Δρίλλα!
Τσουρέκι με δρίλλα.
Αυγά (κατά προτίμηση από κοτέτσι και της ημέρας) τηγανητά με δρίλλα.
Φράουλες με δρίλλα: ψιλοκομμένες, με μαύρη ζάχαρη.
Δρίλλα με πετουμέζι (θυμίζει λίγο κρεμ καραμελέ).
Ψιλοκούλλουρα με δρίλλα και μέλι κηρήθρας.
Ψωμί ολυμπίτικο, ζυμωμένο με σχινόκαρπα, με δρίλλα και μέλι κηρήθρας. Τα σχινόκαρπα έχουν άρωμα μαστίχας.
Αααχ!
Παρασκευή 27 Απριλίου 2007
Κυριακή 15 Απριλίου 2007
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ
Καλησπέρα σας και Χριστός ανέστη.
Ως μαθητής, και μετέπειτα φοιτητής Φιλολογίας, είχα διδαχθεί μερικά πράγματα για το Δημοτικό τραγούδι ως λογοτεχνικό είδος. Επίσης είχα κάποια απόμακρα ακούσματα δημοτικού τραγουδιού: ήξερα λ.χ. ότι το Πάσχα ορισμένοι Έλληνες βάζουν κασέτες με κλαρίνα. Η παιδεία μου χρειάστηκε να περάσει από χίλιες δυο στροφές και κορδέλες, μέχρι να συνειδητοποιήσω τη σχέση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο πράγματα. Για ένα φιλόλογο δεν είναι σπάνιο να έχει μεγαλώσει σε ένα κόσμο όπου οι μόνες πληροφορίες για το δημοτικό τραγούδι είναι αυτές οι δύο: αφενός λίγες δεκάδες τυπωμένα ποιήματα υψηλής λογοτεχνικής αξίας, προορισμένα να διαβάζονται (είτε για απόλαυση είτε για μελέτη και ανάλυση), και αφετέρου μία μάλλον άσχημη μουσική που την ακούν κάποιοι άλλοι άνθρωποι, μάλλον υπανάπτυκτοι αν κρίνουμε από τα γούστα τους, ενώ εμείς την ακούμε μόνο κατά τύχη και με κάποιον αποτροπιασμό, και που πάντως ούτε τα λόγια της προδίδουν οποιαδήποτε λογοτεχνική αξία ούτε άλλως παρέχουν την παραμικρή ένδειξη κάποιας ποιότητας. Θα συμφωνήσετε πως αν ξεκινάει κανείς με αυτά τα δεδομένα είναι πράγματι δύσκολο να αντιληφθεί ότι εκείνα τα λίγα σπουδαία ποιήματα και αυτά τα λίγα ελεεινά τραγούδια είναι εκφάνσεις του ίδιου φαινομένου. Θα μου πεις, αφού και τα μεν και τα δε ονομάζονται Δημοτικά, αυτό δε σε υποψίασε; Όχι, δε με υποψίασε. Υπάρχει και Δημοτικό σχολείο, και Δημοτικά συμβούλια, και Δημοτική γλώσσα. Οι λέξεις δεν είναι μονοσήμαντες.
Μετά, κάποια στιγμή, ανέπτυξα ενδιαφέρον για τη δημοτική μουσική (παραδοσιακή τη λέγαμε τότε), και σιγά σιγά έμαθα όλα αυτά που ξέρω τώρα και που λίγο-πολύ ξέρουμε όλοι μας. Άκουγα μουσική, και μεταξύ των πολλών τραγουδιών άρχισα που και που να πέφτω πάνω σε μερικά που συνέπιπταν με εκείνα τα «αριστουργήματα» ποίησης. Τότε κατάλαβα ποία η σχέσις, και γιατί και αυτά και εκείνα είχαν το ίδιο όνομα. Επίσης, τότε απέκτησα για πρώτη φορά προσωπικό κίνητρο να κατανοήσω (όπως και κατενόησα, τελικά) γιατί τα ονομάζαμε αριστουργήματα.
