Η οδός Τοσίτσα είναι ο πεζόδρομος ανάμεσα στο Πολυτεχνείο και το Αρχαιολογικό Μουσείο. Παρ' ότι είναι σε κεντρικότατο σημείο της Αθήνας, πάνω στην Πατησίων, παρουσιάζει μια εικόνα ολοζώντανου, ασπαίροντος θανάτου, που παλιότερα τη γνώριζα μόνο από κάτι ταινίες για υποβαθμισμένες συνοικίες σε πόλεις της Λατινκής Αμερικής.
Στην Τοσίτσα ανθεί το εμπόριο της πρέζας. Σ' όλο της το μήκος βλέπεις, ανά πάσα ώρα της ημέρας και της νύχτας, πρεζάκηδες που σουτάρουν μπροστά στα μάτια σου, ή που βαράνε ντάγκλες και δεν ξέρεις αν ζουν ή πέθαναν, ή που κοιμούνται μέσα σε κάτι σωρούς από κουρέλια και σκουπίδια, ή που τσακώνονται μεταξύ τους, ή που απλώς βρίσκονται εκεί. Ανάμεσά τους και αρκετοί άστεγοι που δεν είναι πρεζάκηδες, σε περισσότερο ή λιγότερο προχωρημένο βαθμό εξαθλίωσης.
Ορισμένοι άνθρωποι είπαν ότι είναι κρίμα αυτή η κατάσταση, και ότι πρέπει κάπως να ξαναζωντανέψει αυτός ο όμορφος εγκαταλελειμμένος πεζόδρομος. Αυτοί οι άνθρωποι είναι τριώ λογιώ: αρχαιολόγοι από το Μουσείο, αρχιτέκτονες από το Πολυτεχνείο και κάτοικοι της περιοχής. Οργάνωσαν λοιπόν τις «7 Ημέρες Ζωής στην Τοσίτσα». Συζητήσεις, προβολές ταινιών, θεάματα δρόμου, παιδικές δραστηριότητες κλπ.
Μια από τις εφτά μέρες ήμουν εκεί. Έφτασα με το τρόλεϊ στην Πατησίων στις 6 το απόγεμα. Κοίταξα πάνω προς την Τοσίτσα, αλλά πουθενά δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι κάτι οργανώνεται. Περίμενα να δω κόσμο συγκεντρωμένο κάπου και κάποια εξέδρα ή κάτι τέτοιο, και οι νεκροζώντανοι και τα ζάκια να λείπουν. Αντ' αυτού είδα την κλασική εικόνα του πρεζόδρομου, που παραπέμπει σε μεσαινωικούς εφιάλτες με λεπρούς και αρρώστους που κυλιούνται σαν μισοπατημένα σκουλήκια ή σε εικόνες της Κόλασης. Αυτά μέχρι τη συμβολή με την Πατησίων, όπου το σκηνικό άλλαζε άρδην και φυσιολογικοί άνθρωποι ανεβοκατέβαιναν στα τρόλεϊ, ψώνιζαν στο περίπτερο ή περνούσαν πεζή.
Ξεκίνησα να ανεβαίνω τον πρεζόδρομο αλλά στα μισά κόλωσα και γύρισα πίσω.
Τελικά διέκρινα ότι κάπου στα 50-τόσα μέτρα υπήρχε μια μικρή συγκέντρωση με καρέκλες τύπου καταστρώματος. Πιο αποφασιστικά αυτή τη φορά διέσχισα την Κόλαση κι έφτασα εκεί.
Γινόταν μια μικρή συνέλευση γειτονιάς. Οι άνθρωποι που προανέφερα συζητούσαν ακριβώς για το ζήτημα του ξαναζωντανέματος του δρόμου, μ' ένα μικρόφωνο που πήγαινε από χέρι σε χέρι. Ήταν καμιά εικοσαριά ή τριάντα άτομα. Δίπλα τους ένα τεράστιο σκάκι δαπέδου, όπου έπαιζαν ένας πρεζάκιας κι ένας μετανάστης, και παρακολουθούσαν μερικοί περαστικοί. Ακριβώς από πίσω, μια άστεγη κοιμόταν με σουλουμπάμια. Τα παιδάκια μερικών από τους συμμετέχοντες στη συνέλευση έπαιζαν τρέχοντας πάνω κάτω και κάθε τόσο έρχονταν να κάτσουν για λίγο με τη μαμά ή τον μπαμπά τους πριν ξανατρέξουν στο παιχνίδι.
