ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Γεια σας. Στα «Καρπάθικα Ημερολόγια», που πλέον γράφονται από την Αθήνα το Ηράκλειο, δημοσιεύω σκέψεις και ιδέες που με απασχολούν και που προέρχονται από οτιδήποτε μπορεί να είδα, άκουσα, έζησα.
Για να είμαστε σύμφωνοι με τους κανόνες του παιχνιδιού, θα διατηρήσουμε την ανωνυμία μας. Ο σκοπός βέβαια δεν είναι να κρυφτούμε πίσω από ένα ψευδώνυμο για να πούμε όσα δε θα τολμούσαμε να πούμε ενυπόγραφα, γι' αυτό και κάθε σχολιαστής είναι φυσικά ελεύθερος να υπογράφει όπως θέλει, επωνύμως ή ψευδωνύμως. Ωστόσο, θέλω να μείνουμε σταθεροί σ' αυτή την έστω και σχετική ανωνυμία, δηλαδή να μη δημοσιεύουμε το όνομα του άλλου αν το ξέρουμε.
Όταν απαγορευτεί η ανωνυμία, βλέπουμε...

Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ (Μια ιστορία στην Ικαρία)

Ο θέλων μουσικήν μαθείν και θέλων επαινείσθαι
θέλει πολλάς υπομονάς, θέλει πολλάς ημέρας.

Γάμησέ τα: πολλάς υπομονάς δε λέει τίποτα! Στο αυτοβιογραφικό Bad Piper's blues και σε άλλα κείμενα αυτής της στήλης έχω μερικές από τις ιστορίες του πώς έμαθα και προσπαθώ ακόμη να μαθαίνω μουσική. Είμαι πεπεισμένος ότι η μουσική δε μαθαίνεται με τα χάδια παρά μόνο με τις σφαλιάρες. Ασφαλώς και η διαδικασία αυτή έχει ανεκτίμητες χαρές. Αλλά όποιος φαντάζεται ότι οι χαρές αυτές είναι τζάμπα ή έστω ότι παρέχονται σε χαμηλό κόστος, σύμφωνα με την προσωπική μου εμπειρία πλανάται κάργα.
Η ιστορία που ακολουθεί παρουσιάζει την πιο πρόσφατη σφαλιάρα που έφαγα προσπαθώντας να μάθω. Η ιστορία εκτυλίχθηκε στην Ικαρία, οπότε κρίνεται αναγκαία μια εισαγωγή σχετικά με την Ικαρία: τι είναι αυτό το μέρος σύμφωνα με όσα γνωρίζω και με όσα αφορούν τη μουσική.

