Συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση και τέλος.
Τελικά, ποιο ακριβώς είναι το καταγεγραμμένο ρεπερτόριο του Μπαξέ στην ασκομαντούρα; Οι τίτλοι σίγουρα δε θα μας βοηθήσουν: στις μεν εκπομπές ο ίδιος δεν αναφέρει κανέναν, και οι χρήστες του ΥΤ που τις ανέβασαν είτε ονόμασαν τα κομμάτια κατά την κρίση τους –μάλλον απλώς τα περιέγραψαν– ή, πιο συχνά, δεν τα ονόμασαν καν· όσο για τη δισκογραφία, η σχέση ανάμεσα στις μελωδίες και τους τίτλους (που τους έχει δώσει, το πιθανότερο, ο ίδιος ο Μπαξές) είναι τόσο χαλαρή ώστε καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι ο Μπαξές –άρα γενικά η πρφορική κουλτούρα την οποία εκπροσωπεί– δεν πολυσυνήθιζε να ταυτίζει τις μελωδίες μ' έναν τίτλο, όπως γίνεται όταν η μουσική διαμορφώνεται από τη δισκογραφία.
Αν λοιπόν παρακάμψουμε το ζήτημα των δοσμένων
τίτλων και εστιάσουμε στο άκουσμα των 21 καταγραφών, αναγνωρίζονται τρεις
βασικές μελωδίες που επαναλαμβάνονται πολλές φορές από καταγραφή σε καταγραφή,
και άλλες δύο σε μία μοναδική καταγραφή η καθεμία.
Από τις τρεις βασικές μελωδίες, η μία, σχετικά
πιο αργή, είναι μια σειρά από κοντυλιές.
Οι άλλες δύο είναι γρήγοροι οργανικοί χοροί μοτιβικής δομής· δεδομένης της ανάγκης να
συνεννοούμαστε με βάση μια ονοματολογία, θα τις ονομάσουμε, είτε έγκυρα είτε
όχι, Πεντοζάλη και Πηδηχτό.
Η αντιστοιχία των τριών κομματιών με τις
καταγραφές έχει ως εξής[1]:
Α. Κοντυλιές.
Χωρίς όλες οι εκτελέσεις να είναι ίδιες –στην
πραγματικότητα χωρίς να υπάρχουν πουθενά δύο ίδιες εκτελέσεις–, η ίδια κατά
βάση σειρά από κοντυλιές ακούγεται έντεκα φορές:
–στον δίσκο του Ντίτριχ, υπό τον τίτλο «Siganós» (Σιγανός)·
–στον δίσκο Ποιμένες Αγραυλούντες, με τίτλο «Ο Μπαξές στην "Όαση"
(συναυλία 1985)», στα πρώτα 3 λεπτά και 15'' – μετά γυρίζει σε Πηδηχτό·
–στον δίσκο του περιοδικού Κρητόπολις, με τίτλο «Γρήγορος
πεντοζάλης με ασκομαντούρα», στα δυόμισι περίπου πρώτα λεπτά – μετά και πάλι
γυρίζει σε Πηδηχτό (εδώ υπάρχει σαφές λάθος στον τίτλο: όσο κι αν δεν είμαστε
σίγουροι τι ακριβώς είναι στη συγκεκριμένη τοπική παράδοση ο γρήγορος
πεντοζάλης της ασκομαντούρας και τι ο πηδηχτός, όσο κι αν έχει εγερθεί συζήτηση
για την ορθότητα ή όχι του όρου «σιγανός πεντοζάλης», αυτές οι κοντυλιές των
πρώτων δυόμισι λεπτών σίγουρα δεν είναι του «γρήγορου» πεντοζάλη)·
–στο Μουσικό
οδοιπορικό με τη Δόμνα Σαμίου, στην επίδειξη / δειγματοληψία της
ασκομαντούρας.
