Καλησπέρα σας. Οι γιορτές σαφώς παρήλθαν. Ήδη όπου να 'ναι ανοίγει το Τριώδιο. Ίσως λοιπόν είναι κάπως ανεπίκαιρο να μιλούμε για τα Κάλαντα. Εις πείσμα όμως του ημερολογίου, εγώ θα κάτσω να σας γράψω για τα Κάλαντα. Πρώτον, γιατί συνδέονται με ιστορίες των οποίων το συμπέρασμα ισχύει ολογυρίς το χρόνο. Και δεύτερον, γιατί μέσα στις γιορτές τραγουδούσα, δεν έγραφα στη στήλη, η οποία άλλωστε δεν είχε ακόμη ιδρυθεί.
Δε διατηρώ πολλές αναμνήσεις από τον καιρό που έλεγα τα κάλαντα ως παιδί. Υποθέτω πως αυτό σημαίνει δύο τινά: αφενός ότι δεν πρέπει να είχα βγει πολλές φορές, και αφετέρου ότι μάλλον δεν τα διασκέδαζα σε βαθμό αξιομνημόνευτο. Για τις ηλικίες οι οποίες κυρίως ασχολούνται μ' αυτή τη δουλειά, είναι οπωσδήποτε κάπως άβολο να τραγουδάνε μπροστά σε αγνώστους, χωρίς καμία σαφή απόδειξη ότι το τραγούδι τους είναι πραγματικά ευπρόσδεκτο (είτε ως καλλιτεχνικό γεγονός είτε ως χαρμόσυνο και γουρλήδικο μήνυμα), με τη διαρκή υπόνοια αντιθέτως ότι θα εκληφθούν ως επαίτες, και πιθανότατα με τον ενδόμυχο φόβο ότι όντως επαίτες είναι. Αυτές οι δυσμενείς συνθήκες οδηγούν τα παιδιά, κατά μεγάλη πιθανότητα, να βλέπουν αυτό που κάνουν ως ένα αναγκαίο κακό προκειμένου να κερδίσουν ένα έκτακτο χαρτζηλίκι. Μ' αυτή την ψυχολογία είναι πολύ εύλογο ότι κι ο τρόπος που θα τα πούνε ούτε σημαντικό καλλιτεχνικό γεγονός θα αποτελέσει, ούτε καμιά ιδιαίτερη χαρά και ευφροσύνη θα σκορπίσει. Οι ακροατές λαμβάνουν αυτά τα άρρητα αρνητικά μηνύματα και, όσοι δεν είναι από μόνοι τους οπλισμένοι με αποφασιστική και μεταδοτική καλή διάθεση, τα ανταποδίδουν, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο αρνητισμού. Ας προσθέσουμε σ' όλα αυτά και το γεγονός ότι τα περισσότερα παιδιά δεν ξέρουν ούτε το πλήρες κείμενο των καλάντων, ούτε τι σημαίνει μέχρι εκεί που ξέρουν, ούτε ποια είναι η σωστή χρήση του τριγώνου. Δεν είναι κι εύκολα όλα αυτά. Ποιος μπορεί να εξηγήσει με σαφήνεια γιατί πρέπει να λέμε "Καλήν εσπέρα" πρωί πρωί, ποιοι είναι οι άρχοντες και η αρχόντισσα κυρία, πόσα σημερινά παιδιά έχουν δει ζαχαροκάντιο και μάλιστα ξέρουν και πώς ονομάζεται, γιατί δε μας καταδέχεται ο Άη Βασίλης, ή σε ποια γλώσσα ανήκει το παράξενο ουσιαστικό "το [άγιο] θρόνος"; Όσο για το τρίγωνο, ας μην το υποτιμάμε: είναι μουσικό όργανο. Σε κάποια συμφωνικά έργα που χρησιμοποιείται, ο άνθρωπος που το χτυπάει έχει φάει τα νιάτα του στα Ωδεία σπουδάζοντας κρουστά. Εντάξει, δεν είναι και βιολί, αλλά όσο να 'ναι θέλει κι αυτό τον τρόπο του.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι η όλη διαδικασία των καλάντων υποβαθμίζεται σε απροσχημάτιστη οικονομική συναλλαγή: έχουμε μάθει την τιμωρία μας απέξω, αλλά ούτε εμείς έχουμε μεγάλη όρεξη να σας την πούμε ούτε εσείς να την ακούσετε. Όμως είστε υποχρεωμένοι από το έθιμο να μας δώσετε χρήματα, θα το κάνετε ούτως ή άλλως αν δε θέλετε να φανείτε λιμούτζηδες και ταλληροφονείς, οπότε κι εμείς, για να δηλώσουμε ότι γι' αυτό ήρθαμε και όχι για κάποιον άλλο τυχόν λόγο, θα σας πούμε εν είδει συνθήματος την αρχή, και όσο πιο γρήγορα μας διακόψετε για να φτάσετε στο διά ταύτα, τόσο το καλύτερο για όλους.
