Το πανηγύρι του Άη Γιάννη της Βρουκούντας ανήκει, μαζί με τα Αναστενάρια, το καρναβάλι της Σκύρου και μερικά ακόμη, στις πιο γνωστές, προβεβλημένες και μελετημένες παραδοσιακές εκδηλώσεις που γίνονται στην Ελλάδα. Είναι ένα πανηγύρι που γίνεται όπως παλιά, όταν δεν υπήρχε ούτε τουρισμός, ούτε εκβιομηχάνιση της ζωής, ούτε ρεύμα και οδικό δίκτυο, και όταν στις αγροτικές κοινωνίες οι άνθρωποι δεν ήταν καταναλωτές αλλά έφτιαχναν μόνοι τους τα πάντα, από το ψωμί και τα ρούχα τους μέχρι τη μουσική τους.
Ως εκ τούτου το πανηγύρι του Άη Γιάννη της Βρουκούντας κάθε χρόνο κατακλύζεται από στίφη ερευνητών, μουσικολόγων, ανθρωπολόγων, λααογράφων, χορολόγων και τουριστών, ενί λόγω ατόμων με κάμερες και μαγνητοφωνάκια, που συρρέουν εκεί να δουν και να πάρουν μαζί τους εικόνες από ένα ζωντανό παρελθόν, της εποχής που δεν υπήρχαν κάμερες, μαγνητοφωνάκια, ανθρωπολόγοι και τουρίστες.
Όταν το επισκέφθηκα, μία μοναδική φορά, το 2003, είχα σαφώς την αίσθηση ότι όλα όσα έβλεπα να γίνονται έρχονται από πολύ μεγάλο βάθος χρόνου. Βέβαια κάποια ξεκινούσαν μεν από βάθος χρόνου αλλά δεν έφταναν μέχρις εμάς, χάνονταν στο δρόμο κάπου λίγο πριν το τέλος. Η παρουσία όλων των άσχετων δεν προσέφερε τίποτε και σε μερικές περιπτώσεις αφαιρούσε κιόλας. Οπωσδήποτε όμως δεν αφαιρούσε τα πάντα. Το πανηγύρι έγινε: ήρθαν οι Ολυμπίτες της ξενιτιάς να συναντήσουν τους Ολυμπίτες της πατρίδας, να ζήσουν όλοι μαζί την ενότητα του χωριού όπου αισθάνονται τόσο έντονα ότι ανήκουν, δεμένοι σ' ένα μοναδικό χορευτικό κύκλο που δεν κόπηκε ούτε μία στιγμή μέχρι το πρωί, με κέντρο τα λυροτσάμπουνα, τα όργανα που ακόμη κι ο γεροντότερος εκεί μέσα τα θυμόταν από τη μακρινή του παιδική ηλικία να μην έχουν λείψει από καμία σημαντική στιγμή της ζωής του και της ζωής της κοινότητας, που επίσης χωρίς διακοπή όλη νύχτα έπαιζαν για χιλιοστή φορά τους ίδιους σκοπούς με πέρσι, με πρόπερσι και με πάντα, και πάνω σ' αυτούς τους σκοπούς οι μερακλήδες να εναλλάσσουν τις παμπάλαιες μπαλάντες για την αγάπη, τον πόλεμο, το θάνατο και τη ζωή με τις δικές τους ολοκαίνουργιες φτερωτές μαντινάδες, που καμιά τους δεν υπήρχε πριν τραγουδηθεί για πρώτη και τελευταία φορά. Τραγούδησαν την αγωνία τους να πιστέψουν πως όσα κι αν φέρει η ζωή, κάποια πράγματα που η διάρκειά τους μέσα στο χρόνο τούς κάνει να τα εμπιστεύονται ανεπιφύλακτα θα συνεχίσουν να στέκουν. Πως οι ρίζες τους είναι ακόμη μέσα στη γη τους, κι αυτή η γη εξακολουθεί να τις τρέφει. Με άλλα λόγια, ετέλεσαν το χρέος που τελούσαν οι Έλληνες από τότε που εφευρέθηκε η ξενιτιά, και που οι αποικίες έστελναν αντιπροσώπους να συμμετάσχουν και να αναβαπτιστούν στις μεγάλες εορτές της μητρόπολης. Έστω κι αν ετούτοι εδώ υποχρεώθηκαν να τα κάνουν όλα αυτά ενώπιον κοινού.
