ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Γεια σας. Στα «Καρπάθικα Ημερολόγια», που πλέον γράφονται από την Αθήνα το Ηράκλειο, δημοσιεύω σκέψεις και ιδέες που με απασχολούν και που προέρχονται από οτιδήποτε μπορεί να είδα, άκουσα, έζησα.
Για να είμαστε σύμφωνοι με τους κανόνες του παιχνιδιού, θα διατηρήσουμε την ανωνυμία μας. Ο σκοπός βέβαια δεν είναι να κρυφτούμε πίσω από ένα ψευδώνυμο για να πούμε όσα δε θα τολμούσαμε να πούμε ενυπόγραφα, γι' αυτό και κάθε σχολιαστής είναι φυσικά ελεύθερος να υπογράφει όπως θέλει, επωνύμως ή ψευδωνύμως. Ωστόσο, θέλω να μείνουμε σταθεροί σ' αυτή την έστω και σχετική ανωνυμία, δηλαδή να μη δημοσιεύουμε το όνομα του άλλου αν το ξέρουμε.
Όταν απαγορευτεί η ανωνυμία, βλέπουμε...

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ

Σ' αυτό το κείμενο έχω συγκεντρώσει μια σειρά πληροφορίες σχετικά με ονόματα μουσικών οργάνων. Το όργανο που κατεξοχήν έχω μελετήσει και μελετώ είναι η τσαμπούνα. Έτσι κι εδώ το κέντρο γύρω από το οποίο εξακτινώνονται όλες οι άλλες πληροφορίες θα είναι η τσαμπούνα.
Δεν προσπαθώ να αποδείξω κάποια συγκεκριμένη θέση. Απλώς βρίσκω ότι έχει μεγάλο ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς πώς οι λέξεις ταξιδεύουν μέσα στο χρόνο, το χώρο και τις γλώσσες, άλλοτε χεράκι χεράκι με το αντικείμενο που περιγράφουν και άλλοτε σε παράλληλες, διασταυρούμενες ή αποκλίνουσες διαδρομές μαζί του.


Ελληνική τσαμπούνα (από τη Νάξο).

1. Τσαμπούνα.
Η τσαμπούνα είναι νεοελληνικό λαϊκό πνευστό, με δύο αυλούς και ασκό. Παίζεται στα νησιά του Αιγαίου. Στα μάτια του αμύητου δεν ξεχωρίζει από την γκάιντα, που επίσης έχει ασκό και δύο αυλούς και παίζεται στη Μακεδονία και τη Θράκη. Όμως ,τόσο για τον ντόπιο που ξέρει καλά τη μουσική του χωριού του όσο και για τον μουσικολόγο, αυτά τα δύο όργανα είναι σαφώς διακριτά. Η γενική ονομασία που περιλαμβάνει και τα δύο, καθώς και όλα τα άλλα παρόμοια όργανα, είναι άσκαυλος.


Ελληνικές γκάιντες.

Η ονομασία τσαμπούνα προέρχεται από το ιταλικό zampogna (τσαμπόνια). Το ιταλικό ο προφέρεται λίγο πιο κλειστό από το ελληνικό, τείνοντας προς το ου, και γι' αυτό πολλές ιταλικές λέξεις με -ο- έχουν περάσει στα ελληνικά με -ου-, όπως η φουρτούνα (fortuna), η τραμουντάνα (tramontana) κλπ.. Στα ιταλικά τσαμπόνια ονομάζεται και πάλι ένας άσκαυλος, παρόμοιος με τη δική μας τσαμπούνα και την γκάιντα αλλά και πάλι με σαφείς διαφορές και από τις δύο.
Η ιταλική ονομασία με τη σειρά της προέρχεται από το λατινικό symphonia, που είναι βέβαια η ελληνική λέξη συμφωνία. Άρα τελικά η λέξη τσαμπούνα είναι αντιδάνειο. Γιατί όμως ένα τέτοιο όργανο να ονομαστεί «συμφωνία»; Το νόημα του όρου είναι προφανώς ότι δύο ή περισσότεροι αυλοί (στα ιταλικά όργανα είναι συνήθως τέσσερις) ηχούν ταυτόχρονα. Καθώς τα περισσότερα πνευστά βγάζουν ανά πάσα στιγμή μία μόνο φωνή, το γεγονός ότι ο άσκαυλος είναι πολυφωνικός θεωρήθηκε ότι επαρκεί για να τον χαρακτηρίσει και να τον διακρίνει από τα άλλα όργανα, κι έτσι να δώσει το όνομά του.


Ιταλική τσαμπόνια (από το Λάτιο).

Οι άσκαυλοι είναι όργανα διαδεδομένα σε πάρα πολλούς λαούς στην Ευρώπη, τη Βόρειο Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Στη Γεωργία παίζεται ένα όργανο σχεδόν ολόιδιο με τη δική μας τσαμπούνα, και ονομάζεται chiboni (τσίμπονι). Στη Ρουμανία υπάρχουν άσκαυλοι, διαφορετικοί από τους ελληνικούς, που λέγονται cimpoї (τσίμποϊ). Και οι δύο ονομασίες θεωρείται πιθανό να συνδέονται με τις λέξεις τσαμπούνα / zampogna / συμφωνία.

2. Γκάιντα.
Ο άλλος ελληνικός άσκαυλος είναι η γκάιντα. Όσοι δεν ασχολούνται με την παραδοσιακή μουσική θεωρούν ότι η γκάιντα είναι σκωτσέζικο όργανο. Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι οι Σκωτσέζοι παίζουν ένα δικό τους όργανο (το bagpipe -σε αυθεντικά σκωτσέζικα an piob mhor) , που φυσικά δεν έχει καμία ονομασία στα ελληνικά αφού δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Όταν προωτοέγινε γνωστό στην Ελλάδα, το ονομάσαμε γκάιντα επειδή έμοιαζε με τη δική μας γκάιντα. Από τότε μέχρι τώρα όμως συνέβη η σκωτσέζικη γκάιντα να γίνει πιο γνωστή από την ελληνική, με αποτέλεσμα να νομίζουμε ότι η λέξη «γκάιντα» σημαίνει κανονικά εκείνην.

Η κλασική σκωτσέζικη γκάιντα
(Great Highland Bagpipe)
σε στερεοτυπική απεικόνιση.

Η ονομασία γκάιντα χρησιμοποιείται για το ίδιο ή για παρόμοια όργανα σε όλη τη Βαλκανική. Η βουλγαρική γκάιντα είναι πρακτικά η ίδια με τη θρακιώτικη, τόσο ως όργανο όσο και ως όνομα. Το ίδιο και η σκοπιανή. Σε ορισμένες σλαβόφωνες χώρες βρίσκουμε το όνομα αυτό ως γκάιντε ή γκάιντι (gajde στην Κροατία, gajdy στη Σλοβακία). Δεν πρόκειται για παραλλαγή: είναι και πάλι αυτούσια η λέξη γκάιντα, απλώς σε πολλές γλώσσες ο άσκαυλος ονομάζεται με μια λέξη πληθυντικού αριθμού, που δηλώνει τους πολλούς αυλούς και τις πολλές φωνές που βγάζει (και το αγγλικό bagpipe συνήθως απαντά στον πληθυντικό, bagpipes ή και σκέτο pipes, εννοώντας πάντα έναν άσκαυλο.) Επίσης λέγεται gajde στα αλβανικά και gayda στα τουρκικά.
Προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι η ίδια λέξη με την ίδια σημασία χρησιμοποιείται και στην αντίπερα άκρη της Ευρώπης, στις γλώσσες της Ιβηρικής: στα ισπανικά, τα γαλικιανά και τα πορτογαλικά τα τοπικά είδη ασκαύλων ονομάζονται gaita (γάιτα ή γκάιτα, κατά τόπους). Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο δίαυλος γλωσσικού δανεισμού μεταξύ Ιβηρικής και Βαλκανίων / ανατολικής Ευρώπης θα πρέπει να ήταν οι Άραβες, οι οποίοι ως ισλαμικός λαός είχαν έντονη πολιτιστική αλληλεπίδραση προς τους Τούρκους, οι Τούρκοι με τη σειρά τους είχαν αντίστοιχη σχέση με όλους τους Βαλκανικούς λαούς, πολλοί εκ των οποίων είναι σλαβικοί, και τέλος οι Σλάβοι εκτός Βαλκανίων και εκτός Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχαν κι αυτοί σχέση συγκοινωνούντων δοχείων με τους Σλάβους των Βαλκανίων. Και βέβαια είναι γνωστό ότι η κατάκτηση της Ισπανίας από τους Άραβες άφησε ένα πολιτιστικό στίγμα που ακόμη και σήμερα είναι ζωντανό.

.Gaita de fole, Ισπανία - Πορτογαλία.

Πράγματι λοιπόν, οι Άραβες της βόρειας Αφρικής έχουν κι αυτοί ένα όργανο που στο Μαρόκο, την Αλγερία και τη Λιβύη ονομάζεται γάιτα (ghaita -σε γαλλικές πηγές, ιδίως παλιότερες, θα το βρούμε και ως raїta, rhaїta, r’aїta κλπ., σε μια προσπάθεια να αποδοθεί ο φθόγγος «γ»), μόνο που αυτή τη φορά δεν πρόκειται για άσκαυλο, αλλά για το όργανο που εμείς ονομάζουμε ζουρνά. Είναι πνευστό, αλλά στην εμφάνιση είναι τελείως διαφορετικό από τους ασκαύλους. Αν πρέπει να βρούμε κάποιο σημείο ομοιότητας που να ερμηνεύει την κοινή ονομασία, αυτό θα ήταν ίσως ο ήχος: ο μεν άσκαυλος έχει πολλούς αυλούς που ηχούν ταυτόχρονα και αδιάκοπα (με τον ασκό ο μουσικός μπορεί να εισπνέει χωρίς να διακόπτει το παίξιμο), ο δε ζουρνάς παίζεται πάντοτε σε ζεύγη, και με την ιδιαίτερη τεχνική της κυκλικής αναπνοής όπου και πάλι ο μουσικός εισπνέει χωρίς να σταματήσει το φύσημα. Κατά συνέπεια ο αδιάκοπος ήχος και η συνήχηση πλειόνων αυλών χαρακτηρίζει τόσο τους ασκαύλους όσο και τους ζουρνάδες.


Γάιτα (ζουρνάς) από το Μαρόκο.

Ωστόσο, ένα περαιτέρω ψάξιμο σε πιο άγνωστα, τοπικά όργανα, δείχνει ότι στον αραβοϊβηρικό χώρο (Ισπανία, Πορτογαλία, Βόρεια Αφρική) το όνομα αυτό συνδέεται με ποικίλα είδη πνευστών οργάνων. Ένα είδος φλάουτου με τρεις μόνο τρύπες, φτιαγμένο έτσι ώστε με το ένα χέρι να μπορεί κανείς να παίζει ολοκληρωμένες μελωδίες και συνάμα να έχει και το άλλο χέρι ελεύθερο ώστε να συνοδεύει με τύμπανο, ήταν διαδεδομένο παλιότερα σε πολλά μέρη της Ευρώπης στους πλανόδιους ανθρώπους-ορχήστρες. Η γνωστότερη ονομασία αυτού του συνδυασμού είναι η αγγλική, pipe and tabor. Στην Ισπανία (και αλλού βέβαια) αυτά τα φλάουτα παίζονται ακόμη, και συγκεκριμένα στην περιοχή της Σαλαμάνκας ονομάζονται gaita. Στη Ναβάρρα πάλι gaita λέγεται ο ζουρνάς. Τέλος ένα είδος ποιμενικών αυλών με έντονα αρχαϊκά στοιχεία είναι η gaita του Κάδιθ και της ορεινής περιοχής της Μαδρίτης: ξύλινος αυλός με τρεις ή τέσσερις τρύπες, καλαμένιο γλωσσίδι που βγάζει τον ήχο, και ένα κέρατο τράγου ως «καμπάνα» του αυλού στο Κάδιθ ή δύο κέρατα αγελάδας, ένα ως επιστόμιο και ένα ως καμπάνα, στη Μαδρίτη.

.






Δύο όργανα από την ομάδα των «χόρνπαϊπ»: αριστερά, gaita με κέρατο τράγου από την περιοχή του Κάδιθ στην Ισπανία. Δεξιά, [δεν ξέρω πώς λέγεται...], από την Τυνησία, με το κέρατο αγελάδας που είναι πιο συνηθισμένο.

Στην Ελλάδα, εκτός από την ονομασία γκάιντα που σημαίνει την γκάιντα, υπάρχουν κάποιες τοπικές παραλλαγές (γκάιδα, γάιτα κλπ.), ενώ στην Κύθνο η ίδια λέξη, στη μορφή κάιντα, χρησιμοποιόταν παλιότερα για την τσαμπούνα.

