Καλησπέρα σας και καλές Απόκριες.
Στην ελληνική κωμωδία «Η Γυναικοκρατία» (1973, Γ. Κωνσταντίνου - Μ. Χρονοπούλου κ.ά.), η υπόθεση, που εκτυλίσσεται σ' ένα απροσδιόριστο χωριό κάπου στην Ελλάδα, στηρίζεται στο έθιμο κατά το οποίο, κάποια μέρα μες στις Απόκριες, οι γυναίκες και οι άνδρες αλλάζουν για ένα εικοσιτετράωρο τους παραδοσιακούς τους ρόλους. Αυτό το έθιμο είναι υπαρκτό, και από την ταινία φαντάζεται κανείς ότι τότε, το 1973, θα ήταν αρκετά γνωστό.
Kάποια στιγμή βλέπουμε, στο αυστηρά γυναικείο αποκριάτικο γλέντι, να τραγουδούν το τραγούδι «Με τη θεια μου τη Θοδώρα». Είναι ένα από τα πανελλήνιας διάδοσης αποκριάτικα παραδοσιακά τραγούδια, που σε κάθε τόπο το λένε με άλλο όνομα θειας και άλλο σκοπό: στην Κρήτη η θεια είναι και πάλι Θοδώρα, στα Αλάτσατα της Μ. Ασίας Κοντύλω, στην Κάρπαθο Ερήνη. Το τραγούδι δε συνδέεται ειδικώς με το έθιμο της γυναικοκρατίας, αλλά γενικά με τις Απόκριες. Δεν είναι κυριολεκτικά βωμολοχικό, είναι όμως από τα πιο χοντρά αποκριάτικα, αφού είναι όχι απλώς απροκάλυπτα σεξουαλικό αλλά και αιμομικτικό. Τα λόγια, συμπιλημένα από διάφορες κατά τόπους παραλλαγές, λένε:
Στην ελληνική κωμωδία «Η Γυναικοκρατία» (1973, Γ. Κωνσταντίνου - Μ. Χρονοπούλου κ.ά.), η υπόθεση, που εκτυλίσσεται σ' ένα απροσδιόριστο χωριό κάπου στην Ελλάδα, στηρίζεται στο έθιμο κατά το οποίο, κάποια μέρα μες στις Απόκριες, οι γυναίκες και οι άνδρες αλλάζουν για ένα εικοσιτετράωρο τους παραδοσιακούς τους ρόλους. Αυτό το έθιμο είναι υπαρκτό, και από την ταινία φαντάζεται κανείς ότι τότε, το 1973, θα ήταν αρκετά γνωστό.
Kάποια στιγμή βλέπουμε, στο αυστηρά γυναικείο αποκριάτικο γλέντι, να τραγουδούν το τραγούδι «Με τη θεια μου τη Θοδώρα». Είναι ένα από τα πανελλήνιας διάδοσης αποκριάτικα παραδοσιακά τραγούδια, που σε κάθε τόπο το λένε με άλλο όνομα θειας και άλλο σκοπό: στην Κρήτη η θεια είναι και πάλι Θοδώρα, στα Αλάτσατα της Μ. Ασίας Κοντύλω, στην Κάρπαθο Ερήνη. Το τραγούδι δε συνδέεται ειδικώς με το έθιμο της γυναικοκρατίας, αλλά γενικά με τις Απόκριες. Δεν είναι κυριολεκτικά βωμολοχικό, είναι όμως από τα πιο χοντρά αποκριάτικα, αφού είναι όχι απλώς απροκάλυπτα σεξουαλικό αλλά και αιμομικτικό. Τα λόγια, συμπιλημένα από διάφορες κατά τόπους παραλλαγές, λένε:
Με τη θεια μου τη Θοδώρα
επηγαίναμε στη χώρα.
Σκούντα εγώ και σκούντα εκείνη
δίνει ο Θιος και πέφτει εκείνη,
πάνω εγώ, από κάτω εκείνη.
-Άχου θεια και να 'σουν ξένη,
τι κακό 'θελε να γένει.
-Κάμε γιε μου τη δουλειά σου
κι αύριο είμαι πάλι θεια σου!
Να κι ο μπάρμπας από πέρα,
τράκα τρούκα τη μαχαίρα.
-Τι της κάνεις βρε της θειας σου
κι είν' τα πόδια της στ' αφτιά σου;
-Μπάρμπα, θερμασιά την πιάνει
και την τρίβω για να γειάνει.
-Τρίψ΄τηνε καλά παιδί μου,
οπού να 'χεις την ευχή μου,
τρίψ' τηνε καλά να 'δρώσει
να σου δώσω κι ένα γρόσι.
επηγαίναμε στη χώρα.
Σκούντα εγώ και σκούντα εκείνη
δίνει ο Θιος και πέφτει εκείνη,
πάνω εγώ, από κάτω εκείνη.
-Άχου θεια και να 'σουν ξένη,
τι κακό 'θελε να γένει.
-Κάμε γιε μου τη δουλειά σου
κι αύριο είμαι πάλι θεια σου!
Να κι ο μπάρμπας από πέρα,
τράκα τρούκα τη μαχαίρα.
-Τι της κάνεις βρε της θειας σου
κι είν' τα πόδια της στ' αφτιά σου;
-Μπάρμπα, θερμασιά την πιάνει
και την τρίβω για να γειάνει.
-Τρίψ΄τηνε καλά παιδί μου,
οπού να 'χεις την ευχή μου,
τρίψ' τηνε καλά να 'δρώσει
να σου δώσω κι ένα γρόσι.
