ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Γεια σας. Στα «Καρπάθικα Ημερολόγια», που πλέον γράφονται από την Αθήνα το Ηράκλειο, δημοσιεύω σκέψεις και ιδέες που με απασχολούν και που προέρχονται από οτιδήποτε μπορεί να είδα, άκουσα, έζησα.
Για να είμαστε σύμφωνοι με τους κανόνες του παιχνιδιού, θα διατηρήσουμε την ανωνυμία μας. Ο σκοπός βέβαια δεν είναι να κρυφτούμε πίσω από ένα ψευδώνυμο για να πούμε όσα δε θα τολμούσαμε να πούμε ενυπόγραφα, γι' αυτό και κάθε σχολιαστής είναι φυσικά ελεύθερος να υπογράφει όπως θέλει, επωνύμως ή ψευδωνύμως. Ωστόσο, θέλω να μείνουμε σταθεροί σ' αυτή την έστω και σχετική ανωνυμία, δηλαδή να μη δημοσιεύουμε το όνομα του άλλου αν το ξέρουμε.
Όταν απαγορευτεί η ανωνυμία, βλέπουμε...

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

HAUTE CUISINE

Τις προάλλες επισκέφθηκα ένα γκουρμέ εστιατόριο. Πολύ γκουρμέ. Εδώ που τα λέμε, πιο γκουρμέ απ' ό,τι έχω δει ακόμα και σε ταινίες.


Ο συνήθης τρόπος της αυτοσυντήρησής μου γενικά δε συνίσταται σε γαριδάκια και χάμπουργκερ. Χωρίς να είμαι γκουρμέ ο ίδιος, δεν τυγχάνω εντελώς άμοιρος αυτής της τέχνης. Στο συγκεκριμένο εστιατόριο όμως την είδα σε τόσο έντονο βαθμό ώστε με προβλημάτισε. Έχουν ήδη περάσει μερικές μέρες που το σκέφτομαι κι ακόμη δεν έχω καταλήξει σε μια οριστική γνώμη: μου άρεσε; δε μου άρεσε; άξιζε τον κόπο ή όχι;


Συνήθως περιγράφω την γκουρμέ κουζίνα ως «τεράστια πιάτα με ελάχιστη τροφή στο κέντρο». Διασκεδάζω να διαβάζω τα χριστουγεννιάτικα μενού που ανακοινώνουν διάφορα εστιατόρια στο Αθηνόραμα, τα οποία αποτελούνται από πιάτα που δεν έχουν όνομα παρά μόνο περιγραφή, και συνήθως πρόκειται για περιγραφές του τύπου «τάρτα από ρουθούνια εβραϊκής πέρκας μαριναρισμένα σε χυμό φραγκοστάφυλου με κόκκινο εστραγκόν και σοταρισμένα σε λάδι ταμαρίνθου ψυχράς εκθλίψεως, με σάλτσα από ροκφόρ, σοκολάτα και φύλλα χρυσού». Αλλά παρά την ειρωνική διάθεση, έχω φάει κατά καιρούς τέτοια εδέσματα από απροσδόκητους συνδυασμούς υλικών που όντως είχαν κάτι να πουν.


Το συγκεκριμένο εστιατόριο έχει χαρακτηριστεί «το καλύτερο εστιατόριο της Ελλάδας» -προσοχή: όχι το καλύτερο γκουρμέ εστιατόριο ή το καλύτερο γαλλικό εστιατόριο αλλά το καλύτερο νέτα σκέτα, υπονοώντας ότι θα κέρδιζε συγκρινόμενο με οποιοδήποτε μέρος προσφέρει τροφές οπουδήποτε στη χώρα. Πράγματι δε η είσοδός του κοσμείται από ένα σωρό χρυσούς σκούφους, βραβεία, πλακέτες και διακρίσεις που του έχουν απονεμηθεί. Με λίγη κοινή λογική ο καθένας φαντάζεται ότι «το καλύτερο», «το μοναδικό», «το γνησιότερο» και όλοι αυτοί οι υπερθετικοί χαρακτηρισμοί έχουν αναπόφευκτα ένα βαθμό υποκειμενικότητας. Δεν υπάρχει ένας που να είναι «ο» μεγαλύτερος συνθέτης των εποχών, «ο» σημαντικότερος ζωγράφος, «ο» σοφότερος διανοητής, «ο» καλύτερος άνθρωπος. Συνεπώς και μόνο που λέει κάποιος κάτι τέτοιο θεωρώ ότι αυτόματα μας επιτρέπει να εννοήσουμε «ένας από τους μεγαλύτερους». Μ' αυτό το δεδομένο δεν πήγα περιμένοντας το καλύτερο εστιατόριο της Ελλάδας, ούτε θα θεωρούσα ότι εξαπατήθηκα αν έβρισκα ένα άλλο καλύτερο. Βέβαια αν βρω είκοσι, τριάντα που να είναι μακράν καλύτερα, εκεί θα μπορώ να πω ότι αυτός που το χαρακτήρισε «το» καλύτερο μας δούλευε.

Πρόκειται σαφώς για εστιατόριο πολυτελείας. Αυτό από μόνο του συνιστά κατηγορία, και πρέπει να τονίζεται. Ένα είδος πολυτελείας δεν είναι κατ' ανάγκην καλύτερο από ένα αντίστοιχο πιο λαϊκό, έχει όμως διαφορετικό χαρακτήρα. Πρόκειται για ένα μαγαζί όπου οφείλει κανείς να πηγαίνει προετοιμασμένος για μεγαλεία. Δεν πας εκεί αν η παρουσία ενός σερβιτόρου που θα σου γεμίζει όλη την ώρα το ποτήρι και θα σου σπρώχνει το κάθισμα όποτε κάθεσαι σου προκαλεί αμηχανία. Ούτε αν θεωρείς ότι το να τρως με όρθια πλάτη και τους αγκώνες κολλημένους στο σώμα είναι υποκρισία και ψευτοσαβουάρ βιβρ. Θα έλεγα ακόμη ότι δεν πας εκεί ούτε σαν προστάδιο για να συνεχίσεις μετά κάπου αλλού την έξοδό σου. Τέλος δε, σε καμία περίπτωση δεν πας εκεί απλώς επειδή πείνασες.

