ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Γεια σας. Στα «Καρπάθικα Ημερολόγια», που πλέον γράφονται από την Αθήνα το Ηράκλειο, δημοσιεύω σκέψεις και ιδέες που με απασχολούν και που προέρχονται από οτιδήποτε μπορεί να είδα, άκουσα, έζησα.
Για να είμαστε σύμφωνοι με τους κανόνες του παιχνιδιού, θα διατηρήσουμε την ανωνυμία μας. Ο σκοπός βέβαια δεν είναι να κρυφτούμε πίσω από ένα ψευδώνυμο για να πούμε όσα δε θα τολμούσαμε να πούμε ενυπόγραφα, γι' αυτό και κάθε σχολιαστής είναι φυσικά ελεύθερος να υπογράφει όπως θέλει, επωνύμως ή ψευδωνύμως. Ωστόσο, θέλω να μείνουμε σταθεροί σ' αυτή την έστω και σχετική ανωνυμία, δηλαδή να μη δημοσιεύουμε το όνομα του άλλου αν το ξέρουμε.
Όταν απαγορευτεί η ανωνυμία, βλέπουμε...

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2007

[Το παρακάτω κείμενο το εκφώνησα στην εκκλησία του χωριού μας ανήμερα της 28ης, μετά τη δοξολογία. Διευκρινίζω ότι δεν επρόκειτο για σχολική εορτή -αυτή έγινε στις 26 και περιελάμβανε άλλα κείμενα.]
Στις 28 Οκτωβρίου 1940 οι Έλληνες αποφάσισαν, πρώτοι αυτοί από όλα τα έθνη, να αντισταθούν στον επεκτατισμό του ιταλογερμανικού Άξονα. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ιταλοελληνικού και του γερμανοελληνικού πολέμου και της Κατοχής επέδειξαν ηρωικό και ανυπότακτο πνεύμα, και δοξάσαν την πατρίδα μας παγκοσμίως.

Αυτή η παγκόσμια δόξα της Ελλάδας έχει έκτοτε παρερμηνευθεί πολύ από εμάς, τους σύγχρονους Έλληνες. Στηριζόμενοι σε πλήθος πασίγνωστα ιστορικά παραδείγματα, από τους Τριακοσίους του Λεωνίδα και τους Μαραθωνομάχους, διά μέσου όλης της Αρχαιότητας και του Βυζαντίου, μέχρι την Επανάσταση του ’21 και τελικά μέχρι το ’40, βγάλαμε το συμπέρασμα ότι οι Έλληνες είναι από τη φύση τους γενναίοι και ανυπότακτοι.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερος μύθος. Σήμερα, που είναι ημέρα μνήμης και τιμής για τους πεσόντες (αλλά και τους επιζήσαντες) του ’40, ας συνειδητοποιήσουμε επιτέλους πόσο τους έχουμε υποτιμήσει: οι άνθρωποι αυτοί δε γεννήθηκαν ήρωες, όπως κανείς ποτέ δε γεννήθηκε ήρωας. Δεν παρέλαβαν τον ηρωισμό και τη γενναιότητα, έτοιμη κληρονομιά από τους ένδοξους προγόνους τους. Τον βρήκαν μέσα στις δικές τους καρδιές και μόνο. Ούτε βέβαια οι άλλοι λαοί, που επέδειξαν μικρότερο ή και καθόλου ηρωισμό απέναντι στους ίδιους κατακτητές, είναι δειλοί και αντιήρωες. Το ότι οι Έλληνες αντέδρασαν έτσι ενώ οι Γάλλοι π.χ. αλλιώς ερμηνεύεται από τις ιστορικές συνθήκες, όπως προσπαθήσαμε να καταδείξουμε προχθές στη σχολική εορτή. Σήμερα δε θα χρειαστεί να κάνουμε το ίδιο: η Ιστορία δεν είναι άγνωστη, υπάρχει γραμμένη στα βιβλία και ο καθένας μπορεί να τη μελετήσει και να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Ας μείνουμε όμως στο θέμα του μύθου: γιατί υπάρχει, και γιατί επιμένουμε να τον συντηρούμε; Γιατί έχουμε οι Έλληνες αυτή τη συνήθεια, να αποδίδουμε τις δάφνες για το κάθε κατόρθωμα κάποιου κοντινού ή μακρινού προγόνου μας, όχι στον ίδιο, όπως του αξίζει, αλλά στο ανώνυμο και απροσδιόριστο γονίδιο του ελληνικού ηρωισμού;
Ο λόγος κατά τη γνώμη μου είναι απλός: το κάνουμε γιατί μάς κολακεύει. Μας χαϊδεύει τα αφτιά, και μας απαλλάσσει από τις δικές μας ευθύνες. Αν όλοι οι Έλληνες είναι γεννημένοι ήρωες, τότε είμαστε κι εμείς. Και δε χρειάζεται να το αποδείξουμε. Και ό,τι χρωστά η ανθρωπότητα στους Έλληνες του ’40, το χρωστά και σ’ εμάς. Όπως μας χρωστά τα φώτα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού που εξαπλώθηκε και καταύγασε όλο τον Δυτικό κόσμο, και όπως μας χρωστά τη δημοκρατία, τη φιλοσοφία, τις βάσεις των επιστημών, το ολυμπιακό ιδεώδες, το όνομα της Ευρώπης και χίλια δυο χρέη για τα οποία εμείς προσωπικά δεν κουνήσαμε το δαχτυλάκι μας.
Δεν είναι έτσι. Κανείς δε μας χρωστάει τίποτε. Εμείς είμαστε που χρωστάμε. Στους Έλληνες του ’40 χρωστάμε την ελεύθερη πατρίδα μας, χρωστάμε το χώμα που πατάμε και τον ανέφελο ουρανό που μας σκέπει, χρωστάμε ότι μας έδειξαν πώς λέει κανείς Όχι. Και επειδή η γενιά εκείνη φεύγει ή έχει ήδη φύγει, το χρέος οφείλουμε να το αποδώσουμε στα δικά μας παιδιά.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με κάτι απλό: να μάθουμε το μάθημα που μας δίδαξαν εκείνοι. Να λέμε κι εμείς Όχι όπου πρέπει, και όχι μόνο Ναί.
Όχι λοιπόν στους μύθους που μας κολακεύουν και μας εφησυχάζουν.

ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Καλησπέρα σας. Σήμερα γκρινιάζω.

Ξέρετε, υπάρχουν μερικά πράγματα που με ενοχλούν. Αρκετά ίσως. Ένα από αυτά είναι η καταστρατήγηση της γλώσσας. Δεν τραβάω κανένα κόλλημα με τη διατήρηση του ιερού γλωσσικού θησαυρού που μας κληροδότησαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Έτσι κι αλλιώς αυτός δεν απειλείται: ούτε στην αρχαιότητα ήσαν όλοι Όμηροι και Θουκυδίδηδες, ούτε σήμερα είναι ο καθένας υποχρεωμένος να είναι Όμηρος ή Θουκυδίδης ή έστω φιλόλογος. Μερικοί μπορεί να τους φτάνουν, και υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, που τα Ελληνικά τους είναι μουσική. Αν οι υπόλοιποι δεν ξέρουν καλή γραμματική και δεν έχουν πλούσιο λεξιλόγιο, δε χάθηκε ο κόσμος. Δεν το χρωστούσαν σε κανέναν.

Με ενοχλεί όμως να παραβιάζονται βασικές αρχές της επικοινωνίας, της αισθητικής και της κοινής λογικής, σε θέματα που δε χωράει η δικαιολογία ότι ο άλλος «δεν το ήξερε». Σας παραθέτω εδώ κάτω μία σειρά σκέψεων που έκανα τελευταία για τη χρήση της γλώσσας μας. Στην αρχική τους μορφή είχαν κυκλοφορήσει στο φόρουμ της «Άσπρης Λέξης», στη διεύθυνση http://www.asprilexi.gr/SnitzForum/default.asp.


1. Απεχθάνομαι τη φράση «φυσικός χυμός». Πρώτον, γιατί είναι παράλογη: θα ζήταγε κανείς ποτέ έναν αφύσικο χυμό; Και δεύτερον, γιατί είναι ψεύτικη, φτιαχτή. Αυτό που στα καφενεία ονομάζουμε φυσικό χυμό πορτοκάλι, στην υπόλοιπη ζωή μας το ονομάζουμε πορτοκαλάδα. Και επειδή στο καφενείο πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δε θέλουμε πορτοκαλάδα Φάντα, υπάρχουν οι απλοί και φυσικοί τρόποι να πούμε: «Φέρτε μου μία στιφτή πορτοκαλάδα», ή «Στίψτε μου μια πορτοκαλάδα».

Όχι. Ακόμα κι έτσι δεν είναι αποδεκτό. Ο σερβιτόρος επιμένει ν’ ακούσει αυτό που επιβάλλουν οι ειδικοί γλωσσικοί κανόνες του καταστήματος. «Δηλαδή ένα φυσικό χυμό;»

Εντάξει, κέρδισες. Φυσικό χυμό θέλω.

Εκεί απειλείται η γλώσσα μας, κύριοι. Όχι όταν κάνουμε γραμματικά λάθη, ούτε όταν χρησιμοποιούμε ξένες λέξεις. Πρόβλημα με τη γλώσσα υπάρχει όταν μία λέξη που όλοι ξέρουμε τι σημαίνει την απορρίπτουμε έναντι μιας τεχνητά επιβεβλημένης που δεν ανήκει στο φυσικό, αυθόρμητο λεξιλόγιο κανενός. Ο άκρως αφύσικος «φυσικός χυμός» μού φαίνεται σαν να μου λένε: μπορεί από βρέφος να έμαθες να περπατάς με τα πόδια, όμως εδώ στο μαγαζί μας θα πρέπει να περπατάς με τα χέρια. Μπορώ ενδεχομένως να το κάνω, με λίγη εξάσκηση, αλλά γιατί; Τι και ποιον εξυπηρετεί;


Χημικός χυμός

2. Βρήκα ένα καινούργιο, στο ίδιο στιλ αλλά ακόμη χειρότερο. Ξέρετε πώς ονομάζεται το μεγάλο ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο κομμάτι τυριού (ένταμ, γκούντα κλπ.), από το οποίο ο μπακάλης μάς κόβει φέτες για τοστ; Φραντζόλα!