Την Ικαρία την έχω επισκεφθεί δύο φορές στο παρελθόν. Και οι δύο επισκέψεις ήταν αποτυχημένες, για διάφορους λόγους. Ούτε καλά πέρασα, αλλά ούτε και μπόρεσα να μορφώσω μία ψύχραιμη προσωπική άποψη για το μέρος και για το αν ισχύουν ή όχι τα λεγόμενα περί αυτού.
Τα λεγόμενα τα έχει λίγο πολύ υπόψη του ο καθένας (βλ. π.χ. εδώ). Η Ικαρία είναι από τα κατεξοχήν νησιά που έχουν γίνει αντικείμενο σύγχρονης μυθολογίας: και καλά είναι εντελώς ιδιαίτερο μέρος, οι Καριώτες είναι τόοοοσο χαλαροί, υπάρχει μια άλλη αίσθηση του χρόνου, έχει μια ενέργεια κλπ.. Όλοι έχουν ακούσει για τον περίφημο φούρνο που λειτουργεί χωρίς μαγαζάτορα και μπαίνεις, παίρνεις μόνος σου το ψωμί σου και αφήνεις τα λεφτά. Όλοι έχουν επίσης ακούσει για τα εμπορικά μαγαζιά που ανοίγουν το βράδυ αντί την ημέρα. Και οι περισσότεροι ξέρουν προσωπικά κάποιον φίλο ενός γνωστού εκείνου του τουρίστα που ρώτησε μια γιαγιά τι ώρα είναι κι εκείνη του απάντησε «γιατί παιδί μου, θα πάρεις αντιβίωση;». Επίσης φημίζονται για γενικότερα αντισυμβατικοί.
Η Ικαρία είναι επίσης ξακουστή για τα πανηγύρια της. Δεν έχω βρεθεί ποτέ σε καριώτικο πανηγύρι. Από διασταύρωση διάφορων πληροφοριών είχα καταλήξει στην εξής εικόνα:
Πρόκειται για ένα μέρος που είχε αναπτύξει πλούσια και ιδιαίτερη λαϊκή μουσικοχορευτική παράδοση. Μέσα στις τελευταίες γενιές η παράδοση αυτή χάθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά, σα να τη σάρωσε κανένα κύμα. Έμεινε ζωντανό ένα μοναδικό δείγμα της, ο Ικαριώτικος χορός. Όλα τα υπόλοιπα έσβησαν και ξεχάστηκαν: κανείς δεν παίζει τα τοπικά όργανα, κανείς δεν ξέρει ικαριώτικα τραγούδια εκτός από τρία-τέσσερα, κανείς δε χορεύει άλους τοπικούς χορούς εκτός από αυτό τον ένα. Τα πανηγύρια μπορεί να είναι συχνά, με μεγάλη προσέλευση και με πολύ κέφι, αλλά δεν παύουν να είναι βασικά αφορμές για διασκέδαση, χωρίς περαιτέρω λειτουργική διάσταση -με την έννοια ότι απλώς πας για να σου παίζουν μουσική και να χορέψεις.
Γενικώς δηλαδή, πέρα από τα μεμονωμένα παλιά στοιχεία που μπορεί να υπάρχουν ακόμη, ο ιστός της παράδοσης έχει χαθεί.
Αντίθετα όμως από όλη αυτή την ισοπέδωση, ειδικά ο καριώτικος χορός (εξακολουθώ πάντα να περιγράφω την εικόνα που είχα σχηματίσει πριν τη στιγμή που αρχίζει η ιστορία) παραμένει λειτουργικά ζωντανός. Τόσο οι οργανοπαίχτες όσο και οι χορευτές εξακολουθούν όπως παλιά να αναδημιουργούν κάθε φορά κάτι που είναι ταυτόχρονα καινούργιο αφενός, προϊόν της συγκεκριμένης στιγμής και διάθεσης και του εκάστοτε συνδυασμού προσώπων που συμμετέχουν, και παλιό αφετέρου, πιστό στην «παράδοση» και στους όρους υπό τους οποίους διαμορφώθηκε. Το πώς επικοινωνούν οι μουσικοί με τους χορευτές και πώς ο καλός χορευτής βοηθάει τον καλό οργανοπαίχτη και τανάπαλιν εξηγείται και παρουσιάζεται με γοητευτικό και πειστικό τρόπο σ' αυτό το ντοκιμαντέρ της σειράς «Ελλήνων Δρώμενα», αλλά τεκμηριώνεται και από πολλές αφηγήσεις γνωστών που έχουν πάει ή και που είναι Καριώτες οι ίδιοι.