Μία από τις πολλές σκηνές που μου εντυπώθηκαν ήταν η εξής:
Έχει απολύσει ο εσπερινός, έχουν στρωθεί οι τάβλες. Έχουμε φάει, κι έχουν αρχίσει τα τραγούδια της τάβλας, προστάδιο πριν αρχίσει το κυρίως γλέντι. Τα πρώτα «τραγούδια» της τάβλας δεν είναι τραγούδια, είναι εκκλησιαστικά τροπάρια. Ακολουθούν τα καθαυτού τραγούδια, που λέγονται χωρίς όργανα και που, μακρόσυρτα καθώς είναι, δεν ακούγονται πολύ διαφορετικά από τα τροπάρια που έψελναν λίγο πριν οι ίδιοι άνθρωποι. Και τελικά έχουν βγει και τα όργανα: τσαμπούνα, λύρα και λαούτο. Και παίζουν τον Συρματικό, το σκοπό όπου τραγουδιούνται τα περισσότερα από αυτά τα παμπάλαια αφηγηματικά τραγούδια που λέγαμε, και με τον οποίο ξεκινάνε απαρέγκλιτα όλα τα γλέντια.
Παίζουν την εισαγωνή του Συρματικού, μια σειρά από οργανικές «βόλτες» που δεν έχουν συγκεκριμένη διάρκεια αλλά μπορούν να κρατήσουν όσο χρόνο κι αν χρειαστεί, μέχρι να αποφασίσει κάποιος να μπει μ' ένα τραγούδι. Το να λέει κανείς καλά Συρματικό θεωρείται ό,τι πιο απαιτητικό υπάρχει για έναν μερακλή. Είναι λίγοι εκείνοι που μπορούν να φέρουν επιτυχώς εις πέρας αυτή την αποστολή, που μέσα στην τάξη του γλεντιού αποτελεί τιμή και προνόμιο αλλά και ευθύνη. Στην τάβλα γύρω από τους οργανοπαίχτες κάθονταν, μεταξύ άλλων, δυο τρεις πρωτομερακλήδες που θα μπορούσαν να το αναλάβουν. Φαίνεται πως με διάφορους άδηλους τρόπους έκαναν μεταξύ τους μια σιωπηρή συνεννόηση:
-
Θα το πεις ή να το πω;-Πες το.-Σίγουρα; Δε θες εσύ;-Παρακαλώ, σ' εσένα η τιμή. -Εντάξει, θα το πω.-Μπορείς; Αν θες το λέω εγώ.-Πες το εσύ καλύτερα.-Εντάξει. Κάτσε να δούμε ποιο θα πω...
Μέχρι να γίνουν όλα αυτά οι οργανοπαίχτες εξακολουθούσαν να παίζουν την εισαγωγή. Οι υπόλοιποι γλεντιστάδες δεν αδημονούσαν, γιατί σ' αυτά τα γλέντια όποιος βιάζεται δεν έχει καμία ελπίδα. Τελικά προκύπτει ότι θα το πει ο Γιώργος Πρεάρης. Ο Πρεάρης είναι ένας «αρχαίος» άνθρωπος, φορέας και θεματοφύλακας μιας βαριάς κληρονομιάς: μόνο τα τραγούδια και οι σκοποί που ξέρει είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο στον πολιτισμό της Ολύμπου και κατ΄επέκταση, τολμώ να πω, στον νεοελληνικό πολιτισμό.
Τη στιγμή λοιπόν που ο Πρεάρης είναι έτοιμος κι έχει ήδη ανοίξει το στόμα του για ν' αρχίσει το τραγούδι, έρχεται τρέχοντας ένα πιτσιρίκι και τον τραβάει από το μανίκι.
-Θείο, θείο!
-Τι έγινε;
-Τρέχα, φωνάζει η θεία.
-Δεν μπορώ τώρα.
-Όχι, να έρθεις. Είπε η θεία...
Το πανηγύρι δεν είναι μόνο τραγούδια, όργανα και χορός. Γίνονται κι ένα σωρό άλλα πράγματα, πέρα από το προσκήνιο. Ένα από αυτά είναι ότι κάθε οικογένεια προσκυνητών, με το που θα φτάσει στο χώρο μετά από κανένα τετράωρο πεζοπορίας από την Όλυμπο, πρέπει να εξασφαλίσει ένα μέρος να κοιμηθεί το βράδυ. Υπάρχει ένα πλάτωμα όπου στρώνουν μπατανίες, αλλά δε χωράει απεριόριστους. Όποιος αργήσει την πάτησε. Φαίνεται λοιπόν ότι η θεία είχε στρώσει κάπου για όλη την οικογένεια και μετά προέκυψε κάποιο πρόβλημα, κάποιοι δε χώραγαν, τσακώθηκε με κανένα γείτονα, ποιος ξέρει τι, και φώναζε τον άντρα της να έρθει να καθαρίσει, αλλιώς κινδύνευαν να μην έχουν τόπο να πλαγιάσουν.