(Μάλιστα στην Κάλυμνο έχω ακούσει και το εξής ωραίο φινάλε:
Πέφτει ο θειος μου στο κρεβάτι
δύο μήνες παρά κάτι.
Στα εννιάμερα του θειου μου,
τα γενέθλια του γιου μου.)
δύο μήνες παρά κάτι.
Στα εννιάμερα του θειου μου,
τα γενέθλια του γιου μου.)
Η εκτέλεση που τραγουδούν στη «Γυναικοκρατία» είναι διασκευασμένη βέβαια, αλλά σίγουρα στηρίζεται σε κάποια υπαρκτή τοπική παραλλαγή. Δεν ξέρω από πού είναι. Πάντως με την ίδια σχεδόν μελωδία, και πάλι με το όνομα Θοδώρα, το τραγούδι υπάρχει στην Κρήτη, στα χωριά της Πάνω Ρίζας (νομός Ηρακλείου) -πέρα από τον άλλο, επίσης κρητικό σκοπό για το ίδιο τραγούδι από άλλα μέρη του νησιού.
Τώρα, εδώ θα ήθελα να ασχοληθούμε με τη μελωδία και όχι τόσο με τα λόγια. Πρόκειται για μια μελωδία που, ως γνήσια αποκριάτικη, τη βρίσκουμε μεταμφιεσμένη μέσα σε διάφορα τραγούδια και οργανικούς σκοπούς της Ελλάδας, ακόμη και εκτός Ελλάδας, τόσο σε τοπικές δημοτικές παραδόσεις όσο και σε άλλα είδη μουσικής. Ξεκινώντας με το κρητικό τραγούδι, παρατηρεί κανείς αμέσως ότι ο σκοπός δε θυμίζει Κρήτη. Βέβαια παιγμένος με λύρα και λαούτο κρητικοποιείται αρκετά, αλλά και πάλι δείχνει να είναι δάνειο. (Είναι κρίμα που δεν μπορώ να σας το βάλω να το ακούσετε. Είναι στο δίσκο του χαμπιολάτορα Πελοπίδα Σαριδάκη«Οι βοσκοί του Ψηλορείτη».)
Στην Κρήτη δεν υπάρχουν πολλές δάνειες μουσικές. Όσες υπάρχουν, είναι κυρίως μικρασιάτικες. Άρα προς τα εκεί στρέφονται οι υποψίες. Ως καθαρά μικρασιάτικο σκοπό δεν τον έχω ακούσει. Πιστεύω όμως ότι τον έχω εντοπίσει κρυμμένον σε δύο κομμάτια της Μυτιλήνης. Να σημειώσουμε ότι η παράδοση της Μυτιλήνης είναι κατά κύριο λόγο μικρασιάτικη, όχι όπως αλλού λόγω επίδρασης αλλά επειδή πριν το 1922 και κυρίως πριν τη χάραξη των σημερινών συνόρων η Μυτιλήνη ήταν ένα μικρασιάτικο νησί. Έτσι στη μουσική της βρίσκουμε την αδιάσπαστη μέχρι σήμερα συνέχεια ενός μικρασιάτικου τόπου όπου δεν υπήρξε ξεριζωμός.
Το ένα κομμάτι είναι ένα οργανικό που λέγεται «Γκάιντα», και υπάρχει, παιγμένο με βιολί, στο δίσκο «Λέσβος Αιολίς». Έχει πολλά μουσικά θέματα, και ένα από αυτά σχεδόν ταυτίζεται με το δεύτερο γύρισμα της θειας μου της Θοδώρας. Το άλλο είναι πολύ πιο γνωστό: είναι η «Θεια μου η Αμεσρούδα», αποκριάτικος σκοπός με άπειρα δίστιχα, συνήθως σατιρικά ή πάντως χιουμοριστικά αλλά όχι βωμολοχικά. Στιχουργικά η θεία αυτή δεν έχει καμία σχέση με τις άλλες τρεις, τη Θοδώρα, την Κοντύλω και την Ερήνη. Ως προς τη μουσική όμως, η θεια μου η Αμερσούδα είναι σαφώς παραλλαγή της μελωδίας που λέγαμε.
Τη θεια την Αμερσούδα την ξέρουμε σχεδόν όλοι στην Ελλάδα από τη μάνα μας ή τη γιαγιά μας. Αυτό οφείλεται στην ηχογράφηση της Σοφίας Βέμπο το 1946, που προφανώς έγινε πανελλήνιο σουξέ, ιδίως που λίγο μετά τον Πόλεμο η τραγουδίστρια του μετώπου ήταν κοσμοαγάπητη. Ενώ όμως το '46 μπήκε σε κάθε ελληνικό σπίτι, στη Μυτιλήνη εξακολούθησε και εξακολουθεί ακόμη την καριέρα της ως τοπικός σκοπός για τον οποίο βγαίνουν ακόμη καινούργια δημώδη δίστιχα.