Η προσωπική μου εμπλοκή με τη μουσική της Ικαρίας είναι η εξής: Ξέρω ότι ο Καριώτικος παίζεται στο βιολί, και είναι κάτι ανάμεσα σε αυτοσχεδιασμό και σταθερή σύνθεση. Υπάρχει μία παρακαταθήκη από μουσικές φράσεις, που τις περισσότερες τις έχουν κληρονομήσει οι σημερινοί μουσικοί από τους παλιότερους αλλά κάποιες τις έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι. Το πώς συνδυάζονται αυτές οι φράσεις για να βγει «ένας» καριώτικος είναι μια τεχνική ημιαυτοσχεδιασμού που εξαρτάται από τον κάθε βιολιτζή, το χωριό καταγωγής του, το χωριό όπου παίζει, τους χορευτές που χορεύουν εκείνη τη στιγμή κλπ.. Πάνω στο μεράκι της στιγμής κάποιοι βγάζουν και καινούργιες φράσεις, μερικές εκ των οποίων μπορεί σιγά σιγά να καθιερωθούν και να προστεθούν στο κοινό ταμείο. Η βασική αίσθηση παραμένει πάντα η ίδια, αλλά δεν υπάρχουν δύο ίδιες ηχογραφήσεις καριώτικου ακόμη κι από τον ίδιο βιολιτζή.
Ξέρω επίσης ότι παλιότερα το βασικό όργανο του καριώτικου, όπως και όλης της καριώτικης μουσικής, ήταν η λύρα. Η λύρα δεν παίζεται πια, αλλά υπάρχουν κάποιες λιγοστές ηχογραφήσεις, που δίνουν μια κάποια εικόνα. Συγκρίνοντας τις ηχογραφήσεις λύρας μ' αυτές του βιολιού είναι σαφές ότι το βιολί πήγε τα πράγματα αρκετά πιο πέρα. Οι λυράρηδες είχαν δημιουργήσει μία παράδοση (παρακαταθήκη μουσικών φράσεων και τρόποι αυτοσχεδιαστικού συνδυασμού και καθαρά αυτοσχέδιας δημιουργίας) που στηριζόταν στις μουσικές δυνατότητες του οργάνου τους. Το βιολί όμως έχει διαφορετικές μουσικές δυνατότητες: μπορεί να παίξει σχεδόν ό,τι και η λύρα -εκτός από κάποια πράγματα που είναι καθαρά λυρίστικα- καθώς και πολλά επιπλέον. Οι βιολιτζήδες λοιπόν παρέλαβαν μεν ό,τι τους παρέδωσαν οι λυράρηδες, εμπλούτισαν όμως την παράδοση με στοιχεία που βασίζονται στις δυνατότητες του νέου οργάνου και που δεν υπήρχαν πριν.
Ακόμη παλαιότερα ο καριώτικος παιζόταν στην τσαμπουνοφυλάκα, δηλαδή στην τσαμπούνα όπως ονομάζεται στην Ικαρία. Και πάλι ό,τι έπαιζαν στηριζόταν στο τι είναι δυνατόν να παιχτεί από το συγκεκριμένο όργανο. Η σχέση τσαμπούνας και λύρας είναι ανάλογη με τη σχέση λύρας και βιολιού: και πάλι δηλαδή, η λύρα μπορεί να παίξει σχεδόν ό,τι και η τσαμπούνα, κάποια πράγματα δεν μπορεί να τα αποδώσει, και μπορεί και αρκετά που δεν μπορεί η τσαμπούνα. Οι λυράρηδες λοιπόν πρόσθεσαν κι αυτοί το λιθαράκι τους στην παράδοση που τους άφησαν οι τσαμπουνιέρηδες, προσθαφαιρώντας στοιχεία ανάλογα με τις δυνατότητες του οργάνου τους.
Η τσαμπούνα χάθηκε από το νησί νωρίτερα από τη λύρα, και δεν έχει αφήσει σχεδόν καθόλου ίχνη. Υπάρχουν ελάχιστες αποσπασματικές ηχογραφήσεις, όλες ιδιωτικές, πουθενά δεν έχουν δημοσιευτεί φωτογραφίες ή περιγραφές ή πληροφορίες, κι έτσι σήμερα δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε για την καριώτικη τσαμπούνα.
Κάποτε μου μπήκε η ιδέα να ψάξω να βρω πώς μπορεί να ήταν ο ικαριώτικος της τσαμπούνας. Ήδη το πώς είναι ο ικαριώτικος του βιολιού δεν είναι απλή υπόθεση, γιατί αν ακούσεις μία ηχογράφηση, δεν πάει να 'ναι και του καλύτερου, και τη μάθεις απέξω δεν έχεις μάθει τίποτε. Πόσο μάλλον με την τσαμπούνα, όπου πρέπει να πας δύο στάδια πιο πίσω, εκεί όπου δεν υπάρχει ούτε ζωντανή πράξη ούτε άμεσα τεκμήρια.
Είναι σαφές ότι το ζήτημα δεν είναι ποια περάσματα του σημερινού ικαριώτικου μπορούν να παιχτούν στην τσαμπούνα. Αυτό θα σήμαινε απλώς να πετάξουμε έξω το 80% της μουσικής και να κρατήσουμε τα αποφάγια. Αφού οι μαρτυρίες λένε ότι παλιά (όπως άλλωστε και σήμερα) ο καριώτικος χορευόταν για ώρες ή και για μια ολόκληρη νύχτα, αποκλείεται η μουσική του να στηριζόταν σε αποφάγια. Θα ήταν σίγουρα εξίσου πλούσια και πρόσφορη για διαρκή αναδημιουργία όπως και σήμερα, απλώς τα δεδομένα (δηλαδή η παρακαταθήκη μουσικών φράσεων) και ο τρόπος αξιοποίησής τους στηριζόταν στο τι μπορεί να κάνει μία τσαμπούνα κι όχι στο τι μπορεί να κάνει ένα βιολί.
Το ζήτημα είναι: τι μπορεί να κάνει μία τσαμπούνα, που να το ακούσει ο Καριώτης (που δεν έχει ξανακούσει τσαμπούνα, εκτός αν είναι 90 χρονών) και να το αναγνωρίσει αυθόρμητα ως καριώτικο, και να το χορέψει με κέφι και χωρίς να αισθάνεται ότι κάνει μουσειακή αναβίωση;
Άρχισα να μαζεύω σκόρπια στοιχεία και ενδείξεις όπου τα έβρισκα: στις ελάχιστες και αποσπασματικές ηχογραφήσεις καριώτικης τσαμπούνας που έπεσαν στα χέρια μου, σε δοξαριές της λύρας και του βιολιού που υπέθετα ότι πιθανώς αποτελούν επιβιώματα της παλιότερης παράδοσης, σε έμμεσες πληροφορίες και περιγραφές, σε μουσικές άλλων νησιών. Με βοήθησε σ' αυτό μια φίλη Καριωτίνα, που δεν ξέρει μουσική αλλά έχει ασχοληθεί πολύ μεθοδικά με το χορό στο νησί. Κατήρτισα ένα δικό μου υποθετικό κόρπους μουσικών φράσεων, με τις οποίες προσπάθησα να ανασυστήσω έναν «καριώτικο» ακολουθώντας αυτή την ημιαυτοσχεδιαστική τεχνική. Η φίλη μου άκουγε και χόρευε, και σχολίαζε: Αυτό χορεύεται, κράτα το. Εκείνο δε χορεύεται, πέτα το.
Αυτή η αναζήτηση άρχισε το 2002. Στα οχτώ χρόνια που πέρασαν από τότε, καθώς συνολικά η γνώση και η κατανόησή μου για τη μουσική της τσαμπούνας προχωρούσε, κάθε τόσο ξανάπιανα τον καριώτικο και τον ξαναδούλευα. Εδώ και κάνα χρόνο περίπου μου δόθηκαν μερικές ευκαιρίες να τον δοκιμάσω στα πόδια πραγματικών χορευτών, γιατί φυσικά μόνο έτσι μαθαίνεις να παίζεις -άμα κάθεσαι σπίτι σου και απλώς συνδυάζεις μουσικές φράσεις βάσει έρευνας και συλλογισμού δεν είσαι μουσικός, είσαι θεωρητικός. Οι θεωρητικοί είναι άχρηστοι σ' ένα γλέντι.