Τα δημοτικά ποιήματα που συνήθως μελετώνται στα φιλολογικά μαθήματα σχολείων και πανεπιστημίων είναι κυρίως Ακριτικά και Παραλογές, και σε κάπως μικρότερη κλίμακα Ιστορικά, Κλέφτικα, της Αγάπης, της Ξενιτιάς και του Θανάτου. Όχι κάλαντα, όχι του γάμου, ασφαλώς όχι αποκριάτικα, πού και πού ίσως μοιρολόγια και νανουρίσματα, και πάντως όχι δίστιχα, όλο μακροσκελή τραγούδια. Με άλλα λόγια, κυρίως όσα είναι λιγότερο πιθανό να ακούσει κανείς να τραγουδιούνται. Αποδείχθηκε παρά ταύτα ότι κάτι τέτοιο δεν είναι και τελείως απίθανο. Υπάρχουν στη Θράκη, στον Πόντο, στην Ήπειρο, στα Δωδεκάνησα –λίγο πολύ παντού– τοπικές παραλλαγές από το Γιοφύρι της Άρτας, το Γυρισμό του Ξενιτεμένου, το Θάνατο του Διγενή, το Κάστρο της Ωριάς κλπ., που δεν έχουν ξεχαστεί ακόμη. Όποτε πετύχαινα κάποιο από αυτά σε ηχογράφηση ή σε συναυλία, πάντοτε με συγκινούσε ιδιαίτερα. Πόσο μάλλον να το ακούσω ζωντανά, από κάποιον που το έμαθε προφορικά.
Σε γενικές γραμμές αυτά τα «σημαντικά» τραγούδια είναι πανελλήνιας διάδοσης. Φυσικά από κάπου προέρχονται, δε φύτρωσαν ταυτόχρονα σε όλη την Ελλάδα. Όμως αυτό συνέβη πολύ παλιά. Έκτοτε διεσπάρησαν ανά τον ελληνικό κόσμο (εννοώ Ελλάδα, Κύπρο, Μ. Ασία και Πόντο, και τις διάφορες περιοχές με γηγενείς Ελληνόφωνους που είναι εκτός των σημερινών συνόρων), και σε κάθε τόπο ενσωματώθηκαν, προσαρμόστηκαν στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα και στην τοπική μουσική, και γενικώς ακολούθησαν μία πορεία σαν της αμοιβάδας: κάθε αμοιβάδα προέρχεται από τη διάσπαση μιας άλλης αμοιβάδας στα δύο, όμως από τη στιγμή της διάσπασης και μετά ο βίος και η πολιτεία της καινούργιας αμοιβάδας σχετίζεται μόνο με το δικό της περιβάλλον, όχι με το τι κάνουν τα αδελφάκια της και τα ξαδερφάκια της. Κάθε παραλλαγή του κάθε τραγουδιού αλλού ρίζωσε, αλλού όχι, αλλού δεν έφτασε καν ποτέ. Κι εκεί που ρίζωσε, αλλού διατηρήθηκε σε μορφή κοντινή προς την αρχική, αλλού άλλαξε, στο ένα μέρος ξεχάστηκε η μέση και το τέλος, στο άλλο μέρος το μισό τραγούδι συμφύρθηκε με με το μισό από ένα άλλο τραγούδι, πιο πέρα διανθίστηκε με πρωτότυπους τοπικούς στίχους, αλλού δυο στίχοι αποσπάστηκαν και έμειναν ως αυτόνομο δίστιχο ή και ως παροιμία, κλπ. κλπ.. Επίσης, υπήρξαν περιοχές των οποίων η παράδοση υπήρξε συνολικά φιλική προς το συγκεκριμένο είδος τραγουδιών, και άλλες όπου αυτά μαράζωσαν και χάθηκαν.
