Σύνταγμα, μεταξύ 15 και 28-29 Ιουνίου 2011
Όπως έγραφα στο προηγούμενο, στις 15 είδα το μπάχαλο να προετοιμάζεται βήμα-βήμα και τελικά να αρχίζει, ενώ αντίθετα δεν το είδα στη φουλ εξέλιξή του και κυρίως δεν είδα την ειρηνική αντεπίθεση και ανακατάληψη της πλατείας, η οποία καθαρίστηκε από τα χημικά κι έγινε πάλι όμορφη και πολιτισμένη.
Στις μετέπειτα μέρες κατέβηκα όσες φορές μπορούσα, κυρίως βράδια, είτε για τη συνέλευση είτε για τα γλέντια. Επίσης παρακολούθησα πολλές φορές τη συνέλευση λάιβ από το σπίτι. Με είχε συνεπάρει η αγάπη γι' αυτή την ιστορία. Η πλατεία είναι ωραία. Ό,τι γίνεται δεν είναι κάθε στιγμή ωραίο, αλλά για να φτιάξουν και τα υπόλοιπα έχει ανάγκη τη στήριξη και την αγάπη μας.
Στη συνέλευση δεν έχω μιλήσει ποτέ. Απ' όσα έχω ακούσει, αυτά που δε μου αρέσουν συμποσούνται στα εξής:
α) Η άμεση δημοκρατία παραμένει απλώς ένα πλαίσιο, εντός του οποίου γίνονται όμορφες και πολιτισμένες διεργασίες. Λείπει όμως το περιεχόμενο. Είναι ωραία να έχουν όλοι δικαίωμα δημόσιου λόγου για ενάμιση λεπτό χωρίς διακοπή και αποδοκιμασία, αλλά να υπάρχει και λίγη εκ των προτέρων αυτοκριτική: έχω κάτι να πω; Πάρα πολλοί δεν είχαν.
β) Επίσης, η άμεση δημοκρατία παραμένει μια αβέβαιη έννοια αβέβαιης αποδοχής. Το Σύνταγμα δεν προβλέπει άμεση δημοκρατία. Συνεπώς το αίτημα για άμεση δημοκρατία προϋποθέτει ανατροπή του Συντάγματος. Αυτό έρχεται σε προφανή αντίφαση με τη διαρκή επίκληση του ακροτελεύτιου άρθρου 120 (η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων...), με τις καταγγελίες για μη τήρηση του Συντάγματος εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας κλπ. Προσπερνώντας αυτή την αντίφαση, διαπιστώνουμε ότι αν πρόκειται να ανατραπεί το πολίτευμα, αυτό δεν μπορεί προφανώς να γίνει παρά με επανάσταση. Επανάσταση σημαίνει ένοπλη σύγκρουση. Με σφαίρες, με θανάτους. Ο αντίπαλος δε θα είναι η αστυνομία αλλά ο στρατός. Οι χειροβομβίδες τους δε θα είναι κρότου-λάμψης. Θα σκοτωθεί κόσμος, ίσως εσύ, ίσως εγώ, ίσως οι αγαπημένοι μας. Θέλουμε κάτι τέτοιο; Και αν το θέλουμε, πρέπει ακόμη να διερωτηθούμε αφενός πόσοι άλλοι το θέλουν, και αφετέρου τι θα γίνει μετά. Εννοώ ότι απαιτείται πολύ συγκεκριμένο σχέδιο, δουλεμένο μέχρις εσχάτης λεπτομερείας, για το τι ακριβώς θα γίνει μετά, σε επίπεδο διοίκησης, οικονομίας, δικαιοσύνης, εκπαίδευσης και χίλια δυο άλλα. Σύμπασα η κοινωνία είναι αγανακτισμένη, αλλά δε νομίζω ότι σύμπασα η κοινωνία θέλει ένοπλη επανάσταση για άμεση δημοκρατία.
Παρά τις σοβαρότατες αυτές επιφυλάξεις μου, συνέχισα να αγαπώ την πλατεία και να τη στηρίζω όπως μπορούσα.
Κι έφτασε η μεγάλη μέρα, 28 Ιουνίου. Κάλεσμα για αποκλεισμό της Βουλής και αποτροπή της ψήφισης του μεσοπρόθεσμου.
Στις μετέπειτα μέρες κατέβηκα όσες φορές μπορούσα, κυρίως βράδια, είτε για τη συνέλευση είτε για τα γλέντια. Επίσης παρακολούθησα πολλές φορές τη συνέλευση λάιβ από το σπίτι. Με είχε συνεπάρει η αγάπη γι' αυτή την ιστορία. Η πλατεία είναι ωραία. Ό,τι γίνεται δεν είναι κάθε στιγμή ωραίο, αλλά για να φτιάξουν και τα υπόλοιπα έχει ανάγκη τη στήριξη και την αγάπη μας.
Στη συνέλευση δεν έχω μιλήσει ποτέ. Απ' όσα έχω ακούσει, αυτά που δε μου αρέσουν συμποσούνται στα εξής:
α) Η άμεση δημοκρατία παραμένει απλώς ένα πλαίσιο, εντός του οποίου γίνονται όμορφες και πολιτισμένες διεργασίες. Λείπει όμως το περιεχόμενο. Είναι ωραία να έχουν όλοι δικαίωμα δημόσιου λόγου για ενάμιση λεπτό χωρίς διακοπή και αποδοκιμασία, αλλά να υπάρχει και λίγη εκ των προτέρων αυτοκριτική: έχω κάτι να πω; Πάρα πολλοί δεν είχαν.
β) Επίσης, η άμεση δημοκρατία παραμένει μια αβέβαιη έννοια αβέβαιης αποδοχής. Το Σύνταγμα δεν προβλέπει άμεση δημοκρατία. Συνεπώς το αίτημα για άμεση δημοκρατία προϋποθέτει ανατροπή του Συντάγματος. Αυτό έρχεται σε προφανή αντίφαση με τη διαρκή επίκληση του ακροτελεύτιου άρθρου 120 (η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων...), με τις καταγγελίες για μη τήρηση του Συντάγματος εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας κλπ. Προσπερνώντας αυτή την αντίφαση, διαπιστώνουμε ότι αν πρόκειται να ανατραπεί το πολίτευμα, αυτό δεν μπορεί προφανώς να γίνει παρά με επανάσταση. Επανάσταση σημαίνει ένοπλη σύγκρουση. Με σφαίρες, με θανάτους. Ο αντίπαλος δε θα είναι η αστυνομία αλλά ο στρατός. Οι χειροβομβίδες τους δε θα είναι κρότου-λάμψης. Θα σκοτωθεί κόσμος, ίσως εσύ, ίσως εγώ, ίσως οι αγαπημένοι μας. Θέλουμε κάτι τέτοιο; Και αν το θέλουμε, πρέπει ακόμη να διερωτηθούμε αφενός πόσοι άλλοι το θέλουν, και αφετέρου τι θα γίνει μετά. Εννοώ ότι απαιτείται πολύ συγκεκριμένο σχέδιο, δουλεμένο μέχρις εσχάτης λεπτομερείας, για το τι ακριβώς θα γίνει μετά, σε επίπεδο διοίκησης, οικονομίας, δικαιοσύνης, εκπαίδευσης και χίλια δυο άλλα. Σύμπασα η κοινωνία είναι αγανακτισμένη, αλλά δε νομίζω ότι σύμπασα η κοινωνία θέλει ένοπλη επανάσταση για άμεση δημοκρατία.