Κι όμως δεν είναι έτσι. Πάντως σίγουρα δεν είναι μόνο έτσι. Δεν ξέρω σε ποια ηλικία πρέπει να φτάσει ο άνθρωπος για να συνειδητοποιήσει ότι είναι ωραία να τραγουδάει -ίσως δεν είναι θέμα ηλικίας αλλά συγκυριών. Τώρα που μεγάλωσα, έχω ξαναρχίσει εδώ και πέντε-έξι χρόνια περίπου να βγαίνω για τα κάλαντα στην Αθήνα. Είναι καταπληκτική εμπειρία, είναι κάθε φορά μία ανεπανάληπτη γιορτή. Τα φετεινά ήταν μάλλον τα πιο πετυχημένα μέχρι τώρα.
Κάθε φορά μαζευόμαστε μία παρέα από 8-10 άτομα, εκ των οποίων άλλοι είναι σταθεροί μέσα στα χρόνια κι άλλοι περαστικοί. Οι πρώτοι που το ξεκινήσαμε ήμασταν ένας πυρήνας από φίλους, μουσικούς, από εκείνους που όψιμα γνωρίσαμε τη δημοτική παράδοση, αρχικά ακούγοντας Δόμνα Σαμίου και Δυνάμεις του Αιγαίου, στην πορεία κάνοντας ο καθένας μας τις προσωπικές του αναζητήσεις και ανακαλύψεις. Τα κάλαντα τα πήραμε από την αρχή πολύ ζεστά: ψάχναμε σπάνια, ωραία και άγνωστα παραδοσιακά κάλαντα από διάφορες περιοχές, αντιπαραβάλλαμε εκτελέσεις και καταγραφές, διαμορφώναμε τη δική μας εκτέλεση αναλόγως των οργάνων που είχαμε και των λοιπών αντικειμενικών δυνατοτήτων μας, τυπώναμε στίχους, καμιά φορά και παρτιτούρες, κάναμε πρόβες επί προβών, και τελικά βγαίναμε. Μαζί μας έρχονταν πάντα και κάποιοι άλλοι φίλοι, που ούτε μουσικοί ήταν ούτε τις πρόβες είχαν παρακολουθήσει. Αυτοί έφερναν διάφορα μικροκρουστά (σείστρα, κρόταλα, μαράκες κλπ., και απαραιτήτως και τρίγωνο), και συμμετείχαν στα λόγια όσο μπορούσαν. Επίσης έρχονταν και άγνωστοι που μας έβρισκαν στο δρόμο και ενώνονταν στην παρέα μας, για λίγο ή περισσότερο ή μέχρι τέλους, μέχρι που δεν ήταν πια άγνωστοι.