Μιας και νήστευα, πήρα ένα έτοιμο νηστήσιμο μενού που πρότεινε το κατάστημα. Αυτό ήταν πολύ εξυπηρετικό, γιατί το να φτιάξει κανείς μόνος του ένα σωστό συνδυασμό από ορντέβρ, πρώτο πιάτο, δεύτερο πιάτο, ενδιάμεσα, συνοδευτικά και επιδόρπια θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, τουλάχιστον για μένα. Πέρα από το ότι δεν ήμουν καθόλου βέβαιος για το πώς συνδυάζεται το κάθε διαθέσιμο πιάτο με τα υπόλοιπα, δεν είχα και καμία ένδειξη για την ποσότητα ώστε να ξέρω πόσα να παραγγείλω. Άλλωστε το προτεινόμενο μενού, όπως -υποθέτω- και τα δυο-τρία αρτύσιμα μενού που επίσης διετίθεντο, ήταν ένα ολοκληρωμένο έργο στο οποίο ο σεφ είχε ήδη μελετήσει τις αλληλουχίες των γεύσεων. Αφού τον εμπιστευόμαστε λοιπόν ως προς τη μαγειρική του, ας τον εμπιστευτούμε και στα υπόλοιπα.

Υπήρχαν τρεις σερβιτόροι που μας εξυπηρετούσαν: ένας σύμβουλος παραγγελιών, ο οποίος μας βοήθησε στην επιλογή και στη συνέχεια μας εξηγούσε τι είναι το καθετί που ερχόταν (κι ευτυχώς, γιατί από την εμφάνιση δε θα το μαντεύαμε ποτέ), ένας για τα κρασιά κι ένας που απλώς έφερνε κι έπαιρνε τα πιάτα.

Οι ποσότητες ήταν μικροσκοπικές. Το εικαστικό μέρος ήταν αδιαλείπτως εντυπωσιακό και μυστηριώδες -χωρίς όμως να εκπίπτει στο φαντεζί και το φτηνιάρικο. Κάθε πιάτο που ερχόταν ήταν κι ένας πίνακας ζωγραφικής. Κι όταν λέω πιάτο είναι τρόπος του λέγειν, γιατί ορισμένα σερβίρονταν σε σκεύη και δοχεία που δεν ξέρω καν να τα ονομάσω. Σε επίπεδο γεύσης ίσχυαν τα ανάλογα: κάθε πιάτο και μία γευστική εμπειρία, που για να τη βιώσει κανείς πλήρως έπρεπε να την απολαύσει αργά, χωρίς βιασύνη. Ανάμεσα σε κάθε δύο πιάτα μεσολαβούσε ένα διάστημα αρκετών λεπτών, που αναμφίβολα ήταν σχεδιασμένο για να μας «κάτσουν» οι γεύσεις και οι επιγεύσεις και να είμαστε έτοιμοι για την επόμενη χωρίς κίνδυνο να καταπλακώσει την προηγούμενη ή να μπερδευτεί μαζί της. Το λέω αυτό γιατί αποκλείεται το κενό να ήταν απλώς καθυστέρηση στο σέρβις: κάθε άλλη στιγμή υπήρχε ένας σερβιτόρος έτοιμος να μας εξυπηρετήσει πριν καν σκεφτούμε να τον αναζητήσουμε, και μάλιστα αυτό γινόταν χωρίς κατά τα άλλα η παρουσία τους να είναι ούτε κατ' ελάχιστον φορτική, αδιάκριτη ή περιοριστική.

Ένα από τα πιάτα ήταν χτένια. Αποτελούνταν από τρία κυβάκια από σάρκα χτενιού, άσπρα στις πέντε πλευρές και κοκκινωπά στην έκτη, την πάνω πάνω, το καθένα κοσμημένο με μικρά και κομψά φυλλαράκια από κάποιο αρωματικό φυτό ή κάποιο άλλο καρύκευμα. Το κόκκινο στην πάνω πλευρά μάς εξήγησαν ότι είναι ταντούρι, ένα μείγμα από 22 μπαχαρικά. Δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε πώς από τα χτένια, που είναι κοχύλια, φτιάχνουν αυτά τα κυβάκια. Υποθέσαμε ότι είναι κάτι σαν τις μάζες από καβουρόψιχα. Ο γευστικός συνδυασμός ήταν εξαιρετικός. Απροσδόκητος μεν, αλλά χωρίς το ένα συστατικό να συσκοτίζει τη γεύση του άλλου -τουναντίον την ανεδείκνυε. Ωστόσο δεν είμαι βέβαιος αν το τελικό αποτέλεσμα ήταν καλύτερο από απλά χτένια όπως τα τρώμε εδώ στην Ελλάδα, ζωντανά από το κοχύλι με λεμόνι και προαιρετικό πιπέρι.

Το όλο μενού ήταν άκρως ερωτική εμπειρία. Φυσικά, ένα νηστήσιμο μενού πολλών πιάτων σε τέτοιο εστιατόριο δεν μπορούσε παρά να στηρίζεται στα θαλασσινά, που οι αφροδισιακές τους ιδιότητες είναι τόσο συζητημένες ώστε ακόμη κι αν στην πραγματικότητα αποτελούν μύθο δεν μπορεί κανείς παρά να αυθυποβληθεί. Αλλά ο ερωτισμός δεν περιοριζόταν σ' αυτό. Κάθε πιάτο ήταν μία γευστική έκρηξη, ανάλογη όχι με μία εκσπερμάτιση αλλά μάλλον με ένα ερωτικό γαργάλημα. Ο ερεθισμός εντεινόταν με κάθε επόμενο πιάτο, όπου κάθε φορά γινόταν και κάτι διαφορετικό, διεγείρονταν κάποια άλλα νεύρα. Δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο σημείο του μενού που θα ονόμαζα κορύφωση, έκλυση: ήταν μάλλον ένας ήπιος αλλά κλιμακούμενος οργασμός μακράς διαρκείας, ίσως ένας ταντρικός οργασμός.