Παρά τις σοβαρότατες αυτές επιφυλάξεις μου, συνέχισα να αγαπώ την πλατεία και να τη στηρίζω όπως μπορούσα.
Κι έφτασε η μεγάλη μέρα, 28 Ιουνίου. Κάλεσμα για αποκλεισμό της Βουλής και αποτροπή της ψήφισης του μεσοπρόθεσμου.
Τρίτη 28 Ιουνίου
Εδώ που τα λέμε, ποτέ δεν πίστεψα ότι θα αποκλείαμε τη Βουλή. Πώς διάολο; Οι μπάτσοι προφανώς θα απέκλειαν οι ίδιοι τους δρόμους από τους οποίους θα πέρναγαν οι αποκλειστές. Θα πηγαίναμε πιο νωρίς; Θα πήγαιναν κι εκείνοι ακόμη πιο νωρίς. Έτσι κι αλλιώς οι αποφάσεις της Συνέλευσης δεν είναι μυστικές.
Δε με πολυενδιέφερε να ξαναζήσω το ντοκιμαντέρ «πώς στήνεται ένα μπάχαλο». Το είχα δει στις 15. Δεν κατέβηκα πρωί πρωί, κατέβηκα κατά τις 12. Στη διαδρομή από Παγκράτι μέχρι Σύνταγμα λίγα πρόδιδαν ότι έχουμε γενική απεργία. Τα περισσότερα μαγαζιά δούλευαν κανονικά.
Οι αστυνομικές δυνάμεις που είδα μέχρι να φτάσω και αφού έφτασα ήταν απίστευτα πολλές. Στη Β. Κωνσταντίνου οι μηχανόβιοι (Δελτάδες; Δίες; Ποιος τους ξέρει...) είχαν σχηματίσει μια μακριά πυκνή αλυσίδα κι από τις δύο πλευρές. Ήταν τόσο πολλοί που σκέφτηκα ότι πρέπει να 'χουν φέρει και κομπάρσους. Στο σημείο που κοβόταν η κυκλοφορία τα φανάρια δε λειτουργούσαν (ίσως, αντίθετα προς τους καταστηματάρχες, απεργούσαν;). Κατά τα ειωθότα υπήρχε ένα μπατσικό με δυο τροχαίους που αγνάντευαν το τρελό κυκλοφοριακό κομφούζιο. Τους είπα «τα φανάρια δε δουλεύουν». Μου είπαν «το ξέρουμε». Τους ρώτησα αν πρόκειται να κάνουν κάτι και μου είπαν ότι ναι, πρόκειται.
Ο κόσμος ήταν λίγος σε σχέση με αυτό που περίμενα. Καμία σύγκριση με τις 15. Το ότι θα ξεσπούσαν πάλι μπάχαλα ήταν ολοφάνερο. Όταν άρχισαν, οι μπάχαλοι (δεν ξέρω αν ήταν επαγγελματίες προβοκάτορες ή απλοί φιλοπόλεμοι) δρούσαν απολύτως ανενόχλητοι. Περιφρούρηση μηδέν. Το σιντριβάνι στον τοίχο κάτω από την Καραγεώργη Σερβίας, απέναντι από τα ξενοδοχεία, ήταν σαν νταμάρι. Συνεργεία ολόκληρα πελεκούσαν με βαριοπούλες τα μάρμαρα για να ετοιμάσουν πολεμοφόδια. Αν ο τόπος συγκέντρωσης δεν ήταν το Σύνταγμα αλλά λ.χ. η Ακρόπολη;...
Κάποια στιγμή ένας με την μπλούζα σαν κουκούλα βάλθηκε να σπάσει την τζαμαρία του Κινγκ Τζωρτζ μ' ένα λοστάρι. Επειδή η τζαμαρία ήταν προφανώς αλεξίσφαιρη, ο τύπος ταλαιπωρήθηκε πολλή ώρα. Δεν παρακολούθησα μέχρι τέλους την προσπάθειά του να φέρει άμεση δημοκρατία και να αποτρέψει την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου, κι έτσι δεν ξέρω αν κατάφερε να τη σπάσει, αν τα παράτησε ή αν τον μάζεψε κανείς. Πάντως όσο έβλεπα κανείς δεν καιγόταν ιδιαίτερα να τον εμποδίσει.
Δεν είχα ξαναβρεθεί ποτέ σε μπάχαλο. Εδώ που τα λέμε, σπανίως είχα βρεθεί ολωσδιόλου σε πορείες. Μέχρι το 2008 είχα κατέβει ελάχιστες φορές. Το Δεκέμβρη ένοιωσα ότι δεν είναι δυνατόν η Ιστορία να περνά από την πόλη μου κι εγώ, κάτοικος κέντρου, να μένω σπίτι. Αλλά ακόμη και τότε, είχα ένα βασικό πρόβλημα: όλοι έμοιαζαν να έχουν κατέβει ως κάτι -κόμματα, συνδικάτα, ομάδες γενικώς. Κατεβαίνοντας εγώ μόνος μου δεν μπορούσα να ταυτιστώ, έμενα απέξω, απλός παρατηρητής. Φέτος με το Σύνταγμα ήταν η πρώτη φορά που ένοιωσα το αντίθετο: η πλατεία ήταν δικιά μου, ο κόσμος ήταν ο κόσμος μου. Ήμουν ένας από μας.
Όσο η μάχη μαινόταν στους δρόμους γύρω από την πλατεία, μέσα στην πλατεία γινόταν το καλύτερο που θα ήταν ποτέ δυνατό. Οι τύποι με τις ντουντούκες προσέφεραν σημαντικότατη υπηρεσία, υπενθυμίζοντας όλη την ώρα: «Δεν τρέχουμε. Δεν πανικοβαλλόμαστε. Επιστρέφουμε στην πλατεία. Η πλατεία είναι δική μας. Δεν απαντάμε στις προκλήσεις. Δεν μπλοκάρουμε τα σκαλάκια και τους διαδρόμους.» Και πράγματι, το «δεν τρέχουμε» και το «επιστρέφουμε» λειτούργησαν. Αισθάνομαι μεγάλη ευγνωμοσύνη γι' αυτά τα παιδιά. Αντίστοιχα μεγάλη υπηρεσία πρόσφεραν και όσοι κυκλοφορούσαν με ψεκαστήρες με Μαλόξ, κρατώντας τις μάλιστα ψηλά για να τους εντοπίζει όποιος τους είχε ανάγκη -δηλαδή οι πάντες.
Δεν είχα ξαναφάει δακρυγόνο. Ανακάλυψα ότι σε γενικές γραμμές είναι κάτι που παλεύεται. Το «δε θα μας τρομάξουν λίγα χημικά» ισχύει. Βέβαια καλό είναι να μη σκάσει μες στη μούρη σου. Αν σκάσει παραπέρα και σε πάρουν τα αέρια, τσούζει και πνίγει, μπορεί να στραβωθείς για κανένα λεπτό, και περνάει. Την περισσότερη ώρα έβλεπα και ανάσαινα κανονικά, απλώς ήταν λίγο οδυνηρό. Όποτε δεν την πάλευα άλλο, αναζητούσα κάποιον να με ψεκάσει με Μαλόξ και ησύχαζα. Κάποιος μου έδωσε και μια ιατρική μάσκα.