Η συζήτηση ήταν ενδιαφέρουσα, γιατί ήταν μια από τις σπάνιες φορές όπου σε μια λαϊκή συνέλευση πέτυχα να συμμετέχουν άνθρωποι που είναι ειδικοί επί του θέματος. Αναφέρομαι στους αρχιτέκτονες, που ξέρουν από δρόμους, κτίρια, αναπλάσεις κλπ. Το κύριο ζητούμενό τους ήταν να φύγει το πρεζεμπόριο από την Τοσίτσα, κι όπου θέλει ας πάει. Η στάση τους απέναντι στους ίδιους τους πρεζάκηδες, όπως και τους αστέγους, ήταν φιλική: πολλοί δήλωναν ευθέως ότι δε θέλουν να τους διώξουν, ότι δεν αποτελούν ενόχληση, ότι έτσι κι αλλιώς δεν έχουν πού αλλού να πάνε και το να τους διώχνουν από παντού δεν είναι λύση.
Εδώ θα παρεμβάλω μερικές σκέψεις που μου γέννησε αυτή η συζήτηση, και επανέρχομαι μετά στην αφήγηση της ημέρας. Ήρθα σε μια εσωτερική αντίφαση. Αφενός, μου φάνηκε εντελώς μάταιο το να συζητάει κανείς πώς θα διώξουμε τους εμπόρους από μια πιάτσα για να πάνε σε άλλην. Το πρόβλημα με την πρέζα δεν είναι πού πουλιέται. Είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που γίνονται πρεζάκηδες. Αν δεν εκλείψουν οι γενικότερες αιτίες που τους οδηγούν στα ναρκωτικά, ό,τι άλλο και να γίνει είναι ασπιρίνη. Το ίδιο και με τους άστεγους: ωραία, τους σεβόμαστε, δεχόμαστε να τους παραχωρήσουμε δύο τετραγωνικά μέτρα για να ξαπλώσουν, μπορεί να τους φέρουμε και κάποια βοήθεια, αλλά αυτό δε λύνει το πρόβλημα. Το ζήτημα είναι να πάψει να υπάρχει φτώχεια, αβεβαιότητα, ανασφάλεια, απελπισία, εξαθλίωση. Και αυτό το πρόβλημα δε θα πάψει να υπάρχει στο ορατό μέλλον: οι φτωχοί, οι άστεγοι, οι δυνάμει ναρκομανείς θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται σε μια κοινωνία όπου ο καθένας φτωχαίνει κάθε μέρα κι από λίγο. Βάλτε παρακαλώ έναν αστερίσκο σ' αυτή την τελευταία φράση, θα μας φανεί χρήσιμη παρακάτω.
Αφετέρου, από το να προσπαθεί κανείς να σώσει αόριστες και αφαιρετικές οντότητες όπως «η κοινωνία», «το ρωμαίικο» κλπ., είναι πολύ προτιμότερο και λυσιτελέστερο να αρχίσει από εκεί που φτάνει το χέρι του. Όσοι γειτονεύουν ή αισθάνονται υπεύθυνοι για την οδό Τοσίτσα αποφάσισαν να φροντίσουν την οδό Τοσίτσα. Αν το ίδιο έκαναν όλοι για το δρόμο τους, τη γειτονιά τους, την πλατεία τους, θα είχαμε μια ολόκληρη κοινωνία που κόπτεται και μεριμνά για τη χώρα. Δηλαδή μια ώριμη κοινωνία, μια κοινωνία πολιτών. Και εννοείται ότι σε μια ώριμη κοινωνία πολιτών οι κοινωνικές μάστιγες θα είχαν κάθε προϋπόθεση να περιοριστούν. Αν... Αλλά εδώ το ζήτημα ήταν πώς θα φύγει το εμπόριο από εδώ για να πάει αλλού, χωρίς καμιά συνεννόηση με τους κατοίκους του «αλλού» -αν υπάρχουν και αν έχουν κάποια συλλογικότητα.