Και φτάνουμε στην ιστορία μας:

Μας καλούν στην Ικαρία, δύο φίλους που παίζουμε μαζί μουσική (τσαμπούνες) και εμένα, να παίξουμε δυο βραδιές. Προσωπικά θεώρησα ότι πρόκειται για μια σημαντική πρόκληση: το να παίξουμε σε αμιγές καριώτικο κοινό, με όλη τη φήμη χορευταράδων και μερακλήδων που έχουν, μας έθετε πολύ ψηλά τον πήχυ. Αν καταφέρουμε να τους γλεντήσουμε, θα είμαστε μάγκες.
Κυριότατα όμως θα είχα την ευκαιρία να δοκιμάσω τον καριώτικό μου σε πραγματικές συνθήκες, και να δω ποια από τα προϊόντα της θεωρητικής μου αναζήτησης αντέχουν στη σύγκριση με την πραγματικότητα, ποια είναι απορριπτέα, και τι διορθώσεις / βελτιώσεις πρέπει να κάνω μέχρι να μπορώ στ' αλήθεια να πω «παίζω Καριώτικο στην τσαμπουνοφυλάκα».
Μας είχαν ορμηνέψει ότι οι Καριώτες δεν έρχονται εύκολα στο κέφι, όταν όμως έρθουν είναι χειμαρρώδεις. Επίσης, ότι παραδόξως αγαπούν πολύ την τσαμπούνα, παρόλο που κανείς ντόπιος δεν παίζει εδώ και δεκαετίες. Χειμαρρώδες κέφι μποορεί να σημαίνει γνήσιο μερακλήκι, μπορεί όμως και να σημαίνει γιούργια κι όποιον πάρει ο Χάρος. Γενικώς πήγα εκεί με την ψυχολογία εκείνου που πρόκειται να διαπιστώσει επιτέλους αυτοπροσώπως ποια πραγματικότητα κρύβεται πίσω από τις αόριστες και αντιφατικές φήμες περί των περίφημων καριώτικων γλεντιών, που το μόνο κοινό τους σημείο είναι ότι σ' εκείνο το νησί γίνεται κάτι το ιδιαίτερο, και εκείνου επισης που έχει διάθεση να κριθεί αναμετρώμενος με αυτή την πραγματικότητα.