– σε δύο
σημεία του ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ για την κατασκευή των ασκαύλων: το ένα είναι
ένα πολύ σύντομο δοκιμαστικό παίξιμο με το οποίο ο Μπαξές ελέγχει το κούρδισμα
παίζοντας τη σκάφη της ασκομαντούρας με το στόμα, χωρίς ασκί, και το δεύτερο
ένα εκτενέστερο, κανονικό παίξιμο με ολόκληρη την ασκομαντούρα·
–στο βίντεο με τίτλο Μανόλης Φαραγκουλιτάκης ή Μπαξές Ο άφθαστος, από την εκπομπή του
Βιτώρου (όπου περιλαμβάνεται και η συνέντευξη) και, φυσικά, στα άλλα δύο βίντεο
με την ίδια καταγραφή·
–στο πρώτο από τα εφτά βίντεο της σειράς Μανώλης Φαραγκουλιτάκης Μπαξές 1 έως 7 (από την εκπομπή του Γαργανουράκη) –
εδώ με μαντούρα·
–στο βίντεο της άλλης εκπομπής του Βιτώρου, με
το αφιέρωμα στα Βορίζα (το μοναδικό όπου ακούμε και μαντινάδες να
τραγουδιούνται πάνω στις κοντυλιές)·
–στο βίντεο 244 ΜΑΝΩΛΗΣ ΦΑΡΑΓΚΟΥΛΙΤΑΚΗΣ (ΜΠΑΞΕΣ) – ΣΙΓΑΝΟΣ από τη Γιορτή Μελιού· και, τέλος,
–στην ηχογράφηση του βίντεο Ασκομαντούρα Μπαξές, με την πιθανολογούμενη
συμμετοχή του Ψαραντώνη.
Όπως τις μετρώ εγώ, πρόκειται για έντεκα
συνολικά κοντυλιές.[2]
Σε καμία καταγραφή δεν υπάρχουν και οι έντεκα. Οι δύο πρώτες, με τονική το Λα,
είναι σταθερά πρώτες· συνήθως
παίζονται αρκετές φορές πριν ακουστεί η τρίτη (δηλαδή 3-4 φορές η πρώτη, 3-4
φορές η δεύτερη, ξανά 3-4 φορές η πρώτη και ούτω καθεξής για κάποια ώρα) και,
συνήθως, επανέρχονται και αργότερα μέσα στο κομμάτι αφού μεσολαβήσουν άλλες
κοντυλιές. Η τρίτη είναι διαφορετική, έχει τονική το Σι. Από κει και πέρα η
σειρά ποικίλλει. Δύο κοντυλιές, με τονική Λα, έχουν το χαρακτηριστικό ότι αντί
για την κλασική τετράμετρη δομή είναι δίμετρες· παίζονται συνήθως η μία μετά την άλλη. Μια
έκτη κοντυλιά, με τονική Λα, έχει το χαρακτηριστικό ότι είναι η μόνη που
ξεκινάει από ψηλά, στη νότα Μι, και επιμένει αρκετά σ' αυτήν. Μια έβδομη, πάλι
στο Λα, είναι αντιθέτως χαρακτηριστικά χαμηλή, αφού δεν εκτείνεται πιο πάνω από
το Ντο. Υπάρχουν ακόμη δύο κοντυλιές, κι αυτές στο Λα, που είναι πολύ γνωστές
από την ηχογράφηση του Ν. Ξυλούρη «Ανωγειανές κοντυλιές» (το γνωστό «Μαριό»,του
1975, με τον Θανάση Σταυρακάκη στην ασκομαντούρα[3])· ειδικά η δεύτερη από αυτές φαίνεται
μέχρι στιγμής να είναι η ευρύτερα διαδεδομένη κοντυλιά της ασκομαντούρας
γενικώς, αφού έχει καταγραφεί επιπλέον, μόνη της ή σε διάφορες σειρές, και με
τον Αντώνη Στεφανάκη από τον Ζαρό, κοντά στα Βορίζα (με μαντούρα), κατ'
επανάληψη και τουλάχιστον από το 1990, και με τον Δημήτρη Σηφάκη από την επίσης
γειτονική Γέργερη το 1977, και με τον Μανώλη Σταυρακάκη, αδελφό τού ως άνω
Θανάση, από τ' Ανώγεια, το 1954.[4] Τέλος,
δύο ακόμη κοντυλιές, που θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως μία σε δύο
παραλλαγές, έχουν τονική το Σι και ακούγονται μόνο στο βίντεο με τη μαντούρα (Μανώλης Φαραγκουλιτάκης Μπαξές 1), μία
μοναδική φορά η καθεμία χωρίς επαναλήψεις.