Μόνο φέτος καταφέραμε, μέσω της εμπειρίας αυτών των χρόνων, να προσαρμόσουμε όλο το σχέδιο έτσι ώστε όλοι, και οι ψαγμένοι και οι άσχετοι, να μπορούν να συμμετέχουν και να το γλεντήσουν εξίσου. Τι κάναμε: από όργανα, βγάλαμε από τη μέση τις λύρες, τα σάζια, τα λαούτα, και κρατήσαμε μόνο τις τσαμπούνες (πιστεύω να ξέρετε τι είναι: ας πούμε κάτι σαν γκάιντα) και τα κρουστά, με προεξάρχον μεταξύ αυτών το τουμπάκι (μικρό εξαιρετικά ηχηρό νταουλάκι των νησιών). Από τραγούδια, διώξαμε όλα τα περίεργα, τα απαιτητικά και τα ψαγμένα, και κρατήσαμε 4-5, εκείνα που μπορούν να παιχτούν στην τσαμπούνα και που ο κάθε στίχος επαναλαμβάνεται δύο φορές, ώστε να αρκεί να ξέρει ένας τα λόγια και οι υπόλοιποι απλώς να τα επαναλαμβάνουν, κρούοντας τα τύμπανα και σείοντας τα σείστρα.
Η συνταγή βγήκε ακαταμάχητη: ο ρυθμός από όλα αυτά τα κρουστά, από το βαρύ σαν χτυποκάρδι τουμπάκι μέχρι τα φιλήδονα ζίλια των ντεφιών, πλαισιώνει τον οξύ και οργιαστικό ήχο της τσαμπούνας. Και μέσα από αυτό το πλούσιο ηχητικό περιβάλλον βγαίνουν οι φωνές μας, αρχικά ίσως όχι αηδονήσιες, στο τέλος εντελώς σακατεμένες, αλλά πάντα κεφάτες, μοιρασμένες κατά την αρχέγονη πρακτική της αντιφωνίας (ένας λέει, πολλοί απαντούν). Και τι λένε αυτές οι φωνές; Πριν φτάσουμε σ' αυτό, κοίτα πρώτα τι γίνεται: αυτοί τραγουδούν! τραγουδούν μες στη μέση του δρόμου! και μάλιστα ομαδικό τραγούδι! Υπάρχει πιο ωραίο πράγμα; Κι αν η μουσική μας δεν άρεσε σε όλους όσους συναντήσαμε (σάμπως και τι υπάρχει που ν' αρέσει σε όλους;), για μας τους ίδιους που το κάναμε μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως όχι, δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα. Ζούσαμε με την πεποίθηση, εκείνη την ώρα, πως είμαστε το πνεύμα των Χριστουγέννων αυτοπροσώπως, οι κομιστές της χαρμόσυνης είδησης. Ακούστε και μερικούς από τους στίχους:
(1: δείγμα λυρισμού)
Ακούς περιστερούδα μου, που 'ρθα στο μαχαλά σου,
κι ο μαχαλάς σου ξύπνησε, κι εσύ 'κόμα κοιμάσαι;
[...] Σήκω να πας στην εκκλησιά, σημαίνουν οι καμπάνες,
Χριστός γεννάται σήμερα κι είναι χαρές μεγάλες.
(2: άλλο δείγμα λυρισμού)
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες
η Παναγιά μας κοιλοπονούσε.
[... μέχρι που...]
η Παναγιά μας ξελευτερώθη
μέσα στις πάχνες, μες στα λουλούδια,
μέσα στις δάφνες, στα κυπαρίσσια.
(3: δείγμα βακχικής ποίησης, απολύτως ανάλογο με τον ήχο της μουσικής μας)
Βάλτε μας κρασί να πιούμε,
και του χρόνου να σας πούμε.