Έμαθα όψιμα ότι οι φωτιές που ανάβουν σε όλα τα επεισόδια δεν έχουν κανένα συμβολισμό, είναι κάτι καθαρά λειτουργικό: ο καπνός (από ξύλα, όχι από πλαστικά) σπάει το δακρυγόνο. Έτσι σε κάθε νέα ριπή, αφού τσεκάριζα τη φορά του ανέμου, προχωρούσα ήρεμα προς την πλησιέστερη φωτιά που υπήρχε στη σωστή κατεύθυνση. Κατάλαβα ότι δεν έχει νόημα να φεύγεις έτσι γενικώς: τρέξεις δεν τρέξεις, πιο γρήγορα από τον άνεμο δε θα πας. Απλώς θα εξαντλήσεις τη λιγοστή ανάσα σου. Βρίσκεις ένα σημείο, είτε με φωτιά είτε με καθαρό αέρα λόγω φοράς του ανέμου, και λες «εκεί θα πάω». Και πηγαίνεις, με ήρεμο βηματισμό. Αν φτάσεις και τα μάτια σου και τα πλεμόνια σου δεν καθαρίσουν αμέσως, του δίνεις άλλη μια ευκαιρία. Δε λες «ατύχησα, πάω παραπέρα». Αφού είσαι στο σωστό σημείο, απλώς περιμένεις. Αν χρειαστεί, ζητάς από κάποιον να σε ψεκάσει.
Μόνο μια φορά στραβώθηκα σχεδόν εντελώς για κάποιο διάστημα (δεν μπορώ να πω πόσο, μάλλον δευτερόλεπτα). Ανάσαινα όμως σχετικά κανονικά, και εξακολουθούσα να βαδίζω στα τυφλά μαζί με τους άλλους. Όταν λέμε στραβώθηκα, εννοούμε ότι δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου. Αν τα άνοιγα έβλεπα, αλλά έτσουζε τόσο που τα ξανάκλεινα ακαριαία. Παρ' ολίγο να πέσω μέσα σε μία φωτιά. Δεν έπεσα πάντως.
Υπήρχαν στιγμές που έβλεπα και ανέπνεα εντελώς άνετα, ενώ άλλοι κοντά μου υπέφεραν, και άλλες στιγμές που υπέφερα εγώ κι έβλεπα άλλους να είναι κουλ κι ωραίοι. Φαίνεται ότι δεν τους πιάνει όλους εξίσου.
Κάποια στιγμή ήρθε κατά πάνω μου μια κοπέλα, σαν τα κρύα τα νερά, παραπαίοντας. «Συγγνώμη, θέλω βοήθεια» είπε ξέπνοα. Την έπιασα από τη μασχάλη και την πήγαινα υποβασταζόμενη προς τα εκεί όπου ο καθαρός αέρας κάπως άνοιγε. Μετά από δύο βήματα δεν μπορούσε ούτε έτσι, οπότε την πήρα κουβαλητή. Ναι ωραία, έλα όμως που δεν ήξερα τι να την κάνω; Το καλό ήταν ότι, και μόνο που την κουβαλούσα, μας είδαν άλλοι που ήξεραν. Τη κάτσαμε -όχι ξαπλωτή- σ' ένα παγκάκι, την ψεκάσαμε με Μαλόξ και της δώσαμε να ρουφήξει το περιεχόμενο από ένα φακελάκι. Ήταν Ριοπάν, έμαθα μετά, ένα τζελ που ανακουφίζει το αναπνευστικό (αλλά και τα μάτια) από το δακρυγόνο. Όταν ρώτησα μου έδωσαν κι εμένα ένα. Όλα αυτά τα φάρμακα προφανώς κάποιος έδωσε λεφτά για να τα πάρει, αλλά τα μοίραζαν!
Εν πάση περιπτώσει η κοπέλα συνήφερε. «Εσύ μ' έσωσες!» μου είπε. «Ε, εσύ δε μ' έσωσες;». Με ευχαρίστησε... Εγώ έπρεπε να την ευχαριστήσω. Αν δεν ήμουν εγώ να την κουβαλήσω, θα ήταν σίγουρα κάποιος άλλος. Για μένα όμως δεν ίσχυε το αντίστροφο: δε θα έβρισκα οπουδήποτε έναν άνθρωπο να μου απευθυνθεί για βοήθεια, να μου προσφέρει τη δυνατότητα να του συμπαρασταθώ έστω και μ' αυτό τον στοιχειώδη τρόπο. Την ώρα που της έδιναν το Ριοπάν και συμβουλές, εγώ απλώς της κράταγα το χέρι και της χαμογελούσα μέσα από τη μάσκα. Ε λοιπόν, σας έχει συμβεί ποτέ να χαμογελάτε με στυλ «όλα θα πάνε καλά, μη φοβάσαι» σε κάποιον που είναι στα όρια της αναισθησίας από ασφυξία, και όντως όλα να πηγαίνουν καλά; Είναι ανεκτίμητη χαρά. Την ευχαριστώ, έστω σήμερα. Να 'σαι καλά, Ειρήνη.
Αλλά δεν έζησα μόνο ανεκτίμητες χαρές. Όταν η ντουντούκα φώναζε «δεν απαντάμε στις προκλήσεις της αστυνομίας» και «η πλατεία είναι δική μας», ασφαλώς και απαντούσαμε στις προκλήσεις πετώντας κομμάτια μάρμαρο (απαντούσαΜΕ; ποιοι, εμείς; Όχι βέβαια. Κάποιοι για τους οποίους δεν μπορώ να πω «εμείς», δεν αισθάνομαι τίποτε να με ενώνει μαζί τους, αλλά πάντως σίγουρα δεν ήταν οι άλλοι...), όσο για τη «δικά μας» πλατεία ήταν βαριά τραυματισμένη από τις βαριοπούλες. Αυτό με πλήγωσε πολύ. Ευτυχώς όμως δεν αποθάρρυνε τον ντουντουκιέρη.
Είχα κάτσει ώρες μες στην πλατεία, η οποία είναι γούβα και δεν μπορούσα να ξέρω τι γίνεται γύρω γύρω. Κάποια στιγμή ανέβηκα στην Αμαλίας. Προχώρησα προς την κατεύυνση των Στύλων. Ούτε ξέρω πώς, βρέθηκα μαζί με κάμποσους άλλους να είμαστε αποκομμένοι από το κυρίως πλήθος, από το οποίο μας χώριζε μια διμοιρία. Δεν υπήρχε δίοδος επιστροφής στην πλατεία. Ναι, αλλά εγώ ήθελα να είμαι στην πλατεία, όχι να κάτσω να με διώξουν. Έπιασα ένα στενό και κατέβηκα στον κάτω δρόμο, τη Φιλελλήνων. Πάλι βρέθηκα πίσω από μια διμοιρία που έκοβε την πρόσβαση. Εκεί συνάντησα μια παρέα γνωστών που προσπαθούσαν κι εκείνοι να ξαναμπούν στην πλατεία. Ανταλλάξαμε ειδήσεις για όσα είχε δει ο καθένας, αλλά ακολουθήσαμε χώρια πορείες. Ευχηθήκαμε καλή τύχη και χωρίσαμε. Ξανανέβηκα στην Αμαλίας. Αφού έκανα δυο-τρεις φορές αυτή τη δουλειά πάνω κάτω, τελικά κάπου άνοιξε ένα πέρασμα και μπήκα στην πλατεία.