3. Άσκαυλος.
Ο άσκαυλος δεν είναι ένα συγκεκριμένο όργανο. Είναι όρος της οργανολογίας, δηλαδή επιστημονικός, και περιλαμβάνει όλα τα όργανα που αποτελούνται από ασκό και αυλούς. Είναι αρχαιοελληνική λέξη, που όμως στην αρχική της χρήση εδήλωνε ένα συγκεκριμένο είδος ασκαύλου. Το ποιο ήταν αυτό και πώς ακριβώς έμοιαζε είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει την οργανολογία χωρίς να βρεθεί μέχρι τώρα η οριστική απάντηση.
Η λέξη είναι σύνθετη από τον ασκό και τον αυλό. Ο αυλός σήμερα είναι κι αυτός γενικός τεχνικός όρος της οργανολογίας, που σημαίνει το σωλήνα του κάθε πνευστού οργάνου (στην περίπτωση οργάνων που αποτελούνται μόνο από ένα σωλήνα, ως αυλός περιγράφεται και το ίδιο το όργανο). Στους αρχαίους ο αυλός ήταν κι αυτός ένα πιο συγκεκριμένο όργανο. Όχι απόλυτα συγκεκριμένο, καθώς κι αυτός είχε διάφορες παραλλαγές, αλλά σίγουρα σήμαινε κάτι όχι τόσο γενικό όσο σήμερα. Εδώ δε θα επεκταθούμε στο τι ακριβώς είναι γνωστό για τον αυλό ως αρχαιοελληνικό όργανο.
Το θέμα είναι ότι το να περιγράφεται η τσαμπούνα, ή το όποιο παρεμφερές όργανο, με μία λέξη που σημαίνει «ασκός με αυλό» ή «αυλός με ασκό» είναι μία ιδέα που την είχαν πολλοί λαοί. Η σκέψη είναι τόσο προφανής ώστε περιττεύει να αναρωτηθούμε ποιος την πήρε από ποιον: όλοι την πήραν απλούστατα από αυτό που έβλεπαν μπροστά τους. Το ακριβές αντίστοιχό του στα λατινικά είναι tibia utricularis: tibia είναι η λατινική ονομασία του αυλού (του οργάνου αυλού, όπως στους αρχαίους Έλληνες, όχι του γενικού όρου «αυλός» όπως σήμερα), και η ίδια λέξη σημαίνει επίσης το κόκκαλο της κνήμης, το παρ' ημίν καλάμι, που είναι φυσικός σωλήνας και που αρχαιόθεν είχε χρησιμοποιηθεί από πολλούς λαούς, όπως και το καθαυτού καλάμι, για την κατασκευή αυλών. Utricularis σημαίνει «με ασκό, ένασκος, ασκόεις», από το uter που είναι ο ασκός.
Ακριβώς το ίδιο σημαίνουν και το αγγλικό bagpipe, το σουηδικό säckpipa, το γερμανικό Sackpfeiffe. Μόνο που εδώ δεν πρόκειται για γενικούς όρους αλλά για συγκεκριμένα εκάστοτε είδη οργάνων (όσο κι αν σε διαφορετικά μέρη όπου μιλιέται η ίδια γλώσσα τα ομώνυμα όργανα μπορεί να διαφέρουν μεταξύ τους). Ωστόσο στην πορεία οι όροι γενικεύτηκαν. Σήμερα στα αγγλικά η λέξη bagpipe μπορεί να σημαίνει κάποιο συγκεκριμένο είδος οργάνου (στον αγγλόφωνο κόσμο υπάρχουν πολλές παραλλαγές ασκαύλων), ταυτόχρονα όμως σε οργανολογικά συμφραζόμενα παίρνει και τη γενική σημασία «άσκαυλος».
Με τον ίδιο τρόπο οι Πόντιοι ονομάζουν την τσαμπούνα τους, μεταξύ άλλων λέξεων, και τουλούμ-ζουρνά, από το τουλούμι (<τουρκ. tulum) και τον ζουρνά, ο οποίος δεν είναι μεν ίδιος με τους αυλούς της τσαμπούνας αλλά είναι, προφανώς, το πρότυπο του «αυλού» στην αντίληψη του παλιού Πόντιου. Η ονομασία αυτή μοιάζει τούρκικη, ωστόσο οι Τούρκοι τη δική τους τσαμπούνα την ονομάζουν σκέτα tulum -λέξη που άλλωστε τη χρησιμοποιούν, κι αυτήν, και οι Πόντιοι. Και οι Έλληνες της Αζοφικής παίζουν ένα είδος ασκαύλου, που το ονομάζουν τλουμπ-ζουρνά, προφανώς κατά παραφθορά του τουλούμ-ζουρνά.
Στην ίδια λογική στηρίζεται και η περσική ονομασία νέι-ανμπούν (ney-anbun, βρίσκεται και με άλλες ορθογραφίες), που δηλώνει ένα ιρανικό είδος ασκαύλου. Ανμπούν είναι ο ασκός. Όσο για το νέι, εμείς ξέρουμε ότι είναι ένα είδος φλογέρας που παίζεται στο Ιράν, τον αραβικό κόσμο και την Τουρκία και τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα, πολύ διαφορετικό από τους αυλούς του ιρανικού ασκαύλου που ουσιαστικά είναι μαντούρες. Περσικά δεν ξέρω βέβαια, φαίνεται όμως ότι εκεί η λέξη έχει γενικότερη σημασία, ίσως όπως στα ελληνικά ο αυλός ή στα αγγλικά το pipe, που σημαίνουν κάθε είδος αυλού. Την ίδια λέξη τη συναντάμε ως συνθετικό στο νέι-τζοφτί (ney jofti), το όνομα ενός άλλου περσικού οργάνου, που αποτελείται από δύο όμοιες μαντούρες.


Νέι ανμπούν, ιρανική τσαμπούνα.
Όπως και στη σκωτσέζικη γκάιντα,
το δερμάτινο ασκί είναι ντυμένο μ' ένα
εμπριμέ ύφασμα.

Στην Κρήτη η τσαμπούνα λέγεται ασκομαντούρα. Μαντούρα είναι ο μονός καλαμένιος αυλός με γλωσσίδι, που σε άλλα νησιά ονομάζεται μονοτσάμπουνο. Το μονοτσάμπουνο είναι ο ένας από τους δύο αυλούς της τσαμπούνας, αν τον αποσπάσουμε από το πλήρες όργανο. Στα υπόλοιπα νησιά πλην Κρήτης δε θεωρείται όργανο: παίζεται (ή μάλλον παιζόταν) μόνο από παιδιά, σαν παιχνίδι που μάλιστα το έφτιαχναν μόνα τους. Όσα παιδιά είχαν περισσότερο ταλέντο και μεράκι και κατάφερναν να παίξουν πραγματικές μελωδίες, συνήθως προχωρούσαν στην κατασκευή και το παίξιμο και της ολόκληρης τσαμπούνας. Τα υπόλοιπα τη χρησιμοποιούσαν πιο πολύ σα σφυρίχτρα, μέχρι να μεγαλώσουν και να τη βαρεθούν. Σήμερα η μαντούρα ή μονοτσάμπουνο παίζεται, και πάλι, από όσους θέλουν να μάθουν τσαμπούνα: χρησιμοποιείται ως ένα απλό προστάδιο, όπου ο αρχάριος παίχτης μαθαίνει να τοποθετεί και να κινεί τα δάχτυλά του στον αυλό χωρίς να χρειάζεται ταυτόχρονα να βασανίζεται με τις δυσκολίες του ασκού και των δύο αυλών που συμφωνούν (φωνάζουν ταυτόχρονα). Αφού μάθει να ελέγχει τα δάχτυλα και τις τρύπες, θα ασχοληθεί και με αυτά.

Μαντούρα ή μονοτσάμπουνο.
Μάθημα τσαμπούνας στη Σύρα.


Η Κρήτη είναι το μόνο μέρος όπου η μαντούρα είχε και έχει μια κάποια, αν και περιθωριακή οπωσδήποτε, παρουσία και ως αυτοτελές όργανο. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι στη μεν Κρήτη η μαντούρα έχει δικό της ξεχωριστό όνομα, «μαντούρα», και η τσαμπούνα ονομάζεται «ασκομαντούρα», ήτοι μαντούρα με ασκό, ενώ στα άλλα νησιά η τσαμπούνα είναι που έχει αυτοπροσδιοριστικό όνομα ενώ ο σκέτος αυλός λέγεται «μονοτσάμπουνο», δηλαδή ορίζεται εν αναφορά προς την τσαμπούνα.


Μαντούρα.
Παίζει ο «Μπαξές» (Μανώλης Φαραγκουλιτάκης) από τα Βορίζα Ηρακλείου.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μία παρέκβαση από τα καθ' εαυτά ονοματολογικά. Με τα σημερινά δεδομένα, ή ακόμη και με τα δεδομένα ενός αγροτικού χωριού στην Ελλάδα προ πενήντα ή εκατό ετών, η κατασκευή ενός αυλού σαν τη μαντούρα είναι κάτι τόσο απλό ώστε να θεωρείται άξιο μόνο για παιδικό παιχνίδι. Για να βγάλει κάτι που να θεωρηθεί μουσική πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως εξάρτημα μιας πιο σύνθετης κατασκευής, όπως είναι όχι μόνο η τσαμπούνα αλλά και τα ποικίλα είδη διπλομαντούρας, ή το χόρνπαϊπ (αυλός με απόληξη κέρατο, όπως η γάιτα του Κάδιθ που είδαμε πιο πάνω). Έτσι σε πλήθος λαούς βλέπουμε τη μαντούρα ή την όποια ανάλογη κατασκευή να χρησιμοποιείται μ' αυτούς τους δύο τρόπους: είτε αυτοτελώς σαν παιχνίδι, είτε ως εξάρτημα οργάνου -όχι όμως αυτοτελώς σαν μουσικό όργανο. Αν όμως το σκεφτούμε αυτό μερικές χιλιάδες χρόνια πριν, στον πρωτόγονο άνθρωπο, η επινόηση και κατασκευή της μαντούρας θα πρέπει να ήταν καταπληκτικό τεχνολογικό επίτευγμα. Αναμφίβολα θα πρέπει να διέγραψε μία μακρά σταδιοδρομία ως κανονικό μουσικό όργανο, που σε κανέναν δε θα φαινόταν ανεπαρκές ή καλό μόνο για τα παιδιά. Με την πρόοδο όμως της μουσικής, τα πιο εξελιγμένα όργανα που στηρίζονταν στο βασικό κόνσεπτ της μαντούρας άφησαν την ίδια τη μαντούρα πίσω. Έτσι σιγά σιγά εξέπεσε σε παιδικό παιχνίδι, όπως συνέβη με τη σφεντόνα και το φυσοκάλαμο όταν έπαψαν να είναι αποτελεσματικά όπλα, όπως συνέβη με τα παραμύθια όταν οι μεγάλοι έπαψαν να ενδιαφέρονται γι' αυτά, όπως συνέβη με το «αμπεμπαμπλόμ» και το «άκατα μάκατα σούκουτου μπε» όταν έχασαν τη μαγική τους αξία ως ξόρκια.
Σήμερα, κι αν όχι σήμερα πάντως μέχρι τις πρόσφατες δεκαετίες, σε πολλές χώρες τα παιδιά φτιάχνουν / έφτιαχναν μαντούρες για παιχνίδι. Στην Ελλάδα απ' όσο ξέρω αυτό έχει χαθεί πια. Το μόνο αντίστοιχο που παραμένει ζωντανό είναι το όργανο που φτιάχνουν τα γυφτάκια με το καλαμάκι του φραπέ: τσακίζουν και πιέζουν τα χείλη ώστε να δημιουργηθεί ένα διπλό γλωσσίδι, ανοίγουν τρύπες καίγοντας το πλαστικό με την κάφτρα ενός τσιγάρου και παίζουν μουσική. (Από αυστηρά οργανολογική άποψη αυτό δεν είναι μαντούρα, γιατί της μαντούρας το γλωσσίδι είναι μονό. Αλλά δεν παύει να πρόκειται για την ίδια συνήθεια. Παλιά τα παιδιά το έκαναν με καλάμι ή με κοτσάνι από διάφορα σιτηρά, που τα έβρισκαν παντού γύρω τους. Σήμερα τα γυφτάκια το κάνουν με καλαμάκια, που αντίστοιχα τα βρίσκουν εύκολα γύρω τους.) Περιπτώσεις, όπως στην Κρήτη, όπου αυτή καθ' εαυτήν η μαντούρα διατηρήθηκε μέχρι σήμερα σαν κανονικό όργανο, είναι πολύ σπάνιες. Υπάρχουν όμως κάποιες, όπως το τουρκικό σιψί (sipsi), του οποίου οι παίχτες έχουν αναπτύξει τόση επάρκεια και δεξιοτεχνία ώστε να χρησιμοποιείται ακόμη και σε γάμους.


Σιψί (τούρκικη μαντούρα) από την περιοχή Μπόρντουρ.

Κι εδώ κλείνω την παρέκβαση.


Άλλες τοπικές ονομασίες για την τσαμπούνα, στην ίδια λογική με τον άσκαυλο / bagpipe, είναι τσαμπουνοφυλάκα στην Ικαρία και τσαμπουνάσκιο στη Νάξο. Το τσαμπουνάσκιο η αλήθεια είναι πως το ξέρω μόνο από τη βιβλιογραφία: έχω γνωρίσει πολλούς τσαμπουνιέρηδες από τη Νάξο και κανείς τους δε χρησιμοποιεί αυτό τον όρο. Αλλά φαίνεται πως παλιότερα τον χρησιμοποιούσαν. Η τσαμπουνοφυλάκα βγαίνει από την τσαμπούνα και τη φυλάκα / φυλάκι (< αρχ. θύλακος). Και σ' άλλα νησιά το ασκί το λένε θυλάκι, θυλακούρι ή φυλάκι. Άρα τόσο η τσαμπουνοφυλάκα όσο και το τσαμπουνάσκιο θα σημαίνουν «ασκός με τσαμπούνα». Ναι, αλλά πώς ασκός με τσαμπούνα αφού η τσαμπούνα έχει ήδη από μόνη της ασκό; Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι στα νησιά αυτά η λέξη τσαμπούνα δε σήμαινε την ολόκληρη τσαμπούνα, αλλά μόνο τον αυλό, δηλαδή το μονοτσάμπουνο / μαντούρα.
Μια τέτοια υπόθεση δεν είναι παρακινδυνευμένη. Προσωπικά έχω διαπιστώσει ότι στη Λήμνο η τσαμπούνα σαν όργανο είναι άγνωστη, ακόμη και στους παλαιούς. Η λέξη όμως υπάρχει, και σημαίνει τη μαντούρα, την οποία θυμούνται από τα παιδικά τους χρόνια ως παιχνίδι. Σε άλλες πάλι περιοχές όπου ποτέ δεν υπήρχαν τσαμπούνες η λέξη σημαίνει είτε το γλωσσίδι κάποιου άλλου οργάνου (π.χ. στα χωριά των Πιερίων τσαμπούνα λένε το γλωσσίδι της γκάιντας) είτε κάποιο άλλο είδος πνευστού, συνήθως τόσο απλού, πρωτόγονου και μουσικά «ανεπαρκούς» όσο η μαντούρα -δηλαδή περισσότερο κάποιο παιδικό μουσικό παιχνίδι.