Και τελικά τι έγινε;

Εντάξει. Θα έλεγα ότι ο καριώτικός μου είχε αρκετούτσικη επιτυχία, ούτε τρελό σουξέ ούτε και γείωμα, κάτι ενδιάμεσο. Τη σφαλιάρα την έφαγα εκεί που δεν την περίμενα, όχι στον καριώτικο.
Το δεύτερο βράδυ μας είχαν καλεσμένους σε μια βάφτιση, όπου θα παίζαμε για λίγο ως διάλειμμα, ενώ οι βασικοί μουσικοί ήταν η κομπανία ενός Καριώτη βιολιτζή. Για τον συγκεκριμένο βιολιτζή είχα ακούσει από την Αθήνα τα καλύτερα, όπως «Αν πάτε Ικαρία, αν είστε τυχεροί θα τον πετύχετε και αν είστε πολύ τυχεροί θα τον βρείτε και στα ντουζένια του».
Τον πετύχαμε λοιπόν. Προσωπικά τον βρήκα πράγματι πολύ καλό. Οι Καριώτες φίλοι μας είχαν κάποιες επιφυλάξεις, όχι πως τον απέρριπταν κιόλας, αλλά εν πάσει περιπτώσει με άλλα μέτρα κρίνει ο ντόπιος που λαμβάνει υπόψη του χίλια δυο και με άλλα εγώ που απλώς ακούω δοξαριές.
Κάποια στιγμή γίνεται η σχετική συνεννόηση και η κομπανία μάς παραχωρεί τη θέση της. Ήμασταν τρεις, ο καθένας θα έπαιζε από λίγη ώρα τσαμπούνα με τραγούδι και συνοδεία στα άλλα όργανα από τους υπόλοιπους, συν ένας τέταρτος, ο Καριώτης φίλος που μας τα είχε κανονίσει όλα αυτά, που παίζει κι αυτός τσαμπούνα -μαθαίνει κι έχει μόλις φτάσει σε επίπεδο να κάνει τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις.
Ο Καριώτης προφανώς θα έπαιζε καριώτικο (με ανάλογους τρόπους όπως κι εγώ έχει διαμορφώσει κι εκείνος τον προσωπικό του Καριώτικο της τσαμπουνοφυλάκας). Εγώ, μετά από οχτώ χρόνια προετοιμασίας, εννοείται ότι θα έπαιζα επίσης καριώτικο. Οι άλλοι δύο, προφανώς θα έπαιζαν κάτι άλλο.
Ξεκινάμε λοιπόν. Ο ένας από τους άλλους δύο αρχίζει μια σειρά νησιώτικα συρτά. Εγώ έπαιζα λαούτο και τραγουδούσα, και είχαμε συνεννοηθεί ότι ανάλογα με την ανταπόκριση που βλέπαμε από κάτω θα έπαιρνα εγώ την πρωτοβουλία πότε να γυρίσουμε σε άλλο τραγούδι ή αν θα συνεχίσουμε το ίδιο, με περισσότερες ή λιγότερες στροφές κλπ., ώστε αν μεν χορεύουν κι έχουν κέφι να τους «βαρέσουμε» μέχρι να τα δώσουν όλα, αν πάλι δεν έχουν να μη γίνουμε κουραστικοί.
Το πρώτο τραγούδι του σετ ήταν η Τράτα μας η κουρελού. Σχεδόν αμέσως σηκώθηκαν κάμποσοι κι έπιασαν να χορεύουν. Σύντομα όμως, αντί για τα κλασικά βήματα του συρτού άρχισαν να κάνουν κάτι περίεργα. Έμοιαζαν σαν μιμητικές κινήσεις, όπως σε διάφορους αστείους αποκριάτικους χορούς που υπάρχουν σε κάμποσα μέρη. Σημειωτέον ότι στην Ικαρία υπάρχει η συνήθεια να χορεύουν το «Πιπέρι», που είναι ένας τέτοιος χορός, όχι τις Απόκριες αλλά ολογυρίς το χρόνο, πράγμα που μου φαίνεται εντελώς καφρίλα -χάνει όλο το νόημα και τη χάρη του. Στην Τράτα λοιπόν χόρευαν με κάτι κινήσεις που δεν έχουν μεν σχέση με το Πιπέρι, θύμιζαν όμως άλλα αποκριάτικα. Συγκεκριμένα σε κάποια φάση ο καθένας έσκυβε, περνούσε το ένα χέρι μέσα από τα σκέλια του και έπιανε το άλλο χέρι του διπλανού του, που δεν ήταν πια διπλανός αλλά πίσω από την πλάτη του, σχηματίζοντας έτσι μια παράξενη χορευτική αλυσίδα. Αυτό υπάρχει σε κάποιους αποκριάτικους χορούς που παλιά θεωρούνταν τόσο σκανδαλιστικά άκομψοι και άπρεποι ώστε χορεύονταν μόνο σε στενή παρέα, όχι δημόσια.
Έβλεπα αυτή την παράξενη εξέλιξη του χορού, και έχοντας στο νου μου τους συνειρμούς με αποκριάτικα, την πληροφορία ότι οι Καριώτες τα αποκριάτικα τα έχουν για παντός καιρού, και κάποιες τάσεις που είχα παρατηρήσει το προηγούμενο βράδυ να εξελίσσουν τους χορούς σε κλωτσοπατινάδα από το υπερβάλλον και ενεξέλεγκτο κέφι, αντιλήφθηκα ότι το πράγμα πάει να παρεκτραπεί από κόσμιο και μερακλήδικο χορό σε ανούσιο χαβαλέ για γκρούβαλους (χαρακτηριστική καριώτικη λέξη που σημαίνει, μεταξύ άλλων, όσους χορεύουν σαν τα γίδια - κυριολεκτικά μάλιστα θα πει "τραγιά την εποχή του ζευγαρώματος", αν και σήμερα δηλώνει κυρίως μία ειδική κατηγορία τουριστών στην Ικαρία). Με συναίσθηση λοιπόν ότι ο ρόλος του μουσικού δεν είναι απλώς να βαράει πενιές αλλά να είναι ο διαχειριστής του γλεντιού, άλλαξα από την Τράτα σε άλλο τραγούδι. Πράγματι, ο χορός επανήλθε στο φυσιολογικό πιάσιμο και βηματισμό, και συνέχισε με όρεξη και ομορφιά για κάμποση ώρα.
Έλα όμως που αργότερα, αφού είχαμε τελειώσει και έπαιζαν πάλι τα βιολιά, ήρθε στο τραπέζι μας ο νοικοκύρης του γλεντιού, ο πατέρας που βάφτιζε. Αυτό τον τύπο τον είχα ήδη μπανίσει σε διάφορες φάσεις του χορού, και είχα παρατηρήσει ότι είναι πραγματικός μερακλής, χόρευε ωραία, ταπεινά και λεβέντικα, χωρίς ούτε περιττές ακροβασίες ούτε κανενός είδους άκυρη φιγούρα, και όποτε ήταν πρωτοχορευτής παρέσυρε και τους υπόλοιπους σε κομψά και μερακλήδικα φερσίματα στο χόρό. Ήρθε λοιπόν να μας ευχαριστήσει, να μας τονίσει πόσο σπουδαίο είναι που ξανακούστηκε η τσαμπούνα στο νησί κλπ.. Έκανε όμως την παρατήρηση ότι κρίμα που τους χάλασα την Τράτα. Απόρησα, γιατί είχα αντιθέτως την εντύπωση ότι απέτρεψα την καφρίλα και έσωσα το χορό. Μου λέει λοιπόν:
-Δεν ξέρω για τα άλλα νησιά, αλλά στην Ικαρία η Τράτα δεν είναι συρτό. Δεν είδες που σηκώναμε μπατζάκια; (Είδα.) Δεν είδες που κάναμε ότι τραβάμε; (Είδα.) Ε λοιπόν, είναι διάφορες κινήσεις που μιμούνται τις δουλειές του ψαρά.

