Κάποτε παραθέριζα σε ένα νησί, φιλοξενούμενος μιας φιλικής οικογένειας ντόπιων. Προέκυψε κάποια δουλειά στην Αθήνα, και χρειάστηκε να πεταχτώ για μια δυο μέρες και να γυρίσω. Ταξίδευα σχεδόν χωρίς αποσκευές. Είχα μόνο ένα ταγάρι με μερικά χρειώδη.
Το καράβι έφτανε στο νησί κάποια άγρια ώρα μες στη βαθειάν αυγή, κατά τις έξι, νομίζω. Έχει ένα καφενείο στο λιμάνι, όπου θεώρησα καλό να κάτσω να πιω έναν καφέ μέχρι την ώρα που ξυπνάν οι τίμιοι νοικοκυραίοι, για να μην τους χτυπάω τις πόρτες πάνω στο γλυκοΰπνι.
Το λιμάνι είναι λίγο παραέξω από την πόλη, και άρα και από την κίνηση. Γενικά περνάνε από κει κυρίως όσοι έχουν δουλειά στο λιμάνι. Οι περαστικοί μάλλον σπανίζουν. Ιδίως μάλιστα τέτοια ώρα, κυκλοφορούσαν μόνο όσοι είχαν μόλις κατέβει από το καράβι μαζί μου, και όσοι είχαν ξεπροβοδίσει φίλους τους που έφευγαν. Δε θυμάμαι αν υπήρχαν άλλοι πελάτες στο καφενείο την ώρα που έκατσα· ίσως να είχε μερικούς. Πάντως κατά τις εφτάμιση που σηκώθηκα να φύγω επικρατούσε ερημία.
Ξεκινάω λοιπόν να πάω στο σπίτι των φίλων μου. Μόλις πριν βγω από το χώρο του λιμανιού, ακούω μια φωνή πίσω μου: «Φίλε, να σου πω λίγο;»
Γύρισα. Ένας κοντός τύπος μού έδειχνε την ταυτότητά του. «Ασφάλεια. Πρέπει να μας ακολουθήσεις.»
Άκου ασφάλεια! Το αστείο είναι παλιό. Το πρόβλημα ήταν ότι, όσο κι αν τον κοίταγα, δεν μπορούσα να θυμηθώ ποιος ήταν αυτός ο χιουμορίστας. Είναι κάτι που μου συμβαίνει συνέχεια. Έχω δυσκολία με τις φάτσες, με τα ονόματα και με το να συνδέω φάτσες με ονόματα. Όλη την ώρα έρχονται διάφοροι και μου λένε «Πού ’σαι ρε κολλητέ;» και τέτοια, και δεν μπορώ να θυμηθώ ποιοι είναι και πότε τους γνώρισα. Σ’ αυτές τις φάσεις πάντα κομπλάρω: αντί να δείξω ξεκάθαρα −ή και να το πω ευθέως στον άνθρωπο− ότι δεν τον θυμάμαι, κάθομαι εκεί και λέω γενικότητες, με την ελπίδα ότι θα μου δώσει κάποιο κλου, π.χ. «Ωραία περάσαμε τις προάλλες στου Βαγγέλη», ώστε να τον θυμηθώ. Καμιά φορά πιάνει.
Έτσι λοιπόν και τώρα. Έκατσα εκεί να κοιτάω τον κοντό, χαμογελώντας ευγενικά και αμήχανα (τουτέστιν ηλίθια), χωρίς να λέω τίποτε. Ή ίσως και να είπα «Α έτσι, ε; Ωραία...» ή κάτι εξίσου πνευματώδες.
−Φίλε, έλα μαζί μας. Πρόκειται για έναν έλεγχο.