4. Μαντούρα.
Η μαντούρα πάλι μάς πάει σ' έναν άλλο δρόμο μέσα στον κόσμο της ονοματολογίας. Έχω ήδη μιλήσει λίγο γι' αυτή τη λέξη και στο κείμενο για τους ταμπουράδες. Εκτός από μαντούρα, οι Κρητικοί τη λένε και μπαντούρα. Και την τσαμπούνα αντίστοιχα τη λένε όχι μόνο ασκομαντούρα αλλά και ασκομπαντούρα. Το αν αυτές οι λέξεις είναι με -μ- ή με -μπ- είναι θέμα του τοπικού ιδιώματος κάθε περιοχής. Ωστόσο η μορφή μπαντούρα μάς φέρνει πιο κοντά στην αρχική μορφή της λέξης.
Τη λέξη αυτή τη συναντάμε στην ελληνική γλώσσα με τις μορφές μ(π)αντούρα, πανδούρα / πανδουρίς, φάνδουρον, θαμπούρα, ταμπουράς. Σημαίνει κατά περίπτωση διάφορα όργανα. Κατά βάση συνδέεται με τους ταμπουράδες, έγχορδα όργανα περί των οποίων βλέπε το ανωτέρω λινκ. Ο ταμπουράς είναι ένα χαμένο σήμερα νεοελληνικό έγχορδο, πρόδρομος του μπουζουκιού και του μπαγλαμά και, κατά μία έννοια, και του λαούτου. Ο ταμπουράς είχε πλήθος τοπικές παραλλαγές με διαφορετικά μεγέθη, κουρδίσματα, αριθμό χορδών και μπερντέδων, τεχνικές παιξίματος κλπ., με σταθερό χαρακτηριστικό ότι το μπράτσο ήταν μακρύ και το ηχείο σχετικά μικρό. Υπήρχε και παλιότερα, οι Βυζαντινοί το ονόμαζαν θαμπούρα και το έχουν απεικονίσει σε πολλές αγιογραφίες. Στην αρχαία Ελλάδα μπορώ να βεβαιώσω ότι υπήρχε τουλάχιστον από τον πρώτο μ.Χ. αιώνα, αφού το είδα με τα μάτια μου σ' ένα μικρό λίθινο ανάγλυφο με αυτή τη χρονολόγηση. Εκεί αναφερόταν ως τρίχορδον, αλλά οι ονομασίες πανδούρα / πανδουρίς πρέπει κι αυτές να είναι αρχαιοελληνικές.
Είναι δεκάδες, πιθανώς εκατοντάδες τα όργανα ανά τον κόσμο που ονομάζονται με κάποια παραλλαγή αυτής της λέξης. Τα περισσότερα έχουν κάποια περισσότερο ή λιγότερο κοντινή σχέση με τους δικούς μας ταμπουράδες, δηλαδή αν μη τι άλλο είναι έγχορδα. Όχι όλα όμως. Αν ισχύει η ετυμολογία που αναφέρω στο άλλο κείμενο, από το ασσυριακό παν-τουρ = «μικρό τόξο», τότε σίγουρα το πρώτο όργανο όπου εφαρμόστηκε αυτή η ονομασία θα ήταν έγχορδο. Τόσο το τόξο όσο και το έγχορδο όργανο έχουν μία ή περισσότερες χορδές που αν τις τραβήξεις ή τις χτυπήσεις ή τις τσιμπήσεις δονούνται και ηχούν. Στο τόξο (το όπλο) αυτός δεν είναι ο βασικός σκοπός: τεντώνεις τη χορδή για να ρίξεις το βέλος. Ο ήχος είναι απλώς μια παράλληλη συνέπεια. Στο όργανο αντίθετα αυτό που επιδιώκεις είναι ο ήχος. Ο συσχετισμός όμως δε διέλαθε την προσοχή του πολύ πολύ αρχαίου ανθρώπου, τότε που ο κόσμος ήταν ακόμη καινούργιος και τα πράγματα δίχως ονόματα κι έπρεπε εκείνος να τους βρει. Άλλωστε θεωρείται πιθανό ότι πέρα από τα ονόματα, και η ίδια η αρχική επινόηση των πρώτων έγχορδων οργάνων συνδέεται με αυτήν του τόξου. Σε πολύ μεταγενέστερες και πιο εξελιγμένες μουσικά και παντοιοτρόπως εποχές ήρθε η επινόηση του δοξαριού, το οποίο επίσης μοιάζει με τόξο -μιλάμε πλέον για εποχές όπου τα έγχορδα είχαν εξελιχθεί σε σημείο ώστε να μη θυμίζουν πλέον σε τίποτε τόξα-, και γι' αυτό ονομάστηκε τόξο στις περισσότερες γλώσσες.
Εν πάση περιπτώσει, λέγαμε λοιπόν ότι τα περισσότερα όργανα που ονομάζονται με κάποια παραλλαγή της λέξης «ταμπουράς» είναι έγχορδα. Και ότι μερικά, όπως η κρητική μπαντούρα, αποτελούν την εξαίρεση. Άλλη εξαίρεση είναι μερικά κρουστά: το ντέφι, που στα ιταλικά λέγεται tamburello και στα γαλλικά tambourin, και από κει στα αγγλικά tambourine, το τύμπανο που στα γαλλικά λέγεται tambour και από κει στα ελληνικά ταμπούρο και ταμπούρλο. Ταμπούρο είναι, στην ντραμς, εκείνο το τύμπανο που έχει κι από τις δύο πλευρές μεμβράνη (...ή κάνω λάθος;), το πλαίσιό του είναι λιγότερο βαθύ από του «βαθιού» και των τομ, και κάτω από την κάτω μεμβράνη έχει τεντωμένες κάτι αλυσιδίτσες που δημιουργούν ένα χαρακτηριστικό ρολαριστό ήχο όταν πάλλονται με το χτύπημα της μπαγκέτας στη πάνω μεμβράνη. Ταμπούρλο έλεγαν παλιά στη Ζάκυνθο το νταούλι (και ταμπουρλονιάκαρο τη ζυγιά ζουρνά - νταυολιού). Σήμερα ο όρος έχει γενικευθεί και σημαίνει το τύμπανο της παρέλεσης, που είναι ουσιαστικά το ίδιο με το ταμπούρο της ντραμς, το ταμπούρλο όμως είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως από μη μουσικούς. Τέλος, όπως ο όρος τύμπανο έχει περάσει και στην αρχιτεκτονική, την ανατομία και άλλους κλάδους του επιστητού σημαίνοντας κάτι που να έχει κάποιο κοινό σημείο με το τύμπανο (σχήμα, λειτουργία ή ότιδήποτε), έτσι και το ταμπούρο έχει περάσει στην ορολογία του αυτοκινήτου σημαίνοντας ένα εξάρτημα των φρένων που έχει σχήμα κάπως σαν τύμπανο.
Καλά, και πώς από έγχορδο έφτασε να σημαίνει όργανα οποιουδήποτε άσχετου είδους; Το πώς δεν είμαι σε θέση να το απαντήσω. Είναι όμως κάτι που συμβαίνει, δεν πρόκειται για μοναδική περίπτωση. Η νεοελληνική λύρα, κρητική, θρακιώτικη κλπ., με το δοξάρι, δεν έχει καμία σχέση με την αρχαιοελληνική λύρα, που απλουστευτικά θα την περιγράφαμε μάλλον σαν ένα είδος άρπας, κι όμως το καινούργιο όργανο κληρονόμησε το όνομα του παλιού. Στα ταμπουρλονιάκαρα που μόλις προανέφερα, νιάκαρο είναι ο ζουρνάς, και φαίνεται πως και αλλού πρέπει να υπήρχε κάποια παρόμοια ονομασία, γιατί έχουμε τη φράση «δεν έχω ανάκαρα» (= δεν έχω αντοχή), που δε μου το βγάζεις από το μυαλό ότι αρχικά θα εσήμαινε «δεν έχω ανάσα, δεν έχω αντοχή να φυσήξω το ζουρνά». Αλλά το όνομα αυτό προέρχεται από το βυζαντινό ανακαράς, και ο ανακαράς ήταν κρουστό. Οι ανακαράδες παίζονταν σε ζεύγη, ένας πιο μπάσος κι ένας πιο ψιλός, όπως σήμερα τα τύμπανα της κλασικής ορχήστρας. Και ακόμη πριν τους βυζαντινούς πάλι αυτό σήμαινε, δύο τύμπανα, αλλά αυτό θα το ψάξετε μόνοι σας γιατί πρέπει κάποια στιγμή να επιστρέψω στο θέμα μου.

5. Πίπιζα.
Πίπιζα είναι μια από τις ονομασίες που χρησιμοποιούν ενίοτε οι μη ειδικοί για τη σκωτσέζικη γκάιντα, ή και γενικότερα για τις γκάιντες ή τους ασκαύλους οποιουδήποτε είδους. Πρόκειται για μια εσφαλμένη ονομασία που οφείλεται σε σπασμένο τηλέφωνο.
Η ελληνική λέξη πίπιζα στην πραγματικότητα σημαίνει ζουρνάς. Ας επισημάνουμε ότι πολλές φορές διάφορες τέτοιες λέξεις όπως πίπιζα, καραμούζα, ταμπούρλο κλπ., που δε μοιάζουν ούτε πολύ σοβαρές ούτε πολύ συγκεκριμένες στη σημασία τους αλλά μάλλον σαν γενικόλογες και λίγο χιουμοριστικές/υποτιμητικές περιγραφές αόριστων οργάνων, ήσαν αρχικά κανονικότατα ονόματα οργάνων. Πίπιζα λοιπόν είναι μία από τις ονομασίες του ζουρνά στην κεντρική και νότια Ελλάδα.
Από την κατάληξη -ζα εικάζω ότι η λέξη προέρχεται από τα αρβανίτικα, και από την επανάληψη της συλλαβής πι- ότι είναι ηχοποιημένη λέξη. Και τα δύο είναι απλώς δικές μου υποθέσεις, δεν είμαι σε θέση να τα αποδείξω.
Ο ζουρνάς, δηλαδή η πίπιζα, έχει πολύ χαρακτηριστικό σχήμα καθώς απολήγει σε χωνί. Την ίδια απόληξη έχουν και διάφορα άλλα πνευστά όργανα. Ο κύριος αυλός της σκωτσέζικης γκάιντας, αυτός με τις τρύπες όπου ο μουσικός παίζει τη μελωδία, επίσης έχει αυτή την απόληξη. Λόγω αυτής της ομοιότητας, όταν οι Έλληνες πρωτόμαθαν αυτό το σκωτσέζικο όργανο και θέλησαν να το ονομάσουν κάπως, το είπαν πίπιζα.
Πιο πάνω όμως είπαμε ότι με την ίδια ακριβώς διαδικασία το ονόμασαν γκάιντα. Πράγματι, συνέβησαν και τα δύο. Η ομοιότητα με την ελληνική γκάιντα είναι βέβαια πιο έντονη απ' ό,τι με τον ζουρνά. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη μας ότι στην κεντρική και νότια Ελλάδα, όπου χρησιμοποιείται η ονομασία πίπιζα για τον ζουρνά, δεν υπάρχουν γκάιντες. Έτσι τελικά για τους ανθρώπους που είχαν τη λέξη πίπιζα στο ενεργό τους λεξιλόγιο, η πίπιζα ήταν όντως το πλησιέστερο γνωστό τους όργανο προς τη σκωτσέζικη γκάιντα.
Αυτή είναι μια συνηθισμένη και φυσική διαδικασία για την ονοματοδοσία πραγμάτων που είναι καινούργια για ένα λαό. Είναι προφανώς η ίδια από την οποία προέκυψε να ονομάζουν gaita άλλοι την γκάιντα, άλλοι τον ζουρνά, άλλοι το χόρνπαϊπ και άλλοι τη φλογέρα. Γιατί ειδικά στην περίπτωση της πίπιζας τη χαρακτήρισα εσφαλμένη;
Ίσως λίγο υποκειμενικά, παρασυρόμενος από το γεγονός ότι εγώ γνωρίζω σε ποιον οργανολογικό τύπο αναφερόταν αρχικά η κάθε λέξη. Αλλά οπωσδήποτε ο κάθε λαός μπορεί να ονομάζει τα δικά του πράγματα όπως θέλει. Όσο κι αν η ονοματοθεσία προέρχεται από σπασμένο τηλέφωνο, νομιμοποιείται από το γεγονός ότι με το πέρασμα του χρόνου η λέξη ζυμώνεται, μαζί με το ίδιο το αντικείμενο, μέσα στη συνείδηση του λαού που είναι φυσικός φορέας και των δύο. Αυτό ισχύει για τους βορειοαφρικανούς που λένε τον ζουρνά τους γάιτα και για τους Ισπανούς που λένε διάφορα άλλα δικά τους όργανα με την ίδια ονομασία. Δεν ισχύει όμως όταν εμείς ονομάζουμε πίπιζα ένα όργανο που δεν είναι δικό μας: η σκωτσέζικη γκάιντα ποτέ δεν είχε καμία ευκαιρία να ζυμωθεί στη συνείδησή μας μαζί με αυτή τη λέξη. (Ούτε με τη λέξη γκάιντα βέβαια, αλλά τουλάχιστον η λέξη γκάιντα είναι τεχνικά ακριβέστερη.) Και εκεί που μιλάμε πλέον για αδιαμφισβήτητο λάθος είναι όταν από τη σκωτσέζικη γκάιντα η λέξη πίπιζα επεκτείνεται και σε άλλους ασκαύλους, μέχρι και στην ελληνική γκάιντα, η οποία έχει ήδη δικό της όνομα και δεν έχει καμία ανάγκη να πάρει το όνομα ενός άσχετου οργάνου (του ζουρνά) απλώς και μόνο επειδή μοιάζει με ένα τρίτο όργανο (τη σκωτσέζικη γκάιντα) που ο ομιλητής το ξέρει καλύτερα από την ελληνική γκάιντα αλλά του δίνει λάθος όνομα.