Ε α στο διάολο!

Δεν πάει μια βδομάδα που είχα κάνει τη φοβερή ανακάλυψη ότι η Τράτα είναι εργατικό τραγούδι, και το είχα γράψει κι εδώ. Την πληροφορία δεν την είχα βρει πουθενά: ήταν προσωπικό συμπέρασμα με βάση διάφορα σκόρπια στοιχεία, τα οποία είχα εντοπίσει, ερμνηεύσει και συνδυάσει κατά τρόπον ώστε να με οδηγήσουν σε μία διαπίστωση για την οποία ήμουν αφενός ιδιαίτερα περήφανος αλλά αφετέρου όχι και τελείως σίγουρος, αφού δεν είχα καμία έμπρακτη απόδειξη. Και μάλιστα αυτή την ανακάλυψη την είχα πει και στα παιδιά που παίζουμε, σαν ιστορική λεπτομέρεια βέβαια, όχι σαν κάτι που αφορά το παίξιμό μας, και μου είχαν πει το αναμενόμενο «α έτσι; Μμμ, ωραία». Και να που στην Ικαρία υπάρχει τοπική παράδοση που αποδεικνύει περίτρανα αυτό που είχα σκεφτεί θεωρητικά, μια παράδοση όμως που, καθώς μου είπαν, ελάχιστοι εκτός από τον συγκεκριμένο χορευτή γνωρίζουν και συνεχίζουν. Κι εγώ το είδα μπροστά στα μάτια μου και δεν το αναγνώρισα, το θεώρησα κάφρικη παρεκτροπή και το σταμάτησα, χαλώντας και σ' εκείνους τη σπάνια χαρά να χορέψουν ένα ξεχασμένο αλλά αγαπητό χορό και στον εαυτό μου την απόλαυση να δω κάτι που άλλοι ζουν μια ζωή στην Ικαρία και δεν το ξέρουν. Και επιπλέον αυτό (το ότι σταμάτησα το χορό) το έκανα όχι τυχαία, κατά λάθος, αλλά εκμεταλλευόμενος την ευθύνη του μουσικού να διαχειρίζεται την κατάσταση -δηλαδή ασκώντας κατάχρηση εξουσίας.