Εξακολουθούσε να μου δείχνει την ταυτότητά του. Τελικά την κοίταξα πιο προσεκτικά. Αν και έμοιαζε με την κοινή αστυνομική ταυτότητα που κουβαλάμε όλοι, στην πραγματικότητα έλεγε ότι ο κοντός είναι μπάτσος. Και από το πουθενά είχε ξεφυτρώσει κι ένας δεύτερος, που συγκατένευε. Προφανώς ήταν μπάτσοι. Ωστόσο διατηρούσα και μια σπίθα δυσπιστίας: να τη στήνουν όταν έρχεται το καράβι, το ’χω ξανακούσει. Αλλά τώρα το καράβι είχε φύγει εδώ και μιάμιση ώρα, και ήμουν σχεδόν ο μοναδικός άνθρωπος εκεί γύρω. Δηλαδή τι διάολο, με αναζητούσαν προσωπικά; Πάντως τους ακολούθησα.
Εκεί πιο πέρα, ανάμεσα σε κάτι δέντρα, είχαν παρκαρισμένο το ασφαλίτικο. Μας περίμενε ο τρίτος. Δε με έβαλαν μέσα, όπως φανταζόμουν. Σταθήκαμε εκεί όλοι μαζί.
−Ταυτότητα;
Του την έδωσα.
−Πώς λέγεσαι; (σε άπταιστο ενικό).
Αναλφάβητος ήταν; Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτή την ερώτηση την κάνουν πάντα μόλις τους δώσεις την ταυτότητα. Εδώ μαθαίνουμε ότι στις Πανελλήνιες οι σχολές αστυνομίας έχουν πλέον ψηλότερες βάσεις από τη Φιλολογία και τη Νομική, ότι δηλαδή έχουν γίνει η επιλογή της ιντελιγκέντσιας, κι αυτοί δεν ξέρουν ανάγνωση; Του είπα πώς με λένε.
−Πού μένεις;
Του είπα πού μένω.
−Και γιατί ήρθες στο νησί;
Του είπα γιατί ήρθα.
−Τι έχεις εδώ;
Μου πήρε το ταγάρι. Το ακούμπησε πάνω στο παχύ στρώμα σκόνης με το οποίο καμουφλάριζαν το καπώ του ασφαλίτικου, και ετοιμάστηκε να το αδειάσει.
−Ε... μήπως γίνεται να το βάλουμε κάπου πιο καθαρά; αποτόλμησα.
Χωρίς να εκδηλώσει κάποια ξεχωριστή χαρά για το σχόλιό μου, άνοιξε την πόρτα και έβαλε το ταγάρι (που ομολογουμένως ήταν μες στην μπίχλα, αλλά αυτό δεν ήταν λόγος να μου το λερώσουν κι άλλο) πάνω στο κάθισμα. Έβγαλε τα πράγματα ένα ένα. Μπλούζα. Σώβρακο. Βιβλίο. Οδοντόβουρτσα. Μπουκάλι νερό. Άδεια χαρτάκια από νεσκαφέ. Μπαλάκι από αλουμινόχαρτο. Ώπα! Εδώ είμαστε. Μπαλάκι από αλουμινόχαρτο! Προφανώς γεμάτο με μη νόμιμες ουσίες. Το ξετύλιξε προσεκτικά, το εξέτασε, δε βρήκε σε πρώτη φάση τίποτε ενοχοποιητικό (ήταν από το σάντουϊτς που είχα φάει στο καράβι), το ξανατύλιξε και το κράτησε.
−Και εδώ τι έχεις;
Φορούσα μια μπανάνα στη μέση μου. Άρχισε κι αυτήν να την αδειάζει. Τώρα το θέμα είναι ότι, αντίθετα προς το ταγάρι που το είχα ετοιμάσει ειδικά γι’ αυτό το ταξίδι και είχε πέντε συγκεκριμένα πράγματα όλα κι όλα, την μπανάνα τη φόραγα όλο το καλοκαίρι (και τα δυο τρία προηγούμενα καλοκαίρια επίσης), και πολύ σπάνια είχα ασχοληθεί να την αδειάσω από τα περιττά που μαζεύονταν εκεί μέσα. Έτσι, εκτός από το πορτοφόλι μου, τα κλειδιά μου και τα καπνά - χαρτάκια - αναπτήρα, είχε κι ένα σωρό σαβούρα: κέρματα, κουμπιά, άμμο, παλιά εισιτήρια πλοίων και αεροπλάνων, διάφορα χαρτιά με σημειώσεις, άδεια πακέτα από καπνό, και ό,τι άλλο βρίσκεται συνήθως στα τσαντάκια όχι πολύ τακτικών ανθρώπων.