Το αποτέλεσμα από όλες αυτές τις διεργασίες είναι ότι σήμερα, αν πιάσουμε λ.χ. το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού, και αναζητήσουμε όλες τις γνωστές τοπικές παραλλαγές του, θα βρούμε ότι υπάρχουν μέρη όπου το τραγουδούσαν, όλο ή την αρχή, σε μία μελωδία που σώζεται ακόμη, άλλα όπου η μελωδία έχει λησμονηθεί αλλά κάποιος πρόλαβε να καταγράψει τους στίχους, και φυσικά πάρα πολλά μέρη όπου δε σώζεται κανένα ίχνος και άρα δεν μπορούμε να ξέρουμε αν το τραγούδι πέρασε ποτέ ολωσδιόλου από εκεί. Αν όμως βρούμε και κάποιο χωριό όπου στ’ αλήθεια το τραγουδούν οι σημερινοί άνθρωποι, τότε για τα δικά μου τουλάχιστον γούστα έχουμε χτυπήσει διαμάντι. Γιατί οι σημερινοί άνθρωποι το έμαθαν από τους χτεσινούς, κι εκείνοι από τους προχθεσινούς, και έτσι βρίσκουμε μία ψηφίδα συλλογικής μνήμης που η αλυσίδα της μετάδοσής της μάς οδηγεί πάρα πολύ πίσω, σε εποχές από τις οποίες πολύ λίγα πράγματα είναι ακόμη ζωντανά. Πιο σαφές είναι το παράδειγμα των ιστορικών τραγουδιών: έστω ότι η φιλολογική μελέτη αποδείξει ότι το Χ τραγούδι, που μιλάει για μία μάχη χωρίς πολλές ιστορικές λεπτομέρειες, στην πραγματικότητα αναφέρεται στη Μάχη του Τάδε, που έλαβε χώρα στο Ναύπλιο (λέω μία τυχαία πόλη) τον Ψ αιώνα μ.Χ.. Λογικά το τραγούδι συνετέθη σχεδόν αμέσως μετά τη μάχη, πιθανότατα από τους ίδιους τους συντελεστές της ή τις γυναίκες τους ή τους περιοίκους ή πάντως κάποιον εμμέσως ή αμέσως εμπλεκόμενο. Και το άκουσαν από αυτούς κι άλλοι, και το μετέδωσαν παραπέρα. Και ο χρόνος ξέπλυνε τις λεπτομέρειες, αλλά όχι το ίδιο το τραγούδι. Λοιπόν, το να συναντήσεις σήμερα κάποιον που το έμαθε προφορικά, και που ακολουθώντας νοερά την αλυσίδα «από στόμα σε αυτί» με αντίστροφη πορεία σε οδηγεί στους ίδιους τους μάρτυρες ή τους πρωταγωνιστές του θρυλούμενου γεγονότος, είναι μία πολύ ξεχωριστή εμπειρία. Είναι ένα παράθυρο στο παρελθόν, έστω και με θαμπωμένο τζάμι.
Η Κάρπαθος είναι από τα μέρη όπου αυτές οι ψηφίδες βρίσκονται ακόμη σε αρκετό πλήθος. Ζώντας εδώ τρία χρόνια και έχοντας και μία προηγούμενη εμπειρία μερικών καλοκαιριών, έχω ακούσει να τραγουδιούνται αρκετά από τα παμπάλαια ακριτικά τραγούδια, τις παραλογές και τα άλλα συναφή. Κάποια μάλιστα, όπως το Κάστρο της Ωριάς, είναι και σουξέ. Όμως όλα όσα έχω ακούσει, μαζί με τα υπόλοιπα τραγούδια άλλων κατηγοριών που έχω ακούσει να τραγουδιούνται στο νησί, είναι μία σταγόνα εν συγκρίσει προς τον ωκεανό καρπάθικων τραγουδιών που έχω βρει σε έντυπες συλλογές, καταρτισμένες πριν από μερικές δεκαετίες. Μέσα σ’ αυτά τα βιβλία υπάρχουν τοπικές παραλλαγές από όλα τα «σημαντικά» πανελλήνια τραγούδια, και ακόμη ένα πλήθος από άλλα τραγούδια που μπορεί να μην είναι πανελλήνια αλλά ορισμένα δεν υπολείπονται σε ποιητική αξία. Πού βρίσκονται σήμερα αυτά τα τραγούδια; Τα τραγουδούν ακόμη, στα γλέντια όπου δεν έτυχε να παρευρίσκομαι, ή μήπως ο συλλογέας τα πήρε προ δεκαετιών από το στόμα του τελευταίου υπέργηρου που τα θυμόταν από τα νιάτα του;
Μία από τις πρώτες χρονιές που είχα έρθει ως παραθεριστής στην Κάρπαθο, βρέθηκα σε ένα οιονεί γλέντι με Ολυμπίτες και τουρίστες. Τραγουδούσε και έπαιζε λύρα ένας ντόπιος, πενηντάρης, που σύντομα φάνηκε ότι ξέρει πολλά. Μετά από αρκετή ώρα μουσικής, κάποια τουρίστρια, προφανώς κι αυτή όχι ανίδεη, τον ρωτάει:
–Του Νεκρού Αδερφού, το λέτε εδώ;
–Ποιο είναι αυτό; τη ρωτάει εκείνος.
–Μάνα με τους εννιά σου γιους...
–Α ναι, πώς δεν το λέμε!