Το φύσαγα και δεν κρύωνε. Απέδειξα ότι μπορεί να σκίζω στη συλλογιστική και τη θεωρία αλλά στην πράξη τραυματίζω την παράδοση. Τι πιο αντίθετο από το καμάρι μου πως όλη αυτή τη θεωρία δεν τη στρέφω προς μια νεκροφιλική αντιμετώπιση της παράδοσης αλλά τη θέτω στην υπηρεσία της ζωντανής πράξης, ότι δε θέλω αναπαραγωγή αλλά αναδημιουργία, κλπ.κλπ.;
Ο φίλος ο Καριώτης με παρηγορούσε. Έλα, μην κάνεις την τρίχα τριχιά. Αφού δεν το ήξερες τι να έκανες; Δες το θετικά: τώρα το ξέρεις.
Ναι, δε λέω. Βασικά χαίρομαι που το ξέρω. Αλλά όποιος ανεβαίνει στο πάλκο έχει υποχρέωση να τα ξέρει αυτά. Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια. Το αν μπορούσες ή δεν μπορούσες να το ξέρεις λίγο μετράει: δε με υποχρέωσε κανείς να τα ξέρω, ανεβαίνοντας όμως εκεί πάνω ανέλαβα μόνος μου την υποχρέωση, με ό,τι αυτή επισύρει.

Ο χορευτής που μου τα έλεγε όλα αυτά δε με κατακεραύνωσε ο άνθρωπος, ίσα ίσα. Απλώς μου εξήγησε. Κατά τα άλλα επέμεινε ότι ευχαριστεί πολύ που ήρθαμε να παίξουμε και τι σπουδαίο που είναι να χορεύουν και πάλι οι άνθρωποι με την τσαμπουνοφυλάκα. Ήταν πολύ ευγενικός, φιλικός, σεβαστικός και όλα αυτά. Αλλά η σφαλιάρα παραμένει σφαλιάρα. Ούτως ή άλλως ένας οργανοπαίχτης δεν μπορεί να κάνει τίποτε χειρότερο από το να χαλάσει το χορό. Τσούζει πολύ να συνειδητοποιήσεις ότι αυτό ακριβώς είναι που έκανες. Πόσο μάλλον κάποιος που επαίρεται τόσο για τη γνώση των κωδίκων που θεωρεί ότι κατέχει, όσο εγώ. Ιδιαίτερα όταν, κάμποση ώρα αργότερα, ξαναέγινε ο ίδιος χορός με τους βιολιτζήδες και οι χορευτές ολοκλήρωσαν με την ησυχία τους αυτό που προηγουμένως είχαν παρατήσει στη μέση, ντρεπόμουν ακόμη και να κοιτάω. Ευχόμουν δε, όταν θα έρθει η ώρα να το διαλύσουμε, να βρεθεί κάποιος τρόπος να φύγω χωρίς να διασχίσω όλο το πλήθος κουβαλώντας το λαούτο στην πλάτη, που δείχνει ότι ήρθα εδώ με την ιδιότητα του μουσικού την οποία δεν ετίμησα.

Πάντως τώρα το ξέρω κι αυτό. Πάμε παραπέρα!

9 σχόλια:

van είπε...

http://www.youtube.com/watch?v=1TQNJwNOqH8

Πέπε είπε...

Η Τράτα ήταν μάλλον πιο:
http://www.youtube.com/watch?v=FP01tyimA6Y&feature=related

SadineP είπε...

Δεν κατάφερα να έρθω να σας ακούσω αν και το ήθελα πολύ..Δεν ξέρω λοιπόν τί παίζεις με τη τσαμπούνα, αλλά γράφεις καταπληκτικά!Και όσο για την αγαπημένη μας τράτα, μην το παίρνεις κατάκαρδα. Την χορεύουμε συχνά :)

Πέπε είπε...