Γυρίζαμε από τη μία το μεσημέρι ως τις εφτά το βράδυ περίπου. Αλλού διασχίζαμε τους δρόμους παίζοντας, σα γαμήλια πομπή άλλων εποχών, αλλού μπαίναμε σε μαγαζιά, κυρίως καφενεία, αλλού στέκαμε σε κάποιο σημείο και στήναμε χορό και γλέντι. Οι αντιδράσεις ήταν ποικίλες: σε κάποιους βέβαια δεν άρεσε, τι να γίνει. Κάποιοι μας δέχονταν σαν κάτι απροσδόκητο, μάλλον ευχάριστο αλλά όχι και να πέσεις τ' ανάσκελα από ενθουσιασμό. Μερικοί μας έπαιρναν από πίσω, όπως τα ποντίκια τον μαγικό αυλό. Ένας Ιρανός (νομίζω), πανευτυχής που μας βρήκε, είχε τρελαθεί να χορεύει, προπορευόμενος και ανοίγοντάς μας το δρόμο στην μυρμηγκιασμένη Ερμού. (Από Έλληνα άντρα δεν έχω δει ποτέ μου τέτοιο χορό. Δεν εννοώ τόσο καλό, εννοώ τόσο όξω-καρδιά). Στα περισσότερα μαγαζιά μάς κερνούσαν ένα κρασί ή μία ρακή. Ένας Σαμιώτης, συγκινηθείς από τον ήχο της τσαμπούνας που του θύμιζε το χωριό του τα χρόνια εκείνα, ξέρετε, βάλθηκε να τραγουδάει. Όμως στη Σάμο η τσαμπούνα δε βγαίνει τα Χριστούγεννα, αλλά τις Απόκριες, κι έτσι τα τραγούδια του ήταν αποκριάτικα: ο παπάς απ' τ'ς Αρβανίτες έχει αρχίδια σα μανίτες, κι ο παπάς απ' τ'ν Άγια Κάρα κυνηγούσε μια γαϊδάρα...
...Λέω πολλά, αλλά ένα είναι που θέλω να πω: το συνειδητοποιείτε ότι επί τόσες ώρες γυρίζαμε στους δρόμους της Αθήνας και τραγουδούσαμε; Και η Αθήνα, η -υποτίθεται- μουντή, αφιλόξενη, αγχώδης, απρόσωπη μολυσμένη τσιμεντούπολη, πατρίδα των πέντε εκατομμυρίων απάτριδων και δε συμμαζεύεται, ανταποκρίθηκε στο τραγούδι μας, τραγούδησε μαζί μας, χόρεψε με τη μουσική μας, ανταπέδωσε τις ευχές μας και μας κέρασε ένα ποτήρι για το καλό. Γίνεται! Δε χρειάζεται να βγούμε μεθυσμένοι από μια ταβέρνα στις μικρές ώρες για να παραμερίσουμε επιτέλους τις αναστολές μας και να τραγουδήσουμε δημόσια. Ο καθένας μπορεί να τραγουδήσει στους δρόμους, κι αν το κάνει με κέφι (που θα το κάνει: αλλιώς δε θα το κάνει καθόλου) θα του το ανταποδώσουν το κέφι του. Αυτό είναι τα Κάλαντα, δεν είναι μόνο η αγγαρεία και το μπαχτσίσι. Του χρόνου που θα 'ρθουν τα παιδιά να σας τα πουν, αν δεν έχετε βγει οι ίδιοι να τα πείτε (που σας το εύχομαι), ρίξτε τους ένα χαμόγελο, δώστε τους να καταλάβουν ότι ο ρόλος τους είναι να φέρουν χαρά και καλοτυχιά, κι όσο για το μπαχτσίσι, απαιτήστε να το κερδίσουν.
Καλή χρονιά!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Συμφωνώ με την άποψη για τα κάλαντα και το πως μπορεί να τα εκλαμβάνουν τα παιδιά. Πολύ όμορφο και το εγχείρημα της παρέας να τραγουδήσει τα κάλαντα στους δρόμους της Αθήνας. Πιστεύω όμως ότι η Αθήνα έχει πάρα πολύ δρόμο ακόμη για να γίνει πιο ανθρώπινη πόλη.
Έχει δρόμο, ναι. Ποιος θα διαφωνούσε; Αλλά όση ανθρωπιά έχει και τώρα, πρέπει να τη βλέπουμε. Αυτό μάς δίνει θάρρος και όρεξη να φερόμαστε κι εμείς πιο ανθρώπινα.
!!!
Με συγκινήσατε.
Και μ' ευχαριστήσατε..
Σπουδαία γράφετε.
Δημοσίευση σχολίου