Ήμουν περίπου δεκαεφτά ετών. Ήταν καλοκαίρι. Οι γονείς μου έλειπαν διακοπές, κι είχα το σπίτι για πάρτη μου. Είχαμε βγει σε ένα ουζάδικο. Κατά τις δύο το βράδυ γυρνούσαμε προς το σπίτι μου με τα πόδια. Κάπου στο δρόμο βρήκαμε μία μεγάλη μπάρα, από αυτές που χρησιμοποιούν τα συνεργεία του δήμου για να κλείνουν ένα δρόμο όταν εκτελούνται έργα. Μας φάνηκε ότι θα είχε πλάκα να την πάρουμε και να την πάμε σε κάποιο άσχετο σημείο. Γενικά εκείνο τον καιρό ασχολούμασταν αρκετά συστηματικά με την κλοπή πινακίδων της τροχαίας και άλλων παρόμοιων πραγμάτων.
Δεν ήμασταν πολύ μακρυά από το σπίτι μου, μπορούσαμε άνετα να περπατήσουμε όλο το δρόμο. Ήταν όμως σημαντικό να κάνουμε, κατά το δυνατόν, όλη τη διαδρομή από στενάκια και απόμερους δρόμους, μη μας πάρει κάνα μάτι να κουβαλάμε αυτό το τεράστιο πράγμα. Εκ περιτροπής δύο κουβαλάγαμε και ο τρίτος ξεκουραζόταν. Σ’ όλο το δρόμο γελάγαμε και καλαμπουρίζαμε. Ήμασταν νέοι και ξένοιαστοι, ήταν και καλοκαίρι, ήμασταν και ψιλοσουρωμένοι, είχαμε κάνει και την αταξία μας: είχαμε κάθε λόγο να το γλενμτάμε.
Φτάνοντας στο μοναδικό σημείο όπου αναπόφευκτα έπρεπε να διασχίσουμε ένα μεγάλο δρόμο, βλέπουμε ένα μπατσικό στο φανάρι. Στραβή! Φυσικά μας είδαν. Αρχίζει να μας κόβεται η όρεξη για πολλά γέλια. «Ε, εσείς!». Κάνουμε την πάπια και συνεχίζουμε να πηγαίνουμε. Τη δεύτερη φορά που μας φώναξαν, αφήσαμε το πράγμα κάτω και εξακολουθήσαμε να κάνουμε την πάπια. Με την τρίτη που μας φώναξαν, δεν είχαμε άλλο περιθώριο. Γυρίσαμε.
−Πού το πάτε αυτό;
−...
−Και γιατί δεν έρχεστε όταν σας φωνάζουν;
−...
−Ρώτησα κάτι!
−Δεν ακούσαμε, είπε ο Θάνος.
Μας βάζουν μέσα στο μπατσικό και πάμε για το τμήμα. Απ’ ό,τι έδειχνε, το γλέντι είχε τελειώσει, και μάλιστα αρκετά ξενέρωτα. Κατά διαόλου σύμπτωση, στο δρόμο συναντάμε ένα φορτηγό από τα έργα του δήμου. Οι μπάτσοι τούς σταματάνε και τους λένε: «Οι νεαροί είχαν πάρει μια μπάρα. Τώρα είναι αφημένη στο τάδε σημείο, να πάτε να την πάρετε. Αν ενδιαφέρεστε για μήνυση, θα είμαστε στο τάδε τμήμα, περάστε.»
Φυσικά αυτά ήταν ψαρωτικά. Σιγά μην έτρεχαν οι υπάλληλοι της οδοποιίας για μήνυση μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. Αλλά για ψαρωτικά, την κάναν τη δουλειά τους. Στριμωγμένοι στο πίσω κάθισμα, σκεφτόμασταν «τώρα την κάτσαμε».Κανέναν μας δεν τον είχαν ξαναμαζέψει. (Για την ακρίβεια, εμένα μια φορά με είχε πάει ένας γείτονας στο τμήμα όταν ήμουν περίπου δέκα, μαζί με τον αδερφό μου που ήταν πέντε, και τον πατέρα μας. Ο γείτονας αιωνίως διαμαρτυρόταν ότι κάνουμε φασαρία τα μεσημέρια, απειλούσε ότι θα μας πάει στην αστυνομία και τελικά μια φορά το έκανε. Ο αστυνόμος μάς είπε: θα το ξανακάνετε; Του είπαμε όχι. Μας είπε: θα είστε καλά παιδιά; Του είπαμε ναι. Μας έδωσε καραμέλες, μας χάιδεψε στα κεφάλια και μας έδιωξε. Αλλά απόψε δε νομίζω ότι θα μας έδιναν καραμέλες.)