Τα όργανα έπαιζαν ακόμη εισαγωγή. Ο γερομερακλής κοίταξε τον πιτσιρικά μ' ένα ύφος σαν να του έλεγε «Είσαι με τα καλά σου; Εδώ εγώ έχω να πω Συρματικό, κι εσύ μου λες για τις μπατανίες;», του ξέκοψε ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να παρατήσει το πόστο του ειδικά αυτή την κρίσιμη στιγμή για να πάει να ασχοληθεί με τετριμμένα ζητήματα του καθ' ημέραν βίου, και τραγούδησε.
Αυτός είναι ο μερακλής. Το τραγούδι τού το είχαν εμπιστευτεί οι πρόγονοί του, που το είχαν από τους δικούς τους προγόνους, για να το πει σήμερα ώστε να ξεκινήσει το γλέντι με τους χωριανούς που μαζεύτηκαν από τα πέρατα της γης για να πάρουν αμπάριζα και να βγουν, και η νοητή κοινότητα να γίνει για μια νύχτα ξανά πραγματική, και για να το ξαναπεί και κάθε άλλη αντίστοιχη φορά που θα γίνεται το ίδιο, μέχρι να το μάθουν οι νεότεροι και να το λένε όταν εκείνος θα 'χει φύγει, και το πανηγύρι να διαιωνιστεί, κι έτσι ο κόσμος να συνεχίσει να υπάρχει, ενώ αλλιώς δε θα συνεχίζει, θα είναι κάθε μέρα ένας καινούργιος κόσμος χωρίς παρελθόν και χωρίς βάση. Σ' όλα αυτά να προσθέσουμε και κάτι που μάλλον δε θα απασχολούσε τον Πρεάρη, αλλά το σκέφτηκα εγώ: ότι οι παλιοί παλιοί αυτά τα τραγούδια δεν τα 'χαν εμπιστευτεί μόνο στους δικούς του προγόνους, αλλά στους προγόνους όλων των Ελλήνων (για να μην επεκταθώ και στα αντίστοιχα άλλων λαών), αλλά όταν στα περισσότερα άλλα μέρη τα 'χαν ξεχάσει στην Όλυμπο τα κρατάγαν ακόμα.
Ο Πρεάρης δεν είπε τίποτε από όλα αυτά. Δεν έδειξε αν έχει ή δεν έχει την αίσθηση που είχα εγώ, ότι τελεί ένα ιερό χρέος εκείνη τη στιγμή. Απλώς κατέστησε σαφές ότι είναι αδιανόητο να παρατήσει το τραγούδι, αφού στο κάτω κάτω δεν είχε πιάσει και καμιά φωτιά.
Αργότερα σκέφτηκα πως ανάμεσα σ' όλους τους άσχετους που δεν είχαν δουλειά εκεί, δηλαδή ούτε με λυροτσάμπουνα είχαν μεγαλώσει ούτε είχαν να επιβεβαιώσουν και να ανανεώσουν τους δεσμούς τους με κανέναν, ήμουν κι εγώ. Η παρουσία μου δεν προσθέτει τίποτε στην ουσία του πανηγυριού. Είχα πάει από το δικό μου προσωπικό ενδιαφέρον γι' ατό το μέρος και για τα έθιμα και τα τραγούδια του, δηλαδή, αν το καλοσκεφτούμε, για ατομιστικούς λόγους. Ενώ το πνεύμα του πανηγυριού είναι ακριβώς η συλλογικότητα. Κι έτσι δεν ξαναπήγα μέχρι τώρα στον Άη Γιάννη.
Πήγα όμως σε πολλά άλλα πανηγύρια, όσα δεν έχουν αυτό τον τόσο ιδιαίτερο, καθαρά τοπικό χαρακτήρα, και όσα δεν είναι τόσο φημισμένα για την αυθεντικότητά τους ώστε να μπασταρδεύονται από τις συνέπειες της ίδιας τους της φήμης.
Λίγα χρόνια μετά λοιπόν, γινόταν το πανηγύρι της Λαμπρής Τρίτης στην Όλυμπο. Μια παρέα μερακλήδες είχαν στελιάσει καθιστό γλέντι γύρω από ένα τραπέζι στο Πλατύ. Τα πράγματα ήταν ακόμα ανεπίσημα: η παρέα ήταν μικρή, οι οργανοπαίχτες κάθονταν στους πάγκους μαζί με τους άλλους και όχι σε καρέκλες πάνω στο τραπέζι, όπως γίνεται στο χορό, και ο πολύς ο κόσμος που θα ξεκίναγε το χορό δεν είχε ακόμα μαζευτεί. Είχαν ξεκινήσει και πάλι με ένα Συρματικό, και τώρα έλεγαν μαντινάδες απευθύνοντας ο ένας στον άλλο παίνια και φιλοφρονήσεις.