Διακρινόταν μία ιδιαίτερη επιμονή στο να προβάλλεται αυτό το λεπτό και τεχνήεν γαργάλημα έναντι του κορεσμού. Αφενός καμία γεύση δεν ήταν πολύ έντονη, κυριαρχούσε το μέτρο. Αφετέρου, πέρα από τις μικρές ποσότητες (που παρέμειναν μικρές ακόμη και όταν αθροίστηκαν όλες μαζί), σε κάθε πιάτο υπήρχε και κάτι που να είναι πάρα πολύ μικρό από μόνο του: ένα μοναδικό φυλλαράκι από κάτι σαν μαϊντανό, μία φέτα μήλου λεπτή κυριολεκτικά σαν τσιγαρόχαρτο, ένας κόκκος μπαχαρικού.
Η όλη διαδικασία διήρκεσε αρκετά, γύρω στις δυόμιση ώρες υπολογίζω. Ήταν δυόμιση ώρες πραγματικής, υψηλής απόλαυσης, που θεωρώ ότι την έζησα στο ακέραιο, χωρίς να χάσω κάτι από έλλειψη εξοικείωσης -όχι γιατί η εξοικείωσή μου με τέτοιες γεύσεις είναι τόσο προχωρημένη, όσο γιατί τελικά δεν πρόκειται για μια τόσο εσωστρεφή τέχνη ώστε να γίνεται κατανοητή μόνο από εξειδικευμένους βαθείς γνώστες. Βέβαια κάποιος ακόμη πιο ανεξοικείωτος κάτι θα έχανε. Ήμουν τυχερός που ήταν στο επίπεδό μου.

Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι απόλαυσα το εκλεκτό αυτό δείπνο δεν επαρκεί για να θεωρήσω ότι όλα αυτά ήταν καλώς καμωμένα. Ήταν σαφές κατά τη γνώμη μου ότι ο σεφ έχει συνείδηση καλλιτέχνη. Οι καλές τέχνες δεν έχουν καμία πρακτική χρησιμότητα. Σκοπός τους είναι αποκλειστικά το Ωραίο. Με άλλα λόγια, φύγαμε πεινασμένοι. Είναι άραγε θεμιτό να ανάγεται η τροφή σε καθαρή τέχνη; Μήπως κάτι τέτοιο συνιστά εκζήτηση, μήπως παραπέμπει σε ρωμαϊκή παρακμίλα;

Πιστεύω ότι για να βγει μία λεπτή σαν τσιγαρόχαρτο φέτα από το κέντρο ενός μήλου, το υπόλοιπο μήλο πρέπει να πεταχτεί. Δεν ήμουν στα παρασκήνια, δεν ξέρω: ίσως υπάρχει τρόπος να το κρατήσουν και να το χρησιμοποιήσουν κάπου αλλού, αλλά το όλο στυλ του μαγαζιού μού έδωσε την εντύπωση ότι θα απαξιούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο, θα το θεωρούσαν μικροπρέπεια ακόμη και όταν ο πελάτης δε βλέπει. Κυριαρχούσε η αίσθηση ότι εδώ ξεκάνουμε ένα ολόκληρο βουνό για να εξορύξουμε ένα διαμάντι. Μήπως είναι ύβρις η τόση πολυτέλεια; Θα μου πείτε, για ένα μήλο προβληματίζεσαι τόσο; Ε ναι, για ένα μήλο. Δεν είναι τίποτα πολύτιμο, αλλά εν πάση περιπτώσει ο σκοπός που υπάρχει είναι για να τρώγεται, όχι για να είναι απλώς το περίβλημα της μιας και μόνης λεπτής κεντρικής φέτας.

Ένα από τα πρώτα «πιάτα» σερβιριζόταν όχι σε πιάτο, αλλά σ' ένα ποτήρι. Δε θυμάμαι αυτή τη στιγμή τι ήταν, ούτε αν το τρώγαμε με πηρούνι ή κουτάλι ή κανένα άλλο πιο ειδικό εργαλείο. Οπωσδήποτε το θέμα είναι ότι αφού τρώγαμε, κάπου θα έπρεπε να ακουμπήσουμε το όποιο μαχαιροπήρουνό μας. Γι' αυτό το σκοπό προοριζόταν το καθαυτού πιάτο, εκείνο που μας είχαν στρώσει εξ αρχής στο τραπέζι αλλά δεν είχε έρθει η ώρα να το χρησιμοποιήσουμε ακόμα. Ήταν αχανούς εκτάσεως, με ανάγλυφους ομόκεντρους κύκλους στην περιφέρεια, και χρυσό. Πορσελάνινο ήταν βέβαια, αλλά το χρώμα του ήταν χρυσό. Το ποτήρι με αυτό που τρώγαμε μας το είχαν ακουμπήσει μέσα σ' αυτό το εντυπωσιακό πιάτο. Φάγαμε, ακουμπήσαμε στο πιάτο το χρησιμοποιημένο μαχαιροπήρουνο, και ήρθαν και μας τα μάζεψαν όλα για να τα πάνε, υποθέτω, για πλύσιμο. Το επόμενο που μας σέρβιραν δεν ήταν σε ίδιο χρυσό πιάτο, αλλά σε κάποιο άλλο. Πράγμα που σημαίνει ότι πράγματι το χρυσό πιάτο είχε εκπληρώσει την υπηρεσία του, μας το είχαν φέρει μόνο γι' αυτό το σκοπό και όχι για να φάμε κάτι άλλο στη συνέχεια -άλλωστε το κάθε φαγητό ερχόταν σερβιρισμένο, κανένα πιάτο δεν ήρθε άδειο για να το γεμίσουμε εμείς.

Ε, εκεί αισθάνθηκα άσχημα. Ζούμε σε οικονομική κρίση, και σε περιβαλλοντική κρίση. Είναι προκλητική σπατάλη να χρησιμοποιούμε ένα τεράστιο χρυσό πιάτο μόνο και μόνο για ν' ακουμπήσουμε ένα μαχαιροπήρουνο, μετά το πιάτο να πηγαίνει για πλύσιμο, και όταν με τα πολλά πλυσίματα φθαρεί και ο χρυσός του ξεφτίσει να βγει στη σύνταξη χωρίς ποτέ να έχει φιλοξενήσει έστω και μια μικροσκοπική ποσότητα τροφής στο κέντρο του.

Εδώ θα μπορούσε κανείς να μου αντιτείνει: καλά, αυτό σε πείραξε; Εσύ ο ίδιος δε διάλεξες την περίοδο της οικονομικής κρίσεως για να πας σ' ένα μαγαζί όπου με τα λεφτά που θα χόρταιναν δεν ξέρω πόσοι άστεγοι εσύ τελικά έφυγες πεινασμένος; ...Δεν ξέρω τι να πω. Θεωρώ ότι ορισμένες πολυτέλειες αξίζει να τις προσφέρουμε μια στα τόσα στον εαυτό μας ή στην παρέα μας, αλλά δεν ήξερα μέχρι ποιο σημείο φτάνει η συγκεκριμένη πολυτέλεια.