Και αρχίζει. Ρε, λέω μέσα μου με θαυμασμό, κοίτα πού πέσαμε! Όμως ο Ολυμπίτης δεν το ήξερε καλά. Κάθε τόσο σκόνταφτε. Η κοπέλα, που ήξερε απέξω το ποίημα από τη συλλογή του Πολίτη (δηλαδή την υποτιθέμενη «αρχική», υπερτοπική εκδοχή), τον έσπρωχνε λίγο, και έτσι το τραγούδι κάπως τσούλαγε. Στο τέλος ο λυράρης τα παράτησε, με την εξής συγκλονιστική ομολογία:
–Δεν το θυμάμαι πια... Μου το έλεγε η γιαγιά μου!
Επί χρόνια θυμόμουν αυτό το περιστατικό ως ένα από τα πιο ξεχωριστά μέσα στην πορεία της γνωριμίας μου με τη δημοτική παράδοση. Δεν άκουσα μεν το τραγούδι, γνώρισα όμως κάποιον που η γιαγιά του το ήξερε, χωρίς φυσικά να έχει ακούσει ποτέ το παραμικρό περί Νικολάου Πολίτη (υποθέτω πως η γιαγιά ούτε γράμματα δε θα ήξερε). Έτσι, κι αν δεν κοίταξα μέσα από το θαμπό παράθυρο προς το παρελθόν, όμως το ότι είδα τα χαλάσματα του τοίχου όπου κάποτε έστεκε το παράθυρο δεν το θεωρούσα ολίγου άξιον.
Και χτες άκουσα να το τραγουδούν! Είχα μόλις επιστρέψει στο νησί μετά τις διακοπές του Πάσχα, και ήμουν σ’ ένα γάμο. Τα διάφορα στάδια του καρπάθικου γάμου έχουν φυσικά, τα περισσότερα, μουσική. Όμως περιέργως στην Κάρπαθο δεν υπάρχουν ειδικά γαμήλια τραγούδια ως ξεχωριστή κατηγορία: υπάρχουν αφενός γαμήλιες μαντινάδες, τις οποίες ο καθένας αυτοσχεδιάζει εκείνη τη στιγμή για να εκφράσει τις ευχές του ή ό,τι άλλο έχει να πει, αλλά αυτές είναι έπεα πτερόεντα: λέγονται άπαξ, δεν επαναλαμβάνονται ποτέ και δεν αποτελούν κυρίως ειπείν ρεπερτόριο. Και αφετέρου υπάρχουν και τα «στερεότυπα» τραγούδια, δηλαδή τα πολύστιχα και όχι αυτοσχέδια. Από αυτά στους γάμους μπορεί να ακουστεί οποιοδήποτε που να είναι κάπως σχετικό με αγάπες ή με γαμήλια θέματα, ακόμη κι αν καταλήγει σε στεναχώριες, χωρισμούς, θανάτους, χυλόπιτες ή απιστίες. (Ορισμένοι λένε ότι ο σωστός μερακλής ξέρει να διαλέγει εκείνα τα τραγούδια που η κάθε λέξη τους ταιριάζει με το πνεύμα της περίστασης όπου αυτός τα τραγουδάει, αλλά φαίνεται ότι αυτή την ειδική τέχνη δεν την κατέχουν πλέον πολλοί.)
Και καθώς λοιπόν εκτυλίσσονταν ταυτόχρονα διάφορα μικρά γλεντάκια, άλλο έξω από την εκκλησία την ώρα της στέψης, άλλο σε ένα τραπέζι στην αίθουσα του δείπνου κλπ., μετά από τα δύο μεγάλα καθιστά γλέντια στο πατρικό της νύφης και στο πατρικό του γαμπρού και πριν από το τρίτο καθιστό γλέντι στο σπίτι του ζευγαριού, και πριν, επίσης, από τον μεγάλο γαμήλιο χορό στο Μέγαρο, έτυχα σε μία παρέα όπου κάποιος τραγουδούσε ακριβώς αυτό το τραγούδι, το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού, την παμπάλαιη και χιλιομελετημένη παραλογή για το προξενιό της Αρετής πολύ μακριά στα ξένα, εκπληρώνοντας όλες μου τις φαντασιώσεις! Μόλις το αναγνώρισα, άρχισα να ψάχνω με το βλέμμα μου γύρω γύρω για να βρω κάποιον που θα μπορούσε να συμμεριστεί αυτή την εμπειρία από την ίδια οπτική με μένα. Ο μόνος που βρήκα ήταν ένας μαθητής μου της πρώτης γυμνασίου, που τον φώναξα και του είπα να προσέξει πάρα πολύ καλά τα λόγια, αλλά φυσικά το άκουσε από τη μέση μέχρι τη μέση και δεν κατάλαβε τίποτε. Θα του εξηγήσω κάποια μέρα, αλλά προς το παρόν το ελάχιστο που μπορούσα να κάνω ήταν να αφιερώσω δυο ώρες από τη σχόλη μου στη σύνταξη του κειμένου που μόλις τελείωσα.