Μα έλεος πια! Η ετικέτα το γράφει απερίφραστα: «Ένταμ φραντζόλα». Μια φραντζόλα τυρί. Τι άλλο θα ακολουθήσει; Κανένα καρβέλι νερό, ένα τσαμπί κιμά, ένα ματσάκι καφέ;

Αυτό σηκώνει επανάσταση. Στα όπλα σύντροφοι! Δεν μπορούν να μας το κάνουν αυτό, δεν μπορούν να μας κλαδεύουν σε τέτοιο βαθμό τη γλώσσα μας. Τη χρειαζόμαστε, για να μπορούμε να συνεννοούμαστε. Αν μας την πάρουν θα μείνουμε ανάπηροι, ανήμποροι και άχρηστοι. Χωρίς αρωγή μπορούμε να ζήσουμε, με λάθος τα τελικά μπορούμε να ζήσουμε, αλλά αν χάσουμε την ικανότητα να κατονομάζουμε τις τελείως στοιχειώδεις έννοιες όπως το ψωμί και το τυρί ΔΕΝ ΘΑ ΖΗΣΟΥΜΕ!!!

3. Ένα ένα μου ’ρχονται. Λοιπόν, έχετε προσέξει ότι στις ζωντανές εκπομπές ραδιοφώνου και τηλεόρασης ισχύει ένας ειδικός κώδικας με τον οποίο χαιρετιούνται οι άνθρωποι, εντελώς άγνωστος σε κάθε άλλη περίσταση του καθ’ ημέραν βίου;

«Καλό μεσημέρι, Γιώργο Ταδόπουλε». Τι καλό μεσημέρι βρε όρνιο; Οι ευχές που χρησιμοποιούνται στα Ελληνικά ως χαιρετισμοί και έχουν σχέση με τη φάση της ημέρας όπου βρισκόμαστε είναι δύο: Καλημέρα και καλησπέρα. Καμία απολύτως άλλη. Η καληνύχτα και τα καινοφανή «καλό μεσημέρι», «καλό απόγευμα» κλπ. δεν είναι χαιρετισμοί, είναι αποχαιρετισμοί. Γιατί είναι αποχαιρετισμοί; Δεν ξέρω, αλλά ζω στην Ελλάδα, μιλώ αυτή τη γλώσσα όλη μου τη ζωή και ξέρω μετά βεβαιότητος ότι αυτές οι φράσεις λέγονται στο τέλος μιας συνάντησης ή συνδιάλεξης, όχι στην αρχή.

Δηλαδή, εμφανίζεται ο καλεσμένος ή ο από τηλεφώνου ανταποκριτής ή ο συμπαρουσιαστής μιας εκπομπής, και, πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα του, ο παρουσιαστής τον ξαποστέλνει. Αν καταδεχτούμε να επιστρέψουμε στις πραγματικές σημασίες των λέξεων και των εκφράσεων, αυτές που προκύπτουν όχι από τεχνοκρατικούς ψευτοσυλλογισμούς του τύπου «καλό + μεσημέρι = καλό μεσημέρι, ήτοι μία ευχή, άρα μία ευγενική κουβέντα» αλλά από την απλή, ταπεινή καθημερινή εμπειρία της πραγματικής ζωής που όλοι έχουμε, θα συνειδητοποιήσουμε ότι στο «Καλό μεσημέρι Γιώργο Ταδόπουλε» η μόνη λογική και εντός θέματος απάντηση είναι «Ευχαριστώ, επίσης» και να κλείσει το τηλέφωνο ή να φύγει από το στούντιο. Δηλαδή αν τον υποδέχονταν λέγοντάς του «Καληνύχτα, Γιώργο Ταδόπουλε» ή «Αντίο, Γιώργο Ταδόπουλε», τι θα όφειλε να κάνει; Αυτό δεν το είδαμε ακόμη να συμβαίνει, αλλά γιατί να το αποκλείσουμε; Η λογική δεν το απαγορεύει: «καληνύχτα» είναι μία όμορφη ευγενική ευχή για όταν είναι νύχτα, και «αντίο» σημαίνει στην ένδοξη γλώσσα του Δάντου «[πήγαινε] στο Θεό», ή λίγο πιο ελεύθερα «ο Θεός μαζί σου». Προσφυέστατο λοιπόν.

«Έχε γεια, Γιώργο Ταδόπουλε»!