Τώρα, πρέπει να προσέξουμε το εξής: οι σκοποί για αστεία, σατιρικά, πονηρά τραγούδια, συνήθως έχουν κάτι το πονηρό από μόνοι τους, ανεξάρτητα από τα λόγια. Καθώς έχω ιδιαίτερη αγάπη για τα αποκριάτικα, κατά καιρούς έχω ζητήσει από λαϊκούς μουσικούς σε διάφορα νησιά να μου δείξουν τους σκοπούς τους, πράγμα που κάποιες φορές συνέβη σε άσχετες εποχές και όχι τις Απόκριες. Παρατήρησα λοιπόν ότι όποιος βρισκόταν εκεί γύρω, ακόμη και οι ίδιοι οι οργανοπαίχτες, άρχιζαν αμέσως να γελάνε, με το άκουσμα μόνο της μελωδίας, πριν ειπωθεί οποιοσδήποτε στίχος. Αυτό λοιπόν συμβαίνει και με τη θεια μου την Αμερσούδα, η οποία ακόμη και χωρίς στίχους κοινωνεί το σατιρικό και ανατρεπτικό πνεύμα της.
Θεωρώ ότι σ' αυτή την ιδιότητα του σκοπού στηρίχτηκε ο Παναγιώτης Τούντας, για να γράψει ένα από τα πιο ιστορικά τραγούδια του ρεμπέτικου, την Βαρβάρα. Η Βαρβάρα γράφτηκε το 1936, δηλαδή 10 χρόνια πριν βγάλει η Βέμπο την Αμερσούδα. Άρα, για να ισχύει η υπόθεσή μου θα πρέπει να δεχτούμε ή να αποδειχτεί ότι η Αμερσούδα ήταν ήδη γνωστή.
Η Βαρβάρα έχει μια μελωδία με τέσσερις φράσεις. Από αυτές οι δύο πρώτες είναι οι ίδιες με της Αμερσούδας, η τέταρτη είναι επανάληψη της δεύτερης, και μόνο η τρίτη είναι πρωτότυπη. Ένας πολύ σοβαρός μελετητής του ρεμπέτικου, ο Νίκος Πολίτης, έγραψε σε αδημοσίευτη εισήγησή του ότι ο Τούντας χρησιμοποίησε μια έτοιμη μελωδία από τη Ρουμανία, γνωστή γενικώς αλλά άγνωστη στην Ελλάδα, ενώ σε επανεπεξεργασία του ίδιου κειμένου που δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό «Η Κλίκα» αναφέρει ότι η μελωδία πιθανώς στηρίζεται τμηματικά σε λαϊκό ρουμάνικο σκοπό. Αυτή την πληροφορία δεν είμαι σε θέση ούτε να την επιβεβαιώσω ούτε να τη διαψεύσω. Ωστόσο δε μου φαίνεται να αντιφάσκει προς τη δική μου άποψη: κι η ίδια η Αμερσούδα δε θα ήταν απίθανο να προέρχεται από ρουμάνικη μελωδία. Η μυτιληνιά «γκάιντα» που ανέφερα πιο πάνω είναι ακριβώς στο στυλ διάφορων ρουμανόφερτων χασαποσέρβικων. Επιπλέον, μελωδικοί πυρήνες σχετικοί με της Αμερσούδας εντοπίζονται -με άλλο ρυθμό, όχι χασαποσέρβικο αλλά 7/16- και σ' ένα τούρκικο χορό, που λέγεται Rumeli Horonu. Δεν είμαι βέβαιος ποια περιοχή ονομάζουν οι Τούρκοι Rumeli, νομίζω την ευρωπαϊκή Τουρκία, δηλαδή την ανατολική Θράκη, της οποίας οι κυριότερες πόλεις βρίσκονταν μέσα στις διαδρομές των Τσιγγάνων Ρουμάνων μουσικών. Μπορεί κανείς να ακούσει το τούρκικο κομμάτι εδώ, και σε πολύ ανώτερη εκτέλεση στο δίσκο του Ταλίπ Οζκάν «L' art vivant de Talip Ozkan». Όσο για το θέμα των ρουμάνικων επιρροών, υπάρχει αυτή τη στιγμή σχετική έρευνα εν εξελίξει. Μόλις πληροφορηθώ για τα αποτελέσματά της θα ενημερώσω αυτή την ανάρτηση.
Η Βαρβάρα βγήκε σχεδόν αμέσως μετά το πραξικόπημα που έφερε το δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά στην εξουσία. Από τις πρώτες δουλειές του Μεταξά ήταν να ιδρύσει υπουργείο αρμόδιο για τη λογοκρισία του τύπου και της μουσικής, αλλά αυτό δεν άρχισε αυθημερόν τη δράση του, αφού έπρεπε να προηγηθεί η θέσπιση σχετικής νομοθεσίας και γενικά κάποια οργάνωση. Η Βαρβάρα όμως απαγορεύτηκε πρώτη πρώτη, πριν καν θεσπιστεί γενικότερα η λογοκρισία. Λέγεται ότι ο ίδιος ο δικτάτορας είχε μια κόρη Βαρβάρα, την οποία διαπόμπευε το τραγούδι (που άρα μπορεί να χαρακτηριστεί κατά μία έννοια αντιστασιακό), αλλά έχω ακούσει και την εκδοχή ότι αυτό είναι αστικός μύθος κι ότι ο Μεταξάς δεν είχε τέτοια κόρη. Όποιος ενδιαφέρεται για τα εν οίκω του Ιωάννη Μεταξά, ας ρίξει μια ματιά και σ' αυτή την ιστορική πηγή.