Εν πάση περιπτώσει κάποια στιγμή η συνέλευση έληξε, και ήρθε η ώρα για τη μουσική εκδήλωση. Όπως μάθαμε, αυτή ήταν προγραμματισμένο να καλυφθεί από μια ομάδα καλλιτεχνών της Λυρικής. Επειδή όμως για κάποιο λόγο αυτοί δεν ήρθαν, ήρθαν στη θέση τους ένα ζευγάρι τσαμπουνιέρηδες. Ντάξει, τι Λυρική τι τσαμπούνα.
Το σύστημα ηχητικής κάλυψης αποτελούνταν από το ένα μικρόφωνο της συνέλευσης. Αυτό δε θα έκανε δουλειά για δύο όργανα και δύο φωνές, οπότε όλοι προτίμησαν να γίνει η συναυλία unplugged, όπως άλλωστε είναι και το κανονικό για τέτοια μουσική. Οπότε οι δυο οργανοπαίχτες έκατσαν στις καρέκλες καταστρώματος μαζί με τα άτομα της συνέλευσης, όλοι μαζί μια παρέα, και η μουσική άρχισε.
Σε κάποια παύση ανάμεσα σε δύο τραγούδια, σηκώθηκε κάποιος και άρχισε να αγορεύει. Δεν είχα προσέξει αν ήταν από πριν στη συνέλευση ή όχι. Μίλησε για το θέμα που υποτίθεται ότι είχε ήδη κλείσει για σήμερα, δηλαδή για τη διάσωση του πεζοδρόμου. Δε θυμάμαι τι ακριβώς είπε, δεν ήταν ο σοφότερος λόγος που έχω ακούσει αλλά ούτε και εντελώς ασυνάρτητος. Κάποια στιγμή ο αγορητής ακούμπησε σε παρακείμενο τραπεζάκι τη σύριγγα που βαστούσε στο χέρι του. Κάποιος τον ρώτησε ποιους εκπροσωπεί. Ποιους λες;
Η μουσική συνεχίστηκε. Καναδυό από τη συνέλευση και καναδυό πρεζάκια παρακολουθούσαν, άλλοι παρευρίσκονταν εξακολουθώντας σε μικρότερους ιδιωτικούς κύκλους την προηγουμένως δημόσια συζήτηση, άλλοι στέκονταν παραπέρα συνεχίζοντας τη ζωή τους. Το σκάκι προχωρούσε. Η άστεγη με τη σουλουμπάμια κοιμόταν. Κάποιοι αργοπέθαιναν, άλλοι σούταραν. Ένα κοριτσάκι είχε πιάσει παρέα με τους οργανοπαίχτες και στα διαλείμματα ανάμεσα στα κομμάτια τους ρωτούσε για τα όργανα ή τους έλεγε για ένα τραγούδι που ήξερε που έμοιαζε μ' εκείνο που είχαν μόλις παίξει.
Αίφνης έπεσε ένας σιωπηλός συναγερμός. Μάζες ανθρώπων άρχισαν να τρέχουν από την κάτω μεριά της Τοσίτσα (Πατησίων) προς την πάνω (Εξάρχεια). Ξύπνιοι και κοιμισμένοι, νεκροί και ζωντανοί, ενώθηκαν όλοι μαζί σ' ένα μαραθώνιο αγάπης. Παρόλο που δεν έχω ασχοληθεί με το εμπόριο πρέζας, δεν ήταν δύσκολο να αποκρυπτογραφήσω το κωδικό μήνυμα: Έρχονται οι μπάτσοι.
Η μουσική συνέχισε, όπως και το σκάκι, αλλά το κοινό είχε σκορπίσει πλην ελαχίστων. Βέβαια σ' αυτούς τους ελάχιστους είχαν προστεθεί και μερικά πρεζάκια που ξαφνικά ανέπτυξαν ενδιαφέρον γι' αυτά τα πολιτιστικά δρώμενα, για το ξεκάρφωμα.