Έγραφα πιο πάνω ότι το να χάσουμε την ικανότητα να εκφράζουμε στοιχειώδεις έννοιες όπως το ψωμί και το τυρί είναι επικίνδυνο. Ε, ιδού λοιπόν άλλη μία έννοια που καταστρατηγείται: ο χαιρετισμός. Και πρόκειται για τόσο βασική και στοιχειώδη έννοια, ώστε είναι πάντοτε από τις πρώτες λέξεις που μαθαίνει κανείς σε μία ξένη γλώσσα. Οι περισσότεροι άνθρωποι ξέρουν να λένε «Γεια σου» ή «Καλημέρα» σε αρκετές γλώσσες στις οποίες κατά τα άλλα δεν ξέρουν ούτε μία λέξη. Και έχουμε τώρα δημοσιογράφους, δηλαδή ανθρώπους που ο λόγος είναι η δουλειά τους και που επιπλέον βρίσκονται σε τέτοια θέση ώστε να επηρεάζουν την κοινωνία, οι οποίοι ξαφνικά ή δεν ξέρουν να χαιρετήσουν έναν άνθρωπο στη μητρική τους γλώσσα ή μας λένε εμμέσως ότι εμείς δεν ξέρουμε να το κάνουμε.

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2007

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Αν κάποιος κάνει παιδί με την αδελφή του, το παιδί του θα είναι συνάμα και ανήψι του, έτσι; Και αν το κάνει με τη μάνα του, το παιδί του θα είναι και αδέλφι του. Και αν το κάνει με την κόρη του, το παιδί του θα είναι και εγγόνι του.

Μπορείτε να το προχωρήσετε μόνοι σας και να δείτε τι θα βγει αν κάποιος κάνει παιδί με τη γιαγιά του κλπ..

Ας πιάσουμε όμως μερικές πιο ειδικές περιπτώσεις. Έστω ότι κάποιος είναι φανατικός και αμετανόητος αιμομίκτης. Κάνει με τη μάνα του μία κόρη (που είναι και αδελφή του), και ακολούθως, μόλις αυτή έλθει εις ηλικίαν, κάνει και μαζί της ένα παιδί. Τι θα του είναι; Από τον ίδιο, παιδί του. Από τη μάνα του παιδιού, αφενός εγγόνι του, αφού η μάνα του παιδιού είναι κόρη του μπαμπά, και αφετέρου ανήψι του, αφού η μάνα του παιδιού είναι συνάμα και αδελφή του μπαμπά.

Με παρακολουθείτε μέχρι εδώ; Έξοχα. Ας δούμε τώρα τις συγγένειες αυτού του παιδιού με τη μάνα του μπαμπά. Η μάνα του μπαμπά είναι προφανώς γιαγιά του παιδιού του μπαμπά, συμβαίνει όμως να είναι ταυτόχρονα και η δεύτερη γιαγιά του, αφού είναι μάνα και της μάνας του παιδιού. Επειδή όμως ο μπαμπάς είναι και παππούς του παιδιού, η διπλή γιαγιά είναι εν ταυτώ και προγιαγιά. Είναι δε, τέλος, και μεγάλη θεία του, ως μητέρα του θείου του (γιατί ο μπαμπάς είναι και θείος).

Πάμε τώρα στη μάνα του παιδιού: αυτή είναι επίσης και θεία του, ως αδελφή του μπαμπά του. Είναι ακόμη και αδελφή του, αφού ο πατέρας τους είναι ο ίδιος. Βέβαια αυτό προσδίδει στη μάνα της μάνας την πρόσθετη ιδιότητα της μεγάλης θείας του παιδιού (μάνα της θείας του). Νομίζω ότι αυτά είναι όλα.

Μια μέρα λοιπόν αυτό το παιδάκι γράφει στο σχολείο μια έκθεση με θέμα «Η οικογένειά μου». Και γράφει μέσα:

Η οικογένειά μου αποτελείται από τον μπαμπά μου, τη μαμά μου, τον παππού μου, τις δύο γιαγιάδες μου, την προγιαγιά μου, το θείο μου, τη θεία μου, δυο μεγάλες θείες μου, την αδελφή μου και εμένα. Ζούμε όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι αλλά δεν έχουμε πρόβλημα χώρου, είμαστε μόνο τέσσερα άτομα.



Όπως έμαθα πολύ αργότερα,
το ζήτημα έχει απασχολήσει κι άλλους.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2007

ΕΝΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΕΙΡΑΜΑ

Με την Τρίτη Γυμνασίου φέτος έχουμε πρόβλημα. Ψιλοείχαμε από τις προηγούμενες χρονιές μ’ αυτή την τάξη: δεν ήταν ιδιαίτερα σαματατζήδες, αλλά ως σύνολο ήσαν παντάπασιν αδιάφοροι μαθητές. Συχνά μου έδιναν την αίσθηση ότι μπαίνω σε μια άδεια αίθουσα και μιλώ στους τοίχους. Μερικά παιδιά που είναι από πάστα καλού μαθητή, σύντομα βαρέθηκαν να προσπαθούν για κάτι που δεν έχει καμία κοινωνική αναγνώριση. Θα έπαιρναν βέβαια τον καλό βαθμό, θα έπαιρναν ένα μπράβο από εμάς, αλλά κανείς από τους συμμαθητές τους δε θα έπαιζε ένα βλέφαρο μπροστά σ’ αυτό το κατόρθωμα. Έτσι κι αυτοί σιγά σιγά βούλιαξαν.

