς από τους δυο τους, ώστε να έχει λόγο να μειώσει τον άλλον. Και όμως τσιμπάνε! Θεωρούν ότι θίγονται, ή ότι ανεβαίνουν (ή ότι ανεβαίνει ο άλλος εις βάρος τους). Είναι βέβαια λογικό, δεδομένου ότι ούτε κάθε μέρα βλέπουν βασίλισσες, ούτε κάθε μέρα βλέπουν το χωριό τους στο κεντρικό άρθρο κυριακάτικης εφημερίδας πανελλήνιας κυκλοφορίας, πόσο μάλλον το όνομά τους, και μάλιστα τις μαντινάδες τους, και, η κορωνίδα όλων, τη φωτογραφία τους (ο ένας δηλαδή) μαζί με τη βασίλισσα, ΚΑΙ στο πρωτοσέλιδο! Εντάξει, ο καθένας θα ζαλιζόταν λίγο μ’ όλα αυτά. Το δημοσίευμα τάραξε τα νερά της ήσυχης καθημερινότητας του χωριού, έδωσε τροφή στις συζητήσεις και δουλειά στα καφενεία για μια βδομάδα (και στην ταβέρνα της πλατείας πολύ περισσότερη δουλειά: έλληνες και ξένοι τουρίστες συνέρρεαν σωρηδόν, και μετά από μερικές μέρες είχαμε και επίσκεψη του προέδρου της Μολδαυΐας −στο λόγο μου, δεν κάνω πλάκα!!! Αλλά αυτόν δεν πήγαμε να τον δούμε, ούτε μαντινάδες του μεταφράσαμε σε τρεις γλώσσες. Μετά την πεντάμορφη βασίλισσα τίποτε πια δε μας συγκινούσε.)
Και σκέφτομαι: ώστε έτσι δουλεύει ο Τύπος. Αν υπάρχει τόση σάλτσα και ανακρίβεια σ’ ένα τόσο απολύτως ασήμαντο άρθρο, και παρά ταύτα όσοι ξέρουν τα πραγματικά γεγονότα τσιμπούν, ενώ οι υπόλοιποι επίσης συγκινούνται από το θέμα μέχρι σημείου να εμπλακούν στη διχόνοια που προκλήθηκε, τι γίνεται όταν γράφουν για σημαντικά γεγονότα, εθνικής ή παγκόσμιας σημασίας, που συγκινούν (και πολύ περισσότερο) όλο τον κόσμο, όχι μόνο ένα μικρό χωριό, και που κανείς δεν τα ξέρει στις αυθεντικές τους διαστάσεις;
Μου ’ρθε ζάλη. Όχι πως δεν το ’χα ακουστά, ότι ο Τύπος ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις, αλλά ήταν η πρώτη φορά που είδα από κοντά πώς ακριβώς το κάνει.
* Ποιητική άδεια. Στην πραγματικότητα η Βασίλισσα δεν είναι καθόλου έξω από τον κόσμο, σαν κάτι συναδέλφους της.
2 σχόλια:
Φίλε πέπε,
είμαι ένας εκ των αυτόπτων μαρτύρων της επίσκεψης του Ρανιού στο χωριό. Κάπου ακούσαμε οτι ένας εκ των ερωτοχτυπημένων της βραδιάς αποφάσισε να επισκεφτεί τη μεγαλειότατη στην Ιορδανία και να ζητήσει ακρόαση στο παλάτι ή ακόμα και να την κλέψει...γνωρίζεις κάτι περί αυτού?
Εμένα τι με ρωτάτε; Εφημερίδες δε διαβάζετε;
Δημοσίευση σχολίου