Αλλά μπορεί να υπάρξει κι ένας αντίλογος: δε νομίζω ότι θα διενοείτο κανείς να διαμαρτυρηθεί γιατί να υπάρχουν συμφωνικές ορχήστρες των ογδόντα οργάνων, χώρια το μαέστρο (που πιθανώς να φαντάζει σε πολλούς περιττός και αργόμισθος), με το επιχείρημα ότι ένας μερακλής μ' ένα μπαγλαμαδάκι μπορεί να κάνει περισσότερους ανθρώπους να γλεντήσουν. Άλλες ανάγκες εξυπηρετεί η μία μουσική και άλλες η άλλη.

Παρατήρησα ότι πάνω στο τραπέζι δεν υπήρχε αλάτι. Πόσο μάλλον πιπέρι, ή -θου Κύριε- λαδόξιδο. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν ζητούσαμε αλάτι, γιατί δε χρειάστηκε να ζητήσουμε. Το πιθανότερο είναι να μας έφερναν. Δε φαντάζομαι να είναι τόσο ψώνια ώστε να θεωρούν ότι ο σεφ έχει βάλει ακριβώς την ποσότητα αλατιού που χρειάζεται και ότι οποιαδήποτε προσθήκη θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη επέμβαση στη δημιουργία του και θα αλλοίωνε τις γευστικές ισορροπίες. Αλλά παραμένει γεγονός ότι δεν είχαν αλάτι στο τραπέζι, άρα δε μας ενθάρρυναν να βάλουμε αλάτι στο φαγητό μας. Και ερωτώ: γιατί στην τρέχουσα κουζίνα θεωρείται δεδομένο και αποδεκτό ότι ο κάθε πελάτης έχει το προσωπικό του μέτρο για το πολύ και το λίγο αλάτι, κι εδώ όχι; Σε άλλου είδους μαγειρικές, μη-γκουρμέ, υπάρχει κάλλιστα περιθώριο να είναι κάποιος εξαιρετικός μάγειρας, εμπνευσμένος, δημιουργικός, καλλιτέχνης. Αλλά αυτό δεν περιορίζει την ελευθερία του πελάτη να κάνει μικροπροσαρμογές της δημιουργίας του σεφ στο προσωπικό του γούστο.

Τέλος, μια άλλη επιφύλαξη που είχα είναι η εξής: όσο απολαυστικός κι αν ήταν αυτός ο συγκεκριμένος τρόπος να τρως θαλασσινά, δεν είμαι βέβαιος αν υπερτερεί του παραδοσιακού. Ένα φρέσκο χτένι ή αστακός ή καβούρι Αιγαίου είναι αφ' εαυτού αρκετά ωραίο. Χρειάζεται να το ομορφήνουμε κι άλλο; Με ειδικά μείγματα 22 μπαχαρικών ή με μαρινάδες περγαμόντου μπορεί κανείς να αναδείξει άλλες όψεις της γεύσης και του αρώματός του, όχι υποδεέστερες, αλλά ούτε κατ' ανάγκην και ανώτερες. Σε πλήθος ψαροταβέρνες στα νησιά μας ή ακόμη και στον Πειραιά μπορεί κανείς να φάει ολόφρεσκα ψαρικά με απλούστερα (όχι χειρότερα) μαγειρέματα [και με πολύ καλύτερη σχέση τιμής-χόρτασης. Εντάξει, το γκουρμελίκι δεν είναι για χόρταση. Το κατανοώ αυτό, αλλιώς θα πήγαινα για σουβλάκια. Αλλά γιατί να μη συνδυάζονται όλα τα υπόλοιπα και με λίγο περισσότερη χόρταση;] Και σε κάποιες πιο σπάνιες ψαροταβέρνες μπορείς να βρεις όχι μόνο φρέσκο και καλό θαλασσινό, αλλά και τον εμπνευσμένο εκείνο μάγειρα που θα δομήσει ένα μενού κατά τρόπον εφάμιλλο αυτού του ταντρικού οργασμού που περιέγραφα πιο νωρίς.

Προσοχή: δεν κατηγορώ τον σεφ μας για άσκοπες βιρτουοζιές. Δεν υπελείπετο σε σεβασμό ούτε προς τα υλικά του ούτε προς την τέχνη του ούτε προς εμάς. Δεν ήταν σαν τον Νταλάρα ή τον Παβαρότι, που αντί να ακούς το τραγούδι ακούς τους ίδιους και τις ακροβασίες τους. Τη δική του δεξιοτεχνία την ήλεγχε απολύτως, και την είχε πιστά ταγμένη στο σκοπό του. Και γενικότερα άλλωστε το μαγαζί δεν ήταν σνομπ. Σε όλα υπήρχε γνήσια ευγένεια και πραγματική, υψηλή ποιότητα. Δεν αμφιβάλλω ότι σε τέτοια μέρη θα συχνάζουν νεόπλουτοι και φαντασμένοι, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι μαγαζί για νεόπλουτους και φαντασμένους. Μπορεί κάλλιστα να καλύψει τις αναζητήσεις ενός ρέκτη που κατά τα άλλα παραμένει φυσιολογικός και προσγειωμένος. Διατηρώ όμως ένα σκεπτικισμό: υπάρχει νόημα στο να είναι κανείς τόσο πια ρέκτης;

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

ΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ


Το παρακάτω βιντεάκι έχει τραβηχτεί στις Ινδίες, σε κάποιο άγνωστο σταυροδρόμι κάποιας άγνωστης πόλης.