Ήταν δύο νεαροί μπάτσοι. Το στυλ του ενθουσιώδους νεοσύλλεκτου που οδηγάει μόνο σε πεζοδρόμια ή στο αντίθετο ρεύμα, που περνάει μόνο με κόκκινο, και που γενικότερα θα μας γαμήσει όλους επειδή φοράει πηλίκιο.
Φτάσαμε στο τμήμα. Μας παρέταξαν μπροστά σε μία σκάλα. Ακινησία. Παγερή ησυχία. Ματιές που μας καρφώνουν. Λουφάξαμε.
−Ώστε λοιπόν δεν ακούσατε, ε; γαύγισε ο ένας, με ύφος ξεσηκωμένο από τις ταινίες με τους Ναζί.
−Δεν ακούσαμε, ξαναείπε ο Θάνος σα ζεματισμένος.
−Τώρα ακούς καλύτερα; είπε ο μπάτσος και του έριξε ένα χαστούκι.
Ο Θάνος είναι πολύ ευγενικός. Ήθελε να κάνει τον μπάτσο χαρούμενο. Θα μπορούσε να παραμείνει ντούρος και απαθής, χωρίς να παίξει βλέφαρο, σε μια επίδειξη γενναιότητας. Προτίμησε όμως να του προσφέρει την ικανοποίηση ότι ναι, έχει κύρος και πέραση, είναι ένας σκληρός και τρομερός αστυνομικός και ένας δυνατός άντρας. Έπεσε καταής και άρχισε να σφαδάζει, με το χέρι στο μάγουλο, σαν ποδοσφαιριστής που προσπαθεί να κερδίσει πέναλντι.
Στη συνέχεια μάς ανέβασαν πάνω. Μας πήγαν σ’ ένα γραφείο όπου μας πήραν τα στοιχεία. Ο Θάνος δεν είχε ταυτότητα και ήταν ανήλικος, εγώ είχα αλλά ήμουν επίσης ανήλικος, και μόνο ο τρίτος είχε και ταυτότητα και ήταν και άνω των δεκαοχτώ.
Ακολούθησε ο σωματικός έλεγχος. Πήγα πρώτος. Ένας μπάτσος με πήρε σε ένα μικροσκοπικό δωματιάκι, σαν ντουλάπα, με ένα γλόμπο να κρέμεται από το ταβάνι. Παράθυρα δεν είχε. Αφρολέξ στους τοίχους. (Για να πνίγει τις κραυγές των βασανιζόμενων, σκεφτόμουν, ή για να μην αυτοκτονήσει κανείς χτυπώντας το κεφάλι του στον τοίχο;) Έκλεισε την πόρτα. Με έβαλε να σταθώ με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια στον τοίχο. Τώρα, λέω μέσα μου, τέλειωσαν για τα καλά τα ψέματα. Ποιος ξέρει τι θα μου κάνει εδώ μέσα, κι άνθρωπος δε θα το μάθει.
Τελικά μου έκανε όντως σωματικό έλεγχο και τίποτε παραπάνω. Το μόνο που μου βρήκε, εκτός από πορτοφόλια, τσιγάρα και λοιπά αναμενόμενα, ήταν ένα μαχαιράκι. Ήταν μία λάμα από ελβετικό σουγιά, χωρίς το σουγιά −δηλαδή ένα τελείως άχρηστο πράγμα−, που για κάποιον λόγο κουβαλούσα μαζί μου. Μου το παρακράτησε.
Έψαξαν και τους άλλους δύο. Μετά μας έβαλαν να περιμένουμε σ’ ένα πάγκο στο διάδρομο.