Για κάποιον που θέλει να περάσει τις κοντυλιές
του Μπαξέ στο ρεπερτόριό του, αναλυτικότερη μελέτη των έντεκα καταγραφών
αποκαλύπτει τις κανονικότητες που κρύβονται κάτω από τις διαφορές στη σειρά από
εκτέλεση σε εκτέλεση (ότι π.χ. κάποια κοντυλιά μπορεί να παίζεται σε διάφορα
σημεία αλλά ποτέ μετά από κάποια συγκεκριμένη άλλη· ότι ορισμένες κοντυλιές αποτελούν
ενότητες που παίζονται, επαναλαμβάνονται ή παραλείπονται ολόκληρες, ενώ άλλες
είναι πιο αυτόνομες· από πού
μέχρι πού μπορεί να κυμαίνεται το τέμπο· κλπ.) ώστε
να μπορεί να αυτοσχεδιάζει πιστά στο πνεύμα του Μπαξέ, αποφεύγοντας ταυτόχρονα
την παγίδα του να τις τυποποιήσει σε μια σταθερή σειρά. Φυσικά, ιδιαίτερη
σημασία για την πληρέστερη κατανόηση του κομματιού έχει η καταγραφή όπου ακούμε
και τραγούδι, παρόλο που ο συντονισμός του Μπαξέ με τους τρεις τραγουδιστές δεν
είναι άψογος.
Β. Πηδηχτός.
Μοτιβική παρατακτική σύνθεση, που προφανώς δεν
προορίζεται για τραγούδι (αν και δε θα ήταν αδύνατο να προσαρμοστούν μαντινάδες
πάνω σε κάποια από τα μοτίβα, δίκην κοντυλιάς), με ενότητες μοτίβων στο Λα, στο
Σι και στο Ντο, που πάλι δεν παίζονται ποτέ σε αυστηρά συγκεκριμένη σειρά, ίδια
σε δύο έστω εκτελέσεις, αλλά ούτε και σε εντελώς τυχαία σειρά, παρά με βάση
κάποιες κανονικότητες. Θεωρώ ότι πρόκειται για αριστούργημα οικονομίας μέσων
και μινιμαλιστικής τεχνικής, καθώς πετυχαίνει –και μάλιστα μέσα από μερικές
διαφορετικές διαδρομές και όχι μία μόνο– μια πορεία από τη σχετική ηρεμία προς
την κλιμάκωση, την κορύφωση και την αποκλιμάκωση, χρησιμοποιώντας σχεδόν
αποκλειστικά τέσσερις νότες, από Λα έως Ρε (το Μι χρησιμοποιείται
επιλεκτικότατα, και το Σολ μόνο ποικιλματικά) και με τα περισσότερα μοτίβα να
διαφέρουν ελάχιστα το καθένα από το προηγούμενό του.
Τον ακούμε οχτώ φορές, στις εξής καταγραφές:
–στον
δίσκο του Σ. Καρά, με τίτλο «Πεντοζάλης και Πηδηχτός», στο δεύτερο μέρος της
ηχογράφησης (μετά το 1'30'' περίπου – το πρώτο μέρος είναι Πεντοζάλης)·
–στον δίσκο του Ντίτριχ, με τίτλο «Malevizítiko» (εδώ να
σημειωθεί ότι στους κατά τα άλλα σημαντικότατους δίσκους του Ντίτριχ
παρατηρείται συστηματική αλλοίωση των ελληνικών ονομασιών και ανθρωπωνυμίων· προφανώς ο Μπαξές θα δήλωσε
«Μαλεβιζιώτης» ή ίσως «Μαλεβιζιώτικο[ς]», όπως είναι ο πιο συνηθισμένος όρος
για ένα χορό που ανήκει μεν στους πηδηχτούς, αλλά οι συνήθεις εκτελέσεις του με
τη λύρα δεν έχουν, μελωδικά, σχέση με τον Πηδηχτό του Μπαξέ[5])·
–στον δίσκο Ποιμένες Αγραυλούντες, με τίτλο «Ο Μπαξές στην "Όαση"
(Συναυλία 1985)», στο δεύτερο μέρος της ηχογράφησης (μετά το 3'15'' –
μέχρι εκεί είναι κοντυλιές)·
–στον προαναφερθέντα άγνωστο δίσκο, με τίτλο
«Πεντοζάλης», στο δεύτερο μέρος της ηχογράφησης (από το 3'00'' περίπου – μέχρι
εκεί είναι Πεντοζάλης)·
–στον δίσκο του Ψαραντώνη Νογώ, με τίτλο «Πηδηχτός»·
–στον δίσκο του περιοδικού Κρητόπολις, με τίτλο «Γρήγορος
πεντοζάλης με ασκομαντούρα», στο δεύτερο μέρος της ηχογράφησης (από τα δυόμισι
περίπου λεπτά – προηγούνται κοντυλιές)·
–προς την αρχή της εκπομπής της ΕΡΤ για την
κατασκευή των ασκαύλων· και, τέλος,
–στο τέταρτο από τα εφτά βίντεο της σειράς Μανώλης Φαραγκουλιτάκης Μπαξές 1 έως 7 (από την εκπομπή του Γαργανουράκη).