Όπως και να 'χει, ο Μεταξάς, ως φασίστας ηγέτης, οραματιζόταν έναν ελληνικό λαό εργατικό, λεβέντη, πατριώτη, χωρίς ανατρεπτικές σκέψεις ή χωρίς καθόλου σκέψεις, απαλλαγμένο από χιούμορ, νωχέλεια, από κάθε μνήμη τουρκοκρατίας και δουλοπρέπειας, κλπ.. Στο πλαίσιο αυτού του οράματος εθέσπισε και τη λογοκρισία της μουσικής, αρχής γενομένης από τη Βαρβάρα. Είναι γνωστό ότι όταν η λογοκρισία γενικεύτηκε και οργανώθηκε, στράφηκε κυρίως εναντίον των τραγουδιών με χασικλήδικους στίχους. Λιγότερο γνωστό είναι ότι δε λογοκρίνονταν μόνο στίχοι, αλλά και όσες μελωδίες έφεραν (κατά την κρίση των μουσικών της επιτροπής λογοκρισίας) μνήμες Ανατολής, γιατί είτε θύμιζαν τη σκλαβιά στον βάρβαρο Τούρκο είτε προήγαν τα ανατολίτικα ανθελληνικά ιδανικά της ραθυμίας, του γλεντιού σε χαλαρούς ρυθμούς, της υπομονής.
Φασίστας - φασίστας, ο Μεταξάς σ' αυτό το θέμα τουλάχιστον υπήρξε σοφός. Η δύναμη που μπορεί να έχει μια μελωδία πάνω στα ήθη των ανθρώπων δεν είναι κάτι οφθαλμοφανές, κι όμως αυτός το έπιασε. Η Βαρβάρα όμως του ξέφυγε: απαγόρευσε μόνο τα λόγια της κι όχι τη μουσική, γιατί ναι μεν ήταν μια μουσική με ανατρεπτικό χιούμορ, αλλά άντε να το στηρίξεις αυτό σε χειροπιαστά δεδομένα.
Έτσι ο Τούντας, μόλις του απαγόρεψαν τη Βαρβάρα, έβγαλε τη «Μαρίκα τη δασκάλα». Είναι ακριβώς η ίδια μελωδία, όμοια εκτέλεση, ίδια όλα, οι στίχοι όμως είναι αναδιπλωμένοι σ' ένα πολύ πιο ανώδυνο θέμα: ενώ η Βαρβάρα ψωνιζόταν, η Μαρίκα η δασκάλα είναι απλώς τσιγγούνα. Το τραγούδι και πάλι είναι σατιρικό, αλλά δεν ξεπερνά τα όρια της παρουσίασης ενός γραφικού ανθρώπινου τύπου της γειτονιάς. Θα πέρναγε -όπως και πέρασε- από οποιαδήποτε λογοκρισία, χωρίς να προσφέρει καμία λαβή να πιαστεί κανείς για να το κόψει. Βέβαια φαντάζομαι ότι η Βαρβάρα είχε γίνει τόσο γνωστή ώστε οι άνθρωποι άκουγαν τη Μαρίκα και κρυφογέλαγαν όχι για όσα έλεγε, αλλά για όσα ήξεραν από τη Βαρβάρα. Άρα και που την κόψαν τη Βαρβάρα, δεν πέτυχαν τίποτε σπουδαίο.
Η αντεπίθεση του Τούντα συνεχίστηκε. Λίαν συντόμως, το '37, έβγαλε και τρίτο τραγούδι στην ίδια μελωδία, το «Μανωλιός και Δημητρούλα». Εδώ οι στίχοι δεν είναι καν σατιρικοί, έστω και σε αθώο επίπεδο: απλώς περιγράφεται ένα ζευγαράκι με τις ρομαντικές του βόλτες. Κι όμως, ακούστε το και πείτε μου αν δε νομίζετε ότι κάποιος τους κοροϊδεύει! Δε φταίνε τα λόγια αλλά η μουσική.
Μιας κι αυτό το στυλ είχε επιτυχία, εμφανίστηκε και μία (τουλάχιστον) αντιγραφή της Βαρβάρας / Μαρίκας, η Μαγδάλω. Οι στίχοι μιλάνε με ανώδυνη σάτιρα για έναν άλλο τύπο της γειτονιάς, την κουτσομπόλα κυρά Μαγδάλω. Η μελωδία στηρίζεται σ' αυτήν της Βαρβάρας, με ίσα ίσα τόσες μικροαλλαγές όσες χρειάζονταν για να είναι εκτός κοπιράιτ. Δε γνωρίζω ποιος υπογράφει αυτό το τραγούδι, αφού το έχω δει να αναφέρεται και ως δημιουργία του Δημήτρη Σέμση (στίχοι και μουσική), και του Σέμση (μουσική) σε στίχους Κώστα Μακρή, και των άγνωστων σ' εμένα Χ. Πυρνασσού - Κ. Κάνουλα. Πόσο μάλλον δεν ξέρω ποιος το έγραψε στ' αλήθεια. Άλλωστε να πούμε ότι και η ίδια η Βαρβάρα, αν και υπογράφεται από τον Τούντα, υπάρχει η φήμη ότι στην πραγματικότητα ήταν του Γιοβάν Τσαούς (Γιάννη Εϊτζιρίδη). Ποια πραγματικότητα δηλαδή... Σας είπα τη γνώμη μου: τουλάχιστον τη μουσική δεν την έγραψε κανείς.
Εν πάση περιπτώσει περνούν μερικά χρόνια, και ξαφνικά οι Έλληνες έχουν να αντιμετωπίσουν πολύ πιο σοβαρά θέματα, γιατί ξεσπάει ο Πόλεμος. Με τις πρώτες νίκες κατά της Ιταλίας βγαίνουν και τα σχετικά τραγούδια, που τα θυμόμαστε κάθε 28 Οκτωβρίου: Τιριτόμπα, Κορόιδο Μουσολίνι, Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του κλπ.. Σήμερα θυμόμαστε κυρίως τα τραγούδια της Βέμπο, αλλά και πολλοί άλλοι είχαν βγάλει σατιρικά κατά της Ιταλίας πατριωτικά τραγούδια. Μεταξύ αυτών και ο Τούντας, που ξαναματαδιασκεύασε τη Βαρβάρα ως «Άκου Ντούτσε μου τα νέα».