Κάποια στιγμή ξεπρόβαλε από ένα στενό ο Γιώργος ο Πρεάρης. Κοίταξε μ' ένα αβέβαιο και κάπως παράξενο ύφος γύρω γύρω, μετά πλησίασε κι έπιασε θέση σ' ένα πάγκο. Έκατσε χωρίς να χαιρετήσει άνθρωπο. Οι άλλοι του φέρθηκαν με ιδιαίτερα τιμητικό και σεβαστικό τρόπο, του έκαναν τόπο να καθήσει, και πολύ σύντομα άρχισαν να του τραγουδούν μαντινάδες. Ήταν η μία πιο επαινετική από την άλλη. Ακούγοντάς τις αντιλήφθηκα ότι η κοινή γνώμη γι΄αυτό τον σημαντικό άνθρωπο ήταν λίγο πολύ η ίδια με τη δική μου: οι μερακλήδες τον αναγνώριζαν ως πρωτομερακλή τους, και θεωρούσαν σαφώς ότι αποτελεί σπουδαίο κεφάλαιο για την Όλυμπο, ότι είναι ένας από τους διαύλους που εξασφαλίζουν την επικοινωνία του παρόντος με όλες τις γενιές του παρελθόντος. Κάτι σαν τους ραψωδούς ή τους μάντεις της αρχαιότητας, που ήξεραν οι πρώτοι το παρελθόν (σε εποχή που δεν υπήρχε γραφή, οπότε την ιστορία την ήξεραν μόνο οι παραμυθάδες) και οι δεύτεροι το μέλλον. Όλα αυτά είναι δικά μου λόγια βέβαια, αλλά κι εκείνοι με τα δικά τους αυτό πάνω κάτω έλεγαν.
Ο Πρεάρης δεν έδειξε καμία προσοχή στα λόγια που του απηύθυναν οι γλεντιστάδες, δεν τραγούδησε, δεν απήντησε τίποτε, εξακολουθούσε να κοιτάει στα χαμένα, και κάποια στιγμή σηκώθηκε κι έφυγε, πάλι χωρίς να χαιρετήσει, στη μέση μιας μαντινάδας που του έλεγε κάποιος.
Αλτσχάιμερ, μου είπαν αργότερα. Δεν ξέρω αν ισχύει η πληροφορία, αλλά ότι ήταν άρρωστος είναι βέβαιο.
Αγανάκτησα. Αν το είχε η μοίρα του να αρρωστήσει, ας αρρώσταινε. Υπάρχουν χίλιες δυο αρρώστιες που χτυπάνε στο αίμα, στα κόκκαλα, στο συκώτι, στα πόδια, στα χέρια, στα μάτια, όπου θες. Ήταν ανάγκη αυτόν τον άνθρωπο να τον χτυπήσει ειδικά στη μνήμη; Ή αντίστροφα: αν ήταν να πέσει μια αρρώστια που χτυπάει στη μνήμη, ήταν ανάγκη να πέσει ειδικά σ' αυτόν;
Επιτρέπεται να γίνονται τέτοια στον κόσμο; Δεν έχουμε πολλούς ανθρώπους σαν κι αυτόν, που ήταν ταμείο γνώσης και μνήμης και σοφίας, για να μας τους σπαταλάτε! Θα μου πεις, και τι να κάνεις; Να τα βάλεις με το θεό ή τη μοίρα; Χαμπάρι δε θα πάρουν ότι κάπου κάποιος μικρός, ελάχιστος άνθρωπος, κουνάει τη γροθιά του και φωνάζει. Το αποδέχεσαι, δεν υπάρχει άλλη λύση. Και στο κάτω κάτω έχει πολλούς που πόνεσαν πιο πολύ από μένα γι' αυτή την ιστορία: οι χωριανοί του και οι μερακλήδες τ' αγαπάνε πιο πολύ από μένα τα τραγούδια (ας πούμε ότι εγώ τ' αγαπάω από λίγο πιο μακριά, ίσως πιο πολύ τα θαυμάζω και τα καμαρώνω, ενώ εκείνοι τα 'χουν δικά τους), και φυσικά υπάρχουν οι δικοί του άνθρωποι που έζησαν το δράμα του από κοντά. Εγώ πού κολλάω; Κλαίνε οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες;
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
Ο Γιώργος Πρεάρης πέθανε χτές, παραμονή της Παναγίας 2010. Αιωνία του η μνήμη.