Κάτσαμε εκεί και περιμέναμε για ώρες, χωρίς να ξέρουμε τι ακριβώς περιμένουμε. Ένστολοι και ασφαλίτες μπαινοβγαίνανε όλη την ώρα. Καθόμασταν ακίνητοι και αμίλητοι. Από καιρού εις καιρόν κάποιος μάς έριχνε μια ματιά και έλεγε: «Εσείς είστε οι μάγκες με την μπάρα; Καλά...» ή «Ποιος από εσάς είναι που είχε το μαχαίρι; Εσύ, ε; Καλά...»
Επί κάμποση ώρα δεν έγινε τίποτε άλλο. Αρχίσαμε να συνηθίζουμε την κατάσταση, και σιγά σιγά να χαλαρώνουμε. Μάλλον τελικά δεν υπάρχει τίποτε να περιμένουμε. Προφανώς δεν έχουμε μπλέξει· μας κρατούσαν απλώς για να μας τρομάξουν λίγο, να περνάει η ώρα τους. Πήραμε να ξεθαρρεύουμε. Κουνήσαμε πόδια. Σηκωθήκαμε να ξεμουδιάσουμε. Ξεκινήσαμε να ψιθυρίζουμε, ύστερα να μιλάμε κανονικά. Ζήτησα τα τσιγάρα μου και μου τα έδωσαν. Εντάξει· τα πράγματα ήταν αρκετά εντάξει.
Κάποια στιγμή ο Θάνος σηκώνεται και χτυπάει ευγενικά μία πόρτα όπου έγραφε «Αξιωματικός υπηρεσίας».
−Κύριε αξιωματικέ υπηρεσίας, θα μπορούσα παρακαλώ να πάρω ένα τηλέφωνο σπίτι μου να μην ανησυχούν;
Η πόρτα ήταν ανοιχτή κι εμείς καθόμασταν ακριβώς απ’ έξω, οπότε ακούγαμε ολοκάθαρα το τηλεφώνημα του Θάνου και ό,τι άλλο λεγόταν εκεί μέσα.
−Έλα μάνα, είμαι στο τμήμα. Όχι, μην ανησυχείς. Δεν είναι τίποτε σοβαρό, τα παιδιά είχαν σηκώσει μια μπάρα του δήμου. Ναι, ναι. Όχι. Άκου, μάνα: φέρε μολύβι και χαρτί να σημειώσεις κάτι. Γράφεις; (Άρχισε να λέει κάτι μακροσκελή νούμερα, με παύλες, καθέτους, τελείες, γράμματα.) Εντάξει, τα σημείωσες; Λοιπόν: το πρώτο είναι ο αριθμός ενός αστυνομικού που με χτύπησε και μ’ έριξε κάτω. Το δεύτερο είναι ο αριθμός του νόμου τον οποίο παραβίασε αυτός ο αστυνομικός χτυπώντας με. Ναι, όχι. Εντάξει ρε μάνα σου λέω! Ναι, γεια.
Εμείς ακούγαμε απ’ έξω κρατώντας την ανάσα μας. Είχαμε μείνει εμβρόντητοι από το θάρρος, την ευρηματικότητα και την ετοιμότητα αυτού του παλαβού. Και όσο μεν για τον αριθμό του μπάτσου, εξηγείται: την ώρα που έπαιζε το θέατρο ότι σπαρταράει από τους πόνους, είχε κρυφά την ψυχραιμία να κοιτάξει και να απομνημονεύσει το νούμερο που είχε γραμμένο κάπου στο πουκάμισό του. Αλλά το νόμο, πού στο διάβολο τον ήξερε; Μήπως είχε κατεβάσει τον αριθμό από την κεφαλή του, για να ψαρώσει εκείνος με τη σειρά του τον αξιωματικό υπηρεσίας;
Μόλις το ’κλεισε ο Θάνος, ο αξιωματικός, ένας πιο ηλικιωμένος και πιο ήρεμος μπάτσος, που τα είχε ψιλοχρειαστεί ακούγοντας το τηλεφώνημα, τον έπιασε στο πίτσι πίτσι:
−Τι είν’ αυτά παιδί μου; Αν σε χτύπησε κάποιος αστυνομικός, έπρεπε να έρθεις να το πεις κατευθείαν σε μένα. Είμαι σίγουρος ότι θα έγινε λάθος. Όλοι σ’ αυτό το τμήμα είναι εξαιρετικοί άνθρωποι. Ίσως δεν το ήθελε, μπλα μπλα μπλα... Τόσες ευθύνες, τόση κούραση...