Η πρακτκή να γράφονται σατιρικά τραγούδια πάνω σε ήδη γνωστές μελωδίες είναι συνηθισμένη: και ευκολομνημόνευτα είναι, και η παρωδία εντείνει ακόμη περισσότερο τη σάτιρα. Άλλωστε σίγουρα πολλά τέτοια τραγούδια θα ξεκίνησαν όχι από συνθέτες και στιχουργούς αλλά από τους ίδιους τους φαντάρους ή τους θριαμβεύοντες αμάχους πίσω στην Ελλάδα. Εδώ π.χ. διαβάζουμε την ενδιαφέρουσα ιστορία του «Κορόιδο Μουσολίνι», που ήταν αρχικά λαϊκό ιταλικό και πέρασε από διάφορες διασκευές πριν γίνει αυτό που ξέρουμε, ενώ σε άλλη ανάρτηση εδώ στα Ημερολόγια είδαμε ένα άλλο πρωτεϊκό τραγούδι να καταλήγει, μεταξύ δεκάδων άλλων εκδοχών, και σε γηπεδικό παιάνα. Επίσης η έτοιμη μελωδία εξυπηρετεί και την ταχύτητα: ένα τέτοιο τραγούδι θα μπορούσε ακόμη και στη δεκαετία '40, φαντάζομαι, να γραφτεί, να ηχογραφηθεί, να κυκλοφορήσει σε τιράζ και να ακουστεί σε γραμμόφωνα και ραδιόφωνα μέσα σε λίγες μέρες από το γεγονός που το ενέπνευσε. Τέλος, δεν ξέρω κατά πόσο, για ορισμένους συνθέτες, πέρα από τον πατριωτισμό υπήρχε και το κίνητρο του εύκολου σουξέ.
Παρ' ότι η Βαρβάρα έχει αποκτήσει θρυλικές διαστάσεις μεταξύ όσων ψάχνονται με τα ρεμπέτικα, είναι τραγούδι που ακούγεται σπάνια σήμερα. Δεν έχω υπόψη μου καμία νεότερη ηχογράφηση και καμία επανακυκλοφορία της αρχικής ηχογράφησης σε δίσκο. Από σημερινούς μουσικούς την έχει στο ρεπερτόριό του ο Αγάθων Ιακωβίδης, τον οποίο βλέπουμε εδώ να λέει σ' ένα κορδόνι και την αυθεντική Βαρβάρα και τη Μαρίκα και τον Μπενίτο. (Ο ηλικιωμένος κύριος που βλέπουμε να κάθεται σε μιαν άκρη και να μουρμουρίζει τους στίχους είναι κάποιος ανιψιός του Τούντα).
Τώρα, εδώ θα ήθελα να ασχοληθούμε με τη μελωδία και όχι τόσο με τα λόγια. Πρόκειται για μια μελωδία που, ως γνήσια αποκριάτικη, τη βρίσκουμε μεταμφιεσμένη μέσα σε διάφορα τραγούδια και οργανικούς σκοπούς της Ελλάδας, ακόμη και εκτός Ελλάδας, τόσο σε τοπικές δημοτικές παραδόσεις όσο και σε άλλα είδη μουσικής. Ξεκινώντας με το κρητικό τραγούδι, παρατηρεί κανείς αμέσως ότι ο σκοπός δε θυμίζει Κρήτη. Βέβαια παιγμένος με λύρα και λαούτο κρητικοποιείται αρκετά, αλλά και πάλι δείχνει να είναι δάνειο. (Είναι κρίμα που δεν μπορώ να σας το βάλω να το ακούσετε. Είναι στο δίσκο του χαμπιολάτορα Πελοπίδα Σαριδάκη«Οι βοσκοί του Ψηλορείτη».)
Στην Κρήτη δεν υπάρχουν πολλές δάνειες μουσικές. Όσες υπάρχουν, είναι κυρίως μικρασιάτικες. Άρα προς τα εκεί στρέφονται οι υποψίες. Ως καθαρά μικρασιάτικο σκοπό δεν τον έχω ακούσει. Πιστεύω όμως ότι τον έχω εντοπίσει κρυμμένον σε δύο κομμάτια της Μυτιλήνης. Να σημειώσουμε ότι η παράδοση της Μυτιλήνης είναι κατά κύριο λόγο μικρασιάτικη, όχι όπως αλλού λόγω επίδρασης αλλά επειδή πριν το 1922 και κυρίως πριν τη χάραξη των σημερινών συνόρων η Μυτιλήνη ήταν ένα μικρασιάτικο νησί. Έτσι στη μουσική της βρίσκουμε την αδιάσπαστη μέχρι σήμερα συνέχεια ενός μικρασιάτικου τόπου όπου δεν υπήρξε ξεριζωμός.