Το αν είναι σωστός ή όχι ο τίτλος Πηδηχτός
που, όχι αυθαίρετα αλλά ούτε και με σιγουριά, επιλέξαμε εδώ, και τι είδους
πηδηχτός είναι, παραμένει προς διερεύνηση. Η μουσική είναι μοναδική, δηλαδή δεν
ταυτίζεται ούτε μοιάζει με του Μαλεβιζιώτη (ή Καστρινού πηδηχτού), που μια φορά
τον έδωσε ο Μπαξές (;) ως τίτλο, με του Γεργιανού πηδηχτού που παίζεται στην
ίδια περιοχή από τους ασκομαντουράρηδες, του Ανωγειανού πηδηχτού είτε της
ασκομαντούρας (που έχει καταγραφεί το 1954 από τον Σ, Μπο-Μποβί με τον Μανώλη
Σταυρακάκη) είτε της λύρας (διαφορετικός, πολύ διαδεδομένος και σήμερα) που
μαρτυρείται ότι παρά τη διαφορετική μουσική είναι ο ίδιος χορός με τον
Γεργιανό, αλλά ούτε και του Πεντοζάλη ή γενικά κανενός γνωστού χορού.
Γ. Πεντοζάλης.
Επίσης μοτιβική σύνθεση, πολύ στοιχειωδέστερη.
Ουσιαστικά αποτελείται από ένα τετράμετρο μοτίβο, που τα δύο τελευταία μέτρα
του παίζονται και αυτόνομα ως ξεχωριστό μοτίβο ενώ σε διαφορετικές καταγραφές
το ακούμε (το μοτίβο) σε δύο διαφορετικές παραλλαγές. Εντοπίζεται στις εξής τέσσερις
καταγραφές:
–στον
δίσκο του Σ. Καρά, με τίτλο «Πεντοζάλης και Πηδηχτός», στο πρώτο μέρος της
ηχογράφησης (μέχρι το 1'30'' περίπου – ακολουθεί Πηδηχτός)·
–στον άγνωστο δίσκο, με τίτλο «Πεντοζάλης»,
στο πρώτο μέρος της ηχογράφησης (πρώτα τρία λεπτά – ακολουθεί και πάλι
Πηδηχτός)·
–στο ντοκιμαντέρ της Σαμίου Μουσικό Οδοιπορικό, στο σύντομο (περίπου
μισό λεπτό) δείγμα της μαντούρας, και,
–στην εκπομπή της ΕΡΤ για την κατασκευή των
ασκαύλων, με τον Αντώνη Στεφανάκη από τον γειτονικό Ζαρό (επίσης ασκομαντουράρη
και κατασκευαστή, επιπλέον διακεκριμένο χορευτή, και φίλο του Μπαξέ) να
χορεύει.
Ούτε εδώ ξέρω αν είναι έγκυρος ο τίτλος
Πεντοζάλης, αν δηλαδή ο χορός για τον οποίο προορίζεται αυτή η μουσική είναι όντως
Πεντοζάλης. Στην πραγματικότητα, δεν έχουμε καν τη βεβαιότητα ότι είναι
διαφορετικό κομμάτι από τον Πηδηχτό – θα μπορούσαν να είναι άλλα μοτίβα της
ίδιας σειράς. Βέβαιον είναι ότι δε θυμίζει σε τίποτε τους γνωστούς πεντοζάληδες
της λύρας ή του βιολιού. Οπωσδήποτε η καταγραφή που δείχνει τον Στεφανάκη να
χορεύει είναι πολύ σημαντική, δεδομένου ότι πρόκειται και για αναγνωρισμένης
αξίας χορευτή, και για κοντοχωριανό συνασκομαντουράρη (άρα κατά τεκμήριο γνώστη
της ίδιας παράδοσης), και για φίλο (άρα γνώστη του ρεπερτορίου του Μπαξέ)· όμως ο Στεφανάκης χορεύει μόνος και
αυτοσχεδιάζει φιγούρες, χωρίς να εκτελεί τα τυπικά βήματα κάποιου συγκεκριμένου
χορού. Πιθανόν κάποιος να μπορεί να «διαβάσει» ποιος χορός νοείται κάτω από
αυτές τις φιγούρες, όχι όμως εγώ.
Δ. Άλλα κομμάτια.