Στην Τοσίτσα, λίγο πιο πάνω από αυτό το σημείο, είναι μια πλαϊνή είσοδος του Μουσείου. Παρατήρησα ότι όσοι δεν ήταν πρεζάκηδες είχαν συγκεντρωθεί κυρίως εκεί, όπου υπήρχαν και πολλοί μπάτσοι. Άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορες φήμες. Έχει έρθει ο Υπουργός Πολιτισμού. Έχει έρθει και ο Προστάτης του Πολίτη. Έχει έρθει, λέει, ο ίδιος ο Γιωργάκης. Έχουν έρθει κάτι κλεμμένα αρχαία... Μέσα σ' όλη την ασυνάρτητη ατμόσφαιρα ήταν κάπως δύσκολο να καταλάβω τι είχε γίνει, αλλά τελικά έμαθα την επόμενη μέρα (σήμερα) ότι όντως αυτό είχε γίνει: κάναν τσακωτούς κάτι αρχαιοκάπηλους που προσπαθούσαν να σμπρώξουν αρχαία, έφεραν τα αρχαία στο Μουσείο και ήρθαν οι δύο Υπουργοί και ο Πρωθυπουργός. Ιδού η είδηση, από την ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού.
Φυσικά για να έρθουν τόσο σημαντικοί Πολίτες έπρεπε να κινητοποιηθεί και όλος ο σχετικός μηχανισμός Προστασίας τους: κλούβες, διμοιρίες, Δίες, Δελτάδες, Ζητάδες, Αλφάδες, Βητάδες, Γιωτάδες κι όλοι αυτοί οι διαόλοι -σάμπως ξέρω και να τους ξεχωρίζω; Έπρεπε να αποκλειστεί η κίνηση στους γύρω δρόμους -για λίγο, ομολογουμένως. Και έπρεπε να φύγουν και τα πρεζάκια και οι άστεγοι, μη τυχόν και τους δει ο Πρωθυπουργός και νομίσει ότι σ' αυτή την πόλη ζουν πρεζάκια και άστεγοι.
Αφού ο απροσδόκητος ερχομός της τριανδρίας διέλυσε το λάιβ, φύγαμε. Κοιτάξαμε αν έχουν συγκεντρωθεί πουθενά εκεί γύρω προπηλακισταί -προσωπικά δεν είχα ποτέ μέχρι σήμερα την ευκαιρία να γιαουρτώσω κανέναν πολιτικό άνδρα, τους δε τρεις συγκεκριμένους δεν τους έχω δει από κοντά και θα είχα μεγάλη περιέργεια να δω με τι μοιάζουν εκτός οθόνης- αλλά δε βρήκαμε κανέναν. Κρίμα, γιατί μια ματιά στη φάτσα του Gap μπορεί να φώτιζε λίγο το ζήτημα στο οποίο βάλαμε προηγουμένως αστερίσκο.
'Ετσι πήγαμε στα Εξάρχεια για μπίρες.
Ευχαριστώ τον Χρήστο για το οπτικοακουστικό υλικό.
Ορισμένοι άνθρωποι είπαν ότι είναι κρίμα αυτή η κατάσταση, και ότι πρέπει κάπως να ξαναζωντανέψει αυτός ο όμορφος εγκαταλελειμμένος πεζόδρομος. Αυτοί οι άνθρωποι είναι τριώ λογιώ: αρχαιολόγοι από το Μουσείο, αρχιτέκτονες από το Πολυτεχνείο και κάτοικοι της περιοχής. Οργάνωσαν λοιπόν τις «7 Ημέρες Ζωής στην Τοσίτσα». Συζητήσεις, προβολές ταινιών, θεάματα δρόμου, παιδικές δραστηριότητες κλπ.
Μια από τις εφτά μέρες ήμουν εκεί. Έφτασα με το τρόλεϊ στην Πατησίων στις 6 το απόγεμα. Κοίταξα πάνω προς την Τοσίτσα, αλλά πουθενά δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι κάτι οργανώνεται. Περίμενα να δω κόσμο συγκεντρωμένο κάπου και κάποια εξέδρα ή κάτι τέτοιο, και οι νεκροζώντανοι και τα ζάκια να λείπουν. Αντ' αυτού είδα την κλασική εικόνα του πρεζόδρομου, που παραπέμπει σε μεσαινωικούς εφιάλτες με λεπρούς και αρρώστους που κυλιούνται σαν μισοπατημένα σκουλήκια ή σε εικόνες της Κόλασης. Αυτά μέχρι τη συμβολή με την Πατησίων, όπου το σκηνικό άλλαζε άρδην και φυσιολογικοί άνθρωποι ανεβοκατέβαιναν στα τρόλεϊ, ψώνιζαν στο περίπτερο ή περνούσαν πεζή.