Το ένα κομμάτι είναι ένα οργανικό που λέγεται «Γκάιντα», και υπάρχει, παιγμένο με βιολί, στο δίσκο «Λέσβος Αιολίς». Έχει πολλά μουσικά θέματα, και ένα από αυτά σχεδόν ταυτίζεται με το δεύτερο γύρισμα της θειας μου της Θοδώρας. Το άλλο είναι πολύ πιο γνωστό: είναι η «Θεια μου η Αμεσρούδα», αποκριάτικος σκοπός με άπειρα δίστιχα, συνήθως σατιρικά ή πάντως χιουμοριστικά αλλά όχι βωμολοχικά. Στιχουργικά η θεία αυτή δεν έχει καμία σχέση με τις άλλες τρεις, τη Θοδώρα, την Κοντύλω και την Ερήνη. Ως προς τη μουσική όμως, η θεια μου η Αμερσούδα είναι σαφώς παραλλαγή της μελωδίας που λέγαμε.
Τη θεια την Αμερσούδα την ξέρουμε σχεδόν όλοι στην Ελλάδα από τη μάνα μας ή τη γιαγιά μας. Αυτό οφείλεται στην ηχογράφηση της Σοφίας Βέμπο το 1946, που προφανώς έγινε πανελλήνιο σουξέ, ιδίως που λίγο μετά τον Πόλεμο η τραγουδίστρια του μετώπου ήταν κοσμοαγάπητη. Ενώ όμως το '46 μπήκε σε κάθε ελληνικό σπίτι, στη Μυτιλήνη εξακολούθησε και εξακολουθεί ακόμη την καριέρα της ως τοπικός σκοπός για τον οποίο βγαίνουν ακόμη καινούργια δημώδη δίστιχα.
Τώρα, πρέπει να προσέξουμε το εξής: οι σκοποί για αστεία, σατιρικά, πονηρά τραγούδια, συνήθως έχουν κάτι το πονηρό από μόνοι τους, ανεξάρτητα από τα λόγια. Καθώς έχω ιδιαίτερη αγάπη για τα αποκριάτικα, κατά καιρούς έχω ζητήσει από λαϊκούς μουσικούς σε διάφορα νησιά να μου δείξουν τους σκοπούς τους, πράγμα που κάποιες φορές συνέβη σε άσχετες εποχές και όχι τις Απόκριες. Παρατήρησα λοιπόν ότι όποιος βρισκόταν εκεί γύρω, ακόμη και οι ίδιοι οι οργανοπαίχτες, άρχιζαν αμέσως να γελάνε, με το άκουσμα μόνο της μελωδίας, πριν ειπωθεί οποιοσδήποτε στίχος. Αυτό λοιπόν συμβαίνει και με τη θεια μου την Αμερσούδα, η οποία ακόμη και χωρίς στίχους κοινωνεί το σατιρικό και ανατρεπτικό πνεύμα της.
Θεωρώ ότι σ' αυτή την ιδιότητα του σκοπού στηρίχτηκε ο Παναγιώτης Τούντας, για να γράψει ένα από τα πιο ιστορικά τραγούδια του ρεμπέτικου, την Βαρβάρα. Η Βαρβάρα γράφτηκε το 1936, δηλαδή 10 χρόνια πριν βγάλει η Βέμπο την Αμερσούδα. Άρα, για να ισχύει η υπόθεσή μου θα πρέπει να δεχτούμε ή να αποδειχτεί ότι η Αμερσούδα ήταν ήδη γνωστή.
Η Βαρβάρα έχει μια μελωδία με τέσσερις φράσεις. Από αυτές οι δύο πρώτες είναι οι ίδιες με της Αμερσούδας, η τέταρτη είναι επανάληψη της δεύτερης, και μόνο η τρίτη είναι πρωτότυπη. Ένας πολύ σοβαρός μελετητής του ρεμπέτικου, ο Νίκος Πολίτης, έγραψε σε αδημοσίευτη εισήγησή του ότι ο Τούντας χρησιμοποίησε μια έτοιμη μελωδία από τη Ρουμανία, γνωστή γενικώς αλλά άγνωστη στην Ελλάδα, ενώ σε επανεπεξεργασία του ίδιου κειμένου που δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό «Η Κλίκα» αναφέρει ότι η μελωδία πιθανώς στηρίζεται τμηματικά σε λαϊκό ρουμάνικο σκοπό. Αυτή την πληροφορία δεν είμαι σε θέση ούτε να την επιβεβαιώσω ούτε να τη διαψεύσω. Ωστόσο δε μου φαίνεται να αντιφάσκει προς τη δική μου άποψη: κι η ίδια η Αμερσούδα δε θα ήταν απίθανο να προέρχεται από ρουμάνικη μελωδία. Η μυτιληνιά «γκάιντα» που ανέφερα πιο πάνω είναι ακριβώς στο στυλ διάφορων ρουμανόφερτων χασαποσέρβικων. Επιπλέον, μελωδικοί πυρήνες σχετικοί με της Αμερσούδας εντοπίζονται -με άλλο ρυθμό, όχι χασαποσέρβικο αλλά 7/16- και σ' ένα τούρκικο χορό, που λέγεται Rumeli Horonu. Δεν είμαι βέβαιος ποια περιοχή ονομάζουν οι Τούρκοι Rumeli, νομίζω την ευρωπαϊκή Τουρκία, δηλαδή την ανατολική Θράκη, της οποίας οι κυριότερες πόλεις βρίσκονταν μέσα στις διαδρομές των Τσιγγάνων Ρουμάνων μουσικών. Μπορεί κανείς να ακούσει το τούρκικο κομμάτι εδώ, και σε πολύ ανώτερη εκτέλεση στο δίσκο του Ταλίπ Οζκάν «L' art vivant de Talip Ozkan». Όσο για το θέμα των ρουμάνικων επιρροών, υπάρχει αυτή τη στιγμή σχετική έρευνα εν εξελίξει. Μόλις πληροφορηθώ για τα αποτελέσματά της θα ενημερώσω αυτή την ανάρτηση.