6. Ασκός, τουλούμι.
Το εμφανέστερο και χαρακτηριστικότερο στοιχείο στην εμφάνιση όλων των ασκαύλων είναι σίγουρα ο ασκός. Έτσι σε αρκετούς λαούς η λέξη για τον ασκό έχει φτάσει να σημαίνει και το ίδιο το όργανο.
Οι παλαιότερες ηχογραφήσεις ελληνικής τσαμπούνας είναι μάλλον αυτές που πραγματοποίησε το 1930 η Μέλπω Μερλιέ. Στο πλαίσιο μιας γενικότερης σειράς ηχογραφήσεων παραδοσιακής ελληνικής μουσικής, έγραψε και μερικούς Πόντιους τσαμπουνιέρηδες. Οι δίσκοι αυτοί δε βγήκαν στο εμπόριο. Αργότερα όμως, όταν το Αρχείο Μέλπως Μερλιέ άρχισε να βγάζει κάποιες από αυτές τις ηχογραφήσεις σε δίσκους εμπορίου, το όργανο ονομαζόταν «ασκί». Δεν έχω υπόψη μου να χρησιμοποιούσαν ποτέ οι Πόντιοι αυτή την ονομασία, οπότε μάλλον πρόκειται για εξελληνισμένη απόδοση του «τουλούμ». Ως μακεδονικός ασκός αναφέρεται και η γκάιντα που έπαιζε ο Θόδωρος Κεκές στον «Μπάλλο» του Σαββόπουλου (αν και ο Κεκές ήταν θρακιώτης, οπότε θα έπρεπε να λένε «θρακικός ασκός»).
Όπως και να 'χει, μία ονομασία που σαφώς έχει χρησιμοποιηθεί από το λαό και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται, είναι αγγείον. Είναι άλλη μία ποντιακή ονομασία, πλάι στο τουλούμ και τον τουλούμ-ζουρνά. Τα τουλούμια, ανεξάρτητα από τη χρήση τους στους ασκαύλους, τα έφτιαχναν από πάντα οι άνθρωποι για να αποθηκεύουν και να μεταφέρουν υγρά: κρασί, λάδι, νερό (ο Οδυσσέας και αέρα). Χρησιμοποιούνταν λοιπόν ως αγγεία. Φαίνεται λοιπόν ότι οι Πόντιοι, παράλληλα προς την τούρκικη λέξη τουλούμι, διατήρησαν και την αρχαιοελληνική αγγείον, μετατοπίζοντας ελαφρώς την έννοιά της (από το πήλινο στο δερμάτινο αγγείο). Δεν ξέρω αν εκτός από το όργανο, που το λένε αγγείον, λένε αγγεία και τα σκέτα ασκιά, πάντως το ασκί της τσαμπούνας δεν το λένε τουλούμι, το λένε ποστ -μια λέξη άγνωστης σε μένα ετυμολογίας.
Ότι οι Τούρκοι την τσαμπούνα τους τη λένε tulum το αναφέραμε ήδη. Ωστόσο ας διευκρινήσουμε ότι στην πραγματικότητα οι καθαυτό Τούρκοι δεν παίζουν τσαμπούνα. Παίζεται στην Τουρκία, αλλά από τους Λαζούς, ένα γηγενή λαό του Πόντου συγγενή προς τους Γεωργιανούς.
Στην Κροατία υπάρχει μια ολόκληρη οικογένεια από τσαμπουνοειδή όργανα, τα ντίπλε (diple). Έχουν δύο παράλληλους αυλούς, άλλα έχουν ασκό κι άλλα παίζονται με το στόμα, και εκτός από αυτή τη διαφορά διακρίνονται επίσης από το πώς είναι τρυπημένοι οι αυλοί. Όσα έχουν ασκό λέγονται ντίπλε να μιέσινου, που σημαίνει κατά λέξη «ντίπλε με ασκό». Μιέσινα είναι ο ασκός. Παράλληλα όμως υπάρχει και η ονομασία μιχ (mih), που σημαίνει σκέτο «ασκός».

Μιχ ή Ντίπλε-να-μιέσινου
από τη νήσο Πέλιεσατς της Κροατίας.

«Ασκός» σημαίνει επίσης και η λέξη duda, που τη βρίσκουμε αυτούσια ή σε παραλλαγές ως ονομασία διαφόρων ασκαύλων στην Κροατία και την Τσεχία (dudy), την Ουγγαρία, την Πολωνία και την Ουκρανία (duda), αλλά και τη Γερμανία και την Αυστρία (dudelsack).
Ο ασκός φτιάχνεται κυρίως από δέρμα κατσίκας. Ένας άλλος λοιπόν τρόπος να ονομάζονται αυτά τα όργανα είναι από τη λέξη «κατσίκα». Στη Γαλλία δύο διαφορετικά είδη ασκαύλου από διαφορετικές περιοχές ονομάζονται chevrette και cabrette, δηλαδή «κατσικούλα». Η πρώτη λέξη είναι υποκοριστικό του κοινού γαλλικού chevre (κατσίκα), ενώ η δεύτερη μοιάζει να προέρχεται άμεσα από το λατινικό capra (που σημαίνει πάλι κατσίκα, και από το οποίο βγαίνει και το chevre).

..












Εκτός από πρώτη ύλη για το ασκί και για το όνομα, η κατσίκα χρησιμοποιείται και ως διακοσμητικό μοτίβο σε πολλούς ασκαύλους. Πάνω Ceske dudy από τη Βοημία, δεξιά slaski gajdy από την Πολωνία.


Στα ελληνικά νησιά τα παιδιά έφτιαχναν μικρά τσαμπουνάκια με ασκό από την φούσκα (ουροδόχο κύστη) του χοίρου. Πιθανώς κι αυτό να είναι επιβίωμα κάποιου αρχαίου οργάνου που χρησιμοποιόταν όχι για παιχνίδι αλλά για κανονική μουσική. Σίγουρα πάντως δεν είναι ελληνική αποκλειστικότητα. Ένα άλλο είδος γαλλικού ασκαύλου ονομάζεται veuze, από μια λέξη που είναι παραλλαγή του vessie που σημαίνει κύστη. Σήμερα οι βεζ έχουν δερμάτινο ασκό, ωστόσο η ονομασία τους δείχνει ότι προφανώς παλιότερα είχαν ασκό από κύστη.

Παιδικό τσαμπουνάκι με ασκό από κύστη.

7. Καλάμι.
Το καλάμι, με τη χαρακτηριστική του ιδιότητα να έχει σχήμα σωλήνα, έχει δώσει το όνομά του και σε άλλα αντικείμενα που έχουν το ίδιο σχήμα. Πιο πάνω κάναμε λόγο για το καλάμι του ποδιού μας, την κνήμη. Έχουμε επίσης το καλαμάκι του φραπέ, το προφάν.
Με την ίδια λογική καλάμια ονομάστηκαν και διάφοροι αυλοί, οι οποίοι πέραν του σωληνοειδούς σχήματος μπορεί (αλλά όχι πάντα) και να κατασκευάζονταν από πραγματικό καλάμι. Σε κείμενα παλιών δημοτικών τραγουδιών βρίσκουμε τη λέξη σε τέτοια συμφραζόμενα ώστε είναι σαφές ότι σημαίνει κάποιο όργανο, έστω κι αν δεν προκύπτει άμεσα αν πρόκειται για φλογέρα, ζουρνά ή μαντούρα. Μερικές φορές πάλι προκύπτει: σ' ένα μωραΐτικο τραγούδι του γάμου περιγράφεται ο γαμπρός που έρχεται από μακριά με μια μυθική πομπή, σαν παραπάνω κι από βασιλιάς, και σέρνει καλάμια τριανταδυό, νταούλια εξηνταπέντε. Προφανώς εδώ είναι ζουρνάδες: γάμος γίνεται, νταούλια παίζουν, τι άλλο θα ήταν.
Ο κάλαμος από την αρχαιότητα είχε αρχίσει να σημαίνει πνευστό όργανο. Από τους Έλληνες η λέξη πέρασε στους Ρωμαίους, calamus, κι απο κει στις ευρωπαϊκές γλώσσες. Chalumeau στα γαλλικά ήταν ένα παλιό πνευστό, πρόδρομος του κλαρινέτου. Σήμερα η λέξη σημαίνει ένα από τα ρεζίστρα του κλαρινέτου, που φαίνεται πως ο ήχος του θυμίζει το παλιό σαλυμό. Άλλο παλιό ευρωπαϊκό όργανο είναι αυτό που λέγεται Schalmei στα γερμανικά και shawm στα αγγλικά: ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στον σχετικά απλής κατασκευής ζουρνά και στο σύγχρονο περίτεχνο όμποε. Η ίδια λέξη εμφανίζεται, με την ίδια περίπου σημασία, ως charamela στα πορτογαλικά και ciaramella στα ιταλικά. Ακόμη, στα γρεκάνικα (ελληνικά της κάτω Ιταλίας) ceramedda (τσεραμέντα) ονομάζεται ο άσκαυλος του Ασπρομόντε, μία τσαμπόνια παρόμοια με αυτήν από το Λάτιο που εικονίζεται πιο πάνω. Μέσω ευρωπαίων εμπόρων η λέξη έφτασε ως την Ιαπωνία, όπου charumera ή chalumela λέγεται ένα τοπικό είδος ζουρνά, δηλαδή και πάλι όργανο σχετικό με το όμποε. Είναι περίεργο ότι η τσαρουμέρα υπήρχε στην Ιαπωνία πριν την οποιαδήποτε επαφή με Δυτικούς, και προφανώς θα είχε κάποιο όνομα, κι ωστόσο σήμερα (και όχι μόνο σήμερα, από αιώνες ήδη) η δυτικόφερτη ονομασία έχει επικρατήσει πλήρως.



Αριστερά: Σαλμάι (Schalmei), όπως φτιαχνόταν από τον 13. μέχρι τον 17. αιώνα.
Δεξιά: Τσαρουμέρα, ιαπωνικός ζουρνάς.



Στα αγγλικά το καλάμι λέγεται cane ή reed. Η δεύτερη αυτή λέξη σημαίνει επίσης το «πιρπίγκι» της τσαμπούνας. Τι είναι το πιρπίγκι; Στην οργανολογία συνήθως χρησιμοποιείται ο όρος γλωσσίδι, αλλά αυτό δεν είναι απόλυτα ακριβές. Το γλωσσίδι είναι εξάρτημα του πιρπιγκιού. Ακριβέστερος αλλά όχι πολύ διαδεδομένος είναι ο όρος καλαμίδα. Εν πάση περιπτώσει είναι ένα κοντό κομμάτι καλάμι με μία παλλόμενη γλωσσίδα (μονή καλαμίδα) ή με ένα ζευγάρι παλλόμενων γλωσσίδων (διπλή καλαμίδα), που παράγει τον ήχο στους αυλούς των ασκαύλων, της μαντούρας, των ποικίλων χόρνπαϊπ και διπλομάντουρων, του ζουρνά, του κλαρίνου, του όμποε, του σαξοφώνου και γενικώς πολλών πνευστών. Στη γλώσσα των πρακτικών λαϊκών μουσικών λέγεται πιρπίγκι, μπιμπίκι (μάλλον ονοματοποιίες), τσαμπούνι, ζαμπούνι, τσιμπόν' (παραλλαγές της λέξης τσαμπούνα), μουζίκα κλπ., ανάλογα με τον τόπο, το είδος της καλαμίδας (μονή ή διπλή) και το όργανο για το οποίο προορίζεται (μονές για την γκάιντα και την τσαμπούνα, διπλές για το ζουρνά).
Έτσι από το reed βγαίνει το reedpipe, που θα μπορούσε κανείς να υποθέσει εύλογα ότι σημαίνει «καλαμένιος αυλός», όπως είναι π.χ. η φλογέρα, κι όμως δε σημαίνει αυτό, σημαίνει «γλωττιδοφόρος αυλός», δηλαδή αυλός με καλαμίδα. Και πάλι με έννοια γένους, όχι είδους.

Πιρπίγκια.


Καλαμίδες σύγχρονης τεχνολογίας για σκωτσέζικη γκάιντα.

8. Ντουντούκα, καραμούζα, κατσαμπούνα.