Ωωω, ευχαριστώ! Με κάνετε και κοκκινίζω, αφενός, καθησυχάζομαι αφετέρου. Πάντως, μιας και μας άρεσε, θα επιδιώξουμε να ξανάρθουμε.

John D. Carnessiotis "Asteroid" είπε...

Αγαπητέ Πέπε:
Σ' ευχαριστώ ειλικρινά για την βοήθεια. Έκανα τις αλλαγές και συμπληρώσεις, που πρότεινες, και ελπίζω νάναι τώρα όλα πιο σωστά.

Αν θέλεις μπορείς να επικοινωνήσεις απ' ευθείας μαζί μου στο jdc1158@gmail.com
Καταλαβαίνω πως είσαι μουσικός και, μάλιστα, από την Κάρπαθο, που φιλοδοξώ να επισκεφθώ γρήγορα. Έχω φτάσει ώς την Κάσο, για την οποία, άλλωστε, έβγαλα πρόσφατα και βιβλίο - οπότε νομίζω πλησιάζει πια η ώρα της Καρπάθου!
Το blog σου μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον και με πολλές πληροφορίες, που με ενδιαφέρουν, αλλά δύσκολα βρίσκω από πρώτο χέρι. Επιφυλάσομαι να το μελετήσω - θα βρω πολλά χρήσιμα!

John D. Carnessiotis "Asteroid" είπε...

Για όνομα! Ακόμα και τους Μυκονιάτες ξέρεις;
Εκεί είναι τα δικά μου χωρικά ύδατα - αν και δεν είμαι Μυκονιάτης... ούτε καν νησιώτης!
Έχω, όμως, πετριά με τα νησιά και τώρα, πιο πρόσφατα, και με τις μουσικές τους!

Έβαλα μια ακόμη φωτογραφία: του παιδιού από την Τζιά, που έπαιζε δεύτερο τουμπάκι. Δεν βρήκα στο Internet όνομα, παρά μόνο το nickname(;) b.
Ξέρεις τίποτε περισσότερο;

John D. Carnessiotis "Asteroid" είπε...

Όπως σου είχα πει, επιφυλάσσομαι να μελετήσω το blog σου - ολόκληρο!
Αρχίζω σιγά-σιγά, λοιπόν από εδώ και χαίρομαι αφάνταστα που με βρήκες κι ήταν αυτό η ευκαιρία να σε βρω κι εγώ. Το ρούφηξα το κείμενο - μούδωσε πολλές πληροφορίες και στοιχεία με λόγο ζωντανό κι ενδιαφέροντα για κάποιον που ούτε μουσικος ούτε νησιώτης είναι, αλλά πονάει κάπως την παράδοση - όσο το μπορεί ένας πρωτευουσιάνος, που άλλα βιώματα κουβαλάει...
Με τον τυρόπο μου τον λίγο μπροστά στον όγκο της παράδοσης προσπαθώ να τεκμηριώσω φωτογραφικά κάποιες στιγμές, κάποιους ανθρώπους, κάποια όργανα, και με την γραφή μου να μεταδώσω την συγκίνηση, που ένοιωσα κι εγώ σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Δεν θέλω, όμως, να γράφω και δίχως καμμία γνώση για το αντικείμενο. Άρα ο πλούτος πούχω κιόλας από εδώ με βοηθάει πολύ και σ' ευχαριστώ!

Δες κι αυτό, αν θέλεις:

http://simadiatouaigaiou.wordpress.com/2010/07/13/%cf%84%ce%b1-%cf%80%ce%b1%ce%bd%ce%b7%ce%b3%cf%8d%cf%81%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b9%ce%ba%ce%b1%cf%81%ce%b9%ce%ac%cf%82/

Ανώνυμος είπε...

Περικλή, με αφορμή την καταγώγη μου από την Ικαρία, διάβασα το παρακάτω άρθρο του Δ. Θέμελη, για τον Ικαριώτικο χορό, την λύρα και την παράδοση. Πώς εξελίσσεται αυτή και τι υπάρχει τελικά σήμερα.
Στο παραθέτω για ανάγνωση

http://users.auth.gr/~marsias/text/ikariotikos.pdf

Στέργιος είπε...

Σε συγχαίρω για την αυτοκριτική σου.Σπανίζει σήμερα αυτό το είδος ανθρώπων στην Ελλάδα.Σου εύχομαι κλαθε επιτυχία!