Γιατί δηλαδή πρέπει ό,τι κάνουμε σ' αυτή τη ζωή να συνοδεύεται από μουσική; Άει σιχτίρ πια! Στα εστιατόρια και τις ταβέρνες, παίζει μουσική. Στα καφενεία και τις καφετέριες, παίζει μουσική. Στο ΚΤΕΛ μέσα, παίζει μουσική. Στο σουπερμάρκετ, παίζει μουσική. Παίρνεις τηλέφωνο κάποια υπηρεσία με τηλεφωνικό κέντρο, και ακούς μουσική μέχρι να έρθει η σειρά σου να σου απαντήσουν. Παίρνεις τηλέφωνο κάποιον βλάκα στο κινητό, και αντί για του-του μέχρι να το σηκώσει, ακούς μουσική (μάλιστα για την ακρίβεια, όχι αντί για του-του: παράλληλα με το του-του!). Και βέβαια, ακούς μουσική κάθε φορά που χτυπάει το κινητό κάποιου κοντά σου.
Γιατί οι άνθρωποι έχουν τόση ανάκγη να ακούν όλη την ώρα μουσική; Αξίζει μάλιστα να παρατηρήσει κανείς ότι αυτή η ανάγκη είναι τόσο έντονη, τόσο αδήριτη, ώστε ζητήματα όπως "τι ακούς" και "πώς ακούγεται" παρακάμπτονται τελείως. Έτσι, όταν η μουσική είναι από ραδιόφωνο, και κάποια στιγμή (ή και από την αρχή!) το ραδιόφωνο δεν πιάνει καλά και κάνει παράσιτα, αυτό δε συνιστά επαρκή λόγο για να το κλείσουμε. Αυτό συμβαίνει χαρακτηριστικά στα ΚΤΕΛ, που και τα ραδιόφωνά τους είναι συνήθως αρχαία, και οι διαδρομές τους, όταν ανεβοκατεβαίνουν στις κορδέλες των βουνών, ευνοούν την κακή λήψη.
Αντίστοιχα με τα κινητά: εδώ έχουμε τρεις περιπτώσεις. Έχουμε εκείνους που για ήχο χτυπήματος έχουν κάποιο τραγούδι σε κανονική ηχογράφηση, εκείνους με παλιότερα μοντέλα που έχουν απομίμηση μουσικής παιγμένη με εκείνο το γελοίο ηλεκτρονικό μπι-μπι-μπι, και εκείνους που έχουν βάλει μουσική για να την ακούει εκείνος που τους παίρνει, από το δικό του τηλέφωνο, μέχρι να το σηκώσουν (αυτό που έλεγα στην αρχή). Στην πρώτη περίπτωση, που είναι η ελαφρότερη, το πρόβλημα περιορίζεται στο ότι (α) ο καθένας είναι υποχρεωμένος να ακούει ξαφνικά και απροειδοποίητα αυτό το όποιο τραγούδι, (β) το τραγούδι είναι αιωνίως το ίδιο -σκεφτείτε τι γίνεται όταν προσπαθεί να τον πάρει κάποιος και δεν ακούει καλά ο ένας τον άλλον, και ο καλών ξαναπαίρνει και ξαναπαίρνει μέχρι να μπορέσει να συνεννοηθεί, και εσύ είσαι δίπλα στον καλούμενο και ακούς την αρχή του ίδιοιυ κομματιού τρεις-τέσσερις φορές το λεπτό, (γ) ο ήχος αναπόφευκτα είναι λίγο τριζάτος και δυσάρεστος, ιδίως αν συνδυάζεται και με δόνηση -οπότε βλέπουμε συχνά το τηλέφωνο όχι μόνο να τραγουδάει, αλλά και να χορεύει, και (δ) αν όλα αυτά συμβαίνουν σε χώρο όπου ήδη υπάρχει μουσική, η ενόχληση είναι ακόμη μεγαλύτερη. Στη δεύτερη περίπτωση, με τους ήχους των πιο παλιών κινητών, όλα τα παραπάνω συνδυάζονται με ένα δυσάρεστο άκουσμα που δε γεννήθηκε ακόμη άνθρωπος που να μπορεί να πει με ειλικρίνεια ότι του αρέσει. Στην τρίτη περίπτωση, όπου ο καλών ακούει μουσική, φαίνεται νομίζω πιο ανάγλυφα παρά στις άλες δύο ο παραλογισμός όλης αυτής της συνήθειας: το να ακούς μόνο ένα σύντομο μέρος από το τραγούδι, που μόλις τελειώσει ξαναρχίζει, σα δίσκος που κολλάει η βελόνα, και ταυτόχρονα να ακούς και το παραδοσιακό σήμα αναμονής (το του-του), αυτό είναι βάσανο! Και έστω ότι κάποιους δεν τους ενοχλεί. Υπάρχει όμως κανείς που πραγματικά να τον ευχαριστεί, που όντως να επιθυμεί να το υποστεί και που θα προτιμήσει να το έχει παρά να μην το έχει;
Ας πούμε πως σε ό,τι αφορά τα κινητά, το θέμα δεν είναι μόνο η μανία να ακούμε μουσική κάθε άσχετη στιγμή, αλλά συνδέεται και με την ιδιότητα που έχει το κινητό να καταστρατηγεί κάθε έννοια διακριτικότητας, σεβασμού και αποφυγής της ενόχλησης. Ας επανέλθουμε όμως στη μουσική σε δημόσιους χώρους.