Αυτές είναι λέξεις που σημαίνουν διάφορα θορυβώδη αντικείμενα, που μπορεί να είναι πνευστά ή να μην είναι αλλά πάντως δεν πολυείναι μουσικά όργανα. Ντουντούκα λέμε τον τηλεβόα. Ωστόσο με την ίδια ακριβώς λέξη, duduk, ονομάζεται ένα αρμένικο πνευστό όργανο (συγκεκριμένα ένας κυλινδρικός αυλός με πολύ μεγάλο διπλό γλωσσίδι). Ο ήχος του, γλυκός και μπάσος, λίγο σαν του κλαρίνου αλλά πιο μαλακός, δε θυμίζει σε τίποτε την τραχειά φασαρία που βγάζει η ντουντούκα στην πορεία, στο γήπεδο ή όταν περνάει ο πλανόδιος παλιατζής. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς έγινε αυτό το λεξιλογικό δάνειο. Το ίδιο όργανο το έχουν και οι Τούρκοι, αλλά με άλλη ονομασία (mey), οπότε δεν ήταν οι Τούρκοι που το μετέφεραν από τους Αρμενίους σ' εμάς. Βέβαια οι Αρμένηδες με τους Έλληνες είχαν ανέκαθεν και άμεσες επαφές, αλλά και πάλι δεν καταλαβαίνω πώς με άμεσο δανεισμό η λέξη έφτασε να σημαίνει κάτι τόσο διαφορετικό και στην εμφάνιση και στον ήχο και στη λειτουργία.


Μουσικοί από την Αρμενία με δύο ντουντούκ και ντολ (κρουστό).

Η καραμούζα είναι αυτή η σαχλαμάρα που σφυράμε τις Απόκριες, μια σφυρίχτρα σε σχήμα ζουρνά-μινιατούρας. Επίσης καραμούζα λέμε το... πώς αλλιώς να το πω; την καραμούζα του γηπέδου. Παλιότερα όμως καραμούζα έλεγαν σε κάποιες περιοχές τον ζουρνά, ο οποίος ήταν κανονικότατο όργανο με πλήρεις μουσικές δυνατότητες, σεβαστή παράδοση αιώνων και απαραίτητο σε κάθε γάμο και πανηγύρι. Ήταν δηλαδή μια λέξη χωρίς καθόλου υποτιμητική χροιά. Παραλλαγές της λέξης (caramusa, karamuxa) δηλώνουν διάφορα πνευστά σε διάφορες χώρες.
Κατσαμπούνα είναι μία κυπριακή λέξη που προφανώς σχετίζεται με τη λέξη τσαμπούνα, αν και αυτό το κα- στην αρχή παραμένει δυσερμήνευτο, σ' εμένα τουλάχιστον. Σημαίνει γενικά ό,τι περίπου και οι λέξεις καραμούζα ή σφυρίχτρα: κάτι που κάνει θόρυβο, κυρίως φυσώντας. Ωστόσο κατσαμπούνα ονόμαζαν παλιά στην Κύπρο και τη μαντούρα, που ήταν παιδικό παιχνίδι και μάλιστα αρκετά ατελές -μία που έχω δει σχέδιό της, αρκετά παλιά, από μουσείο, είχε δύο τρύπες όλες κι όλες. Η καθαυτού τσαμπούνα δεν υπάρχει στην Κύπρο, ούτε φαίνεται να υπήρχε ποτέ.
Αυτή η μετακύλιση της σημασίας μιας λέξης από πνευστό μουσικό όργανο σε θορυβοποιό αντικείμενο δεν είναι σπάνια: στην Κρήτη μερικοί ακόμη σήμερα λένε «μαντούρα» την κόρνα του αυτοκινήτου, ενώ στην προ του '22 Σμύρνη φαίνεται ότι έλεγαν τσαμπούρνα την αντίστοιχη κόρνα του τραμ (έτσι αντιλαμβάνομαι τη λέξη στο «Στου Χατζηφράγκου» του Κοσμά Πολίτη). Άλλωστε και η ίδια η λέξη κόρνα τι άλλο είναι παρά το κόρνο, δηλαδή το κέρας -αρχικά το κυνηγετικό ή ταχυδρομικό κέρας ή το βούκινο, που σήμερα όμως έχει φτάσει να είναι όργανο της συμφωνικής ορχήστρας;


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:

-Ελληνική τσαμπούνα: Ελευθερία Παπουτσάκη
-Ελληνικές γκάιντες: από το φόρουμ Λαϊκά αερόφωνα
-Ιταλική τσαμπόνια: όπ.π.
-Σκωτσέζικη γκάιντα: Βικιπαίδεια
-Gaita de fole: από την ομώνυμη ιστοσελίδα
-Γάιτα Μαρόκου: από την ιστοσελίδα του συνθέτη Μιγκέλ ντ' Ολιβέιρα
-Γάιτα Ισπανίας: από την ιστοσελίδα του Χουάνμα Σάντσεθ «Όργανα της Ιβηρικής»
-Χόρνπαϊπ Τυνησίας: Αλέξανδρος Κλειδωνάς
-Ιρανικό νέι-ανμπούν: από την ιστοσελίδα του Μουσείου Ευρωπαϊκών και Μεσογειακών Πολιτισμών (MUCEeM) της Μασαλίας.
-Μαντούρα: Λαϊκά Αερόφωνα, όπ.π.
-Μιχ Κροατίας: από την ιστοσελίδα του Στιέπαν Βιέτσκοβιτς «Παραδοσιακά όργανα της Κροατίας»
-Τσέσκe ντούντι Βοημίας και Σλάσκι γκάιντι Πολωνίας: από την ιστοσελίδα του Σον Φόλσομ «Το σύμπαν των Ασκαύλων»
-Παιδικό τσαμπουνάκι: Λαϊκά Αερόφωνα, όπ.π.
-Σαλμάι: από την ιστοσελίδα του συγκροτήματος μεσαιωνικής και αναγεννησιακής μουσικής Wuennespiel
-Τσαρουμέρα: από την ιστοσελίδα της Σχολής Καλών Τεχνών του Τοκύου (συγκεκριμένα από εδώ)
-Πιρπίγκια: Ελευθερία Παπουτσάκη
-Καλαμίδες σκωτσέζικης γκάιντας: Βικιπαίδεια
-Αρμένιοι μουσικοί: Βικιπαίδεια




Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

HAUTE CUISINE

Τις προάλλες επισκέφθηκα ένα γκουρμέ εστιατόριο. Πολύ γκουρμέ. Εδώ που τα λέμε, πιο γκουρμέ απ' ό,τι έχω δει ακόμα και σε ταινίες.


Ο συνήθης τρόπος της αυτοσυντήρησής μου γενικά δε συνίσταται σε γαριδάκια και χάμπουργκερ. Χωρίς να είμαι γκουρμέ ο ίδιος, δεν τυγχάνω εντελώς άμοιρος αυτής της τέχνης. Στο συγκεκριμένο εστιατόριο όμως την είδα σε τόσο έντονο βαθμό ώστε με προβλημάτισε. Έχουν ήδη περάσει μερικές μέρες που το σκέφτομαι κι ακόμη δεν έχω καταλήξει σε μια οριστική γνώμη: μου άρεσε; δε μου άρεσε; άξιζε τον κόπο ή όχι;


Συνήθως περιγράφω την γκουρμέ κουζίνα ως «τεράστια πιάτα με ελάχιστη τροφή στο κέντρο». Διασκεδάζω να διαβάζω τα χριστουγεννιάτικα μενού που ανακοινώνουν διάφορα εστιατόρια στο Αθηνόραμα, τα οποία αποτελούνται από πιάτα που δεν έχουν όνομα παρά μόνο περιγραφή, και συνήθως πρόκειται για περιγραφές του τύπου «τάρτα από ρουθούνια εβραϊκής πέρκας μαριναρισμένα σε χυμό φραγκοστάφυλου με κόκκινο εστραγκόν και σοταρισμένα σε λάδι ταμαρίνθου ψυχράς εκθλίψεως, με σάλτσα από ροκφόρ, σοκολάτα και φύλλα χρυσού». Αλλά παρά την ειρωνική διάθεση, έχω φάει κατά καιρούς τέτοια εδέσματα από απροσδόκητους συνδυασμούς υλικών που όντως είχαν κάτι να πουν.


Το συγκεκριμένο εστιατόριο έχει χαρακτηριστεί «το καλύτερο εστιατόριο της Ελλάδας» -προσοχή: όχι το καλύτερο γκουρμέ εστιατόριο ή το καλύτερο γαλλικό εστιατόριο αλλά το καλύτερο νέτα σκέτα, υπονοώντας ότι θα κέρδιζε συγκρινόμενο με οποιοδήποτε μέρος προσφέρει τροφές οπουδήποτε στη χώρα. Πράγματι δε η είσοδός του κοσμείται από ένα σωρό χρυσούς σκούφους, βραβεία, πλακέτες και διακρίσεις που του έχουν απονεμηθεί. Με λίγη κοινή λογική ο καθένας φαντάζεται ότι «το καλύτερο», «το μοναδικό», «το γνησιότερο» και όλοι αυτοί οι υπερθετικοί χαρακτηρισμοί έχουν αναπόφευκτα ένα βαθμό υποκειμενικότητας. Δεν υπάρχει ένας που να είναι «ο» μεγαλύτερος συνθέτης των εποχών, «ο» σημαντικότερος ζωγράφος, «ο» σοφότερος διανοητής, «ο» καλύτερος άνθρωπος. Συνεπώς και μόνο που λέει κάποιος κάτι τέτοιο θεωρώ ότι αυτόματα μας επιτρέπει να εννοήσουμε «ένας από τους μεγαλύτερους». Μ' αυτό το δεδομένο δεν πήγα περιμένοντας το καλύτερο εστιατόριο της Ελλάδας, ούτε θα θεωρούσα ότι εξαπατήθηκα αν έβρισκα ένα άλλο καλύτερο. Βέβαια αν βρω είκοσι, τριάντα που να είναι μακράν καλύτερα, εκεί θα μπορώ να πω ότι αυτός που το χαρακτήρισε «το» καλύτερο μας δούλευε.

Πρόκειται σαφώς για εστιατόριο πολυτελείας. Αυτό από μόνο του συνιστά κατηγορία, και πρέπει να τονίζεται. Ένα είδος πολυτελείας δεν είναι κατ' ανάγκην καλύτερο από ένα αντίστοιχο πιο λαϊκό, έχει όμως διαφορετικό χαρακτήρα. Πρόκειται για ένα μαγαζί όπου οφείλει κανείς να πηγαίνει προετοιμασμένος για μεγαλεία. Δεν πας εκεί αν η παρουσία ενός σερβιτόρου που θα σου γεμίζει όλη την ώρα το ποτήρι και θα σου σπρώχνει το κάθισμα όποτε κάθεσαι σου προκαλεί αμηχανία. Ούτε αν θεωρείς ότι το να τρως με όρθια πλάτη και τους αγκώνες κολλημένους στο σώμα είναι υποκρισία και ψευτοσαβουάρ βιβρ. Θα έλεγα ακόμη ότι δεν πας εκεί ούτε σαν προστάδιο για να συνεχίσεις μετά κάπου αλλού την έξοδό σου. Τέλος δε, σε καμία περίπτωση δεν πας εκεί απλώς επειδή πείνασες.

Μιας και νήστευα, πήρα ένα έτοιμο νηστήσιμο μενού που πρότεινε το κατάστημα. Αυτό ήταν πολύ εξυπηρετικό, γιατί το να φτιάξει κανείς μόνος του ένα σωστό συνδυασμό από ορντέβρ, πρώτο πιάτο, δεύτερο πιάτο, ενδιάμεσα, συνοδευτικά και επιδόρπια θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, τουλάχιστον για μένα. Πέρα από το ότι δεν ήμουν καθόλου βέβαιος για το πώς συνδυάζεται το κάθε διαθέσιμο πιάτο με τα υπόλοιπα, δεν είχα και καμία ένδειξη για την ποσότητα ώστε να ξέρω πόσα να παραγγείλω. Άλλωστε το προτεινόμενο μενού, όπως -υποθέτω- και τα δυο-τρία αρτύσιμα μενού που επίσης διετίθεντο, ήταν ένα ολοκληρωμένο έργο στο οποίο ο σεφ είχε ήδη μελετήσει τις αλληλουχίες των γεύσεων. Αφού τον εμπιστευόμαστε λοιπόν ως προς τη μαγειρική του, ας τον εμπιστευτούμε και στα υπόλοιπα.

Υπήρχαν τρεις σερβιτόροι που μας εξυπηρετούσαν: ένας σύμβουλος παραγγελιών, ο οποίος μας βοήθησε στην επιλογή και στη συνέχεια μας εξηγούσε τι είναι το καθετί που ερχόταν (κι ευτυχώς, γιατί από την εμφάνιση δε θα το μαντεύαμε ποτέ), ένας για τα κρασιά κι ένας που απλώς έφερνε κι έπαιρνε τα πιάτα.

Οι ποσότητες ήταν μικροσκοπικές. Το εικαστικό μέρος ήταν αδιαλείπτως εντυπωσιακό και μυστηριώδες -χωρίς όμως να εκπίπτει στο φαντεζί και το φτηνιάρικο. Κάθε πιάτο που ερχόταν ήταν κι ένας πίνακας ζωγραφικής. Κι όταν λέω πιάτο είναι τρόπος του λέγειν, γιατί ορισμένα σερβίρονταν σε σκεύη και δοχεία που δεν ξέρω καν να τα ονομάσω. Σε επίπεδο γεύσης ίσχυαν τα ανάλογα: κάθε πιάτο και μία γευστική εμπειρία, που για να τη βιώσει κανείς πλήρως έπρεπε να την απολαύσει αργά, χωρίς βιασύνη. Ανάμεσα σε κάθε δύο πιάτα μεσολαβούσε ένα διάστημα αρκετών λεπτών, που αναμφίβολα ήταν σχεδιασμένο για να μας «κάτσουν» οι γεύσεις και οι επιγεύσεις και να είμαστε έτοιμοι για την επόμενη χωρίς κίνδυνο να καταπλακώσει την προηγούμενη ή να μπερδευτεί μαζί της. Το λέω αυτό γιατί αποκλείεται το κενό να ήταν απλώς καθυστέρηση στο σέρβις: κάθε άλλη στιγμή υπήρχε ένας σερβιτόρος έτοιμος να μας εξυπηρετήσει πριν καν σκεφτούμε να τον αναζητήσουμε, και μάλιστα αυτό γινόταν χωρίς κατά τα άλλα η παρουσία τους να είναι ούτε κατ' ελάχιστον φορτική, αδιάκριτη ή περιοριστική.

