ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Γεια σας. Στα «Καρπάθικα Ημερολόγια», που πλέον γράφονται από την Αθήνα το Ηράκλειο, δημοσιεύω σκέψεις και ιδέες που με απασχολούν και που προέρχονται από οτιδήποτε μπορεί να είδα, άκουσα, έζησα.
Για να είμαστε σύμφωνοι με τους κανόνες του παιχνιδιού, θα διατηρήσουμε την ανωνυμία μας. Ο σκοπός βέβαια δεν είναι να κρυφτούμε πίσω από ένα ψευδώνυμο για να πούμε όσα δε θα τολμούσαμε να πούμε ενυπόγραφα, γι' αυτό και κάθε σχολιαστής είναι φυσικά ελεύθερος να υπογράφει όπως θέλει, επωνύμως ή ψευδωνύμως. Ωστόσο, θέλω να μείνουμε σταθεροί σ' αυτή την έστω και σχετική ανωνυμία, δηλαδή να μη δημοσιεύουμε το όνομα του άλλου αν το ξέρουμε.
Όταν απαγορευτεί η ανωνυμία, βλέπουμε...

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2007

ΕΘΝΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ

Την 25η Μαρτίου στα Πηγάδια, πρωτεύουσα της Καρπάθου, γίνεται μεγάλος εορτασμός. Είναι μάλλον η μεγαλύτερη γιορτή του χρόνου για την πόλη. Αφενός, έχουμε την εθνική επέτειο, που τιμάται με παρέλαση όλων σχεδόν των σχολείων του νησιού, ήτοι: δύο Γυμνασίων, δύο Λυκείων και τουλάχιστον 6-7 Δημοτικών και άλλων τόσων Νηπιαγωγείων, από όσα χωριά είναι σε σχετικά κοντινή απόσταση. Αφετέρου έχουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, στον οποίον είναι αφιερωμένη η κεντρική εκκλησία των Πηγαδιών, συνεπώς τελείται πανηγύρι.
Δεν πήγα, για μία σειρά λόγων: ένας ήταν ότι μένω τρία χωριά πιο πέρα, και ήταν Κυριακή πρωί. Ένας άλλος ήταν ο συνωστισμός. Το πρόγραμμα της ημέρας περιλαμβάνει: κάθοδο των μαθητών, δασκάλων και πολλών γονέων από όλα αυτά τα σχολεία, και πιθανώς και άλλων από τα χωριά που κατεβαίνοιυν για τη γιορτή χωρίς να έχουν προσωπική σχέση με την παρέλαση· μεγάλη λειτουργία στην Ευαγγελίστρια, όπου φυσικά γίνεται το αδιαχώρητο· παρέλαση, όπου δεν ξέρω αν εκτός από τα σχολεία συμμετέχουν και οι άλλες δυνάμεις του νησιού: στρατός, αστυνομία, πυροσβεστική κλπ.. Σίγουρα εκφωνούνται κάποιοι λόγοι και παρευρίσκονται όλες οι αρχές (δημοτικές, εκκλησιαστικές κλπ.) και όλος αυτός ο κόσμος, περίπου η μισή Κάρπαθος. Μετά την παρέλαση όλοι προσπαθούν να πάνε κάπου για καφέ, αλλά είναι περισσότεροι από όσους χωράνε σε όλες αθροιστικά τις καφετέριες και τα καφενεία της πόλης, με αποτέλεσμα να υπάρχουν όρθιοι, ουρές που περιμένουν, και γενικά μία έλλειψη άνεσης. Καθώς μεσημεριάζει, αρχίζει το πανηγυρικό γεύμα στο Μέγαρο (μεγάλη αίθουση συνεστιάσεων που ανήκει στην εκκλησία). Τα ψάρια για το συγκεκριμένο πανηγύρι είχαν αρχίσει να τα ετοιμάζουν από τη Δευτέρα! Για να μπορέσουν να εξυπηρετηθούν τόσοι άνθρωποι, η μόνη λύση είναι οι στρώσεις: γίνεται η πρώτη στρώση, τρώει ο κόσμος, φεύγουν, έρχονται να φάνε οι επόμενοι και πάει λέγοντας. Όσο η μία στρώση είναι μέσα, απαγορεύεται η είσοδος σε καινούργιους. Εννοείται ότι ο καθένας οφείλει να φάει και να την κάνει το συντομότερο, γιατί περιμένουν κι άλλοι. Υπάρχουν άνθρωποι επιφορτισμένοι με το άχαρο και δύσκολο καθήκον να προτρέπουν όσους είναι μέσα σε επίσπευση των διαδικασιών, και να ελέγχουν πόσοι καινούργιοι μπαίνουν κάθε φορά. Όσο οι προηγούμενοι τρώνε, οι επόμενοι περιμένουν στριμωγμένοι έξω από την είσοδο, εκνευρίζονται από την αναμονή, τσακώνονται και τα βάζουν με τους άμοιρους τους ταξιθέτες. Στην τελευταία στρώση, που πλέον δεν υπάρχει βία, βγαίνουν και τα όργανα. Αν υπάρχει παρέα και κέφι, γίνεται καθιστό γλέντι το οποίο τραβάει μέχρι το βράδυ, και κάποια στιγμή καταλήγει σε χορό. Αν το καθιστό δεν πετύχει, πάνε όλοι σπίτια τους και ξανάρχονται κατευθείαν για το χορό. Βέβαια ο χορός γίνεται με όρους περίπου λαϊκού κέντρου διασκέδασης· ήτοι, τα όργανα παίζουν από καθέδρας με τα μικρόφωνα, και αυτοί που χορεύουν είναι απλώς όσοι έχουν όρεξη, όχι όσοι έχουν κάτι να εκφράσουν με αυτό το χορό –π.χ. την οικογενειακή ή κοινοτική τους ενότητα, το να τιμήσουν την εορτάζουσα Παναγία ή κάτι άλλο.
Ο τρίτος λόγος που δεν πήγα ήταν ότι δεν είχα όρεξη να δω τον εορτασμό της εθνικής επετείου. Δεν τον έχω δει και ποτέ, αλλά έχω δει την 28η Οκτωβρίου και η εμπειρία μου δεν ήταν διόλου ενθαρρυντική. Αν λοιπόν ληφθεί υπόψιν ότι η 28η Οκτωβρίου είναι μικρότερη γιορτή, υπέθεσα ότι τώρα θα ήταν ακόμη χειρότερα.
Στην 28η Οκτωβρίου το κάθε χωριό γιορτάζει χώρια. Τη μεν παραμονή το κάθε σχολείο κάνει εσωτερικά τη γιορτή του και ακολουθεί δοξολογία στην εκκλησία και παρέλαση, ανήμερα δε της επετείου γίνεται μόνο στα Πηγάδια μία τελετή με κατάθεση στεφάνων, παρουσία πάλι των Αρχών και των σχολείων της πόλης (δύο Νηπιαγωγεία, δύο Δημοτικά, ένα Γυμνάσιο, ένα Λύκειο, και για αδιευκρίνιστους λόγους και ένα Λύκειο Ελληνίδων). Άρα δεν κατεβαίνει τόσος κόσμος από τα χωριά, ο πληθυσμός είναι όσος και κάθε μέρα.
Και όμως, όταν παρέστην μια φορά σ’ αυτή τη συγκριτικά σεμνή γιορτή, μου ήρθε σύγκρυο από αυτά που είδα!
Ο χώρος συγκέντρωσης είναι μία πλατεία όπου υπάρχει Ηρώο. Έχουν στηθεί μεγάφωνα, και μέχρι να συγκεντρωθούν όλοι και να αρχίσει η τελετή, τα μεγάφωνα παιανίζουν εμβατήρια σε εκκωφαντικές εντάσεις, λες κι είμαστε στη Χούντα. Τα διάφορα σχολεία προσέρχονται εν παρατάξει και παίρνουν τις θέσεις τους. Προσέρχονται και οι δημάρχοι, επάρχοι, ένστολοι, δεσποτάδες και λοιποί, και παίρνουν κι αυτοί τις δικές τους. Οι θεατές είναι γύρω γύρω. Όταν έρθει η στιγμή, παύουν τα εμβατήρια και έρχεται ο χειριστής του μικροφώνου, ο Μέγας Τελετάρχης, ένας άνθρωπος που με απαράμιλλο πάθος και στόμφο, λες και είναι ερωτευμένος με τη φωνή του, δίνει τα παραγγέλματα: «Κατάθεση στεφάνου από το πρώτο Νηπιαγωγείο Καρπάθου!!! Από το δεύτερο νηπιαγωγείο Καρπάθου!!!» κ.ο.κ..
Η σειρά είναι από τα μικρά σχολεία προς τα μεγάλα. Ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι από το κάθε σχολείο παίρνουν το στεφάνι τους και το καταθέτουν στο Ηρώο. Τα παιδιά αυτά είναι μασκαρεμένα ποικιλοτρόπως: άλλα τσολιαδάκια και αμαλίες, άλλα με καρπάθικες φορεσιές, άλλα σαν φαντάροι με παραλλαγές. Αφού καταθέσουν το στεφάνι, λένε το ποίημά τους. Προσωπικά δε γνώριζα ότι ο απάνθρωπος θεσμός του ποιήματος υπάρχει ακόμη. Άλλοι λένε απλά πατριωτικά ποιηματάκια του τύπου «Είμαι εγώ μια Ελληνοπούλα που σα μια Σουλιωτοπούλα αγαπώ με την καρδιά μου την πατρίδα τη γλυκειά μου», και άλλοι δοκιμάζουν τις ικανότητες απαγγελίας τους με αποσπάσματα Παλαμά, Σολωμού και άλλων ποιητών. Φυσικά το ύφος της απαγγελίας δεν προσπαθεί να κρύψει ότι τα παιδάκια δεν καταλαβαίνουν γρυ από ό,τι λένε. Ούτε τα βάσανα και τα κλάματα που χρειάστηκαν μέχρι να το μάθουν κρύβονται. Όταν μάλιστα το ποίημα είναι και κάπως εκτενές, συχνά ξεκινάνε ξεφωνίζοντας με φόρα και καταλήγουν να μουρμουρίζουν ξέπνοα και άνευρα τους τελευταίους στίχους, όπου συνήθως η πατριωτική έξαρση κορυφώνεται με μία κορώνα του τύπου «...και θα βρωντοφωνάξω ΟΧΙ!», που μόλις ακούγεται.
Οι γονείς και το υπόλοιπο κοινό, αισθανόμενοι την εθνική τους υπερηφάνεια να διεγείρεται από αυτή τη σκηνή λιτού μεγαλείου, ξασπάνε σε καταρρακτώδη χειροκροτήματα. Τα παιδάκια επιστρέφουν στην παράταξή τους (όπου οι συμμαθητές τους είναι ντυμένοι με στολή παρέλασης, μπλε-άσπρο). Ο Μέγας Τελετάρχης ανακοινώνει με αδιάπτωτο στόμφο την κατάθεση από το επόμενο σχολείο.
Στα μεγαλύτερα σχολεία η κατάσταση είναι πιο αξιοπρεπής. Οι μαθητές δε φορούν ούτε στολή παρέλασης ούτε φουστανέλα-τσαρούχ’-φουνταφές, απλώς είναι σχετικά καλοντυμένοι –όχι με σχισμένα–, και αντί ποιήματος λένε μία λογική φράση του στυλ «Από το τάδε σχολείο με ευγνωμοσύνη».
Τη χρονιά που τα παρακολούθησα αυτά, το επόμενο στάδιο ήταν μία αναμέτρηση δυνάμεων μεταξύ των δύο Δημοτικών. Στο ένα είχαν ετοιμάσει ποιήματα, στο άλλο τραγούδια. Μιά ομάδα επίλεκτων μαθητών από το ένα έκαναν ουρά μπροστά στο μικρόφωνο και απήγγειλαν με τη σειρά μερικές στροφές ο καθένας από κάποιο μακρύ ποίημα, με την ίδια ερμηνευτική δεινότητα όπως και προηγουμένως. Το κοινό παραληρούσε, ο Μέγας Τελετάρχης έσκαγε από καμάρι –αλλά κανείς δεν καμάρωνε όσο η υπεύθυνη δασκάλα. Όμως το δεύτερο σχολείο απάντησε με κάτι ακόμη δυναμικότερο: η χορωδία του δεν αποτελούνταν από επίλεκτη ομάδα αλλά από όλους τους μαθητές! Μία μεγαλοπρέπεια άνευ προηγουμένου! Κάποια δασκάλα είχε κρίνει ότι θα είναι ωραίο και ταιριαστό, αντί να περιοριστούμε σε ποιήματα των οποίων δεν καταλαβαίνουμε τα λόγια, να επεκτείνουμε τη σφαίρα των επιδόσεών μας και σε τραγούδια των οποίων δεν καταλαβαίνουμε τη μουσική. Χωρίς να ξέρει προφανώς η ίδια από μουσική, ώστε να μεταδώσει στα παιδιά αν μη τι άλλο το πώς ταιριάζουμε όλοι τις φωνές μας σε ένα τόνο και ένα ρυθμό, απλώς τους είπε ότι το πατριωτικό περιεχόμενο των τραγουδιών υποδεικνύει μία ζωηρή ερμηνεία, όχι σερνάμενη. Τα έρμα τα παιδιά γκαρίξαν λες και βρίσκονταν στο γήπεδο. Νέο κύμα εθνικού οργασμού συγκλόνισε το κοινό.
Μετά το πέρας της τελετής τα μεγάφωνα παιάνισαν για λίγο αόμη τα εμβατήρια (τα ίδια με πριν βέβαια: πού να βρεθεί ολόκληρη συλλογή από κασέτες!) και μετά σκορπίσαμε.
Η εντύπωση που αποκόμισα ήταν η ίδια όπως σε ένα τσίρκο. Όπως εκεί βλέπουμε άλογα, ελέφαντες και σκυλάκια να εκτελούν άθλους που για μας είναι θεαματικοί (π.χ. να κάνουν ποδήλατο) αλλά για τα ίδια τα ζώα και για όποιον άλλο μπορεί να πλησιάσει τη στέρεη λογική τους είναι απολύτως μάταια (τι με εξυπηρετεί το να ξέρει ποδήλατο ένας ελέφαντας; γιατί να το θαυμάσω;) και εξευτελιστικά, και επιπλέον αποτελούν το προϊόν γύρευε πόσων βασανιστηρίων, και συνοδεύονται από στολίδια, φτερά, μουσικές και έναν πομπώδη τελετάρχη με μικρόφωνο, έτσι ακριβώς ήταν και αυτό που είδαμε στην εθνική εορτή. Ξέρετε πώς μαθαίνει η αρκούδα να χορεύει; Αν δεν ξέρετε, τη βάζουν να σταθεί σε μια λαμαρίνα που από κάτω έχει αναμμένα κάρβουνα, και της παίζουν ντέφι. Αυτή φυσικά χοροπηδάει γιατί καίγεται, και σιγά σιγά συνηθίζει να χοροπηδάει όποτε ακούει ντέφι. Χρόνια πριν τον Παυλώφ, οι Έλληνες και λοιποί Βαλκάνιοι αρκουδιάρηδες είχαν μάθει να προκαλούν στα δύστυχα αυτά ζώα την αίσθηση της πυρωμένης λαμαρίνας χωρίς να υπάρχει η ίδια η πυρωμένη λαμαρίνα.
Με την ίδια μέθοδο, παιδιά του νηπιαγωγείου που δεν ξέρουν ανάγνωση αποστηθίζουν ποιήματα (που αν ο ποιητής τους μπορούσε να προβλέψει τη μοίρα των έργων του, μάλλον θα γινόταν ζωγράφος) και στολίζονται με φτερά για να τα απαγγείλουν. Το να μάθουν μερικά τραγούδια είναι μάλλον λιγότερο βασανιστικό ως διαδικασία, αλλά ακόμη εξευτελιστικότερο ως παράσταση, αφού μία κακή απαγγελία μπορεί να είναι στη χειρότερη περίπτωση «μη επιτυχημένη», ενώ το φάλτσο και κακόφωνο ομαδικό τραγούδι είναι κάτι παραπάνω, είναι γνησίως δυσάρεστο και οικτρό.
Η 28η Οκτωβρίου είναι η επέτειος του ΟΧΙ. Την ημέρα αυτή τιμάμε την επιλογή μιας μικρής και ανίσχυρης χώρας να ακολουθήσει τα δικά της ιδανικά και όχι τις ξένες επιταγές, τις απειλές και την υπεροπλία. Εν ολίγοις τιμάμε την ελεύθερη βούληση. Και την τιμάμε εξασκώντας τα παιδιά εξ απαλών ονύχων να παπαγαλίζουν ποιήματα και να μασκαρεύονται όπως τους πούμε, όποτε τους πούμε. Μη χειρότερα Θεέ μου...
Από συζητήσεις με συναδέλφους κατέληξα στο απροσδόκητο συμπέρασμα ότι μόνον εγώ δεν είχα ξαναδεί τέτοια γιορτή. Για όλο τον υπόλοιπο κόσμο ήταν κάτι δεδομένο. Να επαναλάβω ότι όλο αυτό το πανηγύρι δεν ήταν η σχολική εορτή, στην οποία ας δεχτούμε (αν και γιατί να το δεχτούμε;...) ότι οι απαγγελίες ποιημάτων και οι μεταμφιέσεις έχουν μια κάποια θέση, ήταν η εορτή της πόλης! Μέσα στα σχολεία είχε ήδη γίνει από την προηγούμενη ημέρα ό,τι ήταν να γίνει.
Οι εορταστικές εκδηλώσεις, όπως και στην 25η Μαρτίου και στη 17η Νοέμβρη, έτσι και στην 28η Οκτωβρίου ολοκληρώνονται με ένα φινάλε που και πάλι δεν ξέρω αν αποτελεί καρπάθικη πρωτοτυπία ή έχει ευρύτερη διάδοση: είναι καθιερωμένο αυτές τις ημέρες κάποιο από τα τμήματα της Β΄ ή της Γ΄ ενός από τα δύο Λύκεια του νησιού να οργανώνει πάρτυ σε μαγαζί. Αυτά τα πάρτυ έχουν ως κύριο σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων, συνήθως για τις πενταήμερες. Γίνονται σε νυχτερινά μαγαζιά, αλλά σε ημερήσιες ώρες: συνήθως έχουν έναρξη γύρω στη 1:30΄ το μεσημέρι, και προσέρχονται κυρίως οι υπόλοιποι μαθητές από τα Γυμνάσια και τα Λύκεια. Μια φορά που είχα πάει κι εγώ, ήταν υπέροχα. Δεν είναι μόνο ότι μερικά δεκατριάχρονα έως δεκαεξάχρονα κάπνιζαν και μεθοκοπούσαν, ενώ οι υπόλοιποι μαθητές πλήττουν μη έχοντες τι να κάνοντες, ακούγοντας σκυλάδικα από κακά ηχεία που θα παραμόρφωναν και ευγενέστερες μουσικές: ήταν κυρίως το ντεκόρ. Το συγκεκριμένο μαγαζί έχει γύρω γύρω τζαμαρίες. Κανονικά δουλεύει μόνο νύχτα. Για να μπορέσουν λοιπόν να δημιουργήσουν νυχτερινή ατμόσφαιρα μέρα μεσημέρι, είχαν κάνει συσκότιση κολλώντας με μονωτική μαύρες σακκούλες σκουπιδιών πάνω στα τζάμια.
Βασισμένος λοιπόν σε αυτές τις τρεις ξεχωριστές εμπειριίες μου, μία από το πανηγύρι του Ευαγγελισμού, μία από την τελευταία 28η Οκτωβρίου και μία από ένα σχολικό πάρτυ, θεώρησα καλό φέτος να κάτσω στο χωριό στην 25η Μαρτίου. Οι μαθητές μου παραπονέθηκαν λίγο που δεν ήρθα να τους καμαρώσω, αλλά ομολόγησαν ότι από την παρέλαση δεν έχασα πολλά πράγματα: επειδή, λέει, τα κορίτσια (με αφορμή τη μοναδική μέρα που βάζουν φούστα) ντύνονται όχι για παρέλαση αλλά για πασαρέλα, και δεν μπορούν να κάνουν βήμα με τα τακούνια, προσπαθούν να κρατήσουν την ισορροπία τους με σπασμωδικές κινήσεις των χεριών και τους φεύγουν τα τσαντάκια... Δεν πειράζει, αυτό το έχω δει κι άλλη φορά. Κι η ίδια η παρέλαση δεν καταλαβαίνω τι νόημα έχει, αν είναι να γίνεται έτσι γελοία. Βέβαια, θα αντιτείνει κανείς ότι δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώς, αφού οι μαθητές δεν είναι φαντάροι για να έχουν εκπαιδευθεί στο βήμα. Αυτό πάλι ανοίγει ένα άλλο μεγάλο θέμα: ακόμη και οι φαντάροι, τι δουλειά έχουν να εκπαιδεύονται στο βήμα; Δεν έχουν τίποτε πιο χρήσιμο να μάθουν σχετικά με την εθνική μας άμυνα;
Όμως κάποια στιγμή αυτό το κείμενο πρέπει να κλείσει. και το κλείνω
ακριβώς
εδώ.

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2007

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΤΣΑΜΠΟΥΝΙΕΡΗ (Bad Piper's Blues)

Η παρούσα επιστολή γράφεται εν θερμώ.

Πρωτοήρθα στην Κάρπαθο πριν οκτώ ή εννέα χρόνια. Με παρότρυνε ένας φίλος μου που ήμασταν μαζί στο Ωδείο (εγώ μάθαινα σάζι κι εκείνος πολίτικη λύρα), και ανταλλάσσαμε, όπως και με άλλους, δίσκους, ακούσματα και μουσικές εμπειρίες τον καιρό που ήμασταν όλοι αμύητοι στην καθαυτό παραδοσιακή μουσική αλλά θέλαμε να μυηθούμε. Εκείνος λοιπόν είχε πάει ένα δυο καλοκαίρια πιο πριν, και μου είπε: εκεί πρέπει να πας οπωσδήποτε. Εκεί θα καταλάβεις! Πήγα λοιπόν. Έφυγα παίρνοντας μαζί μου από εκεί έναν αυλό (μονοτσάμπουνο) και μερικά τοπικά σιντί. Ξαναπήγα το επόμενο καλοκαίρι, και πήρα μια τσαμπούνα και μερικά σιντί ακόμη. Το χειμώνα άκουγα και ξανάκουγα τα σιντί και προσπαθούσα να κατανοήσω τη μουσική και να την παίξω, πρώτα στον αυλό, σιγά σιγά στην τσαμπούνα. Το καλοκαίρι πήγαινα στην Όλυμπο και, βλέποντας και ακούγοντας τους άλλους να παίζουν, καταλάβαινα κάθε φορά και λίγο καλύτερα, λόγω της προεργασίας όλο το χειμώνα. Γύρναγα στην Αθήνα το χειμώνα, με μερικά ακόμη σιντί, και ξανάβαζα μπροστά το νέο κύκλο προεργασίας, ευρισκόμενος όμως ένα σκαλοπάτι πιο μπροστά κάθε φορά λόγω της πρόσφατης εμπειρίας στον τόπο παραγωγής. Και ούτω καθεξής.
Αυτή η ιστορία συνέχισε για πέντε - έξι χρόνια. Μόνο ένα καλοκαίρι δεν πήγα, γιατί ήμουν φαντάρος. Στο στρατό είχα πάρει μαζί μου ένα γουώκμαν, και δύο κασέτες στις οποίες είχα αντιγράψει όλους τους καρπάθικους σκοπούς που είχα σε σιντί (μόνο σκοπούς· όχι συρματικά, πάνω χορούς κλπ.). Δεν πήρα μαζί μου καμία άλλη μουσική. Σχεδόν κάθε βράδυ άκουγα είτε τη μία είτε την άλλη κασέτα, με τα ακουστικά, πριν κοιμηθώ, περιμένοντας ότι κάποια στιγμή θα μου γίνουν βίωμα (οι σκοποί εννοώ βέβαια: δεν είχα την αφέλεια να πιστεύω ότι το ίδιο το γλέντι θα μου γινόταν βίωμα από τις κασέτες!). Κάποια στιγμή με πήραν από τη μονάδα και με έστειλαν σε φυλάκιο. Για όποιον δεν έχει πάει φαντάρος, το φυλάκιο είναι ένα μίνι στρατόπεδο με καμιά δεκαριά άτομα συνήθως αλλά αρκετά μεγάλο σε έκταση, κάπου στις ερημιές του Αδάμ, μακριά από το κυρίως στρατόπεδο και με πολύ πιο ελεύθερους όρους διαβίωσης. Μόλις ευκαίρησα πήρα εκεί την τσαμπούνα. Στις ελεύθερες ώρες, που ήταν μπόλικες, ανέβαινα στα όρη στα βουνά και προβάριζα αυτά που άκουγα τόσον καιρό στις κασέτες. Εκεί δεν είχα να ενοχλήσω κανέναν, ούτε να τους μπω στο μάτι σαν «ο εκκεντρικός με το σκωτσέζικο όργανο». Τα βράδυα εξακολουθούσα να βάζω τις κασέτες.
Αυτό που λέμε ως σχήμα λόγου για μια κασέτα που ακούμε πολύ, ότι «την λιώσαμε», το έκανα στην κυριολεξία, όχι με τις κασέτες αλλά με το κασετόφωνο: έφαγε όλα του τα ψωμιά με αυτές τις δύο κασέτες. Μέχρι να απολυθώ είχε φτάσει να φαλτσάρει οικτρά.
Έκανα δύο Αύγουστους στο στρατό, αλλά στον δεύτερο ήμουν σε άδεια απόλυσης, οπότε μπόρεσα να ξαναπάω στην Όλυμπο. Ξέχασα να αναφέρω ότι είχα βάλει βύσμα για να υπηρετήσω στην Κάρπαθο, αλλά δε δούλεψε κι έτσι βρέθηκα στη Λήμνο.
Εν τω μεταξύ είχα καταλάβει τη λογική της μαντινάδας, και είχα αρχίσει δειλά δειλά να λέω και καμία. Εννοείται ότι αυτό γινόταν μόνο σε πολύ ελαφρές περιστάσεις, σε παρέες που να υπάρχουν πολλοί μη Ολυμπίτες, και με απαραίτητη προϋπόθεση να παρευρίσκεται ο Μιχάλης ο Ζωγραφίδης, ένας από τους ελάχιστους ντόπιους που ήταν ανεπιφύλακτα ενθαρρυντικός. Ιδανικές συνθήκες γι’ αυτό ήταν όχι στην Κάρπαθο, αλλά στην Αθήνα, όποτε τύχαινε να ανέβουν οι Ζωγραφίδηδες για κάποια συναυλία, οπότε κάποιες φορές βρισκόμασταν και για ένα γλέντι, με Αθηναίικες παρέες. Αυτά τα γλέντια για τους Καρπάθιους δε θα θεωρούνταν ούτε καταχρηστικώς γλέντια, ούτε καν «τούτα-κείνα», αλλά για μας τους πτωχοαθηναίους ήταν assez bons pour l’ Orient.
Την περίσταση όπου είπα την πρώτη μου μαντινάδα τη θυμάμαι ολοκάθαρα. Περιείχε την ευρηματική ομοιοκαταληξία «μπονέντη - γλέντι» (και ο μπονέντης και το γλέντι θεωρούνται «εθνικά σύμβολα» του νησιού, και είναι ζήτημα αν έχουν ξανασυνδυαστεί άλλες χίλιες φορές σε μαντινάδα!), και φυσικά ήταν προσχεδιασμένη. Παρά ταύτα την έβγαλα με ιδιαίτερο άγχος. Η θεματολογία των μαντινάδων γυρόφερνε, και περίμενα πότε θα έρθει η στιγμή που η δική μου θα κολλάει με τις προηγούμενες, ελπίζοντας ταυτόχρονα ότι ο σκοπός εκείνη την ώρα θα ήταν ή κάποιος που να ξέρω να τον τραγουδήσω, ή τουλάχιστον κάποιος όχι τόσο παράξενος, ώστε να μπορώ να γυρίσω σε άλλον που να τον ξέρω. Τελικά την είπα, αλλάζοντας δέκα χρώματα αλλά με σχετικά λίγα λάθη στο σκοπό.
Έτσι έσπασα την παρθενιά. Αυτά ήταν στο σπίτι μου, που κατά τεκμήριο ήταν ο κατεξοχήν χώρος όπου θα αισθανόμουν πιο άνετα. Έκτοτε, έχοντας φάει την πρώτη κρυάδα, πήρα μια σχετική φόρα. Το ίδιο βράδυ βέβαια δεν ξανατραγούδησα (καλά μου ήταν!), αλλά στα επόμενα ένα-δύο χρόνια, όποτε τύχαιναν μερικές τέτοιες περιστάσεις, είχα αρχίσει πλέον να λέω από μία έως δυο-τρεις μαντινάδες κάθε βραδιά.
Κάποιαν άλλη φορά θα έρχονταν ο Μιχάλης και ο γιος του ο Γιώργος να παίξουν, χωρίς τον Αντώνη ή άλλο τσαμπουνιέρη. Λέω με το νου μου: να η ευκαιρία! Όλο και κάπου θα πάμε να φάμε και να τραγουδήσουμε, θα βρω μια ευκαιρία να παίξω και τσαμπούνα! Παρουσία Καρπάθιου τσαμπουνιέρη δεν είχα μέχρι τώρα τολμήσει να παίξω, κι ένας λόγος ήταν και το ότι, ακόμη και σ’ αυτά τα «ελαφρά» γλέντια, εφαρμόζονταν κάποιοι από τους δαιδαλώδεις και αυστηρότατους κανόνες του ολυμπίτικου γλεντιού. Λοιπόν, η τσαμπούνα σε άλλες στιγμές επιτρέπεται και σε άλλες όχι, αλλά άντε βρες ποιες είναι αυτές! Ο μόνος τρόπος να είσαι σίγουρος είναι να δεις τον άλλον να παίζει, οπότε βέβαια δεν πας να του πεις «σταμάτα λίγο να παίξω εγώ»! Οπότε, δεν έπαιζα. Τώρα λοιπόν θα μπορούσα, έστω και με ρίσκο να παραβώ λίγο εξ αγνοίας το πρωτόκολλο, να παίξω. Θα έπρεπε όμως να παίξω Πάνω χορό: δεν είναι δυνατόν να παίζεις τσαμπούνα στους σκοπούς και να μην παίζεις στο χορό. Έλα όμως που δεν τον ήξερα! Τόσες φορές που τον είχα ακούσει, και ζωντανά (συχνά μάλιστα και με διάρκεια αρκετών ωρών) και στα σιντί, και ακόμη δεν τον είχα καταλάβει. Λέω, ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα. Θα κάτσω να τον βγάλω. Διάλεξα μία ηχογράφηση που μου φαινόταν ότι έμοιαζε αρκετά με άλλες εκτελέσεις που είχα ακούσει λάιβ, όσο μπορούσα να κρίνω, και άρα είχε αρκετά εχέγγυα ότι είναι ένας σχετικά στάνταρ Πάνω χορός, που δε θα γύριζε κανείς να μου πει «τι είν’ αυτά που παίζεις». Τον άκουσα ένα εκατομμύριο φορές. Πήγα να τον παίξω, τίποτα. Λέω, εδώ θέλει μέθοδο. Έκατσα να ξεχωρίσω μία μία τις πιαυλές, και τις έγραψα με νότες. Τις χώρισα σε ενότητες, και άρχισα να μαθαίνω πρώτα μία πιαυλέα, μετά την επόμενη, σταδιακά όλη την ενότητα. Μετά την πρώτη πιαυλέα της δεύτερης ενότητας, και ούτω καθεξής. Πρώτα έμαθα να τις παίζω στο σάζι (που είναι το κανονικό μου όργανο, και που εξυπηρετούσε γιατί μπορούσα να το κουρδίσω στον τόνο της ηχογράφησης, ενώ με την τσαμπούνα δε γινόταν αυτό). Έπαιζα στο σάζι, ακούγοντας την κασέτα και βλέποντας τις νότες. Μετά στο σάζι, με κασέτα χωρίς νότες. Μετά στο σάζι χωρίς κανένα βοήθημα. Μετά στον αυλό, και τελικά στην τσαμπούνα. Έκανα ένα μήνα πρόβες. Όταν πήγαινε αργά το βράδυ και δεν μπορούσα να παίξω τσαμπούνα στο διαμέρισμα, συνέχιζα τις πρόβες με μια φλογέρα. Μιλάμε, ούτε Πανελλαδικές!
Έρχεται η μέρα. Πέφτουν τα τηλέφωνα, κανονίζουμε ένα ραντεβού σε μία ταβέρνα που δεν τη γνώριζα, μαζί με ένα σωρό κόσμο που επίσης δε γνώριζα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ήταν μία ταβέρνα με ζωντανό πρόγραμμα κρητικής μουσικής. Καλά, εδώ θα τραγουδήσουμε; Αφού τραγουδούν άλλοι! Τέλος πάντων οι Κρητικοί ήταν μιλημένοι. Κάποια στιγμή βγάζουν ένα ανακοινωθέν ότι έμαθαν πως ένας κοντονησιώτης τους λυράρης είναι εδώ, και πολύ τον παρακαλούν να ανέβει κι αυτός να παίξει λίγο. Ξέρετε οι πιο πολλοί πώς είναι όταν ο Μιχάλης παίζει «λίγο»!
Λοιπόν μου λέει ο Μιχάλης, έλα κι εσύ να παίξεις τσαμπούνα. Έρχομαι, αλλά βέβαια δεν είχα προβλέψει ότι πρώτη φορά στη ζωή μου που θα έπαιζα θα είχαμε και μικρόφωνα. Η επόμενη έκπληξη ήταν όταν έμαθα, ή μάλλον κατάλαβα, ποιοι ήταν όλοι αυτοί οι άγνωστοι της παρέας: ήταν μία χορευτική ομάδα που συνεργαζόταν με το Μιχάλη. Τι παίζουμε λοιπόν σε μία χορευτική ομάδα; Φυσικά, Πάνω Χορό!
Η πρώτη νότα που έβγαλα ήταν λίγο οφσάιντ, λόγω τρακ. Κατόπιν τούτου ο Μιχάλης ανέλαβε ο ίδιος τα ηνία (κανονικά ό,τι παίζει η τσαμπούνα, η λύρα το ακολουθεί· αλλά πρέπει κι ο τσαμπουνιέρης να ξέρει.). Ξεκίνησε με μια δοξαριά που δεν ήταν μέσα στις πεντακόσιες που είχα προβάρει. Αυτό ήταν! Για όση ώρα χόρευαν, εγώ στεκόμουν με την τσαμπούνα εκτός μικροφώνου και γυρισμένη ανάποδα, να ακούγεται όσο το δυνατόν πιο λίγο, προσπαθώντας μάταια να πιάσω κάπου μες στις δοξαριές του Μιχάλη την άκρη του νήματος, και νιώθοντας εντελώς μα εντελώς ηττημένος. Μα εντελώς!


Πέρασε καιρός. Έδωσα ΑΣΕΠ για καθηγητής. Πέτυχα, και ζήτησα τοποθέτηση στην Όλυμπο. Μέχρι το τέλος Αυγούστου είχα μάθει ότι θα πάω στην Δ΄ Δωδεκανήσου, αλλά το ακριβές νησί και σχολείο ακόμη εκκρεμούσε. (Η Δ΄ Δωδεκανήσου ούτε λίγο ούτε πολύ περιλαμβάνει: Πάτμο, Λέρο, Λειψούς, Νίσυρο, Σύμη, Χάλκη, Αστυπάλαια, Τήλο, Κάρπαθο, Κάσο και Καστελόριζο.) Έπρεπε να παρουσιαστούμε 1η Σεπτεμβρίου, αλλά είχε πάει τρεις ή τέσσερις του μηνός για να μάθω ειδικά εγώ, όχι όλοι, σε ποιο νησί θα ήμουν. Ήταν η Κάρπαθος, αλλά το χωριό ακόμη εκκρεμούσε. Παραμονή του Αγιασμού φτάνω με το αεροπλάνο στο νησί, αυγή αυγή, μπαίνω σε ένα ταξί και δεν ήξερα να του πω πού να με πάει! Του εξήγησα την ιστορία της ζωής μου, και μου είπε: αν δεν ξέρεις αν πας Όλυμπο ή Απέρι, καλύτερα να σε πάω Απέρι. Πήγαμε στο Απέρι, με άφησε σ’ ένα καφενείο και από εκεί άρχισα τα τηλέφωνα. Ο προϊστάμενος, που τον είχα ενοχλήσει και όλες τις προηγούμενες ημέρες, ήταν σαφής: «Εσύ είσαι που θες να πας Όλυμπο, ε; Έχουνε βάλει μια γυναίκα ρε γαμώτο... Να πας να τη βρεις να τη ρωτήσεις αν θέλει να σκαντζάρετε. Θα θέλει.» Με διάφορους τρόπους βρήκα το τηλέφωνο της γυναίκας... της κοπέλας τέλος πάντων, της είπα άκρες μέσες περί τίνος επρόκειτο, μάλλον δεν ανέπτυξα όλη την παροιμιώδη ευφράδειά μου, τελικά δεν την έπεισα. Βρήκα κάπου να μείνω στα Πηγάδια μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Πέρναγε η μέρα, και είχα αρχίσει να αδημονώ: τι κάθομαι και κάνω εδώ στα Κάτω χωριά; Το απόγευμα δεν άντεξα άλλο. Πήρα ένα ταξί και ανέβηκα στην Όλυμπο (100 ευρώ). Βρήκα και τη συνάδελφο, η οποία είχε αρχίσει να ενοχλείται από την πίεσή μου, δέχτηκε κάπως σφιχτομούνικα να πιούμε ένα καφέ και να της ξαναεκθέσω το αίτημά μου, και με απέπεμψε. Μάλιστα κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια αυτού του καφέ με πήρε στο κινητό ο Μιχάλης, και μου λέει, πού είσαι; Του λέω, στο Διαφάνι (το μόνο χωριό που είναι κοντά στην Όλυμπο· εκεί έμενε η κοπέλα και όλοι γενικώς οι εκπαιδευτικοί της Ολύμπου). Ανέβα στην Όλυμπο, μου λέει, τι δουλειά έχεις στο Διαφάνι; Εκεί είναι το χωριό σου; Εκεί κόντεψα να δακρύσω.
Έμεινα λοιπόν στο Γυμνάσιο Απερίου, και έπιασα σπίτι στα Πηγάδια, την πρωτεύουσα. Η πρώτη μου χρονιά εκεί ήταν και η πρώτη εμπειρία που είχα από την Κάτω Κάρπαθο, που μέχρι τότε, ακούγοντας από τους Ολυμπίτες, την είχα σε χαμηλή εκτίμηση. Τελικά είναι μια χαρά άνθρωποι, μην ακούτε! Στην αρχή βέβαια το έφερα βαρέως, ιδίως καθώς όλοι οι εκπαιδευτικοί της Ολύμπου καταριόντουσαν τη μοίρα τους και όλοι οι εκπαιδευτικοί του υπόλοιπου νησιού τους λυπούνταν, και έλεγα, μα δεν υπάρχει Θεός; Ένας μόνο βρέθηκε να θέλει να πάει εκεί, και πήγε αλλού, και οι άλλοι που δεν ήθελαν πήγαν; Αλλά σιγά σιγά μού πέρασε. Βέβαια ανέβαινα στην Όλυμπο μια-δυο φορές το μήνα (και είδα για πρώτη φορά πόσο διαφέρει η χειμερινή από την αυγουστιάτικη Όλυμπο!), αλλά και στα Κάτω χωριά γνώρισα ένα σωρό κόσμο και αγάπησα το μέρος. Έτσι τελικά δε ζήτησα να μετακινηθώ την επόμενη χρονιά. Άλλωστε ήταν και ορισμένοι μαθητές που δε μου ’κανε καρδιά να τους παρατήσω.
[Σφήνα: ξέρετε, τώρα μόλις θυμήθηκα ότι δύο καλοκαίρια πριν το διορισμό μου είχα πάει στο πανηγύρι του Άη Γιάννη της Βρουκούντας, και έκανα τάμα στον Άη Γιάννη να με φέρει στην Όλυμπο. Δηλαδή τι παραπάνω έπρεπε να κάνω;]
Τη χρονιά που έμενα στα Πηγάδια, είχε ακριβώς κάτω από το σπίτι μου μία ταβέρνα που άραζε ο Ζωγραφίδης, και έπαιζε κάθε βράδυ μουσική. Τον άκουγα από το παράθυρο και κατέβαινα. Κατά καιρούς έπαιζαν κι άλλοι. Εκεί ήταν το μεγάλο σχολείο για μένα. Το ίδιο στυλ «ελαφρών» γλεντιών που λέγαμε και πιο πριν, όπου στο περιεχόμενο και την ουσία του γλεντιού υπάρχει πολύ μεγαλύτερη χαλαρότητα παρά σ’ ένα κανονικό γλέντι στο Πλατύ, αλλά στη μουσική (εννοώ νότες, ρυθμό, κούρδισμα, αυτά τα βασικά) δε γίνονταν εκπτώσεις. Εκεί ήταν που ξεθάρρεψα με τις μαντινάδες. Επίσης και με το λαούτο, το οποίο αγόρασα εκείνη τη χρονιά. Όσα καρπάθικα ήξερα, δηλαδή αρκετά πλέον, τα είχα περάσει στο σάζι, και τα έπαιζα κατά μόνας, μέχρι που ωρίμασε μέσα μου η σκέψη ότι ουσιαστικά λαούτο παίζω, οπότε γιατί να μην πάρω ένα πραγματικό λαούτο; Και πήρα, κι άρχισα να το μαθαίνω. Σε απείρως λιγότερο καιρό απ’ όσο ασχολιόμουν με την τσαμπούνα, είχα φτάσει να παίζω όχι καλά ίσως, αλλά πάντως αποδεκτά από τους αυστηρούς κριτές μου. Αφού είχα απορήσει: «Μα καλά, δεν το βλέπουν ότι δεν ξέρω; Ούτε βλέπουν ότι τσαμπούνα ξέρω, έστω κάτι ψιλά;»
Καμιά φορά μου έλεγε ο Μιχάλης να φέρω και την τσαμπούνα. Εγώ πλέον την είχα φοβηθεί, και προφασιζόμουν διάφορα και δεν την έφερνα. Όμως το άκουγαν οι θαμώνες, και σιγά σιγά είχε κυκλοφορήσει ότι παίζω και τσαμπούνα. Τελικά μια φορά κάποιος είχε μία τσαμπούνα, και εξαναγκάστηκα –τραβάτε με κι ας κλαίω– να παίξω. Τη φουσκώνω, βλέπω ότι το τσαμπουνοκαύκαλο ήταν λίγο γυρισμένο μέσα στο ασκί και δε με βόλευε. Πάω να το γυρίσω λίγο να το φέρω ση βολή μου. «Σιγά, μου λέει ο Μιχάλης, μην το σπάσεις!» Πάμε να κουρδίσουμε. Παίζω μια, ήθελε ταίριασμα. «Τι είν’ αυτά, μου λέει, ξεταίριαστη είναι!» (λες κι έφταιγα εγώ!). Την ταιριάζουμε, δηλαδή ο Μιχάλης την ταίριαξε. Του παίζω να ταιριάξει τη λύρα. «Όχι έτσι, πού να σ’ ακούσω; Προς τα πάνω το τσαμπουνοκαύκαλο!» Μέχρι να βρω πόσο πάνω το ήθελε, δεν μπορούσα να την κρατήσω καλά, και ο αέρας δεν έβγαινε σταθερά και φάλτσαρε. «Σταθερά τον αέρα!» Τέλος πάντων, αφού όλοι οι παριστάμενοι έχουν πεισθεί ότι πρώτη φορά στη ζωή μου πιάνω το όργανο, και κοντεύω κι εγώ να το πιστέψω, κάποια στιγμή είμαστε έτοιμοι. «Πάμε», μου λέει. «Πάνω χορό!!!»
Μιχάλη, του λέω, δεν τον ξέρω τον Πάνω χορό, σ’ το ’πα και τις προάλλες. Δεν πειράζει, μου λέει, παίζε. Εμ τι δεν πειράζει, άμα πριν την πρώτη νότα μου έχεις ήδη κάνει δέκα παρατηρήσεις, με τι ηθικό να παίξω κάτι που δεν το ξέρω;... [Παρακαλώ να μη λησμονήσετε ότι παρ’ όλα αυτά επιμένω: όση ενθάρρυνση έχω λάβει από το Μιχάλη δεν είχα λάβει, μέχρι τότε τουλάχιστον, από κανέναν Καρπάθιο. Απλώς στην τσαμπούνα είναι κομμάτι απαιτητικός.] Παίζει τον Πάνω χορό μόνος του με τον λαουτιέρη. Μετά πιάνουμε ένα Συρματικό, που το ήξερα. Έπαιξα τσαμπούνα. Τελειώνοντας το τραγούδι, τον βλέπω κι επιταχύνει επικινδύνως τις δοξαριές του. Να δεις που αυτός θα το γυρίσει πάλι στον Πάνω χορό! Όσο λοιπόν το τέμπο το επέτρεπε ακόμη, προλαβαίνω εγώ πρώτος και το γυρίζω στα «Μάρμαρα του Γαλατά». Με κατακεραυνώνει πάλι. «Τι είναι αυτά; Τραγούδησα εγώ τα Μάρμαρα; Τον τραγουδιστή θα ακολουθάς!»... Έτσι μας πήγε εκείνη η βραδιά. Κάποια στιγμή με έσκασε, του την είπα κι εγώ, τσακωθήκαμε (εμμέτρως πάντα!), και κάναμε κάποιο καιρό να ξαναμιλήσουμε.
Εκ των υστέρων που το σκεφτόμουν, κατέληξα ότι όλη αυτή η ταπείνωση ίσως τελικά να μου περιποιεί τιμή. Η γνώση έχει κάποιο τίμημα. Φαντάζομαι ότι κι ο ίδιος δε θα έμαθε με τα χάδια να παίζει λύρα. Αλλά, τιμή-ξετιμή, σου κόβει τη φόρα.
Όλον αυτό τον καιρό έτρεχα σε όποιο χωριό είχε πανηγύρι, και έκανα και γενικότερα επισκέψεις στα χωριά. Είχα γνωρίσει πολύ κόσμο. Είχα αρχίσει να συμμετέχω και σε μερικά γλέντια. Επίσης είχα τύχει και σε μερικά μη καρπάθικα γλέντια, με ρεμπέτικα και τέτοια.
Προς το καλοκαίρι, κάτι παιδιά από το Όθος μου πρότειναν να πάω να παίξουμε σε ένα τουριστάδικο. Θα είχε ένα πρόγραμμα μισό καρπάθικο, μισό ρεμπέτικο. Η ιδέα ήταν να παίζω μπαγλαμά στα ρεμπέτικα· όμως δεν υπήρχε κανείς να παίζει κιθάρα, εγώ πρότεινα να βάλουμε λαούτο αντί κιθάρας κι ας μην έχουμε μπαγλαμά, και τελικά βρέθηκα να παίζω λαούτο και στα καρπάθικα. Το πρόγραμμα και το κοινό ήταν τόσο βρωμοτελευταία, που μπορούσε κανείς να κάνει ατιμωρητί οσαδήποτε λάθη. Ακόμη μετανιώνω που δεν τους είπα να παίξω τσαμπούνα, γιατί εκεί πραγματικά μ’ έπαιρνε (υπήρχε κι άλλος για λαούτο). Πάντως ακόμα κι έτσι, παίζοντας για κανένα μήνα τρεις φορές τη βδομάδα επί μια-δυο ώρες τα ίδια κομμάτια, και μ’ ένα δεύτερο λαούτο για να κλέβω πατήματα και πενιές, το προχώρησα αρκετά το πράγμα.
Παράλληλα προς όλα αυτά, είχα κάνει και διάφορες συνεντεύξεις για τη διατριβή μου. Έτσι είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό ότι υπάρχει ένας καθηγητής που ασχολείται ποικιλοτρόπως με τη μουσική, και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα καρπάθικα, και τα ξέρει κιόλας. Γενικά οι Καρπάθιοι πιστεύουν ότι για να ξέρεις καρπάθικα πρέπει να είσαι ντόπιος από μάνα και πατέρα, οπότε τους φαίνεται πολύ παράδοξο ένας ξένος να τραγουδάει και να παίζει. Όσοι με είχαν ακούσει μόνο μια δυο φορές, ή δεν ήταν πολύ του γλεντιού οι ίδιοι, έμεναν εκστατικοί: «Μα εσείς είστε πιο Καρπάθιος από εμάς!» Όσοι πάλι μπορούσαν να κρίνουν καλύτερα, είτε επειδή ήταν πιο πεπειραμένοι είτε γιατί με είχαν ακούσει πιο πολλές φορές και τους είχε φύγει το πρώτο σάστισμα, καταλάβαιναν φυσικά τις ελλείψεις μου. Όμως γενικά οι κατωχωρίτες δεν ήταν τόσο αυστηροί όσο οι Ολυμπίτες.
Το δεύτερο χρόνο άφησα τα Πηγάδια και εγκαταστάθηκα στο Όθος, και δεν το μετάνιωσα στιγμή. Μπήκα για τα καλά στη ζωή του χωριού. Έκανα μερικούς προσωπικούς φίλους, γνωρίστηκα λίγο πιο χαλαρά με ένα σωρό κόσμο, συμμετείχα σε όλα τα έθιμα και τις εκδηλώσεις του χωριού. Οι χωριανοί με δέχτηκαν, με αγκάλιασαν και με υποστήριξαν στις διάφορες αντικειμενικές δυσκολίες που έχει η ζωή εδώ με τρόπο που δε θα ξεχάσω ποτέ. Ό,τι και να γίνει, όσο κι αν κάποια στιγμή τσαντιστώ από ένα περιστατικό κι αρχίσω να βρίζω θεούς και δαίμονες, τη φιλοξενία των Οθειτών δε θα την ξεχάσω –και όλης της Καρπάθου, άλλωστε. Δήλωσις.
Τη χρονιά εκείνη, δηλαδή την περσινή, συμμετείχα σε όλες τις μουσικές φάσεις του χωριού, ως λαούτο και λίγο και ως τραγουδιστής (όπως είναι εύλογο, σε πιο στενούς κύκλους τραγουδούσα πιο πολύ). Φτάσαμε να με καλούν σε γάμους και να παίρνω και μερτικό στα λεφτά. Μια δυο φορές έπαιξα και τσαμπούνα, μάλιστα την τσαμπούνα που έφτιαξα μόνος μου. Παράλληλα έκανα και διάφορα άλλα που θεωρούσα ότι αποτελούν χρέος ενός ευγνώμονος ανθρώπου, αλλά που τα γούσταρα κιόλας: στο σχολείο ενέτασσα στη διδασκαλία διάφορα στοιχεία της καρπάθικης παράδοσης· στο περσινό Συνέδριο καρπαθιακής Λαογραφίας έκανα μία εισήγηση για την καρπάθικη τσαμπούνα· κατά καιρούς δεν παρέλειπα και να τους τα ψέλνω για τα διάφορα στραβά που τους βρίσκω –και να μην αμφιβάλλετε ότι αυτό εκτιμάται, όταν προέρχεται από άνθρωπο εξακριβωμένα καλής προαιρέσεως.
Την επόμενη χρονιά, την οποία και διανύουμε αισίως, συνεχίσαμε στο ίδιο στυλ. Το καινούργιο που προστέθηκε είναι τα μαθήματα μουσικής. Μια φορά την εβδομάδα μαζεύουμε, μαζί μ’ έναν Οθείτη φίλο μου (που παίζει λύρα και λαούτο, έχουμε παίξει πάρα πολλές φορές μαζί και είναι αναμφίβολα ο επόμενος δάσκαλός μου μετά το Ζωγραφίδη) τα πιτσιρίκια του χωριού και τους δείχνουμε κομμάτια της τοπικής μουσικής. Είχαμε αρχίσει με τα στάνταρ τραγούδια, τώρα κάνουμε σκοπούς, και έχουμε κάνει εμβόλιμα και μερικά μαθήματα για τη σύνταξη της μαντινάδας, για φωνητική, για μια ψιλοεισαγωγή στις νότες κλπ.. Και άλλη μια φορά κάνω μόνος μου μαθήματα τσαμπούνας. Στην τσαμπούνα υπήρχαν εξ αρχής τρεις μαθητές· στο τραγούδι αρχικά ήταν καμιά ντουζίνα, αλλά οι μόνοι που παρέμειναν είναι τελικά οι ίδιοι τρεις που έρχονται και στην τσαμπούνα, και που επί μήνες δεν έπαψαν να ρωτούν πότε θα αρχίσουν μαθήματα για λύρα και λαούτο.
Πώς φτάσαμε να είμαι ειδικά εγώ που κάνω αυτά τα μαθήματα; Γενικά σε όλα τα χωριά υπάρχει μία τάση να γίνονται τέτοια μαθήματα, μερίμνη των τοπικών πολιτιστικών συλλόγων. Λέω «τάση» γιατί από χρόνο σε χρόνο τα πράγματα αλλάζουν. Μια βρίσκεται δάσκαλος, μια δε βρίσκεται (διότι φερ’ ειπείν παντρέυτηκε ή έπιασε δουλειά και δεν αδειάζει, ή πενθάει και δεν παίζει μουσική, ή έφυγε στην Αθήνα ή στην Αμερική, ή πέθανε, ή εξ άλλων λόγων δεν μπορεί), μια βρίσκεται χώρος, μια δε βρίσκεται, μια υπάρχει ενδιαφέρον από παιδιά και γονείς και μια όχι... Πέρσι στο Όθος δε γίνονταν μαθήματα, είχε όμως αρχίσει να συζητιέται να γίνουν. Οι διάφοροι μεταξύ των γονέων θαυμαστές μου, που πιστεύουν ότι τα ξέρω τόσο καλά, μου το είχαν προτείνει. Ιδιαίτερα μέτρησε για μένα η άποψη μιας κυρίας που έλεγε ότι αν γίνονταν μερικές τέτοιες δραστηριότητες τα παιδιά δε θα αλήτευαν στους δρόμους. Και καθώς η κόρη της συγκεκριμένης κυρίας ήταν ο μεγαλύτερος ταραξίας του σχολείου μας, αλλά εξαιρετικό παιδί όταν δεν έχεις τίποτε να χωρίσεις μαζί της (την αγαπάω πολύ), σκεφτόμουν ότι θα ήταν σπουδαία ευκαιρία αν κάναμε μαζί με τα παιδιά κάτι δημιουργικό και συνεργατικό, απαλλαγμένο από τις εντάσεις και τις προστριβές που δημιουργούνται στο σχολείο. (Τελικά η εν λόγω δεν πάτησε στα μαθήματα.) Η άλλη σκέψη ήταν πως ό,τι ξέρω από καρπάθικα το χρωστάω στους Καρπάθιους, οπότε είναι πολύ ταιριαστό να το επιστρέψω στα παιδιά τους. Όσο για το αν ήμουν ο καταλληλότερος, σαφώς δεν ήμουν· όμως πρώτον η δουλειά μου είναι δάσκαλος, οπότε κατά τεκμήριο δεχόμαστε ότι έχω κάποια μέθοδο, δεύτερον ξέρω «μουσική» (νότες), και επ’ αυτού θεωρώ ότι ένας βαθμός θεωρητικοποίησης της μουσικής είναι πλέον στην εποχή μας απαραίτητος για την εκμάθηση ακόμα και της πιο ζωντανής παράδοσης, για να αναπληρώνει το έλλειμμα εμπειρίας που αναπόφευκτα έχουν τα σημερινά παιδιά σε σύγκριση με τα προ πενήντα ή εκατό ετών παιδιά και για να συνάδει με τον τρόπο που μαθαίνουν όλα τα υπόλοιπα πράγματα, και τρίτον και κυριότερον εγώ ήμουν διαθέσιμος, ενώ από τους κανονικούς οργανοπαίχτες του χωριού ο μόνος άλλος που προσφέρθηκε ήταν αυτός που σας λέω ότι κάνουμε το τραγούδι μαζί. Στο κάτω κάτω ο σκοπός δεν είναι να τους κάνω ούτε βιρτουόζους της τσαμπούνας ούτε πρωτομερακλήδες του τραγουδιού: αυτό ή το ’χεις ή δεν το ’χεις. Αν όμως το ’χεις, χρειάζεσαι και κάποιον να σου δείξει τα πρώτα βήματα, από πού τη φουσκώνουν και με ποια δάχτυλα την πιάνουν. Εμένα οι διάφοροι δασκάλοι μου στη μουσική δεν ήταν εξίσου καλοί μουσικοί και δασκάλοι, μάλλον θα έλεγα ότι οι καλύτεροι στο μάθημα ήταν λιγότερο επιφανείς μουσικοί.
Όλα αυτά λοιπόν έχουν συμβεί μέσα στα τελευταία οκτώ ή εννέα χρόνια, από τότε που πρωτογνώρισα την τσαμπούνα και την Κάρπαθο. Έρχομαι τώρα στο ζουμί, στο γιατί τα γράφω όλα αυτά.
Προ ολίγου καιρού ήμουν σε ένα γλέντι, αυτό που σας το περιέγραψα και στο φόρουμ ως «το κακό γλέντι». Είχα γράψει ότι κάποια στιγμή προς το τέλος έπαιξα κι εγώ λίγη τσαμπούνα, και ότι θεωρώ πως δεν έπαιξα άσχημα. Λοιπόν. Προκύπτει ότι αυτό το γλέντι κάποιος το είχε ηχογραφήσει, και μας έδωσε μία κόπια. Ήμασταν σήμερα στο αυτοκίνητο του φίλου μου που παίζουμε μαζί και κάνουμε τα μαθήματα μαζί κλπ., και ακούγαμε αυτή την ηχογράφηση, και πηγαίναμε να πάρουμε έναν άλλον οργανοπαίχτη φίλο μας και να πάμε... τέλος πάντων, κάπου. Τον βρίσκουμε λοιπόν, μπαίνει, και μετά από κανένα δεκάλεπτο σχολιάζει για τη μουσική: «Αυτός που παίζει τσαμπούνα είναι πολύ άσχετος» (χωρίς να ξέρει ότι ήμουν εγώ).

Ε, μπάστα πια! Άει σιχτίρ, φαντασμένοι επαρχιώτες! Νομίζετε πια πως κατέχετε κανένα θησαυρό μοναδικό στον κόσμο, με τη μουσική σας και την παράδοσή σας και όλα τα έθιμά σας που τα ’χετε και ρημάζουν πεπαλαιωμένα και ανεδαφικά, και δεν έχετε ιδέα τι πάει να πει προσπάθεια, αφού εσείς γεννηθήκατε μες στα λυροτσάμπουνα και σας τα σέρβιραν με το γάλα της μάνας σας. Στρογγυλοκάθεστε και περιμένετε να έρθει ο δάσκαλος ο Αθηναίος να κάνει τζάμπα μάθημα στα παιδιά σας, γιατί εσείς είστε τού μπίζι, που λέμε και στα καρπάθικα (δωρική διάλεκτος), και κάνετε και κριτική από πάνω! Και μιλάμε για μια μουσική που δεν την επιλέξατε καν, δεν κάνατε τη διαδικασία να την ανακαλύψετε και να την προτιμήσετε από τα πεντακόσια άλλα είδη τοπικής ελληνικής μουσικής ή τα εκατομμύρια είδη μουσικής γενικώς ανά τον κόσμο, απλώς τη βρήκατε εκεί και την πήρατε έτσι, παθητικά. Δεν τρέξατε εσείς στην Όλυμπο να ξευτιλιστείτε μπροστά σε μία συνάδελφο, ζητώντας της να σας παραχωρήσει τη μοναδική θέση φιλολόγου στο πιο δυσπρόσιτο χωριό της Ελλάδας. Κανείς από εσάς, ούτε ένας, δεν άφησε την Αθήνα για τα Πηγάδια και μετά τα Πηγάδια για το Όθος, χωρίς να έχει καταγωγή και περιουσία εκεί. Έχετε το θράσος; Ακόμη δεν έχετε πάρει χαμπάρι ότι η Κάρπαθος δεν υπάρχει, ότι είναι ένας ονειρικός τόπος στον οποίον μένουν μια χούφτα φαντάσματα που παριστάνουν με αυτοκτονικό πείσμα τους Καρπάθιους του 1800 ενώ είναι Αμερικάνοι του 1950;
Πολύ άσχετος. Ναι ρε μάστορα, τόσο μπορώ. Για προσπάθησε κι εσύ να σε καμαρώσουμε!