Κατάλαβα ότι αυτό ήταν το σχέδιο: ένας-ένας, λίγοι-λίγοι, να αποκόπτονται από την πλατεία, οπότε τι θα έκαναν, θα έφευγαν. Οι μπάτσοι κινούνται βάσει στρατηγικού σχεδίου, που το διαμορφώνει κάποιος που ξέρει τι γίνεται σε κάθε σημείο ανά πάσα στιγμή, εκμεταλλεύονται και τη φορά του ανέμου σε σχέση με τα δακρυγόνα, κλπ.* Εμείς δεν ξέραμε τι γίνεται δέκα μέτρα μακριά μας. Στα σκαλάκια από Αμαλίας προς πλατεία ένας με ντουντούκα φώναζε διάφορες συμβουλές και ηρεμούσε τα πλήθη. Του είπα να καλέσει όσους ήταν στην Αμαλίας πίσω από τους μπάτσους να προσπαθήσουν να ξαναγυρίσουν. Ο άνθρωπος μου ομολόγησε ότι δεν είχε ιδέα για τι πράγμα μιλάω, και ανέβηκε μαζί μου να του δείξω.
Ήταν λοιπόν μια εντελώς άνιση μάχη. Ο εχθρός πέρα από την προφανή υπεροπλία είχε και το πλεονέκτημα της στρατηγικής και του συντονισμού, όπου εμείς υστερούσαμε πολύ. Βέβαια πανικόβλητοι δεν ήμασταν, να 'ναι καλά οι ντουντουκιέρηδες, οι τύποι με τα Μαλόξ και οι μουσικοί. Αλλά δεν είχαμε εποπτεία της κατάστασης. Αποφάσισα ότι αν το βράδυ γινόταν συνέλευση, είχε έρθει η ώρα να ζητήσω το λόγο και, αν τον έπαιρνα, να προτείνω κατά πόσο θα ήταν εφικτό να μπουν σε μερικά καίρια σημεία κάμερες που να δείχνουν την εξέλιξη της μάχης και να προβάλλουν σε καμιά οθόνη στην πλατεία ή έστω να βλέπει κάποιος σ' ένα λάπτοπ και να συντονίζει μέσω κινητού ή οτιδήποτε τους ντουντουκιέρηδες... Εν πάση περιπτώσει το βράδυ δεν έγινε συνέλευση.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ενέδωσα στον πειρασμό ενός τέτοιου τύπου κινδύνου. Ο κίνδυνος ήταν γλυκός. Το να φεύγεις μισοτυφλωμένος βήχοντας σε κάθε ριπή, και να παραφυλάς πότε θα ξανακαθαρίσει ο αέρας για να γυρίσεις εκεί που βαρούσαν οι λύρες και τα τύμπανα και να παίξεις ρυθμικά παλαμάκια, είναι ωραίο. Δε φοβήθηκα. Η πλατεία ήταν όντως δικιά μας, και δεν ήθελα να την αφήσω. Δεν είμαι βίαιος άνθρωπος, δεν έχω καμία έφεση να πολεμώ και να προκαλώ σωματικές βλάβες. Εδώ ζούσαμε έναν πόλεμο, αλλά χωρίς να πολεμάμε εμείς, μόνο ο εχθρός. Ήταν λοιπόν μοναδική ευκαιρία να ζήσω τη χαρά του πολέμου, να καταλάβω γιατί ο πόλεμος μπορεί να είναι γιορτή, αλλά ταυτόχρονα η συμμετοχή μου να είναι εντελώς ειρηνική.
Παρά ταύτα έφυγα κάποια στιγμή. Το σκέφτηκα ψύχραιμα: Από το να κάτσω να ρουφήξω κι άλλη χημεία, καλύτερα να πάω σπίτι, να πλυθώ με το σκαρπέλο, να φάω ένα αψέκαστο φαί, να στανιάρω λίγο και να ξαναγυρίσω το βραδάκι. Υπολόγιζα ότι κάποια στιγμή το απόγευμα θα κόπαζε η μάχη και θα γινόταν, όπως την προηγούμενη φορά, η αντεπίθεση ειρήνης (που όπως είπαμε την είχα χάσει). Θα ερχόμουν λοιπόν, ανανεωμένος, φρέσκος και δυνατός, και θα έφερνα και κανένα όργανο που πάντα είναι χρήσιμο και που τώρα δεν είχα φέρει για να είμαι πιο ευκίνητος.
Έτσι κι έπραξα. Έλειψα περίπου 4-7 μμ. Όταν γύρισα, τα επεισόδια δεν είχαν σταματήσει, ήταν όμως κάπως πιο ήρεμη η κατάσταση. Η αντεπίθεση ειρήνης πράγματι είχε ξεκινήσει, με αλυσίδες κουβαλήματος νερού, ξέπλυμα της πλατείας κλπ. Αλλά ο αέρας εξακολουθούσε να είναι βαριά φορτωμένος με δακρυγόνο που κάθε τόσο ανανεωνόταν.
Επρόκειτο να γίνουν διάφορα λάιβ. Έπιασα πόστο κάπου εκεί για να είμαι πρώτο τραπέζι πίστα. Ετοίμαζαν τον ήχο, αλλά είχαν πολύ μέλλον ακόμα. Βαρέθηκα να περιμένω. Έκανα μια βόλτα να βρω τίποτε γνωστούς (τι ωραίο πράγμα! η πλατεία του χωριού! είναι όλοι εκεί!), και πράγματι βρήκα. Κάτσαμε κύκλο σ' ένα παρτέρι, ανάμεσα στις σκηνές -που διαπίστωσα ότι είχαν αραιώσει σε σχέση με πριν μερικές μέρες-, με τις μπιρίτσες μας και την κουβέντα μας. Σιγά σιγά βγάλαμε τα τσαμπουνοτούμπακα και αρχίσαμε το δικό μας λάιβ, μέχρι να αρχίσει το επίσημο.
Το «επίσημο» τελικά ήταν πολύ ανεπίσημο. Είχα ακούσει κάτι για Βασίλη Παπακωνσταντίνου, και δε μου 'χε καλοφανεί πολύ. Ο επαγγελματίας επαναστάτης; Τι δουλειά έχει εδώ; Τελικά δεν ήταν καθόλου αυτό που περίμενα. Ο τύπος μάλλον απλώς είχε έρθει ως ένας απ' όλους μας, ούτε την κιθάρα του δεν είχε. Του ζήτησαν να πει μερικά τραγούδια στο μικρόφωνο της συνέλευσης, χωρίς ούτε εξέδρα ούτε τίποτα, με συνοδεία από όσους άλλους μουσικούς έτυχε να βρίσκονται εκεί. Ορισμένοι από αυτούς έχει τύχει να βρίσκονται ανελλιπώς κάθε μέρα, και μάλλον αυτοί μοιάζουν να καρπώνονται την ευκαιρία του Συντάγματος παρά ο Παπακωνσταντίνου -ίσως, όταν ολοκληρωθεί η επανάσταση, να βολευτούν Υπουργοί Πολιτισμού- τέλος πάντων...