Ξεκίνησα να ανεβαίνω τον πρεζόδρομο αλλά στα μισά κόλωσα και γύρισα πίσω.
Τελικά διέκρινα ότι κάπου στα 50-τόσα μέτρα υπήρχε μια μικρή συγκέντρωση με καρέκλες τύπου καταστρώματος. Πιο αποφασιστικά αυτή τη φορά διέσχισα την Κόλαση κι έφτασα εκεί.
Γινόταν μια μικρή συνέλευση γειτονιάς. Οι άνθρωποι που προανέφερα συζητούσαν ακριβώς για το ζήτημα του ξαναζωντανέματος του δρόμου, μ' ένα μικρόφωνο που πήγαινε από χέρι σε χέρι. Ήταν καμιά εικοσαριά ή τριάντα άτομα. Δίπλα τους ένα τεράστιο σκάκι δαπέδου, όπου έπαιζαν ένας πρεζάκιας κι ένας μετανάστης, και παρακολουθούσαν μερικοί περαστικοί. Ακριβώς από πίσω, μια άστεγη κοιμόταν με σουλουμπάμια. Τα παιδάκια μερικών από τους συμμετέχοντες στη συνέλευση έπαιζαν τρέχοντας πάνω κάτω και κάθε τόσο έρχονταν να κάτσουν για λίγο με τη μαμά ή τον μπαμπά τους πριν ξανατρέξουν στο παιχνίδι.
Σκακισταί. Στο βάθος η κοιμωμένη της Τοσίτσα.
Η συζήτηση ήταν ενδιαφέρουσα, γιατί ήταν μια από τις σπάνιες φορές όπου σε μια λαϊκή συνέλευση πέτυχα να συμμετέχουν άνθρωποι που είναι ειδικοί επί του θέματος. Αναφέρομαι στους αρχιτέκτονες, που ξέρουν από δρόμους, κτίρια, αναπλάσεις κλπ. Το κύριο ζητούμενό τους ήταν να φύγει το πρεζεμπόριο από την Τοσίτσα, κι όπου θέλει ας πάει. Η στάση τους απέναντι στους ίδιους τους πρεζάκηδες, όπως και τους αστέγους, ήταν φιλική: πολλοί δήλωναν ευθέως ότι δε θέλουν να τους διώξουν, ότι δεν αποτελούν ενόχληση, ότι έτσι κι αλλιώς δεν έχουν πού αλλού να πάνε και το να τους διώχνουν από παντού δεν είναι λύση.
Εδώ θα παρεμβάλω μερικές σκέψεις που μου γέννησε αυτή η συζήτηση, και επανέρχομαι μετά στην αφήγηση της ημέρας. Ήρθα σε μια εσωτερική αντίφαση. Αφενός, μου φάνηκε εντελώς μάταιο το να συζητάει κανείς πώς θα διώξουμε τους εμπόρους από μια πιάτσα για να πάνε σε άλλην. Το πρόβλημα με την πρέζα δεν είναι πού πουλιέται. Είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που γίνονται πρεζάκηδες. Αν δεν εκλείψουν οι γενικότερες αιτίες που τους οδηγούν στα ναρκωτικά, ό,τι άλλο και να γίνει είναι ασπιρίνη. Το ίδιο και με τους άστεγους: ωραία, τους σεβόμαστε, δεχόμαστε να τους παραχωρήσουμε δύο τετραγωνικά μέτρα για να ξαπλώσουν, μπορεί να τους φέρουμε και κάποια βοήθεια, αλλά αυτό δε λύνει το πρόβλημα. Το ζήτημα είναι να πάψει να υπάρχει φτώχεια, αβεβαιότητα, ανασφάλεια, απελπισία, εξαθλίωση. Και αυτό το πρόβλημα δε θα πάψει να υπάρχει στο ορατό μέλλον: οι φτωχοί, οι άστεγοι, οι δυνάμει ναρκομανείς θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται σε μια κοινωνία όπου ο καθένας φτωχαίνει κάθε μέρα κι από λίγο. Βάλτε παρακαλώ έναν αστερίσκο σ' αυτή την τελευταία φράση, θα μας φανεί χρήσιμη παρακάτω.