Ένα από τα πιάτα ήταν χτένια. Αποτελούνταν από τρία κυβάκια από σάρκα χτενιού, άσπρα στις πέντε πλευρές και κοκκινωπά στην έκτη, την πάνω πάνω, το καθένα κοσμημένο με μικρά και κομψά φυλλαράκια από κάποιο αρωματικό φυτό ή κάποιο άλλο καρύκευμα. Το κόκκινο στην πάνω πλευρά μάς εξήγησαν ότι είναι ταντούρι, ένα μείγμα από 22 μπαχαρικά. Δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε πώς από τα χτένια, που είναι κοχύλια, φτιάχνουν αυτά τα κυβάκια. Υποθέσαμε ότι είναι κάτι σαν τις μάζες από καβουρόψιχα. Ο γευστικός συνδυασμός ήταν εξαιρετικός. Απροσδόκητος μεν, αλλά χωρίς το ένα συστατικό να συσκοτίζει τη γεύση του άλλου -τουναντίον την ανεδείκνυε. Ωστόσο δεν είμαι βέβαιος αν το τελικό αποτέλεσμα ήταν καλύτερο από απλά χτένια όπως τα τρώμε εδώ στην Ελλάδα, ζωντανά από το κοχύλι με λεμόνι και προαιρετικό πιπέρι.

Το όλο μενού ήταν άκρως ερωτική εμπειρία. Φυσικά, ένα νηστήσιμο μενού πολλών πιάτων σε τέτοιο εστιατόριο δεν μπορούσε παρά να στηρίζεται στα θαλασσινά, που οι αφροδισιακές τους ιδιότητες είναι τόσο συζητημένες ώστε ακόμη κι αν στην πραγματικότητα αποτελούν μύθο δεν μπορεί κανείς παρά να αυθυποβληθεί. Αλλά ο ερωτισμός δεν περιοριζόταν σ' αυτό. Κάθε πιάτο ήταν μία γευστική έκρηξη, ανάλογη όχι με μία εκσπερμάτιση αλλά μάλλον με ένα ερωτικό γαργάλημα. Ο ερεθισμός εντεινόταν με κάθε επόμενο πιάτο, όπου κάθε φορά γινόταν και κάτι διαφορετικό, διεγείρονταν κάποια άλλα νεύρα. Δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο σημείο του μενού που θα ονόμαζα κορύφωση, έκλυση: ήταν μάλλον ένας ήπιος αλλά κλιμακούμενος οργασμός μακράς διαρκείας, ίσως ένας ταντρικός οργασμός.

Διακρινόταν μία ιδιαίτερη επιμονή στο να προβάλλεται αυτό το λεπτό και τεχνήεν γαργάλημα έναντι του κορεσμού. Αφενός καμία γεύση δεν ήταν πολύ έντονη, κυριαρχούσε το μέτρο. Αφετέρου, πέρα από τις μικρές ποσότητες (που παρέμειναν μικρές ακόμη και όταν αθροίστηκαν όλες μαζί), σε κάθε πιάτο υπήρχε και κάτι που να είναι πάρα πολύ μικρό από μόνο του: ένα μοναδικό φυλλαράκι από κάτι σαν μαϊντανό, μία φέτα μήλου λεπτή κυριολεκτικά σαν τσιγαρόχαρτο, ένας κόκκος μπαχαρικού.
Η όλη διαδικασία διήρκεσε αρκετά, γύρω στις δυόμιση ώρες υπολογίζω. Ήταν δυόμιση ώρες πραγματικής, υψηλής απόλαυσης, που θεωρώ ότι την έζησα στο ακέραιο, χωρίς να χάσω κάτι από έλλειψη εξοικείωσης -όχι γιατί η εξοικείωσή μου με τέτοιες γεύσεις είναι τόσο προχωρημένη, όσο γιατί τελικά δεν πρόκειται για μια τόσο εσωστρεφή τέχνη ώστε να γίνεται κατανοητή μόνο από εξειδικευμένους βαθείς γνώστες. Βέβαια κάποιος ακόμη πιο ανεξοικείωτος κάτι θα έχανε. Ήμουν τυχερός που ήταν στο επίπεδό μου.

Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι απόλαυσα το εκλεκτό αυτό δείπνο δεν επαρκεί για να θεωρήσω ότι όλα αυτά ήταν καλώς καμωμένα. Ήταν σαφές κατά τη γνώμη μου ότι ο σεφ έχει συνείδηση καλλιτέχνη. Οι καλές τέχνες δεν έχουν καμία πρακτική χρησιμότητα. Σκοπός τους είναι αποκλειστικά το Ωραίο. Με άλλα λόγια, φύγαμε πεινασμένοι. Είναι άραγε θεμιτό να ανάγεται η τροφή σε καθαρή τέχνη; Μήπως κάτι τέτοιο συνιστά εκζήτηση, μήπως παραπέμπει σε ρωμαϊκή παρακμίλα;

Πιστεύω ότι για να βγει μία λεπτή σαν τσιγαρόχαρτο φέτα από το κέντρο ενός μήλου, το υπόλοιπο μήλο πρέπει να πεταχτεί. Δεν ήμουν στα παρασκήνια, δεν ξέρω: ίσως υπάρχει τρόπος να το κρατήσουν και να το χρησιμοποιήσουν κάπου αλλού, αλλά το όλο στυλ του μαγαζιού μού έδωσε την εντύπωση ότι θα απαξιούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο, θα το θεωρούσαν μικροπρέπεια ακόμη και όταν ο πελάτης δε βλέπει. Κυριαρχούσε η αίσθηση ότι εδώ ξεκάνουμε ένα ολόκληρο βουνό για να εξορύξουμε ένα διαμάντι. Μήπως είναι ύβρις η τόση πολυτέλεια; Θα μου πείτε, για ένα μήλο προβληματίζεσαι τόσο; Ε ναι, για ένα μήλο. Δεν είναι τίποτα πολύτιμο, αλλά εν πάση περιπτώσει ο σκοπός που υπάρχει είναι για να τρώγεται, όχι για να είναι απλώς το περίβλημα της μιας και μόνης λεπτής κεντρικής φέτας.

Ένα από τα πρώτα «πιάτα» σερβιριζόταν όχι σε πιάτο, αλλά σ' ένα ποτήρι. Δε θυμάμαι αυτή τη στιγμή τι ήταν, ούτε αν το τρώγαμε με πηρούνι ή κουτάλι ή κανένα άλλο πιο ειδικό εργαλείο. Οπωσδήποτε το θέμα είναι ότι αφού τρώγαμε, κάπου θα έπρεπε να ακουμπήσουμε το όποιο μαχαιροπήρουνό μας. Γι' αυτό το σκοπό προοριζόταν το καθαυτού πιάτο, εκείνο που μας είχαν στρώσει εξ αρχής στο τραπέζι αλλά δεν είχε έρθει η ώρα να το χρησιμοποιήσουμε ακόμα. Ήταν αχανούς εκτάσεως, με ανάγλυφους ομόκεντρους κύκλους στην περιφέρεια, και χρυσό. Πορσελάνινο ήταν βέβαια, αλλά το χρώμα του ήταν χρυσό. Το ποτήρι με αυτό που τρώγαμε μας το είχαν ακουμπήσει μέσα σ' αυτό το εντυπωσιακό πιάτο. Φάγαμε, ακουμπήσαμε στο πιάτο το χρησιμοποιημένο μαχαιροπήρουνο, και ήρθαν και μας τα μάζεψαν όλα για να τα πάνε, υποθέτω, για πλύσιμο. Το επόμενο που μας σέρβιραν δεν ήταν σε ίδιο χρυσό πιάτο, αλλά σε κάποιο άλλο. Πράγμα που σημαίνει ότι πράγματι το χρυσό πιάτο είχε εκπληρώσει την υπηρεσία του, μας το είχαν φέρει μόνο γι' αυτό το σκοπό και όχι για να φάμε κάτι άλλο στη συνέχεια -άλλωστε το κάθε φαγητό ερχόταν σερβιρισμένο, κανένα πιάτο δεν ήρθε άδειο για να το γεμίσουμε εμείς.

Ε, εκεί αισθάνθηκα άσχημα. Ζούμε σε οικονομική κρίση, και σε περιβαλλοντική κρίση. Είναι προκλητική σπατάλη να χρησιμοποιούμε ένα τεράστιο χρυσό πιάτο μόνο και μόνο για ν' ακουμπήσουμε ένα μαχαιροπήρουνο, μετά το πιάτο να πηγαίνει για πλύσιμο, και όταν με τα πολλά πλυσίματα φθαρεί και ο χρυσός του ξεφτίσει να βγει στη σύνταξη χωρίς ποτέ να έχει φιλοξενήσει έστω και μια μικροσκοπική ποσότητα τροφής στο κέντρο του.

Εδώ θα μπορούσε κανείς να μου αντιτείνει: καλά, αυτό σε πείραξε; Εσύ ο ίδιος δε διάλεξες την περίοδο της οικονομικής κρίσεως για να πας σ' ένα μαγαζί όπου με τα λεφτά που θα χόρταιναν δεν ξέρω πόσοι άστεγοι εσύ τελικά έφυγες πεινασμένος; ...Δεν ξέρω τι να πω. Θεωρώ ότι ορισμένες πολυτέλειες αξίζει να τις προσφέρουμε μια στα τόσα στον εαυτό μας ή στην παρέα μας, αλλά δεν ήξερα μέχρι ποιο σημείο φτάνει η συγκεκριμένη πολυτέλεια.

Αλλά μπορεί να υπάρξει κι ένας αντίλογος: δε νομίζω ότι θα διενοείτο κανείς να διαμαρτυρηθεί γιατί να υπάρχουν συμφωνικές ορχήστρες των ογδόντα οργάνων, χώρια το μαέστρο (που πιθανώς να φαντάζει σε πολλούς περιττός και αργόμισθος), με το επιχείρημα ότι ένας μερακλής μ' ένα μπαγλαμαδάκι μπορεί να κάνει περισσότερους ανθρώπους να γλεντήσουν. Άλλες ανάγκες εξυπηρετεί η μία μουσική και άλλες η άλλη.

Παρατήρησα ότι πάνω στο τραπέζι δεν υπήρχε αλάτι. Πόσο μάλλον πιπέρι, ή -θου Κύριε- λαδόξιδο. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν ζητούσαμε αλάτι, γιατί δε χρειάστηκε να ζητήσουμε. Το πιθανότερο είναι να μας έφερναν. Δε φαντάζομαι να είναι τόσο ψώνια ώστε να θεωρούν ότι ο σεφ έχει βάλει ακριβώς την ποσότητα αλατιού που χρειάζεται και ότι οποιαδήποτε προσθήκη θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη επέμβαση στη δημιουργία του και θα αλλοίωνε τις γευστικές ισορροπίες. Αλλά παραμένει γεγονός ότι δεν είχαν αλάτι στο τραπέζι, άρα δε μας ενθάρρυναν να βάλουμε αλάτι στο φαγητό μας. Και ερωτώ: γιατί στην τρέχουσα κουζίνα θεωρείται δεδομένο και αποδεκτό ότι ο κάθε πελάτης έχει το προσωπικό του μέτρο για το πολύ και το λίγο αλάτι, κι εδώ όχι; Σε άλλου είδους μαγειρικές, μη-γκουρμέ, υπάρχει κάλλιστα περιθώριο να είναι κάποιος εξαιρετικός μάγειρας, εμπνευσμένος, δημιουργικός, καλλιτέχνης. Αλλά αυτό δεν περιορίζει την ελευθερία του πελάτη να κάνει μικροπροσαρμογές της δημιουργίας του σεφ στο προσωπικό του γούστο.

Τέλος, μια άλλη επιφύλαξη που είχα είναι η εξής: όσο απολαυστικός κι αν ήταν αυτός ο συγκεκριμένος τρόπος να τρως θαλασσινά, δεν είμαι βέβαιος αν υπερτερεί του παραδοσιακού. Ένα φρέσκο χτένι ή αστακός ή καβούρι Αιγαίου είναι αφ' εαυτού αρκετά ωραίο. Χρειάζεται να το ομορφήνουμε κι άλλο; Με ειδικά μείγματα 22 μπαχαρικών ή με μαρινάδες περγαμόντου μπορεί κανείς να αναδείξει άλλες όψεις της γεύσης και του αρώματός του, όχι υποδεέστερες, αλλά ούτε κατ' ανάγκην και ανώτερες. Σε πλήθος ψαροταβέρνες στα νησιά μας ή ακόμη και στον Πειραιά μπορεί κανείς να φάει ολόφρεσκα ψαρικά με απλούστερα (όχι χειρότερα) μαγειρέματα [και με πολύ καλύτερη σχέση τιμής-χόρτασης. Εντάξει, το γκουρμελίκι δεν είναι για χόρταση. Το κατανοώ αυτό, αλλιώς θα πήγαινα για σουβλάκια. Αλλά γιατί να μη συνδυάζονται όλα τα υπόλοιπα και με λίγο περισσότερη χόρταση;] Και σε κάποιες πιο σπάνιες ψαροταβέρνες μπορείς να βρεις όχι μόνο φρέσκο και καλό θαλασσινό, αλλά και τον εμπνευσμένο εκείνο μάγειρα που θα δομήσει ένα μενού κατά τρόπον εφάμιλλο αυτού του ταντρικού οργασμού που περιέγραφα πιο νωρίς.