–Στο τρίτο βίντεο της σειράς Μανώλης Φαραγκουλιτάκης Μπαξές 1 έως 7 (από την εκπομπή του Γαργανουράκη) ο
Μπαξές παίζει στη μαντούρα σκοπούς
συρτών. Αυτό είναι ιδιαίτερα αξιοπαρατήρητο, δεδομένου ότι τα συρτά γενικά
δε φαίνονται να ανήκαν στο ρεπερτόριο των παλιών ασκομαντουράρηδων, ούτε και
του ίδιου του Μπαξέ, ο οποίος, μέσα στις υπόλοιπες είκοσι καταγραφές (εκτός από
αυτήν), δεν τα επέλεξε ούτε μία φορά, προτιμώντας αντ' αυτού να ξαναπαίζει τα
ίδια τρία κομμάτια, ιδίως τις κοντυλιές (11 φορές) και τον Πηδηχτό (άλλες 8).
Δεν ξέρω πόση σημασία έχει το γεγονός ότι εδώ παίζει μαντούρα και όχι
ασκομαντούρα: κατ' αρχήν θα έλεγα καμία, αλλά το σπάνιο του πράγματος
οπωσδήποτε δημιουργεί αμφιβολίες.
Πρέπει να σημειωθεί ότι στο σπικάζ της
εκπομπής για την κατασκευή των ασκαύλων ακούγεται η πληροφορία (προφανώς
προερχόμενη από τον ίδιο) ότι παίζει στην
ασκομαντούρα πεντοζάλια, συρτά χανιώτικα,
παλιές κοντυλιές. Αν όμως έλειπε η συγκεκριμένη καταγραφή, δε θα είχα
αμφιβολία ότι άλλο είπε (ή ίσως άλλο εννοούσε) ο Μπαξές όταν μίλησε στους
ερευνητές της εκπομπής και άλλο τελικά μεταδόθηκε: ότι δηλαδή παίζει γενικά (όχι ειδικά στην ασκομαντούρα,
αλλά και στο σφυροχάμπιολο) αυτά τα κομμάτια. Πράγματι, στο σφυροχάμπιολο τον
ακούμε να παίζει πολύ διαφορετικά πράγματα απ' ό,τι στην ασκομαντούρα: πολλά
συρτά, κοντυλιές άλλες και διαφορετικού ύφους από αυτές της ασκομαντούρας,
ακόμη και ριζίτικα. Στην ασκομαντούρα όμως περιορίζεται αυστηρά σε μελωδίες
παρατακτικής δομής, είτε καθαρά μοτιβικές όπως είναι ο Πεντοζάλης κι ο Πηδηχτός
είτε κοντυλιές, κάτι που άλλωστε συμφωνεί και με τη συνολική εικόνα που υπάρχει
(στο περιορισμένο μέτρο που υπάρχει βέβαια) για την παλιά παράδοση της
κρητικιάς ασκομαντούρας και, εξάλλου, και για τη γενικότερη (πανελλήνια)
παράδοση της τσαμπούνας – τα συρτά είναι άλλου είδους συνθέσεις, μελωδικές και περιοδικής
δομής.
Να όμως που η συγκεκριμένη καταγραφή το
αμφισβητεί αυτό. Θα έλεγα ότι κι αυτό το ζήτημα παραμένει προς διερεύνηση, αλλά
τι να διερευνήσει κανείς όταν ο Μπαξές είναι πλέον πεθαμένος; Ίσως από γνωστούς
του ή από ιδιωτικές κασέτες που δεν έχουν έρθει στην επιφάνεια να μπορεί να
προκύψει περισσότερο φως.
–Στον
δίσκο Cretan Traditional Instruments υπάρχει το
κομμάτι με τίτλο «Pentozalis
apo bantoura» που δεν ταυτίζεται με κανένα από τα παραπάνω,
ούτε και τους μοιάζει ως προς τη δομή (μοτιβικό πάλι, αλλά με διαφορετική
διαχείριση των μοτίβων). Εδώ πρέπει να πω ευθέως ότι έχω αμφιβολίες κατά πόσο
πρόκειται πράγματι για τον Μπαξέ. Στο οπισθόφυλλο αναφέρεται μεν ξεκάθαρα «Sfyrohabiolo, Bantoura: M. FARAGOULITAKIS» (υπάρχει κι ένα κομμάτι –συρτά– με
σφυροχάμπιολο), αλλά ούτε η κλασική τεχνική του Μπαξέ, με την επίμονη «πάπια»
στην πρώτη τρύπα, αναγνωρίζεται, ούτε καν το κούρδισμά του, που στη μαντούρα
της ηχογράφησης είναι αρκετά αλλοιωμένο σε σχέση με όλες τις ασκομαντούρες και
μαντούρες με τις οποίες έχει καταγραφεί ο Μπαξές. Πρόκειται για δίσκο χωρίς
φυλλάδιο, με εντελώς στοιχειώδη τεκμηρίωση, χωρίς ούτε μία λέξη γραμμένη στα
ελληνικά, άρα προορισμένο για τους τουρίστες (αυτό προκύπτει και από τη
θεματική του –παραδοσιακά κρητικά
όργανα, αποκλειστικά οργανικές εκτελέσεις– αλλά και από το ίδιο το γεγονός ότι
πωλείται σε πλοία, στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου, σε τουριστικά καταστήματα
κλπ.), και δε θα ήταν απίθανο να έχουν γίνει προχειρότητες στην έκδοση.