Τραγούδησε ο Παπακωσταντίνου, και τον είδα για πρώτη φορά από τόσο κοντά. Είναι αλήθεια όσα λέει ο Ζουγανέλης για τη μύτη του. Επίσης είδα από κοντά τον Αλκίνοο. Δεν εκπλήρωσα το παιδιόθεν όνειρό μου να δω και τον αγαπημένο μου Γιοκαρίνη, γιατί την ώρα που έπαιξε ήμουν δε θυμάμαι πού, κάπου παραπέρα. Και είδα και τους Τάιγκερ Λίλις, που είχα ακούσει ότι θα έβγαιναν αλλά δεν το 'χα καλοκαταλάβει -έλεγα κιόλας, δε θες να υπάρχει κάνα ελληνικό συγκρότημα με το ίδιο όνομα; Ήταν όμως οι αληθινοί. Επειδή είχα φύγει και ξανάρθα, και στο μεταξύ με τους Τάιγκερ Λίλις μαζεύτηκε πάρα πολύς κόσμος, ήταν αρκετά δύσκολο να βρω σημείο να βλέπω. Βρήκα τελικά, αλλά έπρεπε να κάνω τον ακροβάτη. Έτσι δεν άντεξα πάνω από δέκα λεπτά, θα πάθαινα εξάρθρωση σβέρκου. Έστω και για τόσο λίγο όμως άξιζε τον κόπο. Πολύ δυνατοί σόουμεν. Και ταπεινοί αθρώποι, ένα μ' εμάς ήταν: άσπρη μούρη εμείς (απ' το Μαλόξ), άσπρη μούρη κι εκείνοι.
...Ήταν πολύ φορτωμένη και πλούσια μέρα, κι έχω φτάσει στο σημείο που δεν τα θυμάμαι πια όλα. Πάντως κάποια δόση ήμουνα σε μια φωτιά κάτω από τα σκαλάκια κι έπαιζα τσαμπούνα, είχε κόσμο γύρω από τη φωτιά, έπεφταν δακρυγόνα, κι ένας έκανε συνέχεια το γύρο και μας ψέκαζε με Μαλόξ ανά πεντάλεπτο. Μπορεί να 'ταν και πριν το λάιβ, δεν είμαι σίγουρος.
Κάποια στιγμή είπα να φύγω. Πήρα τη Σταδίου, αλλά πέτυχα παρέα κι έκατσα εκεί. Εκεί που τα λέγαμε και πίναμε και ρακές κι ακούγαμε τον αχό από τα μπαλωτίδια πέρα, σκάει ξαφνικά μια τρομαχτική ομοβροντία, η μεγαλύτερη εκείνης της μέρας, 12 δακρυγόνα μεμιάς πρέπει να ήταν. Ξαναγυρίσαμε λοιπόν στην πλατεία, μην την αφήσουμε μόνη, οπότε άντε πάλι καινούργιος γύρος, πέτυχα κι άλλες παρέες, τα λάιβ συνεχίζονταν, ξαναέπαιξε ο Παπακωσταντίνου, έπαιξαν και μερικοί απλοί παρευρισκόμενοι, ο υπουργός πολιτισμού σταθερός στο πόστο του, και τελικά έφυγα κατά τις τρεις.
Δεν έχω προλάβει ακόμη να γράψω λέξη για τη δεύτερη μέρα, και φοβάμαι ότι μέχρι να βρω χρόνο θα έχουν συμβεί νέα γεγονότα. Θα προσπαθήσω αύριο, μείνετε συντονισμένοι.
..............................
*Προσθήκη μερικές μέρες αργότερα: βρήκα εδώ τη μαρτυρία ενός απόστρατου στρατιωτικού, που υποστηρίζει -με τεχνική ορολογία και όχι με τις δικές μου αοριστολογίες- την άποψη περί ύπαρξης στρατηγικού σχεδίου.
Δε με πολυενδιέφερε να ξαναζήσω το ντοκιμαντέρ «πώς στήνεται ένα μπάχαλο». Το είχα δει στις 15. Δεν κατέβηκα πρωί πρωί, κατέβηκα κατά τις 12. Στη διαδρομή από Παγκράτι μέχρι Σύνταγμα λίγα πρόδιδαν ότι έχουμε γενική απεργία. Τα περισσότερα μαγαζιά δούλευαν κανονικά.
Οι αστυνομικές δυνάμεις που είδα μέχρι να φτάσω και αφού έφτασα ήταν απίστευτα πολλές. Στη Β. Κωνσταντίνου οι μηχανόβιοι (Δελτάδες; Δίες; Ποιος τους ξέρει...) είχαν σχηματίσει μια μακριά πυκνή αλυσίδα κι από τις δύο πλευρές. Ήταν τόσο πολλοί που σκέφτηκα ότι πρέπει να 'χουν φέρει και κομπάρσους. Στο σημείο που κοβόταν η κυκλοφορία τα φανάρια δε λειτουργούσαν (ίσως, αντίθετα προς τους καταστηματάρχες, απεργούσαν;). Κατά τα ειωθότα υπήρχε ένα μπατσικό με δυο τροχαίους που αγνάντευαν το τρελό κυκλοφοριακό κομφούζιο. Τους είπα «τα φανάρια δε δουλεύουν». Μου είπαν «το ξέρουμε». Τους ρώτησα αν πρόκειται να κάνουν κάτι και μου είπαν ότι ναι, πρόκειται.
Ο κόσμος ήταν λίγος σε σχέση με αυτό που περίμενα. Καμία σύγκριση με τις 15. Το ότι θα ξεσπούσαν πάλι μπάχαλα ήταν ολοφάνερο. Όταν άρχισαν, οι μπάχαλοι (δεν ξέρω αν ήταν επαγγελματίες προβοκάτορες ή απλοί φιλοπόλεμοι) δρούσαν απολύτως ανενόχλητοι. Περιφρούρηση μηδέν. Το σιντριβάνι στον τοίχο κάτω από την Καραγεώργη Σερβίας, απέναντι από τα ξενοδοχεία, ήταν σαν νταμάρι. Συνεργεία ολόκληρα πελεκούσαν με βαριοπούλες τα μάρμαρα για να ετοιμάσουν πολεμοφόδια. Αν ο τόπος συγκέντρωσης δεν ήταν το Σύνταγμα αλλά λ.χ. η Ακρόπολη;...
Κάποια στιγμή ένας με την μπλούζα σαν κουκούλα βάλθηκε να σπάσει την τζαμαρία του Κινγκ Τζωρτζ μ' ένα λοστάρι. Επειδή η τζαμαρία ήταν προφανώς αλεξίσφαιρη, ο τύπος ταλαιπωρήθηκε πολλή ώρα. Δεν παρακολούθησα μέχρι τέλους την προσπάθειά του να φέρει άμεση δημοκρατία και να αποτρέψει την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου, κι έτσι δεν ξέρω αν κατάφερε να τη σπάσει, αν τα παράτησε ή αν τον μάζεψε κανείς. Πάντως όσο έβλεπα κανείς δεν καιγόταν ιδιαίτερα να τον εμποδίσει.