Προσοχή: δεν κατηγορώ τον σεφ μας για άσκοπες βιρτουοζιές. Δεν υπελείπετο σε σεβασμό ούτε προς τα υλικά του ούτε προς την τέχνη του ούτε προς εμάς. Δεν ήταν σαν τον Νταλάρα ή τον Παβαρότι, που αντί να ακούς το τραγούδι ακούς τους ίδιους και τις ακροβασίες τους. Τη δική του δεξιοτεχνία την ήλεγχε απολύτως, και την είχε πιστά ταγμένη στο σκοπό του. Και γενικότερα άλλωστε το μαγαζί δεν ήταν σνομπ. Σε όλα υπήρχε γνήσια ευγένεια και πραγματική, υψηλή ποιότητα. Δεν αμφιβάλλω ότι σε τέτοια μέρη θα συχνάζουν νεόπλουτοι και φαντασμένοι, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι μαγαζί για νεόπλουτους και φαντασμένους. Μπορεί κάλλιστα να καλύψει τις αναζητήσεις ενός ρέκτη που κατά τα άλλα παραμένει φυσιολογικός και προσγειωμένος. Διατηρώ όμως ένα σκεπτικισμό: υπάρχει νόημα στο να είναι κανείς τόσο πια ρέκτης;

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

ΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ


Το παρακάτω βιντεάκι έχει τραβηχτεί στις Ινδίες, σε κάποιο άγνωστο σταυροδρόμι κάποιας άγνωστης πόλης.


Αυτό που βλέπουμε είναι τόσο απίστευτο ώστε καταντά αστείο. Δεκάδες αυτοκίνητα, μηχανάκια, ποδήλατα, λεωφορεία και πεζοί συρρέουν από και προς κάθε κατεύθυνση, χωρίς κανείς να περιμένει τον άλλο, και χωρίς παρά ταύτα να συγκρούονται ή έστω να ενοχλούν αλλήλους. [Αν τυχόν δεν ανοίγει το βίντεο, κάντε κλικ επαέ.]
Όμως αν το καλοσκεφτούμε, δεν είναι αστείο. Είναι ένα επίτευγμα που απέχει έτη φωτός απ’ ό,τι θα μπορούσαμε ποτέ να καταφέρουμε στην Ελλάδα. Το σταυροδρόμι δεν έχει φανάρια, καμία κατεύθυνση δεν είναι απαγορευμένη, και −χωρίς βέβαια να έχω μελετήσει τον ινδικό Κ.Ο.Κ., κρίνοντας από ό,τι βλέπω− δε φαίνεται να υπάρχουν κανόνες για το ποιος έχει προτεραιότητα. Το τι θα κάνει ο κάθε οδηγός ή πεζός δεν υπαγορεύεται από κανέναν εξωτερικό κανονισμό, το επιλέγει ο ίδιος κρίνοντας και αυτοσχεδιάζοντας κάθε στιγμή. Όμως όλοι είναι τόσο καλά μαθημένοι σ’ αυτό το σύστημα, ώστε ενώ τα οχήματα είναι πολλά η ροή της κυκλοφορίας είναι εντούτοις απρόσκοπτη, δε δημιουργείται μποτιλιάρισμα, και κανείς δεν ενοχλεί κανέναν.
Το να μην υπάρχουν κανόνες θα μπορούσε κάποιος βιαστικά να το καταδικάσει ως σημάδι καθυστέρησης και πρωτογονισμού. Όμως το αποτέλεσμα τον διαψεύδει: εφόσον το ζητούμενο, η ομαλή κυκλοφορία, επιτυγχάνεται, πάει να πει ότι ο τρόπος είναι σωστός, όσο κι αν σε κάποιον με άλλες συνήθειες φαίνεται παράδοξος. Κι ακόμα παραπάνω: όχι απλώς ο τρόπος είναι σωστός, είναι και πιο σωστός από τον δικό μας, αφού το αποτέλεσμα είναι πιο πετυχημένο από το αντίστοιχο δικό μας (σ’ εμάς η κίνηση θα μπλοκάριζε, όλοι θα καθυστερούσαν, θα εκνευρίζονταν, θα κόρναραν και θα μισούσαν αδυσώπητα αλλήλους).
Η πρακτική των Ινδών οδηγών μοιάζει να στηρίζεται στην εξής φιλοσοφία: «Δεν περιμένω κανέναν, φροντίζω μόνο για την προσωπική μου εξυπηρέτηση». Ακούγεται απαίσιο: τι μίζεροι μικροεγωιστές, τι απολίτιστοι! Κι όμως, ούτε αυτό είναι αλήθεια. Με τα δεδομένα που επικρατούν παρ’ ημίν, όποιος ενεργεί μ’ αυτό τον τρόπο είναι πράγματι απολίτιστος, μίζερος και μικροεγωιστής, και επιβαρύνει το σύνολο για ένα αμελητέο (και δη αμφίβολο) προσωπικό κέρδος. Να όμως που υπό άλλες συνθήκες η νοοτροπία «πρώτα εγώ» μπορεί να συντελέσει, μ’ ένα τρόπο ακατανόητο ίσως σ’ εμάς, στην αρμονικότερη και επιτυχέστερη συνύπαρξη πολλών ανθρώπων. Στο βιντεάκι βλέπουμε ότι τα καταφέρνουν μια χαρά, και ως σύνολο και ο καθένας προσωπικά. Άρα όλα σχετικά είναι.
****************************************************
Δεν έχω βιντεάκι από αντίστοιχες σκηνές σε δυτικοευρωπαϊκές πόλεις, αλλά όλοι λίγο-πολύ ξέρουμε τι γίνεται: όλοι τηρούν τις προτεραιότητες, όλοι μένουν στη λωρίδα τους, όλοι σταματάν στο πορτοκαλί αφήνοντας ελεύθερη τη διάβαση πεζών, και το αποτέλεσμα είναι ότι κι εκεί η κυκλοφορία ρέει ανεμπόδιστα και ο καθένας μπορεί να φτάσει στον προορισμό του σε προβλέψιμους χρόνους.
Μόνο που σ’ αυτή την περίπτωση το ίδιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται με τους ακριβώς αντίθετους τρόπους: πρώτον, υπάρχουν έξωθεν ρυθμίσεις για το τι ακριβώς θα κάνει ο καθένας σε κάθε περίπτωση, και δεύτερον, στο μικρό περιθώριο αυτοσχεδιασμού που απομένει στον καθένα δεν πρυτανεύει ο ατομισμός αλλά η εξυπηρέτηση του συνόλου.
Θα μπορούσε κουτοπόνηρα να σκεφτεί κανείς: «αφού κι ετούτοι κι εκείνοι τα καταφέρνουν, εγώ μαλάκας είμαι να βάλω τον εαυτό μου τελευταίο; Άρα, ζήτω το ινδικό σύστημα. Πρώτος εγώ.» Αυτό δείχνει βέβαια πως δεν έχει καταλάβει κανένα από τα δύο συστήματα. Εξίσου βιαστική είναι και η αντίθετη άποψη: «τι ζώα αυτοί οι Ινδοί! αφού έτσι κι αλλιώς θα τα κατάφερναν, τι τους έπιασε να τα κάνουν όλα πρώτοι;». Ούτε οι Ινδοί είναι ζώα ούτε οι Δυτικοευρωπαίοι κορόιδα. Και οι δύο λειτουργούν με τρόπο που είναι ουσιαστικότατα πολιτισμένος. Τα συστήματά τους εκ πρώτης όψεως διαφέρουν, αλλά το μυστικό είναι ότι και οι δύο έχουν αφομοιώσει εις βάθος ο καθένας το σύστημά του και παραμένουν συνεπείς σ’ αυτό.