Συνέχισε στον ίδιο τόνο, ουσιαστικά τόνο απολογίας. Ο Θάνος έβλεπε τόσο καθαρά όσο και ο αξιωματικός ότι οι όροι είχαν αντιστραφεί. Τώρα ο μπάτσος ήταν που είχε στριμωχτεί, και προσπαθούσε να ξεγλιστρήσει φλυαρώντας σπασμωδικά. Είχε φτάσει να γενικεύει σχετικά με το πόσο παρεξηγημένη είναι η αστυνομία από την κοινή γνώμη, πόσο δύσκολο και συχνά επικίνδυνο είναι το έργο της, πόσο θλίβεται προσωπικά ο ίδιος όταν ακούει ένα ολόκληρο γήπεδο, Ολυμπιακούς και Παναθηναϊκούς ενωμένους σε μια φωνή, να παιανίζουν «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι», και τα λοιπά. Ο Θάνος, απολαμβάνοντας τη θέση ισχύος όπου είχε έρθει, σιωπούσε. Θαυμάζαμε το ρεσιτάλ του: όταν ο χαμένος το ρίχνει στην παρλαπίπα, ο νικητής −αν θέλει να είναι πραγματικά αμείλικτος− δε λέει κουβέντα. Ο Θάνος ήταν ταλαντούχος!
Εν τω μεταξύ ο αξιωματικός συνέχιζε, με άλλο τροπάρι τώρα:
−Όσο για την πινακίδα, μπλα μπλα μπλα, ήμουν κι εγώ νέος, μη νομίζεις... Εντάξει, κάνατε ένα σφάλμα, όλοι κάνουμε. Μπλα μπλα μπλα, οι νέοι λειτουργείτε με το ένστικτο της αντίδρασης, και πολύ καλά κάνετε, εγώ σας κατανοώ, μπλα...
−Κύριε αξιωματικέ υπηρεσίας...
Ώπα! Μίλησε! Τώρα ή που θα τον κατατροπώσει, ή που θα τα χάσει όλα. Φόρτσα Θάνο!
−...Κύριε αξιωματικέ υπηρεσίας, μου επιτρέπετε;
−Μα φυσικά παιδί μου, λέγε.
−Σύμφωνα με τον Φρόιντ υπάρχουν μόνο δύο ένστικτα: της αυτοσυντήρησης και της αναπαραγωγής. Δεν έχω διαβάσει πουθενά να υπάρχει ένστικτο της αντίδρασης.
Ε, αυτό ήταν. Ο αγώνας είχε λήξει. Για τους τύπους έπαιξαν ακόμη ένα δυο λεπτά, μέχρι να εκπνεύσει ο χρόνος. Ύστερα μας έδωσαν τα πράγματά μας (εκτός από το μαχαίρι) και μας αμόλησαν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Άψογος ο Θάνος!!!
Το κακό είναι όμως πλέον, πως οι μπάτσοι δεν ψαρώνουν με τέτοιες "λεπτομέρειες" όπως οι νόμοι.
Στην Ελλάδα της ζαρντινιέρας, κατασκοτώνουν τον κοσμάκη και μετά πάιρνουν προαγωγή...
Φαντάσου... Οι γονείς μας μας έλεγαν: είστε η πρώτη γενιά που δε γνώρισε πόλεμο. Φαίνεται πως είμαστε επίσης η τελευταία γενιά όπου ένας δεκαεφτάχρονος μπορούσε να πουλήσει πνεύμα σε έναν μπάτσο χωρίς να θέσει σε (βέβαιο τουλάχιστον) κίνδυνο τη ζωή και την ακεραιότητά του.
Σ' ευχαριστώ για την παρατήρηση, Τριπ. Κυοφορείται ένας ολόκληρος κύκλος από "αστυνομικές ιστορίες". Κάποια στιγμή θα έρθουμε και σ' αυτό.
Δημοσίευση σχολίου