Η Βαρβάρα βγήκε σχεδόν αμέσως μετά το πραξικόπημα που έφερε το δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά στην εξουσία. Από τις πρώτες δουλειές του Μεταξά ήταν να ιδρύσει υπουργείο αρμόδιο για τη λογοκρισία του τύπου και της μουσικής, αλλά αυτό δεν άρχισε αυθημερόν τη δράση του, αφού έπρεπε να προηγηθεί η θέσπιση σχετικής νομοθεσίας και γενικά κάποια οργάνωση. Η Βαρβάρα όμως απαγορεύτηκε πρώτη πρώτη, πριν καν θεσπιστεί γενικότερα η λογοκρισία. Λέγεται ότι ο ίδιος ο δικτάτορας είχε μια κόρη Βαρβάρα, την οποία διαπόμπευε το τραγούδι (που άρα μπορεί να χαρακτηριστεί κατά μία έννοια αντιστασιακό), αλλά έχω ακούσει και την εκδοχή ότι αυτό είναι αστικός μύθος κι ότι ο Μεταξάς δεν είχε τέτοια κόρη. Όποιος ενδιαφέρεται για τα εν οίκω του Ιωάννη Μεταξά, ας ρίξει μια ματιά και σ' αυτή την ιστορική πηγή.
Όπως και να 'χει, ο Μεταξάς, ως φασίστας ηγέτης, οραματιζόταν έναν ελληνικό λαό εργατικό, λεβέντη, πατριώτη, χωρίς ανατρεπτικές σκέψεις ή χωρίς καθόλου σκέψεις, απαλλαγμένο από χιούμορ, νωχέλεια, από κάθε μνήμη τουρκοκρατίας και δουλοπρέπειας, κλπ.. Στο πλαίσιο αυτού του οράματος εθέσπισε και τη λογοκρισία της μουσικής, αρχής γενομένης από τη Βαρβάρα. Είναι γνωστό ότι όταν η λογοκρισία γενικεύτηκε και οργανώθηκε, στράφηκε κυρίως εναντίον των τραγουδιών με χασικλήδικους στίχους. Λιγότερο γνωστό είναι ότι δε λογοκρίνονταν μόνο στίχοι, αλλά και όσες μελωδίες έφεραν (κατά την κρίση των μουσικών της επιτροπής λογοκρισίας) μνήμες Ανατολής, γιατί είτε θύμιζαν τη σκλαβιά στον βάρβαρο Τούρκο είτε προήγαν τα ανατολίτικα ανθελληνικά ιδανικά της ραθυμίας, του γλεντιού σε χαλαρούς ρυθμούς, της υπομονής.
Φασίστας - φασίστας, ο Μεταξάς σ' αυτό το θέμα τουλάχιστον υπήρξε σοφός. Η δύναμη που μπορεί να έχει μια μελωδία πάνω στα ήθη των ανθρώπων δεν είναι κάτι οφθαλμοφανές, κι όμως αυτός το έπιασε. Η Βαρβάρα όμως του ξέφυγε: απαγόρευσε μόνο τα λόγια της κι όχι τη μουσική, γιατί ναι μεν ήταν μια μουσική με ανατρεπτικό χιούμορ, αλλά άντε να το στηρίξεις αυτό σε χειροπιαστά δεδομένα.
Έτσι ο Τούντας, μόλις του απαγόρεψαν τη Βαρβάρα, έβγαλε τη «Μαρίκα τη δασκάλα». Είναι ακριβώς η ίδια μελωδία, όμοια εκτέλεση, ίδια όλα, οι στίχοι όμως είναι αναδιπλωμένοι σ' ένα πολύ πιο ανώδυνο θέμα: ενώ η Βαρβάρα ψωνιζόταν, η Μαρίκα η δασκάλα είναι απλώς τσιγγούνα. Το τραγούδι και πάλι είναι σατιρικό, αλλά δεν ξεπερνά τα όρια της παρουσίασης ενός γραφικού ανθρώπινου τύπου της γειτονιάς. Θα πέρναγε -όπως και πέρασε- από οποιαδήποτε λογοκρισία, χωρίς να προσφέρει καμία λαβή να πιαστεί κανείς για να το κόψει. Βέβαια φαντάζομαι ότι η Βαρβάρα είχε γίνει τόσο γνωστή ώστε οι άνθρωποι άκουγαν τη Μαρίκα και κρυφογέλαγαν όχι για όσα έλεγε, αλλά για όσα ήξεραν από τη Βαρβάρα. Άρα και που την κόψαν τη Βαρβάρα, δεν πέτυχαν τίποτε σπουδαίο.
Η αντεπίθεση του Τούντα συνεχίστηκε. Λίαν συντόμως, το '37, έβγαλε και τρίτο τραγούδι στην ίδια μελωδία, το «Μανωλιός και Δημητρούλα». Εδώ οι στίχοι δεν είναι καν σατιρικοί, έστω και σε αθώο επίπεδο: απλώς περιγράφεται ένα ζευγαράκι με τις ρομαντικές του βόλτες. Κι όμως, ακούστε το και πείτε μου αν δε νομίζετε ότι κάποιος τους κοροϊδεύει! Δε φταίνε τα λόγια αλλά η μουσική.