Το πράγμα ξεκινάει, κατά τη γνώμη μου, από εκείνους τους δημόσιους χώρους όπου η μουσική είναι αυτοσκοπός. Σε ένα κλαμπ, ή έστω και σ' ένα μπαράκι, είναι προφανές ότι πάμε για ν' ακούσουμε μουσική. Άρα, παίζουν μουσική. Σου λέει λοιπόν ο άλλος: αφού εκεί βγαίνει ο κόσμος το βράδυ, πίνει ένα ποτό και ακούει και μουσική, πρέπει και όπου αλλού βγαίνουν και πίνουν να έχει μουσική. Μέχρι εδώ δε βρίσκω ότι υπάρχει κάτι παράλογο. Η μουσική, σε χώρους που προορίζονται για χαλάρωση και όχι για συγκέντρωση, ούτε για συζήτηση, μπορεί να βοηθήσει. Υπό κάποιους όρους όμως: αν γίνει ανεξέλεγκτα, οποιαδήποτε μουσική σε οποιαδήποτε ένταση σε οποιονδήποτε χώρο ανεξαρτήτως οποιουδήποτε κριτηρίου, πώς να βοηθήσει; Κοιτάξτε για παράδειγμα τον παρακμιακό θεσμό των ορθάδικων: χώροι που, αν το καλοσκεφτείς, προορίζονται για δύο μόνο δουλειές, για χορό και για φλερτ, όπου όμως δε γίνεται ούτε το ένα ούτε το άλλο, παρά μόνο μαζευόμαστε όλοι για να ενώσουμε τις μοναξιές μας, και στεκόμαστε σιωπηλοί πίνοντας το ποτό μας σαν ανώνυμοι αλκοολικοί και λικνίζοντας τη μύτη του ποδιού μας, χωρίς να κάνουμε παρέα ο ένας με τον άλλον.
Όταν βγαίνουμε να φάμε ή να πιούμε, κατά κανόνα δεν το κάνουμε επειδή δεν έχουμε φαγητό ή ποτό στο σπίτι μας, αλλά για λόγους κοινωνικούς: για να κάνουμε παρέα με την παρέα μας, πάνω από ένα πιάτο ή ένα ποτήρι που αποτελεί απλώς την αφορμή. Αντίθετα όταν βγαίνουμε στο σινεμά, στο θέατρο ή σε μία συναυλία, όσο κι αν η κοινωνική διάσταση της εξόδου είναι κι εδώ παρούσα, εντούτοις μάς ενδιαφέρει και το ίδιο το θέαμα ή το ακρόαμα (γι' αυτό και μέχρι στιγμής δε συνηθίζεται να παίζουν κι εκεί μουσική. Λέτε να ζήσουμε να το δούμε κι αυτό;). Το να κάνουμε λοιπόν παρέα, στις περισσότερες περιστάσεις στηρίζεται στην κουβέντα. Εξαιρώ την περίπτωση που βγαίνουμε για χορό, όπου μπορούμε να κάνουμε εξαιρετική παρέα χωρίς να μιλάμε, και όπου σαφώς έχει νόημα να υπάρχει μουσική. Κι όμως, πόσο συχνά, στις περιπτώσεις όπου υποτίθεται ότι θέλουμε να κουβεντιάσουμε, όλος ο ηχητικός χώρος είναι γεμάτος από μουσική. Και αν μεν η μουσική είναι στη διαπασών, ώστε να αποκλείει τελείως την κουβέντα, τότε ο κίνδυνος της απομάκρυνσης από την παρέα μας είναι άμεσος και σχετικά ορατός. Και με χαμηλή μουσική όμως, πάλι το ίδιο γίνεται, αλλά πιο ύπουλα: δε σε αναγκάζουν οι συνθήκες να κόψεις την κουβέντα, σε ενθαρρύνουν όμως πλαγίως να το κάνεις. Αφενός, γιατί δεν είναι εύκολο να αναπτυχθεί μία συζήτηση με πάνω από δύο συμμετέχοντες, πόσο μάλλον με μεγάλη παρέα απλωμένη σε ένα μακρύ τραπέζι όπου δυσκολεύεσαι να παρακολουθήσεις τι λένε στην άλλη άκρη, αν ακούς και θέλεις να παρέμβεις δυσκολεύεσαι να ακουστείς ο ίδιος, και έτσι είναι πολύ πιθανόν στο τέλος να βαρεθείς και να τα παρατήσεις. Αφετέρου, γιατί κι αν σταματήσει τελείως η κουβέντα και πέσει μούγγα, αυτή η μούγγα που μέσα στην ησυχία θα ήταν ανησυχητική, με τη μουσική εξωραΐζεται και περνάει απαρατήρητη. Έτσι, πέφτει ένας συναγερμός: δεν επικοινωνούμε, η παρέα δεν πάει καλά! Και κανείς δεν ακούει το συναγερμό.