♣ ♣ ♣
Συμπεράσματα
Ο
καθένας θα μπορούσε να βγάλει πολλά. Ένα που είναι ολοφάνερο είναι ότι το
ρεπερτόριο του Μπαξέ στην ασκομαντούρα ήταν πολύ περιορισμένο. Αυτό δεν
προξενεί κατάπληξη, αν σκεφτεί κανείς τη λειτουργική και όχι ακροαματική
διάσταση της παλιάς μουσικής: οι κοντυλιές καλύπτουν έναν σχετικά αργό χορό
(λογικά τον Σιγανό) και την ανταλλαγή μαντινάδων (στον χορό ή και χωρίς χορό:
στην τάβλα ή στην καντάδα κλπ.), ενώ με τους άλλους δύο σκοπούς έχουμε δύο
ακόμη χορούς, γρήγορους, πιθανώς έναν παλιό ντόπιο πηδηχτό και τον νεωτεριστικό
(χανιώτικης προέλευσης) πεντοζάλη. Αν
υποθέσουμε ότι θα υπήρχαν και μερικοί ακόμη σκοποί ειδικών χρήσεων, π.χ. του
γάμου, για τα κάλαντα κλπ., που ο Μπαξές ευρισκόμενος εκτός πλαισίου δε σκέφτηκε
ποτέ να τους παίξει σε κάποιον ερευνητή (γιατί να παίξουμε του γάμου αν δεν
έχουμε γάμο;), μια τοπική παράδοση θα μπορούσε να είναι απολύτως επαρκής μ'
αυτό το ρεπερτόριο.
Ένα άλλο
συμπέρασμα, στο οποίο θα ήθελα να μείνω γιατί έρχεται να αμφισβητήσει ορισμένες
παραδοχές που θεωρούσα δεδομένες, είναι ότι ο Μπαξές φαίνεται πως έπαιζε άλλα
στην ασκομαντούρα και άλλα στη μαντούρα. Οπωσδήποτε, τρεις ή τέσσερις
καταγραφές με τη μαντούρα έναντι δεκαεφτά με την ασκομαντούρα είναι ένα πολύ
μικρό δείγμα και τα συμπεράσματά του επισφαλή. Έστω κι έτσι όμως: Έχουμε τρεις
βέβαιες καταγραφές του με τη μαντούρα και μία ακόμη με ερωτηματικά· από τις τρεις, στη μία παίζει τις
γνωστές κοντυλιές αλλά προσθέτει και δύο (ή μία σε δύο παραλλαγές) που δεν έχει
παίξει σε καμία από τις 9 καταγραφές, με ασκομαντούρα, της ίδιας σειράς από
κοντυλιές, στην άλλη παίζει συρτά που εξήγησα γιατί προκαλούν κατάπληξη (και
που επίσης δεν έχει παίξει σε καμία καταγραφή με ασκομαντούρα), και μόνο στην
τρίτη παίζει τον γνωστό Πεντοζάλη του. Όσο για την τέταρτη καταγραφή, την
αμφισβητούμενη, αν όντως πρόκειται για τον Μπαξέ τότε ακούμε όχι μόνο ένα
κομμάτι που, και πάλι, δεν το έχει παίξει σε καμιά καταγραφή με ασκομαντούρα,
αλλά επιπλέον και άλλη τεχνική στους δακτυλισμούς, άλλη τεχνική στη διαχείριση
του μοτιβικού υλικού, άλλο κούρδισμα, γενικά τελείως άλλο παίξιμο.