Αυτό που βλέπουμε είναι τόσο απίστευτο ώστε καταντά αστείο. Δεκάδες αυτοκίνητα, μηχανάκια, ποδήλατα, λεωφορεία και πεζοί συρρέουν από και προς κάθε κατεύθυνση, χωρίς κανείς να περιμένει τον άλλο, και χωρίς παρά ταύτα να συγκρούονται ή έστω να ενοχλούν αλλήλους. [Αν τυχόν δεν ανοίγει το βίντεο, κάντε κλικ επαέ.]
Όμως αν το καλοσκεφτούμε, δεν είναι αστείο. Είναι ένα επίτευγμα που απέχει έτη φωτός απ’ ό,τι θα μπορούσαμε ποτέ να καταφέρουμε στην Ελλάδα. Το σταυροδρόμι δεν έχει φανάρια, καμία κατεύθυνση δεν είναι απαγορευμένη, και −χωρίς βέβαια να έχω μελετήσει τον ινδικό Κ.Ο.Κ., κρίνοντας από ό,τι βλέπω− δε φαίνεται να υπάρχουν κανόνες για το ποιος έχει προτεραιότητα. Το τι θα κάνει ο κάθε οδηγός ή πεζός δεν υπαγορεύεται από κανέναν εξωτερικό κανονισμό, το επιλέγει ο ίδιος κρίνοντας και αυτοσχεδιάζοντας κάθε στιγμή. Όμως όλοι είναι τόσο καλά μαθημένοι σ’ αυτό το σύστημα, ώστε ενώ τα οχήματα είναι πολλά η ροή της κυκλοφορίας είναι εντούτοις απρόσκοπτη, δε δημιουργείται μποτιλιάρισμα, και κανείς δεν ενοχλεί κανέναν.
Το να μην υπάρχουν κανόνες θα μπορούσε κάποιος βιαστικά να το καταδικάσει ως σημάδι καθυστέρησης και πρωτογονισμού. Όμως το αποτέλεσμα τον διαψεύδει: εφόσον το ζητούμενο, η ομαλή κυκλοφορία, επιτυγχάνεται, πάει να πει ότι ο τρόπος είναι σωστός, όσο κι αν σε κάποιον με άλλες συνήθειες φαίνεται παράδοξος. Κι ακόμα παραπάνω: όχι απλώς ο τρόπος είναι σωστός, είναι και πιο σωστός από τον δικό μας, αφού το αποτέλεσμα είναι πιο πετυχημένο από το αντίστοιχο δικό μας (σ’ εμάς η κίνηση θα μπλοκάριζε, όλοι θα καθυστερούσαν, θα εκνευρίζονταν, θα κόρναραν και θα μισούσαν αδυσώπητα αλλήλους).
Η πρακτική των Ινδών οδηγών μοιάζει να στηρίζεται στην εξής φιλοσοφία: «Δεν περιμένω κανέναν, φροντίζω μόνο για την προσωπική μου εξυπηρέτηση». Ακούγεται απαίσιο: τι μίζεροι μικροεγωιστές, τι απολίτιστοι! Κι όμως, ούτε αυτό είναι αλήθεια. Με τα δεδομένα που επικρατούν παρ’ ημίν, όποιος ενεργεί μ’ αυτό τον τρόπο είναι πράγματι απολίτιστος, μίζερος και μικροεγωιστής, και επιβαρύνει το σύνολο για ένα αμελητέο (και δη αμφίβολο) προσωπικό κέρδος. Να όμως που υπό άλλες συνθήκες η νοοτροπία «πρώτα εγώ» μπορεί να συντελέσει, μ’ ένα τρόπο ακατανόητο ίσως σ’ εμάς, στην αρμονικότερη και επιτυχέστερη συνύπαρξη πολλών ανθρώπων. Στο βιντεάκι βλέπουμε ότι τα καταφέρνουν μια χαρά, και ως σύνολο και ο καθένας προσωπικά. Άρα όλα σχετικά είναι.
****************************************************
Δεν έχω βιντεάκι από αντίστοιχες σκηνές σε δυτικοευρωπαϊκές πόλεις, αλλά όλοι λίγο-πολύ ξέρουμε τι γίνεται: όλοι τηρούν τις προτεραιότητες, όλοι μένουν στη λωρίδα τους, όλοι σταματάν στο πορτοκαλί αφήνοντας ελεύθερη τη διάβαση πεζών, και το αποτέλεσμα είναι ότι κι εκεί η κυκλοφορία ρέει ανεμπόδιστα και ο καθένας μπορεί να φτάσει στον προορισμό του σε προβλέψιμους χρόνους.
Μόνο που σ’ αυτή την περίπτωση το ίδιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται με τους ακριβώς αντίθετους τρόπους: πρώτον, υπάρχουν έξωθεν ρυθμίσεις για το τι ακριβώς θα κάνει ο καθένας σε κάθε περίπτωση, και δεύτερον, στο μικρό περιθώριο αυτοσχεδιασμού που απομένει στον καθένα δεν πρυτανεύει ο ατομισμός αλλά η εξυπηρέτηση του συνόλου.
Θα μπορούσε κουτοπόνηρα να σκεφτεί κανείς: «αφού κι ετούτοι κι εκείνοι τα καταφέρνουν, εγώ μαλάκας είμαι να βάλω τον εαυτό μου τελευταίο; Άρα, ζήτω το ινδικό σύστημα. Πρώτος εγώ.» Αυτό δείχνει βέβαια πως δεν έχει καταλάβει κανένα από τα δύο συστήματα. Εξίσου βιαστική είναι και η αντίθετη άποψη: «τι ζώα αυτοί οι Ινδοί! αφού έτσι κι αλλιώς θα τα κατάφερναν, τι τους έπιασε να τα κάνουν όλα πρώτοι;». Ούτε οι Ινδοί είναι ζώα ούτε οι Δυτικοευρωπαίοι κορόιδα. Και οι δύο λειτουργούν με τρόπο που είναι ουσιαστικότατα πολιτισμένος. Τα συστήματά τους εκ πρώτης όψεως διαφέρουν, αλλά το μυστικό είναι ότι και οι δύο έχουν αφομοιώσει εις βάθος ο καθένας το σύστημά του και παραμένουν συνεπείς σ’ αυτό.