Δεν είχα ξαναβρεθεί ποτέ σε μπάχαλο. Εδώ που τα λέμε, σπανίως είχα βρεθεί ολωσδιόλου σε πορείες. Μέχρι το 2008 είχα κατέβει ελάχιστες φορές. Το Δεκέμβρη ένοιωσα ότι δεν είναι δυνατόν η Ιστορία να περνά από την πόλη μου κι εγώ, κάτοικος κέντρου, να μένω σπίτι. Αλλά ακόμη και τότε, είχα ένα βασικό πρόβλημα: όλοι έμοιαζαν να έχουν κατέβει ως κάτι -κόμματα, συνδικάτα, ομάδες γενικώς. Κατεβαίνοντας εγώ μόνος μου δεν μπορούσα να ταυτιστώ, έμενα απέξω, απλός παρατηρητής. Φέτος με το Σύνταγμα ήταν η πρώτη φορά που ένοιωσα το αντίθετο: η πλατεία ήταν δικιά μου, ο κόσμος ήταν ο κόσμος μου. Ήμουν ένας από μας.
Όσο η μάχη μαινόταν στους δρόμους γύρω από την πλατεία, μέσα στην πλατεία γινόταν το καλύτερο που θα ήταν ποτέ δυνατό. Οι τύποι με τις ντουντούκες προσέφεραν σημαντικότατη υπηρεσία, υπενθυμίζοντας όλη την ώρα: «Δεν τρέχουμε. Δεν πανικοβαλλόμαστε. Επιστρέφουμε στην πλατεία. Η πλατεία είναι δική μας. Δεν απαντάμε στις προκλήσεις. Δεν μπλοκάρουμε τα σκαλάκια και τους διαδρόμους.» Και πράγματι, το «δεν τρέχουμε» και το «επιστρέφουμε» λειτούργησαν. Αισθάνομαι μεγάλη ευγνωμοσύνη γι' αυτά τα παιδιά. Αντίστοιχα μεγάλη υπηρεσία πρόσφεραν και όσοι κυκλοφορούσαν με ψεκαστήρες με Μαλόξ, κρατώντας τις μάλιστα ψηλά για να τους εντοπίζει όποιος τους είχε ανάγκη -δηλαδή οι πάντες.
Δεν είχα ξαναφάει δακρυγόνο. Ανακάλυψα ότι σε γενικές γραμμές είναι κάτι που παλεύεται. Το «δε θα μας τρομάξουν λίγα χημικά» ισχύει. Βέβαια καλό είναι να μη σκάσει μες στη μούρη σου. Αν σκάσει παραπέρα και σε πάρουν τα αέρια, τσούζει και πνίγει, μπορεί να στραβωθείς για κανένα λεπτό, και περνάει. Την περισσότερη ώρα έβλεπα και ανάσαινα κανονικά, απλώς ήταν λίγο οδυνηρό. Όποτε δεν την πάλευα άλλο, αναζητούσα κάποιον να με ψεκάσει με Μαλόξ και ησύχαζα. Κάποιος μου έδωσε και μια ιατρική μάσκα.
Έμαθα όψιμα ότι οι φωτιές που ανάβουν σε όλα τα επεισόδια δεν έχουν κανένα συμβολισμό, είναι κάτι καθαρά λειτουργικό: ο καπνός (από ξύλα, όχι από πλαστικά) σπάει το δακρυγόνο. Έτσι σε κάθε νέα ριπή, αφού τσεκάριζα τη φορά του ανέμου, προχωρούσα ήρεμα προς την πλησιέστερη φωτιά που υπήρχε στη σωστή κατεύθυνση. Κατάλαβα ότι δεν έχει νόημα να φεύγεις έτσι γενικώς: τρέξεις δεν τρέξεις, πιο γρήγορα από τον άνεμο δε θα πας. Απλώς θα εξαντλήσεις τη λιγοστή ανάσα σου. Βρίσκεις ένα σημείο, είτε με φωτιά είτε με καθαρό αέρα λόγω φοράς του ανέμου, και λες «εκεί θα πάω». Και πηγαίνεις, με ήρεμο βηματισμό. Αν φτάσεις και τα μάτια σου και τα πλεμόνια σου δεν καθαρίσουν αμέσως, του δίνεις άλλη μια ευκαιρία. Δε λες «ατύχησα, πάω παραπέρα». Αφού είσαι στο σωστό σημείο, απλώς περιμένεις. Αν χρειαστεί, ζητάς από κάποιον να σε ψεκάσει.
Μόνο μια φορά στραβώθηκα σχεδόν εντελώς για κάποιο διάστημα (δεν μπορώ να πω πόσο, μάλλον δευτερόλεπτα). Ανάσαινα όμως σχετικά κανονικά, και εξακολουθούσα να βαδίζω στα τυφλά μαζί με τους άλλους. Όταν λέμε στραβώθηκα, εννοούμε ότι δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου. Αν τα άνοιγα έβλεπα, αλλά έτσουζε τόσο που τα ξανάκλεινα ακαριαία. Παρ' ολίγο να πέσω μέσα σε μία φωτιά. Δεν έπεσα πάντως.
Υπήρχαν στιγμές που έβλεπα και ανέπνεα εντελώς άνετα, ενώ άλλοι κοντά μου υπέφεραν, και άλλες στιγμές που υπέφερα εγώ κι έβλεπα άλλους να είναι κουλ κι ωραίοι. Φαίνεται ότι δεν τους πιάνει όλους εξίσου.
Κάποια στιγμή ήρθε κατά πάνω μου μια κοπέλα, σαν τα κρύα τα νερά, παραπαίοντας. «Συγγνώμη, θέλω βοήθεια» είπε ξέπνοα. Την έπιασα από τη μασχάλη και την πήγαινα υποβασταζόμενη προς τα εκεί όπου ο καθαρός αέρας κάπως άνοιγε. Μετά από δύο βήματα δεν μπορούσε ούτε έτσι, οπότε την πήρα κουβαλητή. Ναι ωραία, έλα όμως που δεν ήξερα τι να την κάνω; Το καλό ήταν ότι, και μόνο που την κουβαλούσα, μας είδαν άλλοι που ήξεραν. Τη κάτσαμε -όχι ξαπλωτή- σ' ένα παγκάκι, την ψεκάσαμε με Μαλόξ και της δώσαμε να ρουφήξει το περιεχόμενο από ένα φακελάκι. Ήταν Ριοπάν, έμαθα μετά, ένα τζελ που ανακουφίζει το αναπνευστικό (αλλά και τα μάτια) από το δακρυγόνο. Όταν ρώτησα μου έδωσαν κι εμένα ένα. Όλα αυτά τα φάρμακα προφανώς κάποιος έδωσε λεφτά για να τα πάρει, αλλά τα μοίραζαν!