Αφετέρου, από το να προσπαθεί κανείς να σώσει αόριστες και αφαιρετικές οντότητες όπως «η κοινωνία», «το ρωμαίικο» κλπ., είναι πολύ προτιμότερο και λυσιτελέστερο να αρχίσει από εκεί που φτάνει το χέρι του. Όσοι γειτονεύουν ή αισθάνονται υπεύθυνοι για την οδό Τοσίτσα αποφάσισαν να φροντίσουν την οδό Τοσίτσα. Αν το ίδιο έκαναν όλοι για το δρόμο τους, τη γειτονιά τους, την πλατεία τους, θα είχαμε μια ολόκληρη κοινωνία που κόπτεται και μεριμνά για τη χώρα. Δηλαδή μια ώριμη κοινωνία, μια κοινωνία πολιτών. Και εννοείται ότι σε μια ώριμη κοινωνία πολιτών οι κοινωνικές μάστιγες θα είχαν κάθε προϋπόθεση να περιοριστούν. Αν... Αλλά εδώ το ζήτημα ήταν πώς θα φύγει το εμπόριο από εδώ για να πάει αλλού, χωρίς καμιά συνεννόηση με τους κατοίκους του «αλλού» -αν υπάρχουν και αν έχουν κάποια συλλογικότητα.
Εν πάση περιπτώσει κάποια στιγμή η συνέλευση έληξε, και ήρθε η ώρα για τη μουσική εκδήλωση. Όπως μάθαμε, αυτή ήταν προγραμματισμένο να καλυφθεί από μια ομάδα καλλιτεχνών της Λυρικής. Επειδή όμως για κάποιο λόγο αυτοί δεν ήρθαν, ήρθαν στη θέση τους ένα ζευγάρι τσαμπουνιέρηδες. Ντάξει, τι Λυρική τι τσαμπούνα.
Το σύστημα ηχητικής κάλυψης αποτελούνταν από το ένα μικρόφωνο της συνέλευσης. Αυτό δε θα έκανε δουλειά για δύο όργανα και δύο φωνές, οπότε όλοι προτίμησαν να γίνει η συναυλία unplugged, όπως άλλωστε είναι και το κανονικό για τέτοια μουσική. Οπότε οι δυο οργανοπαίχτες έκατσαν στις καρέκλες καταστρώματος μαζί με τα άτομα της συνέλευσης, όλοι μαζί μια παρέα, και η μουσική άρχισε.
Σε κάποια παύση ανάμεσα σε δύο τραγούδια, σηκώθηκε κάποιος και άρχισε να αγορεύει. Δεν είχα προσέξει αν ήταν από πριν στη συνέλευση ή όχι. Μίλησε για το θέμα που υποτίθεται ότι είχε ήδη κλείσει για σήμερα, δηλαδή για τη διάσωση του πεζοδρόμου. Δε θυμάμαι τι ακριβώς είπε, δεν ήταν ο σοφότερος λόγος που έχω ακούσει αλλά ούτε και εντελώς ασυνάρτητος. Κάποια στιγμή ο αγορητής ακούμπησε σε παρακείμενο τραπεζάκι τη σύριγγα που βαστούσε στο χέρι του. Κάποιος τον ρώτησε ποιους εκπροσωπεί. Ποιους λες;
Ποιους εκπροσωπείς;
Η μουσική συνεχίστηκε. Καναδυό από τη συνέλευση και καναδυό πρεζάκια παρακολουθούσαν, άλλοι παρευρίσκονταν εξακολουθώντας σε μικρότερους ιδιωτικούς κύκλους την προηγουμένως δημόσια συζήτηση, άλλοι στέκονταν παραπέρα συνεχίζοντας τη ζωή τους. Το σκάκι προχωρούσε. Η άστεγη με τη σουλουμπάμια κοιμόταν. Κάποιοι αργοπέθαιναν, άλλοι σούταραν. Ένα κοριτσάκι είχε πιάσει παρέα με τους οργανοπαίχτες και στα διαλείμματα ανάμεσα στα κομμάτια τους ρωτούσε για τα όργανα ή τους έλεγε για ένα τραγούδι που ήξερε που έμοιαζε μ' εκείνο που είχαν μόλις παίξει.