Δεδομένου ότι τα δύο όργανα δεν παρέχουν, από
την κατασκευή τους και τις μουσικές τους δυνατότητες, κανένα λόγο διαφορετικής
αντιμετώπισης, καταλήγουμε ότι πιθανώς να σκεφτόταν διαφορετικά όταν βαστούσε
το καθένα: πιο συντηρητικά με την ασκομαντούρα, πιο φιλοπερίεργα με τη
μαντούρα.
Τέλος, παραμένει η διαπίστωση ότι μέσα σε 17
καταγραφές ασκομαντούρας (21 μαζί με τις διπλές) ούτε μία φορά δεν έπαιξε
συρτά, και συμφωνεί με την άποψή μου ότι τα συρτά δεν ανήκαν στο ρεπερτόριο της
ασκομαντούρας, αλλά δεν παύουμε να έχουμε και μία καταγραφή συρτών, έστω και με
μαντούρα, κάτι που καθιστά την παραπάνω άποψή μου συζητήσιμη.
♣ ♣ ♣
Και γιατί ψειρίζουμε τη μαϊμού;
Εύλογα
θα διερωτηθεί κανείς ποιος ο λόγος της τόσης ανάλυσης, ιδίως μάλιστα
προκειμένου για έναν μουσικό που ο τρόπος της μουσικής του σκέψης, μετά
βεβαιότητος, δεν ήταν καθόλου τόσο αναλυτικός, το αντίθετο μάλιστα.
Για μένα, ο λόγος είναι να μπορούμε να
παίξουμε. Η ασκομαντούρα είναι ένα πάρα πολύ άγνωστο όργανο σήμερα, παρά το
εντυπωσιακό πλήθος των ασκομαντουράρηδων που έχουν γεμίσει την Κρήτη την
τελευταία δεκαετία περίπου. Επαγγελματίες, ερασιτέχνες και μαθητευόμενοι θα
πρέπει να ξεπερνάν κατά πολύ τους εκατό, μεταξύ των οποίων αρκετοί με ιδιαίτερα
αξιόλογο επίπεδο χειρισμού του οργάνου. Σχεδόν όλοι είναι από παιδιά μέχρι το
πολύ 45 ετών. Αντικειμενικά οι πιθανότητες να έχουν προλάβει κάποιον παλιό
ασκομαντουράρη που να εγγραφόταν όντως στην παράδοση
είναι ελάχιστες, και αυτό ακριβώς προκύπτει και ακούγοντάς τους. Με λιγοστές
εξαιρέσεις, η σημερινή χρήση της ασκομαντούρας είναι σαν μιας λύρας με
λιγότερες νότες αλλά πιο εντυπωσιακό ήχο: αν ένας σκοπός (συρτός ή κοντυλιά,
συνήθως) χωράει στις 6 νότες του οργάνου, τον παίζω (και αν στην επόμενη αλλαγή
μπει σκοπός που δε χωράει, σκαντζάρω με τη λύρα)· αν ένας χορός (μαλεβιζιώτης, πεντοζάλης...) θέλει
ένταση σαν της ασκομαντούρας αλλά η
μελωδία του δε χωράει στις 6 νότες, φτιάχνω μερικά καινούργια μοτίβα που να
χωράνε και, πάλι, κάνω μια σύντομη σκάντζα με τον λυράρη. Από την εποχή που η
ασκομαντούρα διέθετε πλήρες, αυτόνομο δικό της ρεπερτόριο και δεν
αντιμετωπιζόταν σαν εντυπωσιακό όργανο αλλά σαν όχημα λόγου, χορού,
επικοινωνίας, δε σώζεται σχεδόν τίποτε. Ένας τεράστιος πλούτος γνώσης έχει
χαθεί, αφήνοντας μόνο ελάχιστα σκόρπια ίχνη, όπως είναι αυτά τα 3 ή 5 κομμάτια
του Μπαξέ. Αυτά τα ίχνη πρέπει να
μάθουμε να τα διαβάζουμε.
Ο
σκοπός της ανάλυσης είναι η ερμηνεία. Τα ελάχιστα αυτά στοιχεία που διαθέτουμε,
αν εξασφαλίσουμε τον ασφαλέστερο και σωστότερο δυνατό τρόπο να τα ερμηνεύσουμε,
επαρκούν για να μας οδηγήσουν όχι βέβαια σ' όλο τον χαμένο πλούτο αλλά σίγουρα
σε πολύ περισσότερα από ένα ρεπερτόριο συνολικής διάρκειας 10 λεπτών, όσο
περίπου είναι το καταγεγραμμένο ρεπερτόριο του Μπαξέ. Αν, αντίθετα, πούμε
«εκτός από τα καινούργια έχουμε και τρία παλιά κομμάτια από τον Μπαξέ, κι άλλα
3-4 από άλλους, ας κάτσω να τα μάθω κι αυτά απέξω να τα κάνω ρεπερτόριο», το
μόνο που θα καταφέρουμε είναι να τα αποκόψουμε κι αυτά από το παγόβουνο του
οποίου είναι η κορυφή, και να τα φέρουμε στο ίδιο ρηχό και επιφανειακό επίπεδο
με τα καινούργια.