Εν πάση περιπτώσει η κοπέλα συνήφερε. «Εσύ μ' έσωσες!» μου είπε. «Ε, εσύ δε μ' έσωσες;». Με ευχαρίστησε... Εγώ έπρεπε να την ευχαριστήσω. Αν δεν ήμουν εγώ να την κουβαλήσω, θα ήταν σίγουρα κάποιος άλλος. Για μένα όμως δεν ίσχυε το αντίστροφο: δε θα έβρισκα οπουδήποτε έναν άνθρωπο να μου απευθυνθεί για βοήθεια, να μου προσφέρει τη δυνατότητα να του συμπαρασταθώ έστω και μ' αυτό τον στοιχειώδη τρόπο. Την ώρα που της έδιναν το Ριοπάν και συμβουλές, εγώ απλώς της κράταγα το χέρι και της χαμογελούσα μέσα από τη μάσκα. Ε λοιπόν, σας έχει συμβεί ποτέ να χαμογελάτε με στυλ «όλα θα πάνε καλά, μη φοβάσαι» σε κάποιον που είναι στα όρια της αναισθησίας από ασφυξία, και όντως όλα να πηγαίνουν καλά; Είναι ανεκτίμητη χαρά. Την ευχαριστώ, έστω σήμερα. Να 'σαι καλά, Ειρήνη.
Αλλά δεν έζησα μόνο ανεκτίμητες χαρές. Όταν η ντουντούκα φώναζε «δεν απαντάμε στις προκλήσεις της αστυνομίας» και «η πλατεία είναι δική μας», ασφαλώς και απαντούσαμε στις προκλήσεις πετώντας κομμάτια μάρμαρο (απαντούσαΜΕ; ποιοι, εμείς; Όχι βέβαια. Κάποιοι για τους οποίους δεν μπορώ να πω «εμείς», δεν αισθάνομαι τίποτε να με ενώνει μαζί τους, αλλά πάντως σίγουρα δεν ήταν οι άλλοι...), όσο για τη «δικά μας» πλατεία ήταν βαριά τραυματισμένη από τις βαριοπούλες. Αυτό με πλήγωσε πολύ. Ευτυχώς όμως δεν αποθάρρυνε τον ντουντουκιέρη.
Είχα κάτσει ώρες μες στην πλατεία, η οποία είναι γούβα και δεν μπορούσα να ξέρω τι γίνεται γύρω γύρω. Κάποια στιγμή ανέβηκα στην Αμαλίας. Προχώρησα προς την κατεύυνση των Στύλων. Ούτε ξέρω πώς, βρέθηκα μαζί με κάμποσους άλλους να είμαστε αποκομμένοι από το κυρίως πλήθος, από το οποίο μας χώριζε μια διμοιρία. Δεν υπήρχε δίοδος επιστροφής στην πλατεία. Ναι, αλλά εγώ ήθελα να είμαι στην πλατεία, όχι να κάτσω να με διώξουν. Έπιασα ένα στενό και κατέβηκα στον κάτω δρόμο, τη Φιλελλήνων. Πάλι βρέθηκα πίσω από μια διμοιρία που έκοβε την πρόσβαση. Εκεί συνάντησα μια παρέα γνωστών που προσπαθούσαν κι εκείνοι να ξαναμπούν στην πλατεία. Ανταλλάξαμε ειδήσεις για όσα είχε δει ο καθένας, αλλά ακολουθήσαμε χώρια πορείες. Ευχηθήκαμε καλή τύχη και χωρίσαμε. Ξανανέβηκα στην Αμαλίας. Αφού έκανα δυο-τρεις φορές αυτή τη δουλειά πάνω κάτω, τελικά κάπου άνοιξε ένα πέρασμα και μπήκα στην πλατεία.
Κατάλαβα ότι αυτό ήταν το σχέδιο: ένας-ένας, λίγοι-λίγοι, να αποκόπτονται από την πλατεία, οπότε τι θα έκαναν, θα έφευγαν. Οι μπάτσοι κινούνται βάσει στρατηγικού σχεδίου, που το διαμορφώνει κάποιος που ξέρει τι γίνεται σε κάθε σημείο ανά πάσα στιγμή, εκμεταλλεύονται και τη φορά του ανέμου σε σχέση με τα δακρυγόνα, κλπ.* Εμείς δεν ξέραμε τι γίνεται δέκα μέτρα μακριά μας. Στα σκαλάκια από Αμαλίας προς πλατεία ένας με ντουντούκα φώναζε διάφορες συμβουλές και ηρεμούσε τα πλήθη. Του είπα να καλέσει όσους ήταν στην Αμαλίας πίσω από τους μπάτσους να προσπαθήσουν να ξαναγυρίσουν. Ο άνθρωπος μου ομολόγησε ότι δεν είχε ιδέα για τι πράγμα μιλάω, και ανέβηκε μαζί μου να του δείξω.
Ήταν λοιπόν μια εντελώς άνιση μάχη. Ο εχθρός πέρα από την προφανή υπεροπλία είχε και το πλεονέκτημα της στρατηγικής και του συντονισμού, όπου εμείς υστερούσαμε πολύ. Βέβαια πανικόβλητοι δεν ήμασταν, να 'ναι καλά οι ντουντουκιέρηδες, οι τύποι με τα Μαλόξ και οι μουσικοί. Αλλά δεν είχαμε εποπτεία της κατάστασης. Αποφάσισα ότι αν το βράδυ γινόταν συνέλευση, είχε έρθει η ώρα να ζητήσω το λόγο και, αν τον έπαιρνα, να προτείνω κατά πόσο θα ήταν εφικτό να μπουν σε μερικά καίρια σημεία κάμερες που να δείχνουν την εξέλιξη της μάχης και να προβάλλουν σε καμιά οθόνη στην πλατεία ή έστω να βλέπει κάποιος σ' ένα λάπτοπ και να συντονίζει μέσω κινητού ή οτιδήποτε τους ντουντουκιέρηδες... Εν πάση περιπτώσει το βράδυ δεν έγινε συνέλευση.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ενέδωσα στον πειρασμό ενός τέτοιου τύπου κινδύνου. Ο κίνδυνος ήταν γλυκός. Το να φεύγεις μισοτυφλωμένος βήχοντας σε κάθε ριπή, και να παραφυλάς πότε θα ξανακαθαρίσει ο αέρας για να γυρίσεις εκεί που βαρούσαν οι λύρες και τα τύμπανα και να παίξεις ρυθμικά παλαμάκια, είναι ωραίο. Δε φοβήθηκα. Η πλατεία ήταν όντως δικιά μας, και δεν ήθελα να την αφήσω. Δεν είμαι βίαιος άνθρωπος, δεν έχω καμία έφεση να πολεμώ και να προκαλώ σωματικές βλάβες. Εδώ ζούσαμε έναν πόλεμο, αλλά χωρίς να πολεμάμε εμείς, μόνο ο εχθρός. Ήταν λοιπόν μοναδική ευκαιρία να ζήσω τη χαρά του πολέμου, να καταλάβω γιατί ο πόλεμος μπορεί να είναι γιορτή, αλλά ταυτόχρονα η συμμετοχή μου να είναι εντελώς ειρηνική.