Τα εξέτασε όλα εξονυχιστικά. Φυσικά κοίταξε με ιδιαίτερη προσοχή τα καπνά, γεμάτα και άδεια, εις αναζήτησιν −τι άλλο;− μη νόμιμων ουσιών. Άνοιξε όλα τα τσεπάκια και τα παρατσεπάκια, μέχρι και μερικά που ούτε εγώ δεν ήξερα ότι υπάρχουν. Τίναξε την μπανάνα, και μελέτησε επισταμένως την άμμο και τα τρίμματα καπνού που έπεσαν. Ψαχούλεψε το πορτοφόλι μέσα έξω. Έδειχνε να έχει ακλόνητα στερεωμένη στην ψυχή του την πεποίθηση ότι ήμουν φορτωμένος με μη νόμιμες ουσίες, οι οποίες δεν έμενε παρά να εντοπιστούν.
Από όλα τα ευρήματά του, το τελευταίο που δεν είχε ξετινάξει ήταν ένα πιρπίγκι. Το πιρπίγκι είναι ένα μικρό καλάμι, ανοιχτό από τη μια μεριά, κλειστό από την άλλη και με μία εγκοπή σε σχήμα U στο πλάι. Αν είσαι πολύ φιλύποπτος και συνάμα παντάπασιν άσχετος, μπορεί να το θεωρήσεις ως κάποιο είδος πίπας ή επιστόμιου για τσιγάρο (και δη για τσιγάρο που πιθανότατα περιέχει μη νόμιμες ουσίες). Στην πραγματικότητα όμως είναι εξάρτημα της τσαμπούνας. Φυσώντας το, το γλωσσίδι που σχηματίζει η εγκοπή πάλλεται, και έτσι παράγεται ένας τσιριχτός ήχος που θυμίζει κλάξον: πιιιιιι! Όταν το προσαρμόσεις στην κανονική του θέση μέσα στο όργανο, ο ήχος αυτός γίνεται πιο γλυκός και παίζει μελωδίες. Ο ασφαλίτης το πήρε με περιέργεια και πιθανώς με κάποια κρυφή ελπίδα ότι επιτέλους με τσάκωσε. Το κοίταξε από εδώ, το κοίταξε από εκεί, αλλά άκρη δεν έβγαλε.
−Τι είναι αυτό;
−Πιρπίγκι, είπα με ύφος.
Πιρπίγκι είναι μία πολύ ύποπτη λέξη: θυμίζει «τσελέμι» (που είναι στ’ αλήθεια είδος πίπας για μη νόμιμες ουσίες), «τσιμπούκι» και άλλα τέτοια υποκοσμικά.
−Δηλαδή;
−Για δώσ’ το μου λίγο.
Έτεινα το χέρι μου για να μου το δώσει. Εκείνος τράβηξε το δικό του μακριά, σαν παιδάκι που φοβάται μην του πάρουν το παιχνίδι. Επέμεινα φιλικά:
−Έλα, δώσε μου να σου δείξω πώς δουλεύει.
Τελικά μου το έδωσε. Το έβαλα στο στόμα μου και τράβηξα ένα γερό κορνάρισμα: πιιιιιιι!!
Οι μπάτσοι κοιτούσαν και άκουγαν, εν σιγή. Το πιρπίγκι μου τους είχε απογοητεύσει. Όχι απλώς δεν ήταν όργανο κανενός εγκλήματος, αλλά τους είχε ξεγελάσει ότι ήταν· κι από πάνω τους κορόιδευε μ’ αυτό τον γελοίο ήχο του.
−Καλά. Σήκω φύγε και... μη σε ξανατσακώσουμε, γιατί δε θα είμαστε τόσο επιεικείς, είπαν και με αποχαιρέτησαν.
Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
απολαυστικές οι ιστορίες σου...
Δημοσίευση σχολίου