[1]
Ο αναγνώστης ας μην μπερδευτεί αν 11 καταγραφές των κοντυλιών, 8 του Πηδηχτού, 4
του Πεντοζάλη και 2 άλλων κομματιών βγάζουν άθροισμα 25, ενώ έχουν μετρηθεί
συνολικά 21 καταγραφές: τέσσερις από τις δισκογραφημένες καταγραφές
περιλαμβάνουν από δύο κομμάτια καθεμιά (κοντυλιές και Πηδηχτό ή Πεντοζάλη και
Πηδηχτό).
[2] Προσοχή,
τα νούμερα μπορεί να μπερδεύουν: έντεκα κοντυλιές, έντεκα καταγραφές – απλή
σύμπτωση.
[4]
Στεφανάκης: στο προαναφερθέν
επεισόδιο της σειράς της ΕΡΤ Τα λαϊκά
όργανα και η κατασκευή τους που αφορά τη φλογέρα, το σουραύλι και τη
μαντούρα· επίσης στη
συναυλία «Ποιμένες αγραυλούντες» που έγινε στη Γέργερη το 2006, που αποσπάσματά
της (μεταξύ των οποίων οι κοντυλιές του Στεφανάκη, με τίτλο «Κοντυλιές της
Νύχτας») κυκλοφόρησαν στον δίσκο Ποιμένες
Αγραυλούντες στη Γέργερη, συνάντηση 1η: Τσαμπούνες του Αιγαίου (Πάρος,
Κάλυμνος, Κάρπαθος, Κρήτη), Seistron,
Α.Μ.Α. 168, 2007 (έχει ανέβει στο ΥΤ εδώ). Σηφάκης: στην εκπομπή της Δόμνας
Σαμίου Μουσικό Οδοιπορικό, που ήδη αναφέρθηκε.
Σταυρακάκης: στις καταγραφές του Σ.
Μπο-Μποβί στην Κρήτη, που έχουν εκδοθεί στο: Μουσική καταγραφή στην Κρήτη 1953-1954 / Υλικό από την
εθνομουσικολογική έρευνα του Samuel Baud-Bovy σε συνεργασία με την Αγλαΐα Αγιουτάντη και
τη Δέσποινα Μαζαράκη, επιμ. Λ. Λιάβας, Αθήνα (Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών
− Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ) 2006 [Έκδοση με δίτομο βιβλίο και
δύο σιντί]. Το κομμάτι με τη συγκεκριμένη κοντυλιά τιτλοφορείται «Σκοπός
χυματικός (Ανώγεια)».
[5]
Ένα άλλο λάθος που εμφανίζεται κάποτε στις εκδόσεις του Ντίτριχ, τουλάχιστον
στη συγκεκριμένη, είναι να δίνεται σ' ένα κομμάτι του δίσκου ο τίτλος που στην
πραγματικότητα ανήκει σε άλλο κομμάτι, που δεν περιλαμβάνεται στον δίσκο (αλλά
που προφανώς καταγράφηκε κι αυτό). Έτσι, θα μπορούσε κανείς να υποψιαστεί ότι
ίσως, κατά την καταγραφή, ο Μπαξές έπαιξε και κανονικό Μαλεβιζιώτη στο σφυροχάμπιολο (που φυσικά δεν
περιλήφθηκε στον δίσκο, ο οποίος είναι αφιερωμένος στους ασκαύλους και
συγκροτήθηκε από καταγραφές ενός ευρύτερου αρχείου που έχει καταρτίσει ο
Ντίτριχ μέσα από καταγραφές τριών δεκαετιών), και ο τίτλος του δόθηκε από λάθος
στο κομμάτι αυτό της ασκομαντούρας. Αλλά φυσικά δεν αποκλείεται και να μην
υπάρχει λάθος, παρά να ονόμαζε ο ίδιος ο Μπαξές αυτό το κομμάτι αδιακρίτως
Μαλεβιζιώτη ή Πηδηχτό.