Φέτος που πάνε Τρίτη, ή, για την ακρίβεια, από τα μισά της Δευτέρας, είχαμε και κάτι επιπλέον: προστέθηκε στη σύνθεση της τάξης ένα παιδί που προερχόταν από αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος. Δε θα κάτσω να περιγράψω λεπτομερώς την περίπτωσή του, γιατί υπάρχει φόβος να τον αδικήσω. Η κεντρική ιδέα είναι ότι χαλάει την τάξη. Δημιουργεί μία διαρκή ανόητη θυμηδία, στην οποία παρασύρονται και οι επιρρεπέστεροι από τους υπόλοιπους. Το αποτέλεσμα είναι ότι στην τάξη επικρατούν τέτοιες συνθήκες ώστε η όποια προσπάθεια για ένα καλό μάθημα, εκ μέρους είτε του δασκάλου είτε των άλλων παιδιών, φαίνεται ακόμη πιο άπελπις και πιο μάταιη.

Χρειάζονται δραστικά μέτρα. Είναι μία τάξη που μπορεί εύκολα να σε εκνευρίσει και ν’ αρχίσεις να φωνάζεις ή να μοιράζεις τιμωρίες, και όλοι ξέρουμε ότι αυτό δε θα βοηθήσει σε τίποτε.
Είχα σκεφτεί ότι αυτά τα παιδιά πάσχουν από έλλειψη κινήτρου. Για ορισμένους από αυτούς το σχολείο είναι απλώς ένα βάρβαρο πρωινό ξύπνημα και ένα χασομέρι μέχρι το μεσημέρι που γυρνάνε σπίτι τους. Πιθανώς για τους μεγαλύτερους να είναι και κάτι σαν καταδίκη, που θα περάσει μεν ούτως ή άλλως όταν έρθει η ώρα της, αλλά μέχρι τότε καλύτερα να τη διασκεδάσουμε κάπως. Με αυτό το τελευταίο αναφέρομαι σε παιδιά που για τον ένα ή τον άλλο λόγο έχουν χάσει κάποιες χρονιές: άλλος είναι αλλοδαπός και μέχρι να προσαρμοστεί στο νέο γλωσσικό περιβάλλον καθυστέρησε μερικά χρόνια, άλλος έτρωγε όλη την ώρα αποβολές και έμεινε από απουσίες, κλπ.. Φυσικά, αυτοί που μας δυσκολεύουν περισσότερο είναι ακριβώς αυτοί οι τελευταίοι.
Πιστεύω γενικά (και δε διεκδικώ βέβαια την πατρότητα αυτής της εξυπνάδας) ότι το παιδί που δημιουργεί όλη την ώρα προβλήματα επιζητεί την προσοχή μας. Και όταν έχει πειστεί ότι δεν μπορεί να ελπίζει στην καλή προσοχή, το μπράβο, την αναγνώριση, καταφεύγει στο να διεκδικεί την κακή προσοχή, το μάλλωμα, ακόμη και την τιμωρία. Αν λοιπόν εγώ βρω ένα τρόπο να τον υποβοηθήσω να αποσπάσει ένα μπράβο, είναι πιθανόν να τον έχω ικανοποιημένο και να παρατήσει τις χαζομάρες. Ακόμη και με στοιχειώδεις τρόπους, όπως να ζητήσω ειδικά από αυτόν να μοιράσει τις φωτοτυπίες ή να πάει να φέρει κιμωλίες, του δείχνω ότι δεν ξεχνώ την παρουσία του, κι εκείνος αυτό είναι που θέλει. Έτσι, σιγά σιγά, πείθεται ότι η προσοχή που γυρεύει δε χρειάζεται να είναι αποκλειστικά η κακή, ότι η καλή προσοχή δεν είναι κάτι άπιαστο για κείνον, κι έτσι σταδιακά μπορεί ν’ αρχίσει να ανορθώνει την τραυματισμένη του αυτοπεποίθηση.
Πολύ όμορφη θεωρία, έτσι; Το πονηρό σημείο της είναι η λέξη «Σταδιακά». Με το να τον στείλω μια φορά για κιμωλίες δεν πρόκειται να ξεριζωθούν άξαφνα όλες οι αιτίες που τον οδηγούν σ’ αυτή τη συμπεριφορά. Ούτε και μπορώ να τον στέλνω δέκα φορές την ώρα για κιμωλίες. Θέλει υπομονή, επιμονή, ευελιξία, ευρηματικότητα, σωστό συγκερασμό επιείκειας και αυστηρότητας, κι εγώ δεν είμαι ούτε σοφός ούτε άγιος, είμαι απλώς ένας σχετικά καινούργιος δάσκαλος που ακόμη εξερευνώ τη δύσκολη και γοητευτική μας τέχνη.
Και έχουμε και άλλα παιδιά που δε μοιάζουν να επιζητούν κανενός είδους προσοχή, αλλά μοιάζουν ότι μάλλον θέλουν να την αποφύγουν. Βαριούνται που ζουν, βαριούνται που έρχονται στο σχολείο, βαριούνται που βλέπουν τη μάπα μου, και εύχονται ενδόμυχα να περιορίσουν τις επαφές μαζί μου στο ελάχιστο. Μοιάζουν να σκέφτονται: «Δε μας παρατάς; Εντάξει, ήρθα. Δε σου φτάνει; Κάνω και ησυχία, ούτε τώρα είσαι ικανοποιημένος; Άντε, την άλλη φορά θα σου φέρω και μισή άσκηση, κι ελπίζω πια να σκάσεις. Τι, τη γνώμη μου; Δεν έχω γνώμη (κι αν είχα, σιγά μη σ’ την έλεγα), δε με νοιάζει, αφήστε με ήσυχο.»
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *

Σε ένα από τα πρώτα μαθήματα φέτος, μπαίνω στην εν λόγω τάξη να κάνουμε Κείμενα. Μετά τα εισαγωγικά, φτάνω στο σημείο «Το πρώτο μας κείμενο θα είναι...» και πριν ολοκληρώσω, ακούω: Αχ, κύριε, όχι πάλι δημοτικό τραγούδι!
Από τα διάφορα κείμενα που ανθολογούνται στα σχολικά βιβλία, τα δημοτικά τραγούδια συγκαταλέγονται στις αγαπημένες μου κατηγορίες. Και αφού η επιλογή των κειμένων είναι στη διακριτική μου ευχέρεια, θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να εμμένουμε λίγο περισσότερο σ’ αυτά που μου αρέσουν, γιατί είναι πιο πιθανό να κερδίσουν οι μαθητές κάτι από το κείμενο που βλέπουν ότι παθιάζει τον άλλο παρά από ένα που ακόμη κι ο δάσκαλος το βαριέται − ή, εν πάση περιπτώσει, το αντιμετωπίζει με αμηχανία και αναγκάζεται να καταφύγει σε φιλολογίστικους σχολαστικισμούς για να αποδείξει την αξία του. Ιδού λοιπόν, διαπιστώνω ότι το πάθος που είχα εκδηλώσει στις προηγούμενες χρονιές δεν υπήρξε ιδιαίτερα μεταδοτικό. Εννοείται πως, αν με είχαν αφήσει να ολοκληρώσω τη φράση μου, θα έλεγα «Το πρώτο μας κείμενο θα είναι ένα δημοτικό τραγούδι, το Γιοφύρι της Άρτας.» Έφαγα την ψιλοψυχρολουσία μου, αλλά πάντως αφού αυτό το μάθημα είχα ετοιμάσει, αυτό θα κάναμε, πάει και τελείωσε.
Παρατήρησα όμως ότι, εν μέσω των φωνών που διαμαρτύρονταν, ακούστηκε και μία που έλεγε: «...εκτός αν μας το φέρετε να το ακούσουμε». Αχά! Να λοιπόν κάτι που τους ξυπνά. Εδώ θα πιαστώ. Πράγματι, τις προηγούμενες χρονιές, όποτε κάναμε κάποιο δημοτικό τραγούδι (ή και άλλο ποίημα που να υπάρχει σε μελοποιημένη εκδοχή, π.χ. Καββαδία) τους έφερνα να ακούσουν την ηχογράφηση, και φαίνεται πως αυτό τους άρεσε. Να αναφέρω εν παρενθέσει ότι έχω αγανακτήσει με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι φιλόλογοι γενικώς τα δημοτικά τραγούδια: μοιάζουν να τα θεωρούν ποιήματα απολύτως ανάλογα και συγκρίσιμα με τα κυρίως ποιήματα, αυτά που γράφονται και διαβάζονται, και λησμονούν τελείως ότι το τραγούδι είναι άλλου είδους πράγμα. [Έχω ξανααναφερθεί, εκτενέστερα, σ’ αυτό το ζήτημα στο κείμενο για το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού. Ρίξτε μια ματιά ύστερα.] Οπότε, το να τους το βάλω να το ακούσουν είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω.
Αμ’ έλα που από το καλοκαίρι, που άδειασα το σπίτι μου εδώ για να μείνει η σπιτονοικοκυρά, δεν έχω ακόμη ανοίξει όλες μου τις κούτες; Έχω σιντί με σχεδόν οποιοδήποτε δημοτικό τραγούδι σε παραλλαγές από διάφορες περιοχές, αλλά αυτές τις μέρες αυτά τα σιντί ήταν αποθηκευμένα γύρευε πού.
Μιαν άλλη φορά, που είχαμε Ερωτόκριτο στο μάθημα, είχα ετοιμάσει, με τη συνεργασία ενός φίλου μου που έχει ωραία φωνή και ωραία κρητική προφορά, μία δική μας ηχογράφηση του συγκεκριμένου αποσπάσματος. Θα μπορούσα και τώρα να κάνω κάτι ανάλογο.
Μετά, σκέφτηκα κάτι καλύτερο: αν είναι να το ακούσουν από μένα, γιατί να το ηχογραφήσω; Μπορώ να φέρω κάποιο όργανο στην τάξη και να τους το παίξω λάιβ. Αλλά είναι κάπως τολμηρό να μετατρέψει κανείς το μάθημα σε συναυλία, ιδίως ενώπιον ενός κοινού με αμφίβολες αντιδράσεις.
Το βρήκα! Θα τους βάλω να το παίξουμε όλοι μαζί. Θα τους δείξω τρόπους και μέσα να παίξουν μουσική ανεξαρτήτως του αν ξέρουν ή όχι, και θα κάνουμε όλοι μαζί μία ενορχήστρωση - εκτέλεση του τραγουδιού.