Χρόνης Μπότσογλου: Αυτοκινητόδρομος
Ας δούμε τώρα την τρίτη περίπτωση. Στην Ελλάδα, σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης και χωνευτήρι των πολιτισμών, κάνουμε λίγο απ’ τό ’να και λίγο απ’ τ’ άλλο. Αφενός αναθέτουμε στους νόμους να μας βρουν τον τρόπο, αφετέρου θεωρούμε ότι μόνοι μας μπορούμε να βρούμε καλύτερο τρόπο, οπότε παρακάμπτουμε τους νόμους. Οι νόμοι μας στηρίζονται στη λογική «πρώτα οι άλλοι», οι λύσεις που βρίσκουμε μόνοι μας στη λογική «πρώτα εγώ», και το αποτέλεσμα είναι ότι δεν περνάει κανείς ούτε πρώτος ούτε τελευταίος, μένουμε όλοι κολλημένοι στην ακίνητη κίνηση βρίζοντας, συσσωρεύοντας εκνευρισμό και υποσχόμενοι ενδόμυχα ότι το επόμενο φανάρι θα το περάσουμε πάση θυσία, δεν πα να ’ναι και βαθυπόρφυρο. Δεν έχουμε κανένα σύστημα στο οποίο να μένουμε συνεπείς, και φυσικά τα κάνουμε σκατά. Δε λειτουργούμε πολιτισμένα.
Κι όμως, η Ελλάδα είναι όντως σταυροδρόμι των πολιτισμών. Από αρχαιοτάτων χρόνων υπάρχει αυτή η παράδοση της δημιουργικής ενσωμάτωσης ξένων πολιτιστικών στοιχείων. Ακόμη κι αν ένας σημερινός ανθελληναράς (ένας από εκείνους που από υπερβολική αντίδραση στις εμμονές των εθνόκαυλων φτάνει να μην παραδέχεται τίποτε καλό για τους Έλληνες) μπορέσει να αποδείξει ότι οι ρίζες οποιουδήποτε από τα πολιτιστικά επιτεύγματα που κατά παράδοση αποδίδουμε στους Έλληνες στην πραγματικότητα ξεκινάνε από κάποιον άλλο λαό, παραμένει αναντίρρητο γεγονός ότι η συγκεκριμένη μίξη από την οποία βγήκαν όλα αυτά είναι καθαρά ελληνική. Ίσως τελικά αυτό να είναι και το χαρακτηριστικότερο, σημαντικότερο και διαχρονικότερο στοιχείο του ελληνικού πολιτισμού.
Σε μία σύντομη παρέκβαση θα δώσω ένα πολύ γνωστό παράδειγμα του τι εννοώ, και επανέρχομαι στο κυρίως θέμα μου. Είναι γνωστό και επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι το λατινικό και το κυριλλικό αλφάβητο προέρχονται από το ελληνικό. Ο ελληναράς χαίρεται και καμαρώνει γι’ αυτό: «χρωστάτε τη γραφή σας σ’ εμάς, όλος ο πολιτισμός προέρχεται από μας». Ο ανθελληναράς αντιδρά σ’ αυτό: «Αμάν πια, οι Έλληνες όλα τα καπηλεύονται. Είναι πασίγνωστο ότι το ελληνικό αλφάβητο προέρχεται με τη σειρά του από το φοινικικό. Το λέει κι ο Ηρόδοτος, ανοίχτε κάνα βιβλίο. Κάτσε κάτω βλάκα και μην κουνιέσαι, καμιά πρωτιά δεν έχουμε.» Η αλήθεια είναι ότι τα σχήματα, τα ονόματα και η σειρά των ελληνικών γραμμάτων προέρχονται όντως από τα φοινικικά. Αλλά η φοινικική γραφή δεν ήταν αλφαβητική: έγραφε μόνο τα σύμφωνα, τα φωνήεντα τα μάντευε κανείς. Είναι σαν να λέμε ότι έγραφαν ΠΝΤΣ και έπρεπε να μαντέψει κανείς αν εννοούσαν πόντος, πάντως, Πόντιος, πού ’ν’ τος, πάντες, πόντσο, άπαντες, απάνω τους, απανωτές, πένητες, ύπνο της... Ήταν ένα δύσκολο και ατελές σύστημα γραφής. Οπωσδήποτε τεράστιο πολιτιστικό επίτευγμα για την εποχή του, αλλά πολύ πιο πίσω από τα σημερινά αλφαβητικά συστήματα όπου κάθε φθόγγος γράφεται με ένα μονοσήμαντο τρόπο. Η επινόηση της αλφαβητικής γραφής είναι όντως ελληνική. Το έναυσμα προήλθε από τους Φοίνικες, αλλά η εφεύρεση, στη μορφή που την κάνει πραγματικά σημαντική, να αλλάζει τον κόσμο και να κάνει τη γραφή αρκετά εύκολη ώστε να μαθαίνεται απ’ όλους και όχι μόνο από τους ιερείς ή τους εμπόρους, συντελέστηκε στην Ελλάδα. Κατά τούτο, όλα τα αλφάβητα προέρχονται από το ελληνικό. Για παράδειγμα το αρμενικό, που οπτικά δε μοιάζει καθόλου με το ελληνικό, αξιοποιεί την ίδια ιδέα −ένα σύμβολο για κάθε φθόγγο. Το γλαγολικό, το παλιό αλφάβητο της σλαβωνικής (εκκλησιαστικής σλαβικής) γλώσσας, είναι αυτό που στην πραγματικότητα σχεδιάστηκε από τον Μεθόδιο και τον Κύριλλο. Δε μοιάζει με κανένα ιδιαίτερα, ούτε με το ελληνικό ούτε με το σημερινό σλαβικό αλφάβητο (που αποτελεί μεταγενέστερη τροποποίηση, παρόλο που παραπλανητικά το λέμε κυριλλικό), αλλά κι αυτό στηρίζεται στην αρχή της αλφαβητικής γραφής. Προέρχεται από το ελληνικό. Τα κινέζικα ιδεογράμματα και τα ινδικά συλλαβογράμματα, που δεν προέρχονται από το ελληνικό αλφάβητο, δεν είναι αλφάβητα, είναι άλλα συστήματα γραφής.
Με τον ίδιο τρόπο οι Έλληνες ανέκαθεν υιοθετούσαν, αφομοίωναν, εξείλισσαν και παρέδιδαν οποιοδήποτε αξιόλογο πολιτιστικό στοιχείο μάθαιναν από κάποιον άλλο λαό. Αυτός ο άλλος λαός μπορούσε να είναι ανατολίτικος, δυτικός, βόρειος ή νότιος, χωρίς καμία διάκριση, αρκεί να είχε κάτι καλό να δώσει. Στις απαρχές της ιστορίας οι υψηλοί και μεγάλης επιρροής πολιτισμοί αναπτύσσονταν κυρίως στα θερμά μέρη της Ανατολής (π.χ. Μεσοποταμία, Αίγυπτος), αργότερα το κέντρο μεταφέρθηκε προς Δυσμάς και προς Βορράν. Αλλά τα δάνεια που έπαιρναν οι Έλληνες δεν προήρχοντο αποκλειστικά από «υψηλούς» πολιτισμούς. Λαοί όπως οι Φρύγες και οι Λυδοί ποτέ δεν ήταν στο κέντρο του παγκόσμιου πολιτιστικού γίγνεσθαι, αλλά οι Έλληνες δεν απαξίωσαν να πάρουν κι απ’ αυτούς στοιχεία μουσικής και θρησκευτικά. Η σημερινή μας γλώσσα, ανάμεσα σε παμπλήθη λεξιλογικά δάνεια από την τουρκική, τις λατινογενείς γλώσσες, τα αγγλικά κλπ., έχει και κάποια λίγα αλλά σημαντικά που προέρχονται από την αλβανική (π.χ. μπέσα), τη γλώσσα ενός λαού που ποτέ δεν ήταν στην πρωτοπορία του πνεύματος. Αλλά οι Αλβανοί, μπορεί να μην έχτισαν πυραμίδες, καλλιέργησαν όμως την έννοια της μπέσας και αυτό ήταν αρκετό.
**************************************************
Αυτό είναι το σταυροδρόμι των πολιτισμών. Δεν είναι μύθευμα. Σήμερα όμως δε λειτουργεί πια. Ή πάντως σίγουρα δε λειτουργεί προς όφελός μας. Σήμερα είμαστε ένας απολίτιστος λαός, που προσπαθεί να επιβάλει στον εαυτό του νόμους δυτικού προτύπου, δηλαδή με κυρίαρχο το στοιχείο της κανονικότητας και της ρύθμισης, τους εφαρμόζει όμως με τρόπο ανατολίτικο, δηλαδή αυτοσχεδιάζοντας κατά περίπτωση (κάτι για το οποίο έχουμε χάσει την ικανότητα αλλά μας έχει μείνει η συνήθεια), και καταφέρνουμε:
−να μην μπορούμε να βάλουμε πέντα αμάξια σε μια σειρά στο δρόμο
−να μας αναγνωρίζουν σε όλα τα διεθνή αεροδρόμια επειδή είμαστε οι πιο σαματατζήδες τουρίστες
−οι φοιτητές μας στο Παρίσι να κλέβουν σοκολάτες από τον Άραβα της γωνίας, να μπαίνουν στο μετρό χωρίς εισιτήριο πηδώντας την μπάρα και να αντιγράφουν στις εξετάσεις
−και, σε σοβαρότερο επίπεδο, να έχουμε ένα κράτος παντάπασιν αναποτελεσματικό, αποτυχημένο σε όλα και που αδυνατεί να εμπνεύσει σεβασμό σε οποιονδήποτε Έλληνα ή ξένο.
Πώς καταφέραμε το πλέον ακαταμάχητο προσόν μας επί χιλιετίες, το ότι είμαστε «μεταξύ Ανατολής και Δύσης», να το μετατρέψουμε σε 100% καθαρό μειονέκτημα; Θεωρώ ότι αυτό είναι κατόρθωμα σχεδόν εφάμιλλο του να καταστρέψει κανείς από το ’60 μέχρι σήμερα ένα νησί που η φυσική του ομορφιά χρειάστηκε εκατομμύρια χρόνια για να διαμορφωθεί.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν αποδεχόμαστε την κουλτούρα μας. Οι Ινδοί οδηγοί στο βιντεάκι λένε «έτσι ξέρουμε, έτσι κάνουμε, δεν είμαστε Ευρωπαίοι». Οι δυτικοευρωπαίοι ομόλογοί τους το ίδιο: «έτσι το ’χουμε εμείς εδώ, δεν είμαστε Ινδοί». Εμείς δεν έχουμε τον αυτοσεβασμό να πούμε «δεν είμαστε καθαροί Ανατολίτες, δεν είμαστε καθαροί Δυτικοί, είμαστε Έλληνες και το κάνουμε ελληνικά»: προσπαθούμε να είμαστε δυτικοί, να πιθηκίσουμε τους δυτικούς, γιατί από τον καιρό που συστήθηκε το ελληνικό κράτος τα πρότυπα από τη Δύση προέρχονταν, αρνούμαστε τα ανατολίτικα στοιχεία μας, και αφού αντικειμενικά δεν μπορούμε να τα ξεριζώσουμε τα έχουμε περιορίσει σε ελαττώματα. Ελαττώματα όχι γιατί είναι αφ’ εαυτών κακά αλλά γιατί έρχονται σε σύγκρουση με τα δυτικά πρότυπα που προσπαθούμε όχι πια να αφομοιώσουμε αλλά να αντιγράψουμε αυτούσια.
****************************************************
Στους τελευταίους αιώνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το κράτος ήταν υπό διάλυση. Δεν μπορούσε να εξασφαλίσει στους υπηκόους του τίποτε. Η αναγκαστική λύση επιβίωσης ήταν να την παλέψει κανείς μόνος του, όχι σύμφωνα με τους νόμους −που έτσι κι αλλιώς κανείς δεν τους γνώριζε, υπήρχε μόνο ένας καδής σε κάθε τόπο που τους εφήρμοζε όπως τον βόλευε− αλλά σύμφωνα με τις ευκαιρίες. Αν κάποιος τα κατάφερνε να βρει τη λύση, η πρώτη του μέριμνα θα ήταν να εξασφαλίσει τη βόλεψή του και μετά να τη μοιραστεί με τους πολύ δικούς του ανθρώπους: συγγενείς, κανένα κουμπάρο, κανένα συγχωριανό. Έτσι όπως το περιγράφω παραπέμπει άμεσα σε νεοελληνικές μικροπονηριές του τύπου «βρήκα άκρη για το βουλευτή που θα μου διορίσει τα παιδιά και θα κάαααθονται», αλλά δεν είναι μόνο έτσι. Οι περισσότεροι Έλληνες εκείνων των χρόνων που κατάφεραν να διακριθούν είτε στα γράμματα είτε στο εμπόριο, έτσι τα κατάφεραν: με προσωπικό αγώνα, βρίσκοντας μόνοι τους τις λύσεις.
Το Οθωμανικό κράτος δεν ήταν πάντα υπό διάλυση. Κάποτε λειτουργούσε όπως έπρεπε −όπως ήθελε δηλαδή. Και τότε όμως, η αυτενέργεια καλλιεργούνταν: «Κύριοι, μπορείτε να έχετε τη θρησκεία σας, την τοπική σας αυτοδιοίκηση, το εθιμικό σας δίκαιο. Εγώ αυτό που ζητάω είναι πέντε πραγματάκια: να πληρώνετε τους φόρους, λίγο παιδομάζωμα και τα λοιπά. Κατά τα άλλα είστε ελεύθεροι να την παλέψετε όπως νομίζετε καλύτερα.» Δεν προσπαθώ να εξωραΐσω τα περίφημα πεντακόσα χρόνια σκλαβιάς: δεν ήταν παραδείσιες συνθήκες, σε καμία περίπτωση. Ήταν όμως τέτοιες ώστε το να βρίσκει κανείς μόνος του λύσεις ήταν και αναγκαίο και θεμιτό. Και όποτε παρά ταύτα οι άνθρωποι (που τότε δεν ήταν βέβαια πολίτες, ήταν υπήκοοι) δεν κατάφερναν να βρουν μεταξύ τους την άκρη και χρειαζόταν να προσφύγουν στις αρχές, οι αρχές ενεργούσαν πιο σωστά και πιο ελεγχόμενα απ’ ό,τι στα μετέπειτα χρόνια της παρακμής. Όταν η παρακμή και η διάλυση έφτασε στο σημείο ο κάθε καδής, ο κάθε φορατζής και ο κάθε πασάς να δουλεύει για πάρτη του εις βάρος τόσο του λαού όσο και του κράτους, τότε πολλές φορές η λύση επιβίωσης ήταν η κομπίνα, το βόλεμα, το γλείψιμο και το λάδωμα.
Ακόμη πιο παλιά, επί Βυζαντίου, δεν ξέρω τι γινόταν. Δεν έχω δεδομένα να αναγάγω αυτή την παράδοση ελιγμών πιο πίσω. Πάντως είναι νομίζω φανερό ότι το να την ψάχνει κανείς μόνος του δεν είναι αφ’ εαυτού τόσο κακό όσο το έχουμε καταντήσει σήμερα.
Σήμερα έχουμε φορέσει στον εαυτό μας ένα σύστημα που δεν αφήνει περιθώριο να την ψάχνεις μόνος σου ει μη μόνον με αθέμιτους τρόπους. Είναι φανερό ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει. Μεταφέρουμε αυτούσια κόλπα από χώρες της Δύσης, που εκεί λειτουργούν, όχι γιατί είναι σωστά αλλά γιατί εκεί είναι σωστά. Ο Γερμανός ή ο Σκανδιναυός θα κάνει αυτό που του ζητά ο νόμος, το κράτος, όχι γιατί είναι κουτόφραγκος αλλά γιατί έχει χίλιους δυο βάσιμους λόγους να εμπιστεύεται το κράτος του. Θα κάνει μια ειλικρινή φορολογική δήλωση, γιατί ξέρει ότι μ’ αυτά τα λεφτά θα έρθει ένα συνεργείο να μπαλώσει τις λακκούβες στο δρόμο έξω από το σπίτι του. Θα περιμένει στο κόκκινο, γιατί ξέρει πως όταν ανάψει το πράσινο θα έχει χώρο να προχωρήσει, δε θα μείνει για πάντα στο ίδιο σημείο. Ο Έλληνας δεν έχει λόγο να εμπιστεύεται ούτε το κράτος ούτε το νόμο, γιατί ξέρει ότι οι λειτουργοί του κράτους και του νόμου είναι σαν τον ίδιον. Δε θα πληρώσει το φόρο, γιατί έτσι κι αλλιώς οι λακκούβες δε θα μπαλωθούν. Αλλά κι αν καμιά φορά έρθει το συνεργείο να τις μπαλώσει, οι μισές θα μείνουν έτσι επειδή ο ίδιος δεν ενδιαφέρθηκε να πάρει το αμάξι του παρόλο που επί μια βδομάδα έβλεπε την ανακοίνωση «παρακαλώ τσακίδια από δω χάμου, θα έρθει συνεργείο οδοποιίας την Τρίτη». Φαύλος κύκλος.