Μιας κι αυτό το στυλ είχε επιτυχία, εμφανίστηκε και μία (τουλάχιστον) αντιγραφή της Βαρβάρας / Μαρίκας, η Μαγδάλω. Οι στίχοι μιλάνε με ανώδυνη σάτιρα για έναν άλλο τύπο της γειτονιάς, την κουτσομπόλα κυρά Μαγδάλω. Η μελωδία στηρίζεται σ' αυτήν της Βαρβάρας, με ίσα ίσα τόσες μικροαλλαγές όσες χρειάζονταν για να είναι εκτός κοπιράιτ. Δε γνωρίζω ποιος υπογράφει αυτό το τραγούδι, αφού το έχω δει να αναφέρεται και ως δημιουργία του Δημήτρη Σέμση (στίχοι και μουσική), και του Σέμση (μουσική) σε στίχους Κώστα Μακρή, και των άγνωστων σ' εμένα Χ. Πυρνασσού - Κ. Κάνουλα. Πόσο μάλλον δεν ξέρω ποιος το έγραψε στ' αλήθεια. Άλλωστε να πούμε ότι και η ίδια η Βαρβάρα, αν και υπογράφεται από τον Τούντα, υπάρχει η φήμη ότι στην πραγματικότητα ήταν του Γιοβάν Τσαούς (Γιάννη Εϊτζιρίδη). Ποια πραγματικότητα δηλαδή... Σας είπα τη γνώμη μου: τουλάχιστον τη μουσική δεν την έγραψε κανείς.
Εν πάση περιπτώσει περνούν μερικά χρόνια, και ξαφνικά οι Έλληνες έχουν να αντιμετωπίσουν πολύ πιο σοβαρά θέματα, γιατί ξεσπάει ο Πόλεμος. Με τις πρώτες νίκες κατά της Ιταλίας βγαίνουν και τα σχετικά τραγούδια, που τα θυμόμαστε κάθε 28 Οκτωβρίου: Τιριτόμπα, Κορόιδο Μουσολίνι, Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του κλπ.. Σήμερα θυμόμαστε κυρίως τα τραγούδια της Βέμπο, αλλά και πολλοί άλλοι είχαν βγάλει σατιρικά κατά της Ιταλίας πατριωτικά τραγούδια. Μεταξύ αυτών και ο Τούντας, που ξαναματαδιασκεύασε τη Βαρβάρα ως «Άκου Ντούτσε μου τα νέα».
Η πρακτκή να γράφονται σατιρικά τραγούδια πάνω σε ήδη γνωστές μελωδίες είναι συνηθισμένη: και ευκολομνημόνευτα είναι, και η παρωδία εντείνει ακόμη περισσότερο τη σάτιρα. Άλλωστε σίγουρα πολλά τέτοια τραγούδια θα ξεκίνησαν όχι από συνθέτες και στιχουργούς αλλά από τους ίδιους τους φαντάρους ή τους θριαμβεύοντες αμάχους πίσω στην Ελλάδα. Εδώ π.χ. διαβάζουμε την ενδιαφέρουσα ιστορία του «Κορόιδο Μουσολίνι», που ήταν αρχικά λαϊκό ιταλικό και πέρασε από διάφορες διασκευές πριν γίνει αυτό που ξέρουμε, ενώ σε άλλη ανάρτηση εδώ στα Ημερολόγια είδαμε ένα άλλο πρωτεϊκό τραγούδι να καταλήγει, μεταξύ δεκάδων άλλων εκδοχών, και σε γηπεδικό παιάνα. Επίσης η έτοιμη μελωδία εξυπηρετεί και την ταχύτητα: ένα τέτοιο τραγούδι θα μπορούσε ακόμη και στη δεκαετία '40, φαντάζομαι, να γραφτεί, να ηχογραφηθεί, να κυκλοφορήσει σε τιράζ και να ακουστεί σε γραμμόφωνα και ραδιόφωνα μέσα σε λίγες μέρες από το γεγονός που το ενέπνευσε. Τέλος, δεν ξέρω κατά πόσο, για ορισμένους συνθέτες, πέρα από τον πατριωτισμό υπήρχε και το κίνητρο του εύκολου σουξέ.
Παρ' ότι η Βαρβάρα έχει αποκτήσει θρυλικές διαστάσεις μεταξύ όσων ψάχνονται με τα ρεμπέτικα, είναι τραγούδι που ακούγεται σπάνια σήμερα. Δεν έχω υπόψη μου καμία νεότερη ηχογράφηση και καμία επανακυκλοφορία της αρχικής ηχογράφησης σε δίσκο. Από σημερινούς μουσικούς την έχει στο ρεπερτόριό του ο Αγάθων Ιακωβίδης, τον οποίο βλέπουμε εδώ να λέει σ' ένα κορδόνι και την αυθεντική Βαρβάρα και τη Μαρίκα και τον Μπενίτο. (Ο ηλικιωμένος κύριος που βλέπουμε να κάθεται σε μιαν άκρη και να μουρμουρίζει τους στίχους είναι κάποιος ανιψιός του Τούντα).
Έτσι λοιπόν παρακολουθήσαμε τα ταξίδια ενός σκοπού που συνδέει τα αποκριάτικα έθιμα με το έπος του '40, τα τελειώματα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου με τα σημερινά λαϊκά πάλκα, τα αθυρόστομα δημοτικά τραγούδια με τη λογοκρισία του ρεμπέτικου, την ελληνική Μικρά Ασία με την τούρκικη Θράκη και πιθανώς και με την Ρουμανία.
Καλές Απόκριες!
Καλές Απόκριες!