Σήμερα έκανα κάτι που χρειαζόταν, που γενικότερα χρειάζεται να γίνεται πού και πού, και που μ’ έκανε να νιώσω πολύ ωραία.
Το φετεινό μου σχολείο σε γενικές γραμμές είναι χάλια. Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των μαθητών είναι βουτηγμένοι σε ένα βούρκο αδιαφορίας, θρασύτητας, αρπακτικότητας, αχαριστίας. Έχει τμήματα στα οποία ούτε μία φορά μέσα σε τρεις μήνες δεν έχω κάνει μάθημα −εννοώ μάθημα, αυτό που εκ παραδόσεως ξέρουμε όλοι ότι σημαίνει η λέξη. Στις καλύτερες μέρες κάνω κάτι που θυμίζει κάπως μάθημα, και στις υπόλοιπες κάνω τον μπάτσο, το δικαστή, το βρεφονηπιοκόμο. Και έχει και τμήματα όπου μπορώ μεν να κάνω μάθημα, αλλά και πάλι όχι καλό μάθημα. Καλό μάθημα δεν έχω κάνει ποτέ.
Αφού το κλίμα είναι αυτό, αντιλαμβάνεται κανείς ότι έχω συνέχεια μαθητές που προξενούν προβλήματα. Στην πραγματικότητα δεν είναι εύκολο να πεις ότι κάποιος ή κάποιοι μαθητές είναι αυτοί που δημιουργούν το πρόβλημα και οι άλλοι όχι, γιατί το πρόβλημα είναι διάχυτο. Αλλά οπωσδήποτε μέσα σ’ όλο το ενορχηστρωμένο μπάχαλο, ξεχωρίζουν κάποιοι σολίστ. Αυτοί τους οποίους αναγκάζομαι να πετάξω έξω ή να κατεβάσω στο γραφείο για τα περαιτέρω. Και μερικές φορές φωνάζω κάποιους να έρθουν μαζί μου στο γραφείο και αυτοί στο δρόμο διαρρέουν, οπότε το μόνο που μου μένει είναι να δώσω το όνομά τους στο Διευθυντή.
Γίνομαι έξαλλος όταν τα παιδιά με αναγκάζουν να υποδυθώ αυτό τον άσχημο ρόλο: όχι μόνο μπάτσος και δικαστής, αλλά και σχεδόν καταδότης. Αλλά κι απ’ την άλλη τι να κάνω; Κάπως πρέπει να εξασφαλιστεί η τήρηση των ορίων, όσο κουνημένα κι αν είναι αυτά. (Δε θέλω να ακούσω θεωρίες για άλλη, πιο φιλική αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Τις ξέρω καλύτερα από τον καθένα, και δεν πιάνουν. Ξέρετε γιατί; Γιατί δε θέλουν τα παιδιά.) Το αποτέλεσμα είναι ότι έχω στείλει αρκετό κόσμο για αποβολή.
Όμως μέσα σ’ όλο το χάλι, κάποια παιδιά ξεχωρίζουν. Από αρχές Οκτωβρίου έχω αναλάβει την ορχήστρα και τη χορωδία που θα έλεγαν τα τραγούδια στην 28η Οκτωβρίου και θα τα πουν και στη 17η Νοεμβρίου.
Για την πρώτη γιορτή, σας έχω γράψει πώς πήγαν τα πράγματα. Η δεύτερη είχε την επιπλέον δυσκολία ότι είχαμε στη διάθεσή μας μόνο δύο εβδομάδες για να την ετοιμάσουμε. Η 17 Νοέμβρη πέφτει Δευτέρα. Την προηγούμενη Παρασκευή (αύριο) θα πάμε για πρόβα τζενεράλε στο χώρο που μας παρέχει ο Δήμος για αυτές τις εκδηλώσεις, που βρίσκεται εκτός σχολείου. Σήμερα Πέμπτη ήταν η τελευταία πρόβα στο σχολείο. Κατόπιν ειδικής συνεννοήσεως με το διευθυντή, τόσο τα παιδιά όσο κι εγώ πήραμε για σήμερα απαλλαγή από κάθε άλλη υποχρέωση και κάναμε εφτά ώρες πρόβα.
Πήρα όμως την εξής πρωτοβουλία: έληξα την πρόβα στην έκτη ώρα, και έδιωξα όλα τα παιδιά εκτός από κάποια που είχα σταμπάρει. Μ’ αυτούς καθαρίσαμε και συγυρίσαμε το χώρο όπου επί δυο βδομάδες αφήναμε άδειους καφέδες, χαρτιά από σάντουιτς και λοιπά, και μετά τους είπα να με ακολουθήσουν.
−Πού;
−Θα δείτε.
−Ελάτε κύριε, πού;
−Δε σας λέω.
−Για τη φασίνα μας θέλατε;
−Όχι.
−Αλλά;
−Δε θα απαντήσω καμία ερώτηση.
Αφήνοντάς τους έτσι σε απορία, τους έφερα στο γραφείο του διευθυντή. Μόλις μας δέχτηκε, ζήτησα από τα παιδιά να πουν τα ονόματα και τα τμήματά τους, και μετά άρχισα:
−Με τα συγκεκριμένα παιδιά είχα εξαιρετική συνεργασία. Ποτέ δε χρειάστηκε να τους θυμίσω ποιος είναι ο καθηγητής εδώ μέσα. Ήταν όλοι πρόθυμοι να πάρουν αυτό που είχα να τους προσφέρω, να το εκτιμήσουν, και αντίστοιχα να προσφέρουν οι ίδιοι αυτό που είχαν. Πέρα από αυτό όμως: αυτός και αυτός έκατσαν κατ’ επανάληψη μετά το σχόλασμα να με βοηθήσουν με τα μικρόφωνα, τα κουβαλήματα και άλλα ζητήματα· εκείνος και εκείνη (κάποιοι που ξέρουν μουσική) έκατσαν και στην πρόβα αλλά και σε απογεύματα να δείξουν στους άλλους τα κομμάτια, κατά τρόπο συχνά πιο αποτελεσματικό από τον δικό μου· ο άλλος μας διέθεσε με δική του πρωτοβουλία όλο τον ηλεκτρονικό του εξοπλισμό, την (όποια) τεχνογνωσία του, τα αρχεία του με τραγούδια / κείμενα / βίντεο, και πολύ από τον χρόνο του· τέλος, εκείνη κι εκείνη αποτελούσαν ανεκτίμητο παράγοντα ηρεμίας στην ομάδα, και μπορούσαν να μαζεύουν τους υπόλοιπους ακόμη κι όταν εγώ έχανα τον έλεγχο. Και ήθελα ενώπιόν σας (λέω στο Διευθυντή) να τους συγχαρώ και να τους ευχαριστήσω.
Ο διευθυντής υπερθεμάτισε, και σημείωσε τα ονόματά τους στο βιβλίο Ποινών, που απ’ έξω γράφει Βιβλίο Επαίνων και Ποινών, αλλά σχεδόν κανείς δε θυμάται ότι είναι και για επαίνους.