Πήγα στο σχολείο κουβαλώντας σε μία τσάντα τρία βάζα με φακές, κουκιά και ρύζι, που παίζονται σαν μαράκες. Τους είπα την ιδέα μου. Μου είπαν: μα εγώ δεν ξέρω μουσική! Το είχα προβλέψει, και είχα έτοιμη την ατάκα που σκοτώνει: Όλοι οι άνθρωποι ξέρουν μουσική, θα δεις. (Υπολόγιζα ότι θα προκαλούσα αίσθηση με κάτι τέτοια.) Πρώτα τους έδειξα τη μελωδία. Ανάμεσα στις διάφορες τοπικές εκδοχές, είχα διαλέξει μία που τραγουδιέται εύκολα, σχετικά γρήγορα, και −το κυριότερο− που είναι αντιφωνική. Αντιφωνική σημαίνει ότι δε χρειάζεται να ξέρεις ή να διαβάζεις τα λόγια, αρκεί να τα ξέρω εγώ· εγώ λέω και οι άλλοι επαναλαμβάνουν. Αφού κάναμε πρόβα δυο - τρεις στροφές και το πιάσανε, προχώρησα στη μουσική υπόκρουση. Εσείς, στο τάδε σημείο θα χτυπάτε το πόδι κάτω, εσείς στο άλλο σημείο θα χτυπάτε τα χέρια, εσείς σε ένα τρίτο σημείο θα κάνετε στράκα με τα δάχτυλα, και θέλω και τρεις εθελοντές που να τα ψιλοκαταφέρνουν με το ρυθμό. Παίξαμε για λίγο αυτό το ρυθμικό σχήμα, μέχρι να το καταλάβουν. Μετά μοίρασα στους τρεις εθελοντές τα βάζα με τα όσπρια, και τους έδειξα σε ποιο σημείο τα χτυπάνε.
Όπως βλέπετε, ακολουθούσα ένα σχέδιο κλιμακούμενης επίθεσης: υποτίθεται ότι θα ξεκινάγαμε από το στάδιο «Μα τι μας βάζει να κάνουμε, μωρά είμαστε και θα βαράμε χέρια - πόδια;», και πριν το πάρουν χαμπάρι θα έπαιζαν μουσική και θα έλεγαν «Μπρε! Παίζω μουσική!».
Κάναμε δυο - τρεις στίχους πρόβα μαζί με τα χειροποδοκροτήματα και τις οσπριομαράκες. Μετά ζήτησα άλλον έναν εθελοντή. Τον πήρα κατ’ ιδίαν, και του λέω: Βγες, πήγαινε στο τάδε σημείο, βρες το αυτοκίνητό μου, είναι ξεκλείδωτο, φέρε μου το λαούτο. Α, κύριε, θα παίξετε και λαούτο; Όχι, του λέω, εσύ θα παίξεις. Ξαφνιάστηκε κάπως, αλλά πήγε και το έφερε.
Το λαούτο το είχα εκ των προτέρων κουρδίσει με ένα τρόπο ώστε να βγάζει μία συγκεκριμένη συγχορδία χωρίς να χρειάζεται να κάνεις κανένα δακτυλισμό. Απλώς έδειξα στο παιδί πώς κρατάμε την πένα, πώς βαράμε τις χορδές και σε ποιο σημείο του ρυθμού τις βαράμε, και εντάχθηκε κι αυτός στην ορχήστρα.
Είμαστε πλέον έτοιμοι να ξεκινήσουμε: ξεκινάμε πρώτα με σκέτο ρυθμό· ένα, δύο, τρία, τέσσερα, μπουμ, κλαπ, μπουμ, κλαπ, τσαφ (όσπρια), γκραν (λαούτο). Για λόγους ολίγον αστείους και ολίγον σοβαρούς, βαστάω και μια μπαγκέτα και διευθύνω. Μόλις έχουν πιάσει όλοι σχετικά καλά το ρυθμό, τραγουδώ τον πρώτο στίχο. Επαναλαμβάνουν. Δεύτερος στίχος. Τους ενθαρρύνω να τραγουδούν πιο ζωηρά, τους επαναφέρω στο ρυθμό όποτε τον χάνουν, τους λέω δεν πειράζει όταν κάνουν λάθη, και συνεχίζουμε. Τρίτος στίχος.
Μετά από μερικούς στίχους, όταν πλέον το πράγμα είναι αρκετά στρωμένο, βγάζω τον τελευταίο άσο από το μανίκι μου: την οκαρίνα. Είναι ένα πάρα πολύ μικρό όργανο, σαν καρύδι, με γλυκειά φωνή, σαν φλογέρας, στον ίδιο τόνο όπου έχω από πριν κουρδίσει και το λαούτο. Στα σημεία όπου εκείνοι επαναλαμβάνουν τα λόγια ή σε κάποια ενδιάμεσα χωρίς λόγια, παίζω οκαρίνα. Από το τίποτα έχουμε φτιάξει μια πλήρη ορχήστρα με πνευστά, έγχορδα, πολλά και ποικίλα κρουστά, και μικτή χορωδία. Δεν είναι μαγεία; Δεν είμαι ο σούπερ δάσκαλος, που μέσα από το παιχνίδι και την άρνηση της σοβαροφάνειας αποκαλύπτει στα παιδιά ανεξερεύνητους συναρπαστικούς κόσμους δημιουργικότητας και απολαυστικής γνώσης;
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *

Όχι βέβαια. Τίποτε απ’ όλα αυτά. Οι καλοί μαθητές τραγουδούσαν καλά, οι κακοί τραγουδούσαν κακά, και εκείνοι που στο μάθημα χαζογελάνε χαζογελούσαν και τώρα. Και κανείς, μέσα σε όλη αυτή τη σύνθετη προσπάθεια, δεν παρακολουθούσε τι λένε οι στίχοι − που υποτίθεται πως είναι ο βασικός σκοπός μας.

Από κάποια στιγμή και μετά περνούσα ακριβώς τόσο καλά όσο και όταν κάνω συμβατικό μάθημα με τη συγκεκριμένη τάξη, δηλαδή όχι μεν πολύ άσχημα αλλά όχι και όπως όταν παίζω μουσική με μουσικούς. Είχα την αφέλεια να πιστεύω ότι όλη αυτή η διαδικασία θα λειτουργούσε σαν μαγικό ραβδάκι, που αιφνιδίως θα άλλαζε όλη την παράδοση χαβαλέ και αδιαφορίας που τόσο καιρό με υπομονή έχουν χτίσει τα παιδιά. Δε γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα, από τη μια στιγμή στην άλλη.

Βέβαια δεν το μετάνοιωσα. Αυτό δε σημαίνει ότι η προσπάθεια πήγε χαμένη. Ίσως, επειδή δεν τους έχει ξανατύχει να τους ζητάει ο φιλόλογος να κοπανάνε τα πόδια τους, να μην ήξεραν πώς να αντιδράσουν και να κατέφυγαν στις γνωστές και σίγουρες αντιδράσεις (χαζόγελα κλπ.). Υπάρχει πάντα μία ισχυρή πιθανότητα να έλαβαν ένα ερέθισμα με αποτελέσματα βραδυφλεγή, όχι άμεσα. Το θεωρώ εντελώς απίθανο να μην τους άρεσε ΚΑΘΟΛΟΥ η μουσική, να μην τους έκανε καν λίγη εντύπωση. Απλώς, θέλει υπομονή. Σε λίγο καιρό θα το ξανακάνουμε, ή θα κάνουμε κάτι άλλο (ίσως με θέατρο, με ζωγραφική, θα δούμε). Στο μεταξύ θα συνεχίσω να τους στέλνω για κιμωλίες, θα προσπαθήσω να μην ορύομαι πολύ συχνά, θα τιμωρώ και λίγο όπου κρίνω ότι χρειάζεται (γιατί κι αυτό είναι κάτι που το θέλουν: οι μαθητές δεν αγαπούν την ασυδοσία. Ναι μεν κοιτάνε να κάνουν αυτό που απαγορεύεται, αλλά εν μέρει το κάνουν επειδή ακριβώς απαγορεύεται. Αν επιτραπούν όλα η ζωή γίνεται μια νερόβραστη σούπα.), και βλέπουμε. Ντουμ σπίρο σπέρο.
Το πιο άμεσα ενθαρρυντικό σημείο αυτής της ιστορίας ήταν ότι όλες οι άλλες τάξεις ζήλεψαν, και ήθελαν κι εκείνες.

Καλή χρονιά.