***************************************************
Κι όμως, υπάρχουν και μερικά σημεία όπου ο σύγχρονος απόγονος του πολυμήχανου Οδυσσέα έχει ακόμη το περιθώριο να αυτενεργεί χωρίς να κάνει τίποτε κακό. Εγώ διασχίζω το δρόμο την ώρα που δεν περνάν αμάξια −για την ακρίβεια, διασχίζω το κάθε σημείο του δρόμου τη στιγμή που δεν περνάνε αμάξια από το συγκεκριμένο σημείο. Όταν μια φορά είδα μια παρέα Γερμανούς, τρεις μετά τα μεσάνυχτα καθημερινής, στην παντέρημη επί χιλιάδες μίλια δεξιά και αριστερά Πανεπιστημίου, να περιμένουν να ανάψει ο Γρηγόρης, ε δεν μπορώ να πω, τους χλεύασα από μέσα μου. Αυτό που έκαναν δεν είχε νόημα. Ο Έλληνας που δεν έχει το χρόνο ή τα φράγκα να πάει ακριβώς αυτή τη στιγμή στο συνεργείο, άμα λάχει θα δέσει και την εξάτμισή του μ’ ένα κομμάτι σύρμα −κάτι αδιανόητο υποθέτω στη Ζυρίχη, αλλά δεδομένο στο Κάιρο. Ο Έλληνας που οι γιατροί τού λένε «η περίπτωσή σου δεν έχει καμία ελπίδα», είναι πιο πρόθυμος από τον αντίστοιχο Ευρωπαίο να ψάξει μήπως κάπου αλλού υπάρχει μία ελπίδα που ο συγκεκριμένος γιατρός δε γνώριζε. Μπορεί κανείς να την ψάχνει μόνος του χωρίς να γίνεται παράσιτο της κοινωνίας, φτάνει η κοινωνική οργάνωση να του το επιτρέψει.
Ο Έλληνας τα κατάφερε τόσες χιλιάδες χρόνια όχι επειδή ήταν καβαντζόπουστας, αλλά επειδή ήταν πολυμήχανος: μία ευρύτερη έννοια που βέβαια κάπου περιλαμβάνει και αυτήν του καβαντζόπουστα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται μαζί της. Γιατί δεν τον αφήνουμε να το αναπτύξει; Δεν είναι φανερό ότι τώρα δεν τα καταφέρνει;