Σας έτυχε ποτέ να πάτε για φαγητό ή για καφέ (ας αφήσουμε το ποτό) και να ενοχληθείτε από το ότι το μαγαζί δεν έχει μουσική; Εμένα ποτέ. Η μουσική κατά τη γνώμη μου χρειάζεται σε δύο περιπτώσεις: όταν θέλουμε να ακούσουμε μουσική, ως αυτοτελή ασχολία, και όταν θέλουμε να χορέψουμε. Ποτέ άλλοτε! Η λεγόμενη "μουσική για χαλί" είναι το χαλί κάτω από το οποίο κρύβουμε τις βρωμιές ενός ασκούπιστου σπιτιού.
Έχω κάνει αυτή την κουβέντα με αρκετούς ανθρώπους. Κάποιοι διαφωνούν, μερικοί μάλιστα μέχρι σημείου να μην καταλαβαίνουν καν τι εννοώ. Άλλοι έχουν μία γνώμη αρκετά κοντινή προς τη δική μου. Από τους τελευταίους, όταν φτάνουμε στο σημείο που διαπιστώνουμε ότι η άκαιρη μουσική χωρίζει και απομονώνει τους ανθρώπους, έχω ακούσει και την εξής άποψη: "Μα αυτός είναι ο σκοπός!" Δηλαδή ο σκοπός "τους" (των ακατονόμαστων).
Μάλιστα. Έστω λοιπόν ότι υπάρχει κάποιο σκοτεινό κύκλωμα (οι Εβραίοι, οι Μασόνοι, οι Αμερικάνοι, το Ισλάμ, οι κομμουνιστές, βάλτε όποιον δε χωνεύετε...) που μεθοδεύει την επιβολή ενός τρόπου διασκέδασης που θα οξύνει το πρόβλημα της έλλειψης επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, ώστε να μας χωρίσουν, να μας αποδυναμώσουν και να πετύχουν έτσι πιο εύκολα τους άνομους σκοπούς τους. Ο φουκαράς που έχει το σουβλατζήδικο της γωνίας, είναι κι αυτός στο κόλπο; Είναι μέλος της συνομωσίας; Δύσκολο να το φανταστώ. Οι ντι-τζέι στους γάμους και τις συνεστιάσεις, που δεν περιμένουν να τελειώσει το φαΐ και ν' αρχίσει ο χορός, αλλά επιμένουν να παίζουν μουσική από νωρίς, διασπώντας τις παρέες, το κάνουν κι αυτοί σκόπιμα, σύμφωνα με τη γραμμή της Οργάνωσης; Δεν το νομίζω.
Οι περισσότεροι άνθρωποι κατά τη γνώμη μου, προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο ακόμη κι όταν τελικά κάνουν το χειρότερο. Το πολύ πολύ που μπορούμε να τους προσάψουμε είναι ότι όταν προσπαθούν, δεν προσπαθούν αρκετά. Φαντάζονται ότι είναι καλύτερα να ακούς μουσική την ώρα που τρως το σουβλάκι σου, ή και να βλέπεις τηλεόραση, δεν κάθονται να πολυψειρίσουν αν όντως είναι καλύτερα και γιατί, και ξεμπερδεύουν στα γρήγορα με μια πρόχειρη επιλογή. Ο ντι-τζέι στο γάμο πληρώνεται για να παίξει μουσική, και θεωρεί πρέπον να παίξει όσο το δυνατόν περισσότερη μουσική. Βλακώδες μεν, αλλά όχι κακοπροαίρετο. Πολύ απέχω από του να τους κατηγορήσω, όλους αυτούς, για σκοπιμότητα και συνομωσία. Οι θεωρίες συνομωσίας είναι ένας εύκολος και ανέξοδος τρόπος να φορτώσουμε στον κόκορα δικές μας ευθύνες. Επειδή δεν κάθομαι να σκεφτώ αν κάτι μ' αρέσει ή δε μ' αρέσει, και το παίρνω αβασάνιστα ό,τι κι αν είναι, ή επειδή δε μ' αρέσει αλλά δεν το καθιστώ σαφές σ' εκείνον που μου το σερβίρει παρά το υφίσταμαι αδιαμαρτύρητα μέχρι που ξεχνάω ότι δε μου άρεσε, δε φταίω εγώ, φταίει η απρόσωπη, ανώνυμη και απροσδιόριστη συνομωσία. Φαίνεται εξυπηρετικό, αλλά δεν είναι. Αν δεν παραδεχτώ ότι φταίω εγώ, δεν πρόκειται να λύσω το πρόβλημα.
Δείτε για παράδειγμα εμένα: δεν παραδέχομαι ότι είμαι γκρινιάρης και μυστήριος, αλλά επιμένω ότι φταίνε οι άλλοι που παίζουν ή ακούν μουσική τις λάθος ώρες. Φυσικά, δε λύνω κανένα πρόβλημα έτσι. Εξακολουθώ ν' ακούω μουσική τις λάθος ώρες κι εγώ, μόνο που εμένα μ' ενοχλεί ενώ τους άλλους όχι.