Παρά ταύτα έφυγα κάποια στιγμή. Το σκέφτηκα ψύχραιμα: Από το να κάτσω να ρουφήξω κι άλλη χημεία, καλύτερα να πάω σπίτι, να πλυθώ με το σκαρπέλο, να φάω ένα αψέκαστο φαί, να στανιάρω λίγο και να ξαναγυρίσω το βραδάκι. Υπολόγιζα ότι κάποια στιγμή το απόγευμα θα κόπαζε η μάχη και θα γινόταν, όπως την προηγούμενη φορά, η αντεπίθεση ειρήνης (που όπως είπαμε την είχα χάσει). Θα ερχόμουν λοιπόν, ανανεωμένος, φρέσκος και δυνατός, και θα έφερνα και κανένα όργανο που πάντα είναι χρήσιμο και που τώρα δεν είχα φέρει για να είμαι πιο ευκίνητος.
Έτσι κι έπραξα. Έλειψα περίπου 4-7 μμ. Όταν γύρισα, τα επεισόδια δεν είχαν σταματήσει, ήταν όμως κάπως πιο ήρεμη η κατάσταση. Η αντεπίθεση ειρήνης πράγματι είχε ξεκινήσει, με αλυσίδες κουβαλήματος νερού, ξέπλυμα της πλατείας κλπ. Αλλά ο αέρας εξακολουθούσε να είναι βαριά φορτωμένος με δακρυγόνο που κάθε τόσο ανανεωνόταν.
Επρόκειτο να γίνουν διάφορα λάιβ. Έπιασα πόστο κάπου εκεί για να είμαι πρώτο τραπέζι πίστα. Ετοίμαζαν τον ήχο, αλλά είχαν πολύ μέλλον ακόμα. Βαρέθηκα να περιμένω. Έκανα μια βόλτα να βρω τίποτε γνωστούς (τι ωραίο πράγμα! η πλατεία του χωριού! είναι όλοι εκεί!), και πράγματι βρήκα. Κάτσαμε κύκλο σ' ένα παρτέρι, ανάμεσα στις σκηνές -που διαπίστωσα ότι είχαν αραιώσει σε σχέση με πριν μερικές μέρες-, με τις μπιρίτσες μας και την κουβέντα μας. Σιγά σιγά βγάλαμε τα τσαμπουνοτούμπακα και αρχίσαμε το δικό μας λάιβ, μέχρι να αρχίσει το επίσημο.
Το «επίσημο» τελικά ήταν πολύ ανεπίσημο. Είχα ακούσει κάτι για Βασίλη Παπακωνσταντίνου, και δε μου 'χε καλοφανεί πολύ. Ο επαγγελματίας επαναστάτης; Τι δουλειά έχει εδώ; Τελικά δεν ήταν καθόλου αυτό που περίμενα. Ο τύπος μάλλον απλώς είχε έρθει ως ένας απ' όλους μας, ούτε την κιθάρα του δεν είχε. Του ζήτησαν να πει μερικά τραγούδια στο μικρόφωνο της συνέλευσης, χωρίς ούτε εξέδρα ούτε τίποτα, με συνοδεία από όσους άλλους μουσικούς έτυχε να βρίσκονται εκεί. Ορισμένοι από αυτούς έχει τύχει να βρίσκονται ανελλιπώς κάθε μέρα, και μάλλον αυτοί μοιάζουν να καρπώνονται την ευκαιρία του Συντάγματος παρά ο Παπακωνσταντίνου -ίσως, όταν ολοκληρωθεί η επανάσταση, να βολευτούν Υπουργοί Πολιτισμού- τέλος πάντων...
Τραγούδησε ο Παπακωσταντίνου, και τον είδα για πρώτη φορά από τόσο κοντά. Είναι αλήθεια όσα λέει ο Ζουγανέλης για τη μύτη του. Επίσης είδα από κοντά τον Αλκίνοο. Δεν εκπλήρωσα το παιδιόθεν όνειρό μου να δω και τον αγαπημένο μου Γιοκαρίνη, γιατί την ώρα που έπαιξε ήμουν δε θυμάμαι πού, κάπου παραπέρα. Και είδα και τους Τάιγκερ Λίλις, που είχα ακούσει ότι θα έβγαιναν αλλά δεν το 'χα καλοκαταλάβει -έλεγα κιόλας, δε θες να υπάρχει κάνα ελληνικό συγκρότημα με το ίδιο όνομα; Ήταν όμως οι αληθινοί. Επειδή είχα φύγει και ξανάρθα, και στο μεταξύ με τους Τάιγκερ Λίλις μαζεύτηκε πάρα πολύς κόσμος, ήταν αρκετά δύσκολο να βρω σημείο να βλέπω. Βρήκα τελικά, αλλά έπρεπε να κάνω τον ακροβάτη. Έτσι δεν άντεξα πάνω από δέκα λεπτά, θα πάθαινα εξάρθρωση σβέρκου. Έστω και για τόσο λίγο όμως άξιζε τον κόπο. Πολύ δυνατοί σόουμεν. Και ταπεινοί αθρώποι, ένα μ' εμάς ήταν: άσπρη μούρη εμείς (απ' το Μαλόξ), άσπρη μούρη κι εκείνοι.
...Ήταν πολύ φορτωμένη και πλούσια μέρα, κι έχω φτάσει στο σημείο που δεν τα θυμάμαι πια όλα. Πάντως κάποια δόση ήμουνα σε μια φωτιά κάτω από τα σκαλάκια κι έπαιζα τσαμπούνα, είχε κόσμο γύρω από τη φωτιά, έπεφταν δακρυγόνα, κι ένας έκανε συνέχεια το γύρο και μας ψέκαζε με Μαλόξ ανά πεντάλεπτο. Μπορεί να 'ταν και πριν το λάιβ, δεν είμαι σίγουρος.
Κάποια στιγμή είπα να φύγω. Πήρα τη Σταδίου, αλλά πέτυχα παρέα κι έκατσα εκεί. Εκεί που τα λέγαμε και πίναμε και ρακές κι ακούγαμε τον αχό από τα μπαλωτίδια πέρα, σκάει ξαφνικά μια τρομαχτική ομοβροντία, η μεγαλύτερη εκείνης της μέρας, 12 δακρυγόνα μεμιάς πρέπει να ήταν. Ξαναγυρίσαμε λοιπόν στην πλατεία, μην την αφήσουμε μόνη, οπότε άντε πάλι καινούργιος γύρος, πέτυχα κι άλλες παρέες, τα λάιβ συνεχίζονταν, ξαναέπαιξε ο Παπακωσταντίνου, έπαιξαν και μερικοί απλοί παρευρισκόμενοι, ο υπουργός πολιτισμού σταθερός στο πόστο του, και τελικά έφυγα κατά τις τρεις.
Δεν έχω προλάβει ακόμη να γράψω λέξη για τη δεύτερη μέρα, και φοβάμαι ότι μέχρι να βρω χρόνο θα έχουν συμβεί νέα γεγονότα. Θα προσπαθήσω αύριο, μείνετε συντονισμένοι.
..............................
*Προσθήκη μερικές μέρες αργότερα: βρήκα εδώ τη μαρτυρία ενός απόστρατου στρατιωτικού, που υποστηρίζει -με τεχνική ορολογία και όχι με τις δικές μου αοριστολογίες- την άποψη περί ύπαρξης στρατηγικού σχεδίου.