Χρόνης Μπότσογλου: Αυτοκινητόδρομος
Ας δούμε τώρα την τρίτη περίπτωση. Στην Ελλάδα, σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης και χωνευτήρι των πολιτισμών, κάνουμε λίγο απ’ τό ’να και λίγο απ’ τ’ άλλο. Αφενός αναθέτουμε στους νόμους να μας βρουν τον τρόπο, αφετέρου θεωρούμε ότι μόνοι μας μπορούμε να βρούμε καλύτερο τρόπο, οπότε παρακάμπτουμε τους νόμους. Οι νόμοι μας στηρίζονται στη λογική «πρώτα οι άλλοι», οι λύσεις που βρίσκουμε μόνοι μας στη λογική «πρώτα εγώ», και το αποτέλεσμα είναι ότι δεν περνάει κανείς ούτε πρώτος ούτε τελευταίος, μένουμε όλοι κολλημένοι στην ακίνητη κίνηση βρίζοντας, συσσωρεύοντας εκνευρισμό και υποσχόμενοι ενδόμυχα ότι το επόμενο φανάρι θα το περάσουμε πάση θυσία, δεν πα να ’ναι και βαθυπόρφυρο. Δεν έχουμε κανένα σύστημα στο οποίο να μένουμε συνεπείς, και φυσικά τα κάνουμε σκατά. Δε λειτουργούμε πολιτισμένα.
Κι όμως, η Ελλάδα είναι όντως σταυροδρόμι των πολιτισμών. Από αρχαιοτάτων χρόνων υπάρχει αυτή η παράδοση της δημιουργικής ενσωμάτωσης ξένων πολιτιστικών στοιχείων. Ακόμη κι αν ένας σημερινός ανθελληναράς (ένας από εκείνους που από υπερβολική αντίδραση στις εμμονές των εθνόκαυλων φτάνει να μην παραδέχεται τίποτε καλό για τους Έλληνες) μπορέσει να αποδείξει ότι οι ρίζες οποιουδήποτε από τα πολιτιστικά επιτεύγματα που κατά παράδοση αποδίδουμε στους Έλληνες στην πραγματικότητα ξεκινάνε από κάποιον άλλο λαό, παραμένει αναντίρρητο γεγονός ότι η συγκεκριμένη μίξη από την οποία βγήκαν όλα αυτά είναι καθαρά ελληνική. Ίσως τελικά αυτό να είναι και το χαρακτηριστικότερο, σημαντικότερο και διαχρονικότερο στοιχείο του ελληνικού πολιτισμού.
Σε μία σύντομη παρέκβαση θα δώσω ένα πολύ γνωστό παράδειγμα του τι εννοώ, και επανέρχομαι στο κυρίως θέμα μου. Είναι γνωστό και επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι το λατινικό και το κυριλλικό αλφάβητο προέρχονται από το ελληνικό. Ο ελληναράς χαίρεται και καμαρώνει γι’ αυτό: «χρωστάτε τη γραφή σας σ’ εμάς, όλος ο πολιτισμός προέρχεται από μας». Ο ανθελληναράς αντιδρά σ’ αυτό: «Αμάν πια, οι Έλληνες όλα τα καπηλεύονται. Είναι πασίγνωστο ότι το ελληνικό αλφάβητο προέρχεται με τη σειρά του από το φοινικικό. Το λέει κι ο Ηρόδοτος, ανοίχτε κάνα βιβλίο. Κάτσε κάτω βλάκα και μην κουνιέσαι, καμιά πρωτιά δεν έχουμε.» Η αλήθεια είναι ότι τα σχήματα, τα ονόματα και η σειρά των ελληνικών γραμμάτων προέρχονται όντως από τα φοινικικά. Αλλά η φοινικική γραφή δεν ήταν αλφαβητική: έγραφε μόνο τα σύμφωνα, τα φωνήεντα τα μάντευε κανείς. Είναι σαν να λέμε ότι έγραφαν ΠΝΤΣ και έπρεπε να μαντέψει κανείς αν εννοούσαν πόντος, πάντως, Πόντιος, πού ’ν’ τος, πάντες, πόντσο, άπαντες, απάνω τους, απανωτές, πένητες, ύπνο της... Ήταν ένα δύσκολο και ατελές σύστημα γραφής. Οπωσδήποτε τεράστιο πολιτιστικό επίτευγμα για την εποχή του, αλλά πολύ πιο πίσω από τα σημερινά αλφαβητικά συστήματα όπου κάθε φθόγγος γράφεται με ένα μονοσήμαντο τρόπο. Η επινόηση της αλφαβητικής γραφής είναι όντως ελληνική. Το έναυσμα προήλθε από τους Φοίνικες, αλλά η εφεύρεση, στη μορφή που την κάνει πραγματικά σημαντική, να αλλάζει τον κόσμο και να κάνει τη γραφή αρκετά εύκολη ώστε να μαθαίνεται απ’ όλους και όχι μόνο από τους ιερείς ή τους εμπόρους, συντελέστηκε στην Ελλάδα. Κατά τούτο, όλα τα αλφάβητα προέρχονται από το ελληνικό. Για παράδειγμα το αρμενικό, που οπτικά δε μοιάζει καθόλου με το ελληνικό, αξιοποιεί την ίδια ιδέα −ένα σύμβολο για κάθε φθόγγο. Το γλαγολικό, το παλιό αλφάβητο της σλαβωνικής (εκκλησιαστικής σλαβικής) γλώσσας, είναι αυτό που στην πραγματικότητα σχεδιάστηκε από τον Μεθόδιο και τον Κύριλλο. Δε μοιάζει με κανένα ιδιαίτερα, ούτε με το ελληνικό ούτε με το σημερινό σλαβικό αλφάβητο (που αποτελεί μεταγενέστερη τροποποίηση, παρόλο που παραπλανητικά το λέμε κυριλλικό), αλλά κι αυτό στηρίζεται στην αρχή της αλφαβητικής γραφής. Προέρχεται από το ελληνικό. Τα κινέζικα ιδεογράμματα και τα ινδικά συλλαβογράμματα, που δεν προέρχονται από το ελληνικό αλφάβητο, δεν είναι αλφάβητα, είναι άλλα συστήματα γραφής.
Με τον ίδιο τρόπο οι Έλληνες ανέκαθεν υιοθετούσαν, αφομοίωναν, εξείλισσαν και παρέδιδαν οποιοδήποτε αξιόλογο πολιτιστικό στοιχείο μάθαιναν από κάποιον άλλο λαό. Αυτός ο άλλος λαός μπορούσε να είναι ανατολίτικος, δυτικός, βόρειος ή νότιος, χωρίς καμία διάκριση, αρκεί να είχε κάτι καλό να δώσει. Στις απαρχές της ιστορίας οι υψηλοί και μεγάλης επιρροής πολιτισμοί αναπτύσσονταν κυρίως στα θερμά μέρη της Ανατολής (π.χ. Μεσοποταμία, Αίγυπτος), αργότερα το κέντρο μεταφέρθηκε προς Δυσμάς και προς Βορράν. Αλλά τα δάνεια που έπαιρναν οι Έλληνες δεν προήρχοντο αποκλειστικά από «υψηλούς» πολιτισμούς. Λαοί όπως οι Φρύγες και οι Λυδοί ποτέ δεν ήταν στο κέντρο του παγκόσμιου πολιτιστικού γίγνεσθαι, αλλά οι Έλληνες δεν απαξίωσαν να πάρουν κι απ’ αυτούς στοιχεία μουσικής και θρησκευτικά. Η σημερινή μας γλώσσα, ανάμεσα σε παμπλήθη λεξιλογικά δάνεια από την τουρκική, τις λατινογενείς γλώσσες, τα αγγλικά κλπ., έχει και κάποια λίγα αλλά σημαντικά που προέρχονται από την αλβανική (π.χ. μπέσα), τη γλώσσα ενός λαού που ποτέ δεν ήταν στην πρωτοπορία του πνεύματος. Αλλά οι Αλβανοί, μπορεί να μην έχτισαν πυραμίδες, καλλιέργησαν όμως την έννοια της μπέσας και αυτό ήταν αρκετό.
**************************************************
Αυτό είναι το σταυροδρόμι των πολιτισμών. Δεν είναι μύθευμα. Σήμερα όμως δε λειτουργεί πια. Ή πάντως σίγουρα δε λειτουργεί προς όφελός μας. Σήμερα είμαστε ένας απολίτιστος λαός, που προσπαθεί να επιβάλει στον εαυτό του νόμους δυτικού προτύπου, δηλαδή με κυρίαρχο το στοιχείο της κανονικότητας και της ρύθμισης, τους εφαρμόζει όμως με τρόπο ανατολίτικο, δηλαδή αυτοσχεδιάζοντας κατά περίπτωση (κάτι για το οποίο έχουμε χάσει την ικανότητα αλλά μας έχει μείνει η συνήθεια), και καταφέρνουμε:
−να μην μπορούμε να βάλουμε πέντα αμάξια σε μια σειρά στο δρόμο
−να μας αναγνωρίζουν σε όλα τα διεθνή αεροδρόμια επειδή είμαστε οι πιο σαματατζήδες τουρίστες
−οι φοιτητές μας στο Παρίσι να κλέβουν σοκολάτες από τον Άραβα της γωνίας, να μπαίνουν στο μετρό χωρίς εισιτήριο πηδώντας την μπάρα και να αντιγράφουν στις εξετάσεις
−και, σε σοβαρότερο επίπεδο, να έχουμε ένα κράτος παντάπασιν αναποτελεσματικό, αποτυχημένο σε όλα και που αδυνατεί να εμπνεύσει σεβασμό σε οποιονδήποτε Έλληνα ή ξένο.
Πώς καταφέραμε το πλέον ακαταμάχητο προσόν μας επί χιλιετίες, το ότι είμαστε «μεταξύ Ανατολής και Δύσης», να το μετατρέψουμε σε 100% καθαρό μειονέκτημα; Θεωρώ ότι αυτό είναι κατόρθωμα σχεδόν εφάμιλλο του να καταστρέψει κανείς από το ’60 μέχρι σήμερα ένα νησί που η φυσική του ομορφιά χρειάστηκε εκατομμύρια χρόνια για να διαμορφωθεί.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν αποδεχόμαστε την κουλτούρα μας. Οι Ινδοί οδηγοί στο βιντεάκι λένε «έτσι ξέρουμε, έτσι κάνουμε, δεν είμαστε Ευρωπαίοι». Οι δυτικοευρωπαίοι ομόλογοί τους το ίδιο: «έτσι το ’χουμε εμείς εδώ, δεν είμαστε Ινδοί». Εμείς δεν έχουμε τον αυτοσεβασμό να πούμε «δεν είμαστε καθαροί Ανατολίτες, δεν είμαστε καθαροί Δυτικοί, είμαστε Έλληνες και το κάνουμε ελληνικά»: προσπαθούμε να είμαστε δυτικοί, να πιθηκίσουμε τους δυτικούς, γιατί από τον καιρό που συστήθηκε το ελληνικό κράτος τα πρότυπα από τη Δύση προέρχονταν, αρνούμαστε τα ανατολίτικα στοιχεία μας, και αφού αντικειμενικά δεν μπορούμε να τα ξεριζώσουμε τα έχουμε περιορίσει σε ελαττώματα. Ελαττώματα όχι γιατί είναι αφ’ εαυτών κακά αλλά γιατί έρχονται σε σύγκρουση με τα δυτικά πρότυπα που προσπαθούμε όχι πια να αφομοιώσουμε αλλά να αντιγράψουμε αυτούσια.
****************************************************
Στους τελευταίους αιώνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το κράτος ήταν υπό διάλυση. Δεν μπορούσε να εξασφαλίσει στους υπηκόους του τίποτε. Η αναγκαστική λύση επιβίωσης ήταν να την παλέψει κανείς μόνος του, όχι σύμφωνα με τους νόμους −που έτσι κι αλλιώς κανείς δεν τους γνώριζε, υπήρχε μόνο ένας καδής σε κάθε τόπο που τους εφήρμοζε όπως τον βόλευε− αλλά σύμφωνα με τις ευκαιρίες. Αν κάποιος τα κατάφερνε να βρει τη λύση, η πρώτη του μέριμνα θα ήταν να εξασφαλίσει τη βόλεψή του και μετά να τη μοιραστεί με τους πολύ δικούς του ανθρώπους: συγγενείς, κανένα κουμπάρο, κανένα συγχωριανό. Έτσι όπως το περιγράφω παραπέμπει άμεσα σε νεοελληνικές μικροπονηριές του τύπου «βρήκα άκρη για το βουλευτή που θα μου διορίσει τα παιδιά και θα κάαααθονται», αλλά δεν είναι μόνο έτσι. Οι περισσότεροι Έλληνες εκείνων των χρόνων που κατάφεραν να διακριθούν είτε στα γράμματα είτε στο εμπόριο, έτσι τα κατάφεραν: με προσωπικό αγώνα, βρίσκοντας μόνοι τους τις λύσεις.
Το Οθωμανικό κράτος δεν ήταν πάντα υπό διάλυση. Κάποτε λειτουργούσε όπως έπρεπε −όπως ήθελε δηλαδή. Και τότε όμως, η αυτενέργεια καλλιεργούνταν: «Κύριοι, μπορείτε να έχετε τη θρησκεία σας, την τοπική σας αυτοδιοίκηση, το εθιμικό σας δίκαιο. Εγώ αυτό που ζητάω είναι πέντε πραγματάκια: να πληρώνετε τους φόρους, λίγο παιδομάζωμα και τα λοιπά. Κατά τα άλλα είστε ελεύθεροι να την παλέψετε όπως νομίζετε καλύτερα.» Δεν προσπαθώ να εξωραΐσω τα περίφημα πεντακόσα χρόνια σκλαβιάς: δεν ήταν παραδείσιες συνθήκες, σε καμία περίπτωση. Ήταν όμως τέτοιες ώστε το να βρίσκει κανείς μόνος του λύσεις ήταν και αναγκαίο και θεμιτό. Και όποτε παρά ταύτα οι άνθρωποι (που τότε δεν ήταν βέβαια πολίτες, ήταν υπήκοοι) δεν κατάφερναν να βρουν μεταξύ τους την άκρη και χρειαζόταν να προσφύγουν στις αρχές, οι αρχές ενεργούσαν πιο σωστά και πιο ελεγχόμενα απ’ ό,τι στα μετέπειτα χρόνια της παρακμής. Όταν η παρακμή και η διάλυση έφτασε στο σημείο ο κάθε καδής, ο κάθε φορατζής και ο κάθε πασάς να δουλεύει για πάρτη του εις βάρος τόσο του λαού όσο και του κράτους, τότε πολλές φορές η λύση επιβίωσης ήταν η κομπίνα, το βόλεμα, το γλείψιμο και το λάδωμα.
Ακόμη πιο παλιά, επί Βυζαντίου, δεν ξέρω τι γινόταν. Δεν έχω δεδομένα να αναγάγω αυτή την παράδοση ελιγμών πιο πίσω. Πάντως είναι νομίζω φανερό ότι το να την ψάχνει κανείς μόνος του δεν είναι αφ’ εαυτού τόσο κακό όσο το έχουμε καταντήσει σήμερα.
Σήμερα έχουμε φορέσει στον εαυτό μας ένα σύστημα που δεν αφήνει περιθώριο να την ψάχνεις μόνος σου ει μη μόνον με αθέμιτους τρόπους. Είναι φανερό ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει. Μεταφέρουμε αυτούσια κόλπα από χώρες της Δύσης, που εκεί λειτουργούν, όχι γιατί είναι σωστά αλλά γιατί εκεί είναι σωστά. Ο Γερμανός ή ο Σκανδιναυός θα κάνει αυτό που του ζητά ο νόμος, το κράτος, όχι γιατί είναι κουτόφραγκος αλλά γιατί έχει χίλιους δυο βάσιμους λόγους να εμπιστεύεται το κράτος του. Θα κάνει μια ειλικρινή φορολογική δήλωση, γιατί ξέρει ότι μ’ αυτά τα λεφτά θα έρθει ένα συνεργείο να μπαλώσει τις λακκούβες στο δρόμο έξω από το σπίτι του. Θα περιμένει στο κόκκινο, γιατί ξέρει πως όταν ανάψει το πράσινο θα έχει χώρο να προχωρήσει, δε θα μείνει για πάντα στο ίδιο σημείο. Ο Έλληνας δεν έχει λόγο να εμπιστεύεται ούτε το κράτος ούτε το νόμο, γιατί ξέρει ότι οι λειτουργοί του κράτους και του νόμου είναι σαν τον ίδιον. Δε θα πληρώσει το φόρο, γιατί έτσι κι αλλιώς οι λακκούβες δε θα μπαλωθούν. Αλλά κι αν καμιά φορά έρθει το συνεργείο να τις μπαλώσει, οι μισές θα μείνουν έτσι επειδή ο ίδιος δεν ενδιαφέρθηκε να πάρει το αμάξι του παρόλο που επί μια βδομάδα έβλεπε την ανακοίνωση «παρακαλώ τσακίδια από δω χάμου, θα έρθει συνεργείο οδοποιίας την Τρίτη». Φαύλος κύκλος.

***************************************************
Κι όμως, υπάρχουν και μερικά σημεία όπου ο σύγχρονος απόγονος του πολυμήχανου Οδυσσέα έχει ακόμη το περιθώριο να αυτενεργεί χωρίς να κάνει τίποτε κακό. Εγώ διασχίζω το δρόμο την ώρα που δεν περνάν αμάξια −για την ακρίβεια, διασχίζω το κάθε σημείο του δρόμου τη στιγμή που δεν περνάνε αμάξια από το συγκεκριμένο σημείο. Όταν μια φορά είδα μια παρέα Γερμανούς, τρεις μετά τα μεσάνυχτα καθημερινής, στην παντέρημη επί χιλιάδες μίλια δεξιά και αριστερά Πανεπιστημίου, να περιμένουν να ανάψει ο Γρηγόρης, ε δεν μπορώ να πω, τους χλεύασα από μέσα μου. Αυτό που έκαναν δεν είχε νόημα. Ο Έλληνας που δεν έχει το χρόνο ή τα φράγκα να πάει ακριβώς αυτή τη στιγμή στο συνεργείο, άμα λάχει θα δέσει και την εξάτμισή του μ’ ένα κομμάτι σύρμα −κάτι αδιανόητο υποθέτω στη Ζυρίχη, αλλά δεδομένο στο Κάιρο. Ο Έλληνας που οι γιατροί τού λένε «η περίπτωσή σου δεν έχει καμία ελπίδα», είναι πιο πρόθυμος από τον αντίστοιχο Ευρωπαίο να ψάξει μήπως κάπου αλλού υπάρχει μία ελπίδα που ο συγκεκριμένος γιατρός δε γνώριζε. Μπορεί κανείς να την ψάχνει μόνος του χωρίς να γίνεται παράσιτο της κοινωνίας, φτάνει η κοινωνική οργάνωση να του το επιτρέψει.
Ο Έλληνας τα κατάφερε τόσες χιλιάδες χρόνια όχι επειδή ήταν καβαντζόπουστας, αλλά επειδή ήταν πολυμήχανος: μία ευρύτερη έννοια που βέβαια κάπου περιλαμβάνει και αυτήν του καβαντζόπουστα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται μαζί της. Γιατί δεν τον αφήνουμε να το αναπτύξει; Δεν είναι φανερό ότι τώρα δεν τα καταφέρνει;