Η μουσική παίζει, η ζωή και ο θάνατος συνεχίζονται.
Αίφνης έπεσε ένας σιωπηλός συναγερμός. Μάζες ανθρώπων άρχισαν να τρέχουν από την κάτω μεριά της Τοσίτσα (Πατησίων) προς την πάνω (Εξάρχεια). Ξύπνιοι και κοιμισμένοι, νεκροί και ζωντανοί, ενώθηκαν όλοι μαζί σ' ένα μαραθώνιο αγάπης. Παρόλο που δεν έχω ασχοληθεί με το εμπόριο πρέζας, δεν ήταν δύσκολο να αποκρυπτογραφήσω το κωδικό μήνυμα: Έρχονται οι μπάτσοι.
Η μουσική συνέχισε, όπως και το σκάκι, αλλά το κοινό είχε σκορπίσει πλην ελαχίστων. Βέβαια σ' αυτούς τους ελάχιστους είχαν προστεθεί και μερικά πρεζάκια που ξαφνικά ανέπτυξαν ενδιαφέρον γι' αυτά τα πολιτιστικά δρώμενα, για το ξεκάρφωμα.
Στην Τοσίτσα, λίγο πιο πάνω από αυτό το σημείο, είναι μια πλαϊνή είσοδος του Μουσείου. Παρατήρησα ότι όσοι δεν ήταν πρεζάκηδες είχαν συγκεντρωθεί κυρίως εκεί, όπου υπήρχαν και πολλοί μπάτσοι. Άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορες φήμες. Έχει έρθει ο Υπουργός Πολιτισμού. Έχει έρθει και ο Προστάτης του Πολίτη. Έχει έρθει, λέει, ο ίδιος ο Γιωργάκης. Έχουν έρθει κάτι κλεμμένα αρχαία... Μέσα σ' όλη την ασυνάρτητη ατμόσφαιρα ήταν κάπως δύσκολο να καταλάβω τι είχε γίνει, αλλά τελικά έμαθα την επόμενη μέρα (σήμερα) ότι όντως αυτό είχε γίνει: κάναν τσακωτούς κάτι αρχαιοκάπηλους που προσπαθούσαν να σμπρώξουν αρχαία, έφεραν τα αρχαία στο Μουσείο και ήρθαν οι δύο Υπουργοί και ο Πρωθυπουργός. Ιδού η είδηση, από την ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού.
Φυσικά για να έρθουν τόσο σημαντικοί Πολίτες έπρεπε να κινητοποιηθεί και όλος ο σχετικός μηχανισμός Προστασίας τους: κλούβες, διμοιρίες, Δίες, Δελτάδες, Ζητάδες, Αλφάδες, Βητάδες, Γιωτάδες κι όλοι αυτοί οι διαόλοι -σάμπως ξέρω και να τους ξεχωρίζω; Έπρεπε να αποκλειστεί η κίνηση στους γύρω δρόμους -για λίγο, ομολογουμένως. Και έπρεπε να φύγουν και τα πρεζάκια και οι άστεγοι, μη τυχόν και τους δει ο Πρωθυπουργός και νομίσει ότι σ' αυτή την πόλη ζουν πρεζάκια και άστεγοι.
Αφού ο απροσδόκητος ερχομός της τριανδρίας διέλυσε το λάιβ, φύγαμε. Κοιτάξαμε αν έχουν συγκεντρωθεί πουθενά εκεί γύρω προπηλακισταί -προσωπικά δεν είχα ποτέ μέχρι σήμερα την ευκαιρία να γιαουρτώσω κανέναν πολιτικό άνδρα, τους δε τρεις συγκεκριμένους δεν τους έχω δει από κοντά και θα είχα μεγάλη περιέργεια να δω με τι μοιάζουν εκτός οθόνης- αλλά δε βρήκαμε κανέναν. Κρίμα, γιατί μια ματιά στη φάτσα του Gap μπορεί να φώτιζε λίγο το ζήτημα στο οποίο βάλαμε προηγουμένως αστερίσκο.
'Ετσι πήγαμε στα Εξάρχεια για μπίρες.
Ευχαριστώ τον Χρήστο για το οπτικοακουστικό υλικό.
1 σχόλιο:
http://bezedakos.blogspot.gr/
geia sas..
Δημοσίευση σχολίου