Ως μαθητής, και μετέπειτα φοιτητής Φιλολογίας, είχα διδαχθεί μερικά πράγματα για το Δημοτικό τραγούδι ως λογοτεχνικό είδος. Επίσης είχα κάποια απόμακρα ακούσματα δημοτικού τραγουδιού: ήξερα λ.χ. ότι το Πάσχα ορισμένοι Έλληνες βάζουν κασέτες με κλαρίνα. Η παιδεία μου χρειάστηκε να περάσει από χίλιες δυο στροφές και κορδέλες, μέχρι να συνειδητοποιήσω τη σχέση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο πράγματα. Για ένα φιλόλογο δεν είναι σπάνιο να έχει μεγαλώσει σε ένα κόσμο όπου οι μόνες πληροφορίες για το δημοτικό τραγούδι είναι αυτές οι δύο: αφενός λίγες δεκάδες τυπωμένα ποιήματα υψηλής λογοτεχνικής αξίας, προορισμένα να διαβάζονται (είτε για απόλαυση είτε για μελέτη και ανάλυση), και αφετέρου μία μάλλον άσχημη μουσική που την ακούν κάποιοι άλλοι άνθρωποι, μάλλον υπανάπτυκτοι αν κρίνουμε από τα γούστα τους, ενώ εμείς την ακούμε μόνο κατά τύχη και με κάποιον αποτροπιασμό, και που πάντως ούτε τα λόγια της προδίδουν οποιαδήποτε λογοτεχνική αξία ούτε άλλως παρέχουν την παραμικρή ένδειξη κάποιας ποιότητας. Θα συμφωνήσετε πως αν ξεκινάει κανείς με αυτά τα δεδομένα είναι πράγματι δύσκολο να αντιληφθεί ότι εκείνα τα λίγα σπουδαία ποιήματα και αυτά τα λίγα ελεεινά τραγούδια είναι εκφάνσεις του ίδιου φαινομένου. Θα μου πεις, αφού και τα μεν και τα δε ονομάζονται Δημοτικά, αυτό δε σε υποψίασε; Όχι, δε με υποψίασε. Υπάρχει και Δημοτικό σχολείο, και Δημοτικά συμβούλια, και Δημοτική γλώσσα. Οι λέξεις δεν είναι μονοσήμαντες.
Μετά, κάποια στιγμή, ανέπτυξα ενδιαφέρον για τη δημοτική μουσική (παραδοσιακή τη λέγαμε τότε), και σιγά σιγά έμαθα όλα αυτά που ξέρω τώρα και που λίγο-πολύ ξέρουμε όλοι μας. Άκουγα μουσική, και μεταξύ των πολλών τραγουδιών άρχισα που και που να πέφτω πάνω σε μερικά που συνέπιπταν με εκείνα τα «αριστουργήματα» ποίησης. Τότε κατάλαβα ποία η σχέσις, και γιατί και αυτά και εκείνα είχαν το ίδιο όνομα. Επίσης, τότε απέκτησα για πρώτη φορά προσωπικό κίνητρο να κατανοήσω (όπως και κατενόησα, τελικά) γιατί τα ονομάζαμε αριστουργήματα.
Τα δημοτικά ποιήματα που συνήθως μελετώνται στα φιλολογικά μαθήματα σχολείων και πανεπιστημίων είναι κυρίως Ακριτικά και Παραλογές, και σε κάπως μικρότερη κλίμακα Ιστορικά, Κλέφτικα, της Αγάπης, της Ξενιτιάς και του Θανάτου. Όχι κάλαντα, όχι του γάμου, ασφαλώς όχι αποκριάτικα, πού και πού ίσως μοιρολόγια και νανουρίσματα, και πάντως όχι δίστιχα, όλο μακροσκελή τραγούδια. Με άλλα λόγια, κυρίως όσα είναι λιγότερο πιθανό να ακούσει κανείς να τραγουδιούνται. Αποδείχθηκε παρά ταύτα ότι κάτι τέτοιο δεν είναι και τελείως απίθανο. Υπάρχουν στη Θράκη, στον Πόντο, στην Ήπειρο, στα Δωδεκάνησα –λίγο πολύ παντού– τοπικές παραλλαγές από το Γιοφύρι της Άρτας, το Γυρισμό του Ξενιτεμένου, το Θάνατο του Διγενή, το Κάστρο της Ωριάς κλπ., που δεν έχουν ξεχαστεί ακόμη. Όποτε πετύχαινα κάποιο από αυτά σε ηχογράφηση ή σε συναυλία, πάντοτε με συγκινούσε ιδιαίτερα. Πόσο μάλλον να το ακούσω ζωντανά, από κάποιον που το έμαθε προφορικά.
Σε γενικές γραμμές αυτά τα «σημαντικά» τραγούδια είναι πανελλήνιας διάδοσης. Φυσικά από κάπου προέρχονται, δε φύτρωσαν ταυτόχρονα σε όλη την Ελλάδα. Όμως αυτό συνέβη πολύ παλιά. Έκτοτε διεσπάρησαν ανά τον ελληνικό κόσμο (εννοώ Ελλάδα, Κύπρο, Μ. Ασία και Πόντο, και τις διάφορες περιοχές με γηγενείς Ελληνόφωνους που είναι εκτός των σημερινών συνόρων), και σε κάθε τόπο ενσωματώθηκαν, προσαρμόστηκαν στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα και στην τοπική μουσική, και γενικώς ακολούθησαν μία πορεία σαν της αμοιβάδας: κάθε αμοιβάδα προέρχεται από τη διάσπαση μιας άλλης αμοιβάδας στα δύο, όμως από τη στιγμή της διάσπασης και μετά ο βίος και η πολιτεία της καινούργιας αμοιβάδας σχετίζεται μόνο με το δικό της περιβάλλον, όχι με το τι κάνουν τα αδελφάκια της και τα ξαδερφάκια της. Κάθε παραλλαγή του κάθε τραγουδιού αλλού ρίζωσε, αλλού όχι, αλλού δεν έφτασε καν ποτέ. Κι εκεί που ρίζωσε, αλλού διατηρήθηκε σε μορφή κοντινή προς την αρχική, αλλού άλλαξε, στο ένα μέρος ξεχάστηκε η μέση και το τέλος, στο άλλο μέρος το μισό τραγούδι συμφύρθηκε με με το μισό από ένα άλλο τραγούδι, πιο πέρα διανθίστηκε με πρωτότυπους τοπικούς στίχους, αλλού δυο στίχοι αποσπάστηκαν και έμειναν ως αυτόνομο δίστιχο ή και ως παροιμία, κλπ. κλπ.. Επίσης, υπήρξαν περιοχές των οποίων η παράδοση υπήρξε συνολικά φιλική προς το συγκεκριμένο είδος τραγουδιών, και άλλες όπου αυτά μαράζωσαν και χάθηκαν.
Το αποτέλεσμα από όλες αυτές τις διεργασίες είναι ότι σήμερα, αν πιάσουμε λ.χ. το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού, και αναζητήσουμε όλες τις γνωστές τοπικές παραλλαγές του, θα βρούμε ότι υπάρχουν μέρη όπου το τραγουδούσαν, όλο ή την αρχή, σε μία μελωδία που σώζεται ακόμη, άλλα όπου η μελωδία έχει λησμονηθεί αλλά κάποιος πρόλαβε να καταγράψει τους στίχους, και φυσικά πάρα πολλά μέρη όπου δε σώζεται κανένα ίχνος και άρα δεν μπορούμε να ξέρουμε αν το τραγούδι πέρασε ποτέ ολωσδιόλου από εκεί. Αν όμως βρούμε και κάποιο χωριό όπου στ’ αλήθεια το τραγουδούν οι σημερινοί άνθρωποι, τότε για τα δικά μου τουλάχιστον γούστα έχουμε χτυπήσει διαμάντι. Γιατί οι σημερινοί άνθρωποι το έμαθαν από τους χτεσινούς, κι εκείνοι από τους προχθεσινούς, και έτσι βρίσκουμε μία ψηφίδα συλλογικής μνήμης που η αλυσίδα της μετάδοσής της μάς οδηγεί πάρα πολύ πίσω, σε εποχές από τις οποίες πολύ λίγα πράγματα είναι ακόμη ζωντανά. Πιο σαφές είναι το παράδειγμα των ιστορικών τραγουδιών: έστω ότι η φιλολογική μελέτη αποδείξει ότι το Χ τραγούδι, που μιλάει για μία μάχη χωρίς πολλές ιστορικές λεπτομέρειες, στην πραγματικότητα αναφέρεται στη Μάχη του Τάδε, που έλαβε χώρα στο Ναύπλιο (λέω μία τυχαία πόλη) τον Ψ αιώνα μ.Χ.. Λογικά το τραγούδι συνετέθη σχεδόν αμέσως μετά τη μάχη, πιθανότατα από τους ίδιους τους συντελεστές της ή τις γυναίκες τους ή τους περιοίκους ή πάντως κάποιον εμμέσως ή αμέσως εμπλεκόμενο. Και το άκουσαν από αυτούς κι άλλοι, και το μετέδωσαν παραπέρα. Και ο χρόνος ξέπλυνε τις λεπτομέρειες, αλλά όχι το ίδιο το τραγούδι. Λοιπόν, το να συναντήσεις σήμερα κάποιον που το έμαθε προφορικά, και που ακολουθώντας νοερά την αλυσίδα «από στόμα σε αυτί» με αντίστροφη πορεία σε οδηγεί στους ίδιους τους μάρτυρες ή τους πρωταγωνιστές του θρυλούμενου γεγονότος, είναι μία πολύ ξεχωριστή εμπειρία. Είναι ένα παράθυρο στο παρελθόν, έστω και με θαμπωμένο τζάμι.
Η Κάρπαθος είναι από τα μέρη όπου αυτές οι ψηφίδες βρίσκονται ακόμη σε αρκετό πλήθος. Ζώντας εδώ τρία χρόνια και έχοντας και μία προηγούμενη εμπειρία μερικών καλοκαιριών, έχω ακούσει να τραγουδιούνται αρκετά από τα παμπάλαια ακριτικά τραγούδια, τις παραλογές και τα άλλα συναφή. Κάποια μάλιστα, όπως το Κάστρο της Ωριάς, είναι και σουξέ. Όμως όλα όσα έχω ακούσει, μαζί με τα υπόλοιπα τραγούδια άλλων κατηγοριών που έχω ακούσει να τραγουδιούνται στο νησί, είναι μία σταγόνα εν συγκρίσει προς τον ωκεανό καρπάθικων τραγουδιών που έχω βρει σε έντυπες συλλογές, καταρτισμένες πριν από μερικές δεκαετίες. Μέσα σ’ αυτά τα βιβλία υπάρχουν τοπικές παραλλαγές από όλα τα «σημαντικά» πανελλήνια τραγούδια, και ακόμη ένα πλήθος από άλλα τραγούδια που μπορεί να μην είναι πανελλήνια αλλά ορισμένα δεν υπολείπονται σε ποιητική αξία. Πού βρίσκονται σήμερα αυτά τα τραγούδια; Τα τραγουδούν ακόμη, στα γλέντια όπου δεν έτυχε να παρευρίσκομαι, ή μήπως ο συλλογέας τα πήρε προ δεκαετιών από το στόμα του τελευταίου υπέργηρου που τα θυμόταν από τα νιάτα του;
Μία από τις πρώτες χρονιές που είχα έρθει ως παραθεριστής στην Κάρπαθο, βρέθηκα σε ένα οιονεί γλέντι με Ολυμπίτες και τουρίστες. Τραγουδούσε και έπαιζε λύρα ένας ντόπιος, πενηντάρης, που σύντομα φάνηκε ότι ξέρει πολλά. Μετά από αρκετή ώρα μουσικής, κάποια τουρίστρια, προφανώς κι αυτή όχι ανίδεη, τον ρωτάει:
–Του Νεκρού Αδερφού, το λέτε εδώ;
–Ποιο είναι αυτό; τη ρωτάει εκείνος.
–Μάνα με τους εννιά σου γιους...
–Α ναι, πώς δεν το λέμε!
Και αρχίζει. Ρε, λέω μέσα μου με θαυμασμό, κοίτα πού πέσαμε! Όμως ο Ολυμπίτης δεν το ήξερε καλά. Κάθε τόσο σκόνταφτε. Η κοπέλα, που ήξερε απέξω το ποίημα από τη συλλογή του Πολίτη (δηλαδή την υποτιθέμενη «αρχική», υπερτοπική εκδοχή), τον έσπρωχνε λίγο, και έτσι το τραγούδι κάπως τσούλαγε. Στο τέλος ο λυράρης τα παράτησε, με την εξής συγκλονιστική ομολογία:
–Δεν το θυμάμαι πια... Μου το έλεγε η γιαγιά μου!
Επί χρόνια θυμόμουν αυτό το περιστατικό ως ένα από τα πιο ξεχωριστά μέσα στην πορεία της γνωριμίας μου με τη δημοτική παράδοση. Δεν άκουσα μεν το τραγούδι, γνώρισα όμως κάποιον που η γιαγιά του το ήξερε, χωρίς φυσικά να έχει ακούσει ποτέ το παραμικρό περί Νικολάου Πολίτη (υποθέτω πως η γιαγιά ούτε γράμματα δε θα ήξερε). Έτσι, κι αν δεν κοίταξα μέσα από το θαμπό παράθυρο προς το παρελθόν, όμως το ότι είδα τα χαλάσματα του τοίχου όπου κάποτε έστεκε το παράθυρο δεν το θεωρούσα ολίγου άξιον.
Και χτες άκουσα να το τραγουδούν! Είχα μόλις επιστρέψει στο νησί μετά τις διακοπές του Πάσχα, και ήμουν σ’ ένα γάμο. Τα διάφορα στάδια του καρπάθικου γάμου έχουν φυσικά, τα περισσότερα, μουσική. Όμως περιέργως στην Κάρπαθο δεν υπάρχουν ειδικά γαμήλια τραγούδια ως ξεχωριστή κατηγορία: υπάρχουν αφενός γαμήλιες μαντινάδες, τις οποίες ο καθένας αυτοσχεδιάζει εκείνη τη στιγμή για να εκφράσει τις ευχές του ή ό,τι άλλο έχει να πει, αλλά αυτές είναι έπεα πτερόεντα: λέγονται άπαξ, δεν επαναλαμβάνονται ποτέ και δεν αποτελούν κυρίως ειπείν ρεπερτόριο. Και αφετέρου υπάρχουν και τα «στερεότυπα» τραγούδια, δηλαδή τα πολύστιχα και όχι αυτοσχέδια. Από αυτά στους γάμους μπορεί να ακουστεί οποιοδήποτε που να είναι κάπως σχετικό με αγάπες ή με γαμήλια θέματα, ακόμη κι αν καταλήγει σε στεναχώριες, χωρισμούς, θανάτους, χυλόπιτες ή απιστίες. (Ορισμένοι λένε ότι ο σωστός μερακλής ξέρει να διαλέγει εκείνα τα τραγούδια που η κάθε λέξη τους ταιριάζει με το πνεύμα της περίστασης όπου αυτός τα τραγουδάει, αλλά φαίνεται ότι αυτή την ειδική τέχνη δεν την κατέχουν πλέον πολλοί.)
Και καθώς λοιπόν εκτυλίσσονταν ταυτόχρονα διάφορα μικρά γλεντάκια, άλλο έξω από την εκκλησία την ώρα της στέψης, άλλο σε ένα τραπέζι στην αίθουσα του δείπνου κλπ., μετά από τα δύο μεγάλα καθιστά γλέντια στο πατρικό της νύφης και στο πατρικό του γαμπρού και πριν από το τρίτο καθιστό γλέντι στο σπίτι του ζευγαριού, και πριν, επίσης, από τον μεγάλο γαμήλιο χορό στο Μέγαρο, έτυχα σε μία παρέα όπου κάποιος τραγουδούσε ακριβώς αυτό το τραγούδι, το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού, την παμπάλαιη και χιλιομελετημένη παραλογή για το προξενιό της Αρετής πολύ μακριά στα ξένα, εκπληρώνοντας όλες μου τις φαντασιώσεις! Μόλις το αναγνώρισα, άρχισα να ψάχνω με το βλέμμα μου γύρω γύρω για να βρω κάποιον που θα μπορούσε να συμμεριστεί αυτή την εμπειρία από την ίδια οπτική με μένα. Ο μόνος που βρήκα ήταν ένας μαθητής μου της πρώτης γυμνασίου, που τον φώναξα και του είπα να προσέξει πάρα πολύ καλά τα λόγια, αλλά φυσικά το άκουσε από τη μέση μέχρι τη μέση και δεν κατάλαβε τίποτε. Θα του εξηγήσω κάποια μέρα, αλλά προς το παρόν το ελάχιστο που μπορούσα να κάνω ήταν να αφιερώσω δυο ώρες από τη σχόλη μου στη σύνταξη του κειμένου